ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΦΡΑΙΜ ΤΗΣ I. Μ. ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ( † 21-11-1984)[1]
O γέροντας κάθεται σ' ἕνα γώνιασμα ποὺ κάνουν οἱ πάγκοι στὸ ἀρχονταρίκι. Ἔχει ἕνα γαλήνιο καὶ σχεδὸν διάφανο πρόσωπο. Κάτι μάτια πεντακάθαρα καὶ φωτεινὰ ποὺ δεσπόζουν κάτω ἀπὸ τὸ ἁπλὸ καλογερικὸ σκουφάκι. Μέσα σ' ἐκείνη τὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ μυρίζει ποτισμένη λιβάνι εἶναι σὰν νὰ νιώθει κανεὶς νὰ ξεχύνεται ἁπλότητα καὶ εἰρήνη, εὐλογία καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν παρουσία τοῦ γέροντα. «Ὡς μύρον ἐπὶ κεφαλῆς τὸ καταβαῖνον ἐπὶ τὸν πώγωνα, τὸν πώγωνα τοῦ Ἀαρῶν, τὸ καταβαῖνον ἐπὶ τὴν ὤαν τοῦ ἐνδύματος αὐτοῦ- ὡς δρόσος Ἀερμῶν ἡ καταβαίνονσα ἐπὶ τὰ ὅρη Σιῶν ὅτι ἐκεῖ ἐνετείλατο Κύριος τὴν εὐλογίαν, ζωὴν ἕως τοῦ αἰῶνος». Μιλᾶ ἁπλὰ καὶ ἥσυχα. Ἔχει σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ γέρνει λίγο τὸ κεφάλι, λὲς καὶ θέλει νὰ ἔρθει πιὸ κοντά, νὰ μιλήσει πιὸ μέσα, ἀνεξίτηλα.
Κάποιος ρωτᾶ γιὰ τὸν μοναχισμό, τί προϋποθέτει.
- Ὁ μοναχισμὸς προϋποθέτει ἰδιαίτερη κλίση ποὺ φυτεύει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ κάλεσμα. Αὐτὸ τὸ κάλεσμα (κλῆσις) ἔχει γίνει ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ ὅλους, ἀλλὰ ὁ ἴδιος μας λέγει ὅτι «οὐ πάντες χωρούσι τὸν λόγον τοῦτον». Ἔτσι τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, ἀλλὰ ἀπαντᾶ «ὁ δυνάμενος». Αὐτὸς καὶ γίνεται μοναχός... Βέβαια αὐτὸ ποὺ μετρᾶ τόσο στὴζωὴ τοῦ μοναχοῦ ὅσο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἐν κόσμω χριστιανοῦ εἶναι ἡ συνέπεια σ' ἕνα πνευματικὸ πρόγραμμα. Ἡ συνέπεια στὸ πρόγραμμα αὐτὸ συνιστᾶ ἕναν ἀγώνα κατὰ τοῦ κόσμου, τοῦ διαβόλου καὶ τῆς σαρκός. Οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ καταφέρνουν νὰ μᾶς...
ὑποσκελίζουν, γιατί (καὶ ὅταν) μᾶς βρίσκουν ἀπροετοίμαστους. Μᾶς βρίσκουν δηλαδὴ σὲ ἀκηδία καὶ ἔτσι ἔχουμε ἕνα σωρὸ πτώσεις. Οἱ πτώσεις δὲν ἀντιμετωπίζονται καὶ δὲν ἀποφεύγονται παρὰ μὲ τὴν ἐγρήγορση καὶ τὴν προσήλωση σὲ ἕνα πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι μία μάχη καὶ στὴν μάχη δὲν μπορεῖς νὰ παρατᾶς τὸ ὅπλο χωρὶς κίνδυνο θανάτου. Χρειάζεται τὸ ὅπλο ἀνὰ χείρας πάντοτε γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἔχθρων. Αὐτὸ γίνεται στὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν: Ἔχουν συνέχεια τὸ ὅπλο ἀνὰ χείρας, ποτὲ ἐπ' ὤμου. Μεγάλο ρόλο παίζει σ' αὐτὸ τὸ πράγμα ἡ προσευχή...
ὑποσκελίζουν, γιατί (καὶ ὅταν) μᾶς βρίσκουν ἀπροετοίμαστους. Μᾶς βρίσκουν δηλαδὴ σὲ ἀκηδία καὶ ἔτσι ἔχουμε ἕνα σωρὸ πτώσεις. Οἱ πτώσεις δὲν ἀντιμετωπίζονται καὶ δὲν ἀποφεύγονται παρὰ μὲ τὴν ἐγρήγορση καὶ τὴν προσήλωση σὲ ἕνα πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι μία μάχη καὶ στὴν μάχη δὲν μπορεῖς νὰ παρατᾶς τὸ ὅπλο χωρὶς κίνδυνο θανάτου. Χρειάζεται τὸ ὅπλο ἀνὰ χείρας πάντοτε γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἔχθρων. Αὐτὸ γίνεται στὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν: Ἔχουν συνέχεια τὸ ὅπλο ἀνὰ χείρας, ποτὲ ἐπ' ὤμου. Μεγάλο ρόλο παίζει σ' αὐτὸ τὸ πράγμα ἡ προσευχή...
- Ναί, γέροντα, ἀλλὰ σὲ μᾶς ἡ προσευχὴ γίνεται ἐντελῶς τυπικὴ τὶς περισσότερες φορές.
- Ἀπὸ τὴν τυπική, ὅπως λέτε, προσευχὴ δὲν ξέρετε πόσα ἀγαθὰ μποροῦν νὰ προκύψουν. Γιατί ἡ προσευχὴ ἡ τυπική, σὲ τακτὲς ὧρες, μοιάζει μὲ τὴν γεννήτρια ποὺ δίνει φῶς. Μπορεῖ νὰ δώσει τὸ φῶς τῆς πάντα ἢ μόνον τότε ποὺ χρειάζεται. Ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση, γιὰ νὰ δώσει φῶς, εἶναι νὰ φορτίζεται ἢ νὰ τροφοδοτεῖται μὲ καύσιμη ὕλη. Αὐτὸ τὸν ρόλο παίζει ἡ τυπικὴ προσευχὴ στὴν ὅλη πνευματικὴ ζωή. Φορτίζει τὴν γεννήτρια καὶ τῆς δίνει τὴν δύναμη, γιὰ νὰ μᾶς παρέχει φῶς, ὅταν πάει νὰ σκοτεινιάσει.
Μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τώρα τὴν σημασία ποὺ ἔχει τὸ «πνευματικὸ πρόγραμμα». Οἱ φιλίες καὶ οἱ κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς συνδεδεμένες μὲ ἀλλοίωση μικρὴ ἢ μεγάλη, τοῦ πνευματικοῦ προγράμματος καὶ εἶναι φανερὸ πόση βλάβη μπορεῖ νὰ προξενηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση ἢ καὶ τὴν ἐγκατάλειψή του. Πόσο μεγάλο εἶναι ἀντίθετα τὸ ὄφελός του, γιατί μᾶς κρατᾶ συνέχεια σὲ ἐγρήγορση· αὐτὸ ποὺ λέγεται στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ «νήψις».
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ νήψις καὶ ἡ προσευχὴ μαζί μας δίνουν τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία. Μὲ τὰ δύο αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ προσέχει πάντα τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ καταλαβαίνει τὶς ἀδυναμίες του. Συγχρόνως ὁλόκληρος ὁ χρόνος εἶναι γεμάτος καὶ δὲν χρειάζεται νὰ καταφεύγει σὲ κάθε εἴδους ἐνασχόληση, γιὰ νὰ τὸν γεμίσει, οὔτε στὴν ἐξωστρέφεια καὶ στὴν λήθη τοῦ ἑαυτοῦ του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὶς μεγάλες πτώσεις καὶ νὰ καταφέρει ὥστε οἱ μικρὲς νὰ μὴ γίνουν θανάσιμα ἁμαρτήματα.
Γιατί θὰ πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι τὰ ἁμαρτήματα τὰ διακρίνουμε σὲ δύο βασικὲς κατηγορίες. Τὰ θανάσιμα καὶ τὰ συγγνωστά. Τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα εἶναι τὰ χωρὶς ἐξομολόγηση ἁμαρτήματα. Αὐτὰ εἶναι τὰ κολάσιμα. Τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα εἶναι αὐτὰ στὰ ὁποῖα πέφτει κανεὶς ἀπὸ ἄγνοια, ἀθέλητη ροπὴ ἢ ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας ποὺ βρισκόμαστε μετὰ τὴν πτώση. Θὰ πρέπει νὰ τονισθεῖ ἐδῶ ὅτι τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα γίνονται αὐτόματα θανάσιμα ὅταν δὲν ἐξομολογοῦνται...
- Θὰ θέλαμε νὰ μᾶς ξεκαθαρίσετε μερικὰ σημεῖα: Πότε χαρακτηρίζουμε κάτι σὰν συγγνωστὸ ἁμάρτημα καὶ θέλει τότε ἐξομολόγηση;
- Γιὰ νὰ πάρετε μία ἀπάντηση θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν κλίμακα ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ ἁμαρτία γιὰ νὰ γίνει πράξις, αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀλλιῶς ἐξέλιξις τοῦ λογισμοῦ. Σὲ ἁδρὲς γραμμές, στὴν πρώτη φάση προβάλλεται ἡ ἁμαρτία σὰν λογισμός. Αυτό εἶναι ἡ «προσβολή». Εἶναι ἡ προβολὴ (καὶ προσβολὴ συγχρόνως) ἑνὸς προσώπου, μίας ἐμπαθοῦς μορφῆς ἢ καταστάσεως στὴν ὀθόνη τοῦ νοῦ. Αὐτὸ τὸ πράγμα στὴν πρώτη του ἐμφάνιση εἶναι ἀναμάρτητο, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε καλὰ ὅτι κάθε πονηρὸς λογισμὸς προέρχεται καὶ κατευθύνεται ἀπὸ τὸν διάβολο, καὶ νὰ προσέξουμε πολύ, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ξεγελάσει.
Τὸ δεύτερο στάδιο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ὁ «συνδυασμός». Στὸν συνδυασμὸ ἔχουμε ἀνάμιξη τοῦ λογισμοῦ μὲ τὴν θέλησή μας. Ἡ ἀνάμιξις αὐτὴ δίνει τὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ ὁ λογισμὸς καὶ συγχρόνως δημιουργεῖ ἕνα «σκαμπανέβασμα» στὴν θέληση καὶ μία ἀκαταστασία, γιὰ νὰ ἐμποδισθεῖ ἡ ἐξέτασις καὶ ἡ ἀπόρριψις τοῦ λογισμοῦ.
Μετὰ εἶναι ἡ «πάλη». Ἐδῶ ἔχουμε τὴν πάλη τοῦ νοῦ καὶ τῆς θελήσεως, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἢ νὰ μὴ δεχθεῖ τὸν λογισμό. Ἂν τὸν δεχθεῖ, ἔχουμε τὸ τέταρτο στάδιο ποὺ εἶναι ἡ «συγκατάθεσις». Ὁ ἄνθρωπος κατακυριεύεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ λογισμοῦ. Τὸ κοιτάζει ἐνηδόνως, ἐπιθυμεῖ καὶ προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἁμαρτία. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται συντελεσθεῖσα, ἄσχετα ἂν δὲν ἀκολούθησε ἡ τελευταία φάσις τῆς ἀναπτύξεως τοῦ λογισμοῦ ποὺ εἶναι ἡ πράξις. Σ' αὐτὴν πραγματοποιεῖται μὲ πλήρη ἐπίγνωση ἡ ἁμαρτία. Εἶναι μία αὐτοκτονία μὲ ὁλόκληρη τὴ σημασία καὶ τὸ βάρος τῆς λέξεως.
Ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ καὶ κάτω ἔχουμε κατάσταση ἐφάμαρτη. Ἔχει ἐνδώσει καὶ ἔχει αἰχμαλωτισθεῖ κανείς. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀπὸ τὴ φάση αὐτὴ καὶ μετὰ ἔχουμε ἁμάρτημα συγγνωστό, ποὺ χρειάζεται ἐξομολόγηση.
Τώρα μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τί μεγάλο ρόλο παίζει ἡ νήψις. Κρατώντας τὸν νοῦ σὲ ἐγρήγορση καὶ ἡσυχία, ἀποδιώχνει τὸν λογισμὸ στὴν προσβολή. Στὴν φάση αὐτὴ ὑπάρχει εὐχέρεια καὶ εὐκολία ἀποκρούσεως τοῦ πειρασμοῦ. Εἶναι ὅμως μεγάλος ὁ κόπος, ὅταν ἔχει μπεῖ μέσα, γιὰ νὰ τὸν βγάλουμε. Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάστασις μοιάζει μὲ τὴν προσβολὴ ἑνὸς σπιτιοῦ ἀπὸ ἕναν κλέφτη. Ὁ κλέφτης (λογισμὸς) χτυπάει τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μπεῖ μέσα (προσβολή). Ἂν δὲν τοῦ ἀνοίξει κανεὶς (ἀπόκρουση λογισμοῦ), τότε μένει ἔξω καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα. Ὅταν ὅμως τοῦ ἀνοίξει (συνδυασμός), τότε μπαίνει μέσα. Στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι φανερὸ πόσο πιὸ δύσκολα μπορεῖ νὰ τὸν διώξει ἀπὸ πρῶτα ποὺ ἦταν ἔξω. Συγχρόνως ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπαίνει μέσα τὰ κάνει ὅλα ἄνω κάτω. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἄλλωστε καὶ συνιστᾶ ἐφάμαρτη πράξη ὁ συνδυασμὸς καὶ τὰ ἑπόμενα.
Δὲν θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ξεχνοῦμε καὶ τὴν ἀκόλουθη ἀλήθεια: Κάθε γονάτισμα ἀδυνατίζει τὴν θέληση καὶ μᾶς καθιστὰ πιὸ εὐάλωτους. Καὶ ἀντίθετα κάθε ἐπιτυχημένη ἀντίστασις τὴν χαλυβδώνει καὶ τὴν στηρίζει στὴν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν. Πολὺ μεγάλη προσοχὴ χρειάζεται καὶ γιὰ κάθε πάθος ποὺ ἀποκοιμήθηκε. Ξέρετε μὲ τί εἶναι ὅμοιο; Μὲ μία ἀρκούδα. Τέτοια δύναμη ἔχει. Μποροῦμε ὅμως νὰ τὸ κρατοῦμε καὶ νὰ τὸ κατευθύνουμε πολὺ εὔκολα, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀρκούδα κατευθύνεται καὶ τραβιέται ἀπὸ ἕνα κρικελάκι μονάχα. Ἀλλοίμονο ὅμως, ἂν πιάσει τὸν ἀρκουδιάρη ὁ ὕπνος! Θὰ τὸν κατασπαράξει ἡ ἀρκούδα, ποὺ τὴν ἔσερνε. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἂν ἐμεῖς κοιμηθοῦμε (ἀφήσουμε τὴ νήψη). Τὰ ἀποκοιμισμένα πάθη θὰ ξυπνήσουν καὶ θὰ μᾶς κατασπαράξουν.
Ἕκτος ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀναφέραμε γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ λογισμοῦ, δηλαδὴ τὴν ἄμεση καὶ ταχεία ἀπόκρουσή του, ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος. Αὐτὸν τὸν χρησιμοποιοῦσαν παλιὰ ἔμπειροι καὶ δοκιμασμένοι μοναχοί. Εἶναι ὁ διάλογος μὲ τὴν ἁμαρτία, ἡ λεγομένη «ἀντίρρησις» ἢ «ἀντιρρητικὸς πόλεμος», ποὺ συνίστατο στὸ νὰ ἐπιτρέπουν στὸν λογισμὸ νὰ προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὴν προσβολὴ στὸν συνδυασμό, γιὰ νὰ μελετήσουν τὴν ἐξέλιξη κι ὅλες τὶς ἐνέργειές του καὶ νὰ τὸν πολεμήσουν μέσα στὴν καρδιά τους. Δὲν εἶναι εὔκολο καὶ κατορθωτὸ οὔτε ἀκίνδυνο τὸ πράγμα, γι’ αὐτὸ καὶ τότε ἀκόμη τὴν μέθοδο αὐτὴ δὲν τὴν συνιστοῦσαν σὲ ὅλους, ὅπως φανερώνει τὸ σχετικὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Ἀββᾶ Ποιμένα ἀπὸ τὸ Γεροντικό. Αὐτὰ γιὰ τοὺς μεγάλους Ἀββάδες. Γιατί μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ πρέπει νὰ παραβλέπουμε τὴν πονηριὰ καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ διαβόλου, τὴν πανουργία του. (Πολεμάει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ καταβολῆς). Κι ὁ κάθε λογισμὸς ἔχει μέσα τοῦ πολύ, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴν φθαρμένη φύση μας καὶ ποὺ δὲν ἀντιμετωπίζεται εὔκολα. Εἶναι ἕνας χείμαρρος ποὺ κατακλύζει, παρασέρνει καὶ καταποντίζει τὰ πάντα ἂν δὲν τὸν σταματήσουμε ἐγκαίρως, καὶ σταμάτημα γίνεται μὲ τὴν ἐγρήγορση τὴν χάρη τῆς προσευχῆς. Ἡ ἐγρήγορση καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι τὰ δύο χέρια ποὺ παλεύουμε μὲ τὸν λογισμό.
Ἐδῶ εἶναι σκόπιμο νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ κύριο καὶ τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ μέσο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ λογισμοῦ. Γιατί μία τέτοια στάσις εἶναι ἔμπρακτη ταπείνωσις? ὁμολογία ὅτι ἡ δύναμή μου εἶναι λειψὴ καὶ ἀνίκανη καὶ διὰ τοῦτο προσφεύγω σ' Αὐτὸν ποὺ εἶναι καὶ ὀχύρωμα, ὅπλο καὶ νίκη. Ἡ στάση αὐτὴ τῆς συντριβῆς καὶ τῆς προσφυγῆς στὴν προσευχὴ εἶναι φυσικὸ κατόπιν νὰ προσελκύσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πλούσιο, νὰ στηρίξει ἐμένα καὶ νὰ ἀπομακρύνει τὸν λογισμὸ ἀνίκανο νὰ μὲ βλάψει.
Ἀνάμεσα στὶς προσευχὲς ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι τὸ δυνατότερο καὶ τὸ πιὸ χρηστὸ ὅπλο. Εἶναι εὔκολα καταληπτή, γίνεται πιὸ γρήγορα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη. Μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν κάνει τὶς περισσότερες φορὲς στὶς κρίσιμες καὶ ἐπικίνδυνες στιγμές. Ἀκόμη εἶναι προσευχὴ μὲ συγκεντρωμένο καὶ συγκεκριμένο περιεχόμενο, γι’ αὐτὸ ἔχει τὴν δύναμη νὰ συγκεντρώνει τὸ νοῦ στὸ περιεχόμενό της καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν προβαλλόμενο (ἢ ἐν ἐξελίξει) λογισμό. Καὶ πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, περιέχει τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι μία προσευχὴ μὲ ἰδιαίτερη χάρη καὶ αὐτενέργεια.
Ἔτσι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προσοχὴ (νήψι) μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὸ λογισμὸ καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ. Ἡ μία βοηθάει τὴν ἄλλη σ' αὐτὴ τὴν ἀντιμετώπιση. Καὶ οἱ δύο μαζὶ βοηθοῦν στὴ δημιουργία συνειδήσεως ἀποδόσεως λόγου. Καταλαβαίνουμε δηλαδὴ τότε καὶ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὅλες οἱ σκέψεις καὶ πράξεις, καὶ οἱ πιὸ μύχιες, εἶναι φανερὲς στὸ Θεό. Καὶ ὄχι μόνον φανερές, ἀλλὰ καὶ ὑπόλογες ἐνώπιόν του κριτηρίου του. Ὁ μεγάλος καρπὸς αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννιέται μέσα μας. Μὲ τὸν φόβο αὐτὸ τώρα προσέχει κανεὶς τὸν ἑαυτὸ τοῦ διπλὰ καὶ ἀποφεύγει μεγάλο πλῆθος παραπτωμάτων.
Σ’ αὐτὸ ἀποσκοπεῖ καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς πορείας μας τῆς πνευματικῆς καθὼς καὶ τῆς συνειδήσεως. Χρειάζεται γιὰ τὸν ἔλεγχο αὐτὸ μία αὐτοκριτικὴ κάθε βράδυ, ἀλλὰ καὶ περισσότερες φορὲς τὴν ἡμέρα. Ὑπάρχει ἕνας σοβαρὸς κίνδυνος ἐδῶ: ἡ «πλάνη» (παραπλάνησις) τῆς συνειδήσεως, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεῖ πολὺ εὔκολα. Καὶ παίζει μεγάλο ρόλο ἡ συμπαράστασις τοῦ πνευματικοῦ, ποὺ εἶναι εἰδικὰ ἀπαραίτητη σὲ περιπτώσεις ἀμφιβολίας. Σὲ κάθε ἀμφιβολία καὶ ταλάντευση ἡ ἄμεση λύση ὁδηγεῖ στὸν πνευματικό...
Αὐτὸς ὁ φόβος καὶ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ σπουδαῖο πνευματικὸ κεφάλαιο. Φέρνει μαζί του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Κάτι ποὺ τὸ ἀποφεύγουν πολλοὶ καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸ ξεχνοῦν, ὅμως φέρνει τὸν ἄνθρωπο μπροστὰ στὴν πραγματικότητα καὶ συγχρόνως ὡριμάζει τὸν πνευματικὸ ἀγωνιστή. Τὸν σοβαρεύει καὶ τὸν κάνει πιὸ συνετὸ στὶς ἐνέργειές του, γιατί τώρα κοιτάζει μὲ προοπτικὴ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο καὶ φωτίζεται ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.
Δὲν μποροῦν νὰ λείψουν τώρα ἄλλες δύο μνῆμες συνακόλουθες: ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν πτώσεων, καὶ ἡ μνήμη τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ σημασία τους γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὴ μὲ τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν ζωὴ κάποιου μοναχοῦ. Αὐτὸς εἶχε γραμμένες σὲ δύο τοίχους στὸ κελλί του, στὸν ἕνα τὶς ἀποτυχίες, πτώσεις καὶ ἁμαρτίες του καὶ στὸν ἄλλο τὶς ἐπιτυχίες ποὺ εἶχε σημειώσει κατὰ τὸν μοναχικό του ἀγώνα. Ὅταν λοιπὸν αἰσθανόταν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ κάποια ἐπιτυχία νὰ σημειώνεται, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἀναδευόταν μέσα του, ἔστρεφε πρὸς τὸν τοῖχο ποὺ εἶχε γράψει τὶς ἁμαρτίες του: «Κοίταξε τί ἔχεις κάνει μέχρι τώρα· πόσο εἶσαι ἀνάξιος γι’ αὐτὴ τὴ χαρὰ καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ ξεπέσεις, ἂν ἀφεθεῖς». Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅταν ἐνίωθε τὸν πειρασμὸ ἔντονο, τὴν ὄχληση τοῦ διαβόλου ἢ τὴν ἀπελπισία νὰ τὸν κυριεύει μετὰ ἀπὸ κάποια πτώση, ἔστρεφε τὸ πρόσωπό του στὸν ἀπέναντι τοῖχο μὲ τὶς ἀρετές: «Δὲς μὲ τί σὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ ποῦ σὲ βοήθησε νὰ φτάσεις. Πῶς θὰ τὰ ἐγκαταλείψεις τώρα ὅλα αὐτὰ πού σου χάρισε, ἐνῶ μπορεῖς νὰ τὰ ξαναφτάσεις καὶ νὰ προχωρήσεις ἀκόμα πιὸ πέρα;»
Ἔτσι ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν μας μᾶς κρατάει σὲ ταπείνωση καὶ ἐγρήγορση ἐμποδίζοντας τὶς περαιτέρω πτώσεις. Καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν ἡ μνήμη τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ (γιατί τέτοιες εἶναι οἱ ἀρετὲς) μᾶς γεμίζει ἐλπίδα καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς Αὐτὸν ποὺ μᾶς συγχωρεῖ πάντα, μᾶς στηρίζει καὶ μᾶς προστατεύει. Τὰ δύο στηρίζουν τὴν καρδιά, τροφοδοτοῦν τὴν μετάνοια καὶ κάνουν πιὸ βατὸ τὸν δρόμο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς...
- Πάτερ, ξαναγυρίζω στὴν προσευχή, καὶ εἶναι ἡ δυσκολία ποὺ συναντοῦμε στὴ σχέση της μὲ τὴν μελέτη...
- Πρῶτα-πρῶτα θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ καθαυτὸ πνευματικὴ μελέτη δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν προσευχή. Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ κι αὐτὴ σὰν ἕνας δρόμος προσευχῆς. Τὸ πρόβλημα τῆς μελέτης τῶν σπουδῶν σᾶς εἶναι στενὰ συνδεδεμένο μὲ τὸ γενικότερο πρόβλημα τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ χρόνου καὶ τοῦ πνευματικοῦ προγράμματος, ποὺ λέγαμε στὴν ἀρχή. Διαβάζει κανείς, γιὰ νὰ πάρει τὸ πτυχίο του, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ζωή του οὔτε ἄσχετο μὲ τὴν πνευματική του πορεία. Γιατί τώρα μ' αὔτη τὴν μελέτη ἑτοιμάζει τὸ ὑπόβαθρο μίας ἐργασίας γιὰ τὴν συντήρησή του ἀργότερα. Ἔτσι δὲν εἶναι ξένο ἀπὸ τὴν ὅλη ζωή του. Καὶ γιὰ νὰ μὴ γίνεται ξένο καὶ μᾶς ἀπορροφᾶ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα, χρειάζεται νὰ διανθίζεται ἀπὸ κάθε πνευματικὴ δυνατότητα. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἰσχύει σὲ πλατύτερο πλαίσιο: Ὅλος ὁ χρόνος νὰ διανθίζεται ἀπὸ κάθε δυνατὸ πνευματικὸ ἔργο. Στὴν περίπτωση αὐτοῦ του κοινοῦ «διαβάσματος», θὰ μποροῦσε νὰ γίνει κάτι σὰν μία «Ἱεροτελεστία», ὅσο παράξενα κι ἂν χτυπάει αὐτὸ στ' αὐτιά μας. Νὰ ἀρχίζει μὲ μία προσευχή, μὲ τὴν ὁποία ἀποθέτουμε τὴν μελέτη μας μπροστά Του καὶ ζητᾶμε νὰ μᾶς φωτίσει καὶ νὰ μᾶς βοηθήσει. Ὅταν σταματᾶ τὸ διάβασμα γιὰ διάλειμμα, εἶναι εὔκολο νὰ διαβάσουμε δύο-τρεῖς προτάσεις ἀπὸ ἕνα βιβλίο πνευματικὸ καὶ νὰ ξεκουρασθοῦμε ἀπὸ τὸ ἄλλο ἐμβαθύνοντας σ' αὐτές. Ἢ ἀκόμα νὰ προσευχηθοῦμε μὲ τὴν «εὐχή». Εἴπαμε γιὰ τὸ πλεονέκτημα ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ προσευχὴ νὰ εἶναι μικρὴ καὶ σύντομη. Μπορεῖ νὰ γίνεται ἀκόμα καὶ στὸν δρόμο. Κι ἔχει μία αὐτενέργεια πνευματική, ἀκόμα κι ὅταν γίνεται μηχανικά. Τὸ πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος εἶναι ἀνοιχτὸ πάντοτε καὶ παντοῦ. Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ εἶναι ὁ νοῦς συγκεντρωμένος στὶς σελίδες ποὺ διαβάζω. Στὸ ἐνδιάμεσο ὅμως, ὅταν χαλαρώνει ἡ προσοχὴ καὶ ἡ συγκέντρωση, βρίσκει τὴν εὐκαιρία ὁ διάβολος νὰ ἐπιτεθεῖ καὶ νὰ πολεμήσει. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ θὰ δεῖ ὁ Θεός: πῶς σταθήκαμε μπροστὰ σ' αὐτὴν τὴν ἐπίθεση. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ εἴμαστε συνέχεια στὴν πνευματικὴ σκοπιὰ καὶ νὰ ἐντοπίζουμε τὶς ἐπιθέσεις. Καὶ τὰ ἄλλα μετὰ εἶναι ὑπόθεση πνευματικοῦ ἀγῶνος.
- Καλά, γέροντα, ἀλλὰ ὅταν διαβάζουμε ἐμεῖς καὶ θέλουμε νὰ κάνουμε ἕνα διάλειμμα, εἶναι γιὰ νὰ σταματήσουμε τὴν ἔνταση στὴν ὁποία βρισκόμαστε. Νὰ ξελασκάρουμε τὸν νοῦ καὶ νὰ ξεκουρασθοῦμε. Τὸ νὰ διαβάσουμε κάτι ἄλλο ἢ νὰ προσευχηθοῦμε ἀπαιτεῖ προσπάθεια καὶ προσοχὴ ποὺ ζητοῦμε νὰ ἀποφύγουμε. Ή, ἂς ποῦμε, εἶναι μερικὲς φορὲς ποὺ δὲν θέλεις ἁπλῶς νὰ σταματήσεις νὰ διαβάζεις, ἀλλὰ νὰ βγεῖς ἔξω ἀπὸ τὸ δωμάτιο, νὰ κάνεις μία βόλτα, νὰ ξανασάνεις... Καταλαβαίνετε βέβαια πόσα προβλήματα δημιουργοῦνται μ' αὐτὴ τὴν ἔξοδο...
- Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ λέει κανεὶς πὼς ξεκουραζόμαστε ἀπὸ τὸ διάβασμα μὲ τὴν προσευχή, ποὺ θέλει προσοχή, ὅπως λέτε. Εἶναι ἀλήθεια βέβαια ὅτι στὴν ἀρχὴ ἡ ἐφαρμογὴ ἑνὸς τέτοιου τρόπου στὴν μελέτη ἴσως κουράζει. Εἶναι ὅμως πιὸ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ἡ πραγματικὴ προσευχὴ ξεκουράζει. Ὁ ἀρχικὸς κόπος γίνεται μετὰ γλυκὺς καρπός. Ἡ προσευχὴ εἶναι καρπὸς γαλήνης καὶ εἰρήνης. Καρποφορεῖ τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἡσυχία, τὸ ξαλάφρωμα ἀπὸ τὸν φόρτο. Μετά, ἂν εἶναι δύσκολο νὰ προσευχηθεῖ κανεὶς ἔτσι, σήμερα ἔχουν πάρει τέτοια διάδοση ποὺ εἶναι εὔκολο νὰ ἔχει ἕνα κασετόφωνο, ὥστε τὴν ὥρα ποὺ θέλει νὰ ἡσυχάσει νὰ ἀκούσει λίγη βυζαντινὴ μουσική. Ἂς μὴ κάνει τίποτα· ἂς ἀκούσει μονάχα τὴν μουσικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι καὶ οἱ φορὲς πού, ὅπως λέτε, ἐπιζητᾶ κανεὶς νὰ βγεῖ στὸν δρόμο νὰ περπατήσει, νὰ ἀλλάξει περιβάλλον καὶ νὰ ξανασάνει. Ἂς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ δρόμος ἢ ὅ,τι ἄλλο, ἔχει νὰ παρουσιάσει πολλὲς ἀφορμὲς γιὰ ἁμαρτία. Ἂς θυμούμαστε ὅτι στὸν δρόμο μᾶς ἀρκετὰ συχνὰ συναντοῦμε ἐκκλησίες. Καὶ ὁ Θεὸς ἔσπειρε τὶς ἐκκλησίες μέσα στοὺς δρόμους σὰν τὶς ὀάσεις μέσα στὴν ἔρημο. Εἶναι εὔκολο νὰ καταφύγει κανεὶς σ' αὐτές. Νὰ ἀλλάξει περιβάλλον, νὰ ἀνασάνει πραγματικὰ χωρὶς νὰ δηλητηριασθεῖ. Μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ ξεκουράζεται, προσεύχεται, ἀλλάζει, ἀναπαύεται. Μετὰ ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του. Ἔχει περπατήσει, ἔχει ξελασκάρει καὶ ἔχει συγχρόνως ἀνανεωθεῖ. Εἶναι ἕτοιμος νὰ συνεχίσει τὴν μελέτη του, ἀλλὰ ἔχει περιφρουρήσει καὶ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς προσβολὲς τοῦ πονηροῦ. Αὐτὸς εἶναι ἕνας μονάχα τρόπος νὰ τακτοποιήσουμε τὸ πρόγραμμα ἑνὸς διαλείμματος, χωρὶς νὰ χαθοῦμε. Γιατί μποροῦν νὰ βρεθοῦν κι ἄλλοι. Ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος μηχανεύεται τὰ πάντα, γιὰ νὰ προοδεύσει καὶ νὰ προφυλαχθεῖ· νὰ κρατηθεῖ μέσα στὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Θυμηθεῖτε τὸν Ἰωσὴφ τὸν πάγκαλο! Δὲν τὸν σταμάτησε τίποτε στὴν προσπάθειά του νὰ μὴ χάσει τὸν Θεό: Παράτησε τὸ ἔνδυμά του στὴν γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ. Δὲν ντράπηκε νὰ φύγει γυμνὸς στοὺς δρόμους, γιατί τὸν σκέπαζε ὁ Θεὸς γιατί γι' Αὐτὸν ἀκριβῶς (γιὰ νὰ μὴν Τὸν χάσει) τὰ παράτησε ὅλα.
Εἶναι μερικοὶ ποὺ περιμένουν θαύματα, ὅταν ἀρχίζουν νὰ ἐφαρμόζουν ἕνα πνευματικὸ πρόγραμμα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὰ βλέπουν, ἀπογοητεύονται καὶ τὰ παρατοῦν ἢ δυσανασχετοῦν. Οἱ καρποὶ δὲν φαίνονται ἀμέσως μὲ τὴν ἔναρξη αὐτῆς τῆς μάχης. Χρειάζεται πολὺς κόπος. Οἱ καρποὶ ἔρχονται σίγουρα μετὰ ἀπὸ σκληρὸν ἀγώνα. Πολλὲς φορὲς σιγὰ-σιγά, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε. Χρειάζεται λοιπὸν ὑπομονὴ καὶ συνεχὴς ἐπαγρύπνησις, γιὰ νὰ γνωρίσουμε σιγὰ-σιγὰ τὸν Θεό. Ἡ προσευχὴ μᾶς δείχνει ποιὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Θεός. Καὶ δὲν πρέπει νὰ παραξενευθεῖτε, ἂν σᾶς πῶ ὅτι σ' αὐτὸ βοηθάει κι ὁ διάβολος ἀκόμα: στὸ νὰ μᾶς δείχνει τὸν Θεό! Εἶναι, ὅπως ἔλεγε ἕνας ἀββάς, ὅτι ὁ διάβολος τοῦ ἔμαθε νὰ προσεύχεται. Τὸν ρώτησαν τότε πῶς εἶναι δυνατόν. Καὶ τοὺς φανέρωσε ὅτι αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν λογισμῶν. Καθὼς προχωροῦσε στὴν πνευματική του πορεία αὐξανόταν οἱ ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, γινόταν πυκνότερες καὶ ἰσχυρότερες. Γιὰ νὰ τὶς ἀντιμετωπίζει, κατέφευγε στὸν Θεό. Κι ἔτσι δὲν ἦταν στιγμὴ τῆς ἡμέρας ἢ τῆς νύχτας ποὺ νὰ μὴν κραυγάζει ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔμαθε νὰ προσεύχεται ἀδιάλειπτα, καὶ μετὰ ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια του ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος. Κατέπαυσε ἡ ταραχὴ καὶ ὅλα γέμισαν ἡσυχία, εἰρήνη καὶ γαλήνη. Τότε καρποφόρησαν οἱ κραυγὲς τοῦ ἐλέους, τότε ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει ὁ Κύριος. Κατάλαβε συγχρόνως τότε πώς, ἂν δὲν ἔλθει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, εἶναι ἀπελπιστικὰ ἀβοήθητος. Μόνο στὸ θεῖο ἔλεος ὑπῆρχε ἡ εἰρήνη τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ, ἡ γαλήνη τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς θελήσεως.
Καμιὰ ἀπὸ τὶς πράξεις μας δὲν θὰ πρέπει νὰ μᾶς τράβα μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ καμία προσπάθεια πνευματικὴ δὲν εἶναι καὶ δὲν καρποφορεῖ μακρυά Του. Ἡ Χάρις βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι βασιλεὺς ἐπὶ πάντων καὶ ἐπὶ τῶν παθῶν. Ἔτσι καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητᾶ τὴν Χάρη Τοῦ τὸν στέφει βασιλέα ἐπὶ τῶν παθῶν, θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν κάνουμε ἕναν ὁποιονδήποτε ἀγώνα. Ἔχουμε ἕναν ἀγώνα μὲ αἰώνιο ἀντικρυσμα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ παρουσιάζει δυσκολίες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀντιμετωπισθοῦν παρὰ μὲ τὴν βοήθεια ποὺ παρέχεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
- Σᾶς κουράσαμε, ἀλλὰ θὰ σᾶς κάνουμε καὶ μία ἐρώτηση ἀκόμα. Γιατί ὁ Θεὸς παραχωρεῖ καὶ προχωράει τόσο πολὺ ὁ διάβολος; Μήπως γιὰ νὰ δειχθεῖ τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐλεύθερη προτίμησή του γιὰ τὸν Θεό;
- Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε καὶ συντηρεῖ τὰ πάντα ἀπὸ ἀγάπη. Ἔτσι ἀπὸ ἀγάπη ἔπλασε καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἔπλασε μὲ τὸ αὐτεξούσιο. Κι ὅταν ἐπιτρέπει νὰ δοκιμάζεται, ἀπὸ ἀγάπη τὸ κάνει καὶ ἀπὸ ἀγάπη δὲν ἐπιτρέπει στὸν διάβολο νὰ προχωρήσει τόσο, ὥστε νὰ φθείρει καὶ νὰ καταστρέψει τὴν ψυχὴ τοῦ - ἕκτος ἂν ὁ ἴδιος θεληματικά του τὴν παραδώσει. Ἡ παραχώρηση καὶ ἡ παραγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν διάβολο, ὅταν αὐτὸς ζητᾶ τὴν ἄδεια νὰ βλάψει τὸν Ἰὼβ εἶναι σαφής: «Ἰδοὺ παραδίδωμι σοὶ αὐτόν, μόνον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ διαφύλαξον».
Κατὰ παραχώρησιν λοιπὸν τοῦ Θεοῦ ὁ διάβολος μᾶς βάζει σὲ δοκιμασίες καὶ προχωράει ὅσο προχωράει. Καὶ βέβαια μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος κάνοντας χρήση τοῦ αὐτεξουσίου παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ ἢ στὴν ἀπώλεια. Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τοῦ νὰ φανερώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν χρήση της, ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου προχωρεῖ, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἀρετὴ σφραγισμένη μὲ τὴν νόμιμη πάλη. Κάθε ἀρετὴ εἶναι μία θεία δωρεά. Ἡ πάλη ποὺ κάνει ὁ πνευματικὰ ἀγωνιζόμενος εἶναι ἡ σφραγίδα αὐτῆς τῆς δωρεᾶς. Σὰν τὸ δοχεῖο πού, ἂν δὲν σφραγισθεῖ, στὸ παραμικρὸ κούνημα διατρέχει τὸν κίνδυνο νὰ ἀδειάσει, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος. Οἱ μάχες ποὺ δίνει μὲ τὸν πονηρὸ σφραγίζουν τὸ δοχεῖο (τὸν ἴδιο δηλαδή), ὥστε τὸ ἔλεος τῆς Χάριτος νὰ εἶναι φυλαγμένο καὶ σφραγισμένο νόμιμα.
[1]Ψάλμ. ρλγ' 2-3
“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου