«ΑΓΑΛΛΙΑΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ»
τοῦ μακαριστοῦ π. Εὐσεβίου Βίττη
Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός, ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸ νόμο Του στὸν ἄνθρωπο ὡς ἔκφραση τῆς θείας Τοῦ βουλῆς γιὰ τὴ σωτηρία του. Ὁ νόμος Του, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, εἶναι βέβαια διατυπωμένος κάπου καὶ φυλαγμένος ὡς λόγος γραπτός. Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει πὼς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πάρει τὰ βιβλία αὐτά, νὰ τὰ διαβάσει καὶ νὰ ἀντιληφθεῖ ἔτσι στὸ ἄψε-σβῆσε τί θέλει ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεός. Τὸ ζήτημα εἶναι πιὸ σύνθετο. Αὐτὸ τὸ κατανοεῖ ὁ ἱερὸς ψαλμωδός. Καταλαβαίνει πόσο ἀνεπαρκεῖς εἶναι οἱ δυνάμεις τοῦ προκειμένου νὰ ἀγκαλιάσει καὶ νὰ περιλάβει μέσα τοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα μὲ προσωπικὸ γι' αὐτὸν τὸν ἴδιο μήνυμα σωτηρίας.
Μένει, λοιπόν, ἔτσι μετέωρος καὶ ἀναποφάσιστος; Τὰ χάνει καὶ δὲν ξέρει τί νὰ κάνει; Καθόλου βέβαια. Ἔχει καταλάβει μία μεγάλη ἀλήθεια. Ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε τὸ νόμο, ὁ Θεὸς θὰ δώσει καὶ τὸ φωτισμό Του γιὰ νὰ τὸν ἀντιληφθεῖ σωστὰ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς θὰ δώσει τὴν εἰδική Του χάρη καὶ γιὰ νὰ κατανοήσει σωστὰ καὶ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βάλει σὲ πράξη καὶ ἐφαρμογὴ ὅπως πρέπει ὅσα ὁρίζει στὸν ἄνθρωπο ὡς βουλή Του. Τότε δηλαδὴ μπορεῖ νὰ... ἰδιοποιηθεῖ, νὰ κάνει δικό του κτῆμα, τὸ θεῖο νόμο καὶ ὡς θεωρία καὶ ὡς πράξη, καὶ ὡς ἔργο λόγου καὶ ὡς λόγο πράξεως, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸν χειραγωγήσει καὶ στὸ ἕνα καὶ στὸ ἄλλο. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν παύει ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς νὰ ζητάει καὶ τὰ δύο αὐτὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅπως θὰ ἰδοῦμε στὴ συνέχεια.
Ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς ρίχνει ἕνα ἐρευνητικὸ βλέμμα στὸ ἐσωτερικό του. Καὶ ἀνακαλύπτει πόσο σκοτάδι βρίσκεται μέσα του, πόσο εἶναι οὐσιαστικὰ τυφλός. Ξέρει, ὅτι ἔχει μάτια πνευματικά, ἀλλὰ τὰ μάτια τοῦ αὐτὰ δὲ βλέπουν. Εἶναι σκεπασμένα μὲ καλύμματα ἀδιαπέραστα ἀπὸ τὸ φῶς καὶ ἀδυνατεῖ γι' αὐτὸ νὰ ἰδῆ. Γι' αὐτὸ παρακαλεῖ θερμὰ τὸν Κύριο καὶ τὸν ἱκετεύει: «Ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου» (18)
Πίσω ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ποὺ τὸ βλέπει ὁ καθένας, κρύβεται πλουσιότατο πνευματικὸ περιεχόμενο, ποὺ ὅμως δὲν τὸ βλέπει ὁ καθένας. Τὸ γράμμα εἶναι τὸ κάλυμμα. Πῶς νὰ φύγει ὅμως τὸ κάλυμμα; Μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ ἀφαιρέσει. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του στοὺς μαθητᾶς Του. «Διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς Γραφᾶς» (Λούκ. κδ' 45). Ὁ Κύριος φώτισε μὲ τὸ θεῖο Τοῦ φῶς τὸ νοῦ τῶν μαθητῶν Του καὶ τοὺς ἄνοιξε τὰ μέσα μάτια γιὰ νὰ μποροῦν νὰ καταλάβουν τί ἀκριβῶς ζητάει ὁ Θεὸς μέσω τῶν Γραφῶν καί, ἀκόμα, θέρμανε τὶς καρδιές τους γιὰ νὰ μποροῦν νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου νόμου, πράγμα ἀδύνατο γιὰ τὸ φυσικὸ καὶ μὴ ἀναγεννημένο ἄνθρωπο.
Αὐτὸ ἀποτελεῖ βέβαια τέλειο δῶρο καὶ χάρη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Αὐτό, ποὺ εἶναι δῶρο τοῦ μεγάλου ἐκείνου καὶ κοσμοσωτηρίου γεγονότος, τὸ ζητάει ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ τοῦ τὸ ἔδινε ὁ Κύριος ἐκεῖνον τὸν καιρό. Γι' αὐτὸ καὶ παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει· «ἐν ὅλη καρδία ἐξεζήτησα σέ, μὴ ἀπώση μὲ ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου» (10). Σὲ ἀναζητῶ μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, Κύριε, καὶ δὲ σοὺ ζητῶ τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μὴ μὲ σπρώξεις καὶ μὲ ἀπωθήσεις μακριά σου ὡς ἀνάξιο ἀπὸ τὸ θησαυρὸ τῶν ἐντολῶν σου, ἀλλὰ ἀξίωσε μὲ νὰ γευτῶ τὴν οὐράνια γλυκύτητά τους.
Ἄλλοτε πάλι, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τὴν ἀντινομικότητά της, ποὺ ἐνῶ γιὰ μία στιγμὴ συγκινεῖται μέχρι δακρύων ἀπὸ τὸν θεῖο νόμο, τὴν ἑπόμενη στιγμὴ εἶναι ἕτοιμη κιόλας νὰ τὸν προδώσει σὲ μία στιγμὴ ἀπροσεξίας ἡ ἀδυναμίας, ἀλληθωρίζοντας πρὸς τὴν ἁμαρτία, παρακαλεῖ ταπεινὰ καὶ λέει: «ἀποστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα· ἐν τὴ ὀδῶ σου ζῆσον μὲ» (37). Ποιὰ εἶναι ἡ «ματαιότης», ποῦ ἀπὸ αὐτὴν ζητάει νὰ τὸν προστατέψει ὁ Κύριος; Βασικὰ εἶναι τὰ «μάταια», τὰ εἴδωλα ποὺ δὲν εἶναι παρὰ τὸ κενό, ἡ ἀνυπαρξία, τὸ μηδὲν ποὺ ξεγελάει τὴν ψυχὴ μὲ μία φανταχτερὴ μόνο ἐμφάνιση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἀπογοητέψει γρήγορα μόλις τὴν ἀποδεχτεῖ μὲ τὴν κενότητά της καὶ τὴν ἀδυναμία της νὰ πληρώσει τὸ κενό της ψυχῆς, ποὺ λαχταράει πληρότητα.
Σχολιάζοντας τὸ στίχο αὐτὸ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος παρατηρεῖ τὰ ἑπόμενα:
Ματαιότητα, εἶναι ἡ μανία νὰ βλέπει κανένας καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν θεώρηση αὐτῶν ποὺ δὲν πρέπει νὰ βλέπει κανένας, ἡ ἄτοπη καὶ ἀταίριαστη καὶ παράλογη φανταστικὴ θέα τους μὲ τὸ νοῦ, ἡ ὀνειροπόληση π.χ. Τὴν ἔννοια τῆς ματαιότητας τὴν ἀποσαφηνίζει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουν σκοτισμένο τὸ νοῦ τους καὶ εἶναι ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ μεταδίδει ὁ Θεὸς στοὺς δικούς Του. Ἐπίσης λέγεται ματαιότητα τοῦ νοῦ ἡ στάση τοῦ ἄνθρωπου ποὺ ἔχει μὲν νοῦν, ἀλλὰ δὲν τὸν χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ θεωρεῖ καὶ βλέπει τὰ ἀληθινά, ἀλλὰ τὸν παραδίδει στὸ σατανᾶ ποὺ τὸν ἁλυσοδένει. Αὐτό, λοιπόν, ζητώντας νὰ ἀποφύγει ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς λέει: «ἀποστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητας». Καὶ αὐτὸ εἶναι χάρη Θεοῦ. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη ἔννοια στὴ λέξη ματαιότητα. Μάταια εἶναι αὐτὰ ποὺ μὲ τὰ σαρκικὰ μάτια φαίνονται ὡραῖα, τὰ σωματικὰ ὡραῖα. Αὐτὰ τὰ ὀνομάζει ὁ προφήτης ματαιότητα.
Καὶ εἶναι ἑπόμενο αὐτό. Ὅλα, καὶ τὰ πιὸ ὡραία καὶ καταπληκτικὰ σὲ ἁρμονία καὶ γοητεία σωματικὰ κάλλη, τὰ ἐξουδετερώνει καὶ τὰ παρασύρει τὸ σάρωθρο τοῦ χρόνου. Αὐτὸ τὸ γνωρίζει ὁ προφήτης καὶ γι' αὐτὸ τονίζει: «πάροικος ἐγὼ εἰμὶ ἐν τὴ γῆ» (19)· καί: «πόσαι εἰσὶν αἳ ἡμέραι τοῦ δούλου σου» (84); Εἶναι τόσος λίγος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ, ποὺ θὰ ἦταν ἀκόμα πιὸ μεγάλη ἀνοησία ἐκ μέρους του νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του νὰ γοητευθεῖ ἀπὸ τὴ ματαιότητα καὶ παροδικότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ψυχὴ ἀποζητάει ἔντονα τὴν πλήρωσή της, πράγμα ποὺ οὔτε μόνος του μπορεῖ νὰ τὸ πετύχει ὁ ψαλμωδός, οὔτε κανένα ἀπὸ τὰ θεωρούμενα ἀγαθὰ τοῦ κόσμου αὐτοῦ μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρει, ζητάει ἀπ' τὸ Θεὸ νὰ τὸ κάνει αὐτὸς μέσω τοῦ θείου τοῦ νόμου. Γι' αὐτὸ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ μὴν παρασυρθεῖ ἀπὸ τὰ μάταια κάλλη καὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ποὺ εὔκολα μποροῦν νὰ δελεάσουν τὰ μάτια του. Διὰ μέσου του θείου νόμου θὰ μπορέσει νὰ θεαθεῖ τὰ ἄρρητα κάλλη τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, ποὺ ὁ θεῖος τοῦ νόμος ἀντανακλᾶ. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπιμένει: «ἐκολλήθην τοῖς μαρτυρίοις σου, Κύριε· μὴ μὲ καταισχύνης» (31). Μὴ μὲ ντροπιάσεις, Κύριε, ἐγκαταλείποντας μὲ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐγὼ κόλλησα καὶ γαντζώθηκα στὸ νόμο σου καὶ δὲν ξεκολλῶ μὲ κανέναν τρόπο, ἂν ἐσὺ δὲ μὲ ἀφήσεις μοναχό μου.
Πιὸ πάνω, ὅπως ἤδη παρατηρήσαμε, εἶχε πεῖ ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς ἀρνητικά:
«ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου», «μὴ ἀπώση μὲ ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου», «ἀποστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα», «μὴ μὲ καταισχύνης».
Αὐτὰ τώρα τὰ λέει καὶ θετικά, δείχνοντας πόσο περίμενε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ νὰ τὸν χειραγώγηση στὸ θεῖο Τοῦ νόμο.
«Τῷ νόμω σου ἐλέησαν μέ, Κύριε» (29), λέει. Εἶμαι φτωχός. Πνευματικὰ φτωχός. Πάμφτωχος γιὰ τὴν ἀκρίβεια. Τὸ ξέρω πολὺ καλὰ αὐτό. Ἔλεός σου ζητῶ γι' αὐτό. Ἔλεος πνευματικό. Καὶ τὸ ἔλεός σου θὰ μοῦ τὸ δείξεις μὲ τὴ φανέρωση τοῦ νόμου Σου. Καὶ ὅ,τι ἤδη εἶπε ἀρνητικά, «ἀποστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα», τὸ λέει καὶ θετικά: «κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ μαρτύριά σου καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν» (36). Καὶ ἔχει πολὺ δίκαιο. Ὅπως τὰ νερά, ὅπου τὸ ἔδαφος ἔχει κλίση τρέχουν αὐτόματα καί, μάλιστα, ὅπου βροῦν κάποιο διέξοδο, ἐκεῖ κατευθύνονται ὅλα, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴ φύση μας. Ἡ πτώση τῆς τὴν ἔκανε νὰ γέρνει πρὸς τὴν ἁμαρτία. Τόση εἶναι ἡ κλίση καὶ ἡ φορά μας πρὸς τὰ πάθη, ὥστε νὰ νικοῦν αὐτὰ τὴν καλὴ κατὰ βάθος προαίρεσή μας. Αὐτὸ διαπιστώνει ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς γιὰ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, ποὺ εἶναι μία ἄλλη μορφὴ εἰδωλολατρίας, ἀφοῦ ἀπολυτοποιεῖ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
Ζητάει, λοιπόν, ἕνα ἰσχυρὸ ἀντίρροπο ἐναντίον της. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ βρίσκει πουθενὰ ἄλλου παρὰ μόνο στὸ θεῖο νόμο, ποὺ αὐτὸς καὶ μόνο μπορεῖ νὰ κάνει τὴν καρδιὰ νὰ γέρνει πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ὄχι πρὸς τὸ φθαρτὸ καὶ ρέοντα κόσμο καὶ τὰ παρερχόμενα ἀγαθά του.
Ἐπίσης ξέρει πόσο στενόκαρδος εἶναι ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νὰ βαδίσει τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πρόκειται νὰ δώσει στὸ Θεό, τότε γίνεται ἀπόλυτα τσιγκούνης καὶ δύσκολος. Καὶ ἐνῶ τὸ κακὸ χωράει μέσα του καὶ καλοβολεύεται, δὲ χωράει καθόλου τὸ καλό. Ἡ καρδιὰ τοῦ γίνεται τότε μικρή. Γι' αὐτὸ ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώση ἐκεῖνος μεγάλη καὶ πλατιὰ καρδιά, ἕτοιμη καὶ ἁπλόχερη σὲ προσφορὰ καὶ τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ της. «Ὁδὸν ἐντολῶν σου ἔδραμον, ὅταν ἐπλάτυνας τὴν καρδίαν μου» (32), λέει. Μόλις μεγαλώσεις ἐσύ, Κύριε, τὴν καρδιάν μου, μόλις μου δώσεις τὴ σχετικὴ δύναμη, ἐγὼ θὰ νικήσω τὴ μικροψυχία μου, τοὺς φόβους μου, τὴν ἀδυναμία μου καὶ θὰ τρέξω μὲ εὐκολία τὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν σου.
Τέλος παρακαλεῖ μὲ θέρμη: ἐπειδὴ ἐνίωσα, Κύριε, τὴν ἀξία καὶ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ μένα ὁ νόμος Σου καὶ ἐπειδὴ γνωρίζω τὸ εὐμετάβολο καὶ εὐρίσπιστο τῆς φύσεώς μου, καὶ ἀκόμα πόσο τὴ νικάει ἡ ἀκηδία καὶ ἡ ραθυμία ἡ πνευματική, σὲ παρακαλῶ πολὺ «βεβαίωσαν μὲ ἐν τοῖς λόγοις σου» (28) καὶ «στῆσον τῷ δούλω σου τὸ λόγιόν σου εἰς τὸν φόβον σου» (38). Στήριξε Θεέ μου, παρακαλεῖ, τὰ λόγια σου στὴν καρδιά μου μὲ τὸ φόβο σου, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ γεμάτη εὐλάβεια καὶ βαθύτατο σεβασμὸ στάση ἔναντί σου. Αὐτὸ τὸ φόβο χρειάζεται κάθε πιστὸς μέσα στὰ κατάβαθά της ὑπάρξεώς του μὲ τέτοιον τρόπο ποὺ νὰ μὴν ἔχει φόβο χωρὶς λόγο καὶ οὔτε λόγο χωρὶς φόβο ἔναντί του Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ στερεὸ βράχο, πάνω στὸν ὁποῖο στηρίζεται ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία, ποὺ σιγὰ σιγὰ θὰ ὡριμάσει σὲ θερμὴ ἀγάπη, ποὺ τελικὰ «ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Ἃ' Ἰωάν. δ' 18).
Στὴν προηγούμενη παράγραφο τόνισε ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς μία μεγάλη ἀλήθεια. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψει τὸ θεῖο θέλημα, ἂν αὐτὸ δὲν τοῦ ἀποκαλυφθεῖ, ἂν αὐτὸ δὲν τοῦ φανερωθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε αὐτὸ γενικὰ διὰ μέσου τῶν ἁγίων του προφητῶν καὶ μάλιστα τοῦ ἀγαπημένου τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου, τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, εἴπαμε, πὼς καὶ πάλι ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νὰ κατανοήσει καὶ μὲ τρόπο προσωπικὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ καταλάβει δηλαδὴ τί θέλει ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς σὲ μία συγκεκριμένη περίπτωση. Χρειάζεται γι' αὐτὸ μία εἰδικὴ χειραγωγία τῆς θείας ἀγάπης καὶ στὸ ζήτημα αὐτό. Γι' αὐτὸ καὶ ἀπευθύνεται ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς στὴ θεία ἀγαθότητα καὶ τῆς ὑποβάλλει τὸ θερμό του αἴτημα, ζητώντας τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθειά του. Ἂν καὶ ἐκφράζει τὸ αἴτημά του αὐτὸ μὲ πολλοὺς τρόπους, ὅπως τὸ εἴδαμε, ἤδη, ὅμως γυρίζει καὶ ξαναγυρίζει στὸν ψαλμό του σὲ δύο βασικὰ αἰτήματα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὰ παραπάνω.
α) Τὸ πρῶτο αἴτημα τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ εἶναι «δίδαξον μέ». Μὲ νέο τρόπο κάθε φορᾶ, μὲ νέα θέρμη καὶ λαχτάρα τὸ ζητάει αὐτὸ ἀπὸ τὸν Κύριο. Βλέποντας τὴν ἄβυσσο τοῦ θείου ἐλέους καὶ τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, ὁ προφήτης ξεσπάει σὲ αὐθόρμητη δοξολογία. «Εὐλογητὸς εἰ, Κύριε», λέει. Εἶσαι ἄξιος κάθε εὐλογίας. Εἶσαι ἄξιος κάθε τιμῆς, γιατί ὅλα ὅσα σου ζήτησά μου τὰ ἔδωσες ἁπλόχερα καὶ ἡγεμονικά. Μοῦ ἔδωσες ὅμως πρὶν ἀπ' ὅλα καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὸ θεῖο Σου νόμο, Κύριε. Καὶ εἶναι θησαυρὸς ἀνεκτίμητος ὁ νόμος Σου, πολυτιμότερος ἀπὸ ὅλους τους θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Ἂν ὅμως δὲ μὲ τὸν διδάξεις ἐσύ, Κύριε, μοῦ εἶναι ἀδύνατο καὶ νὰ ἐκτιμήσω τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς Σου, ποὺ ὅσο κι ἂν τὴν ἐκτιμῶ, πάντα λιγότερο ἀπὸ ὅ,τι πρέπει θὰ τὸ κάνω. Καὶ ἂν δὲν μὲ διδάξεις ἐσὺ τὴν ἀξία ποὺ ἔχει ὁ νόμος Σου γιὰ τὴ ζωή μου, ποτὲ δὲ θὰ κατορθώσω νὰ τὸν κάνω πράξη στὴ ζωή μου. Γι' αὐτὸ «δίδαξον μὲ τὰ δικαιώματά σου» (12) ἐσὺ ὁ ἴδιος, Κύριε.
Ἐγώ σου ἀναφέρω ταπεινὰ τί κάνω καὶ πῶς φέρομαι βάσει τοῦ νόμου Σου, Κύριε, ποὺ τὸν μελετάω πρόθυμα καὶ ὅλη τὴ μέρα καὶ ὅλη τὴ νύχτα καὶ σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Ὅμως αὐτὸ δὲ μὲ δικαιώνει, Κύριε, οὔτε μὲ διαβεβαιώνει πὼς βρίσκομαι σὲ σωστὸ δρόμο. Εὔκολα ἡ ἁμαρτωλότητά μου καὶ ἡ αὐταρέσκειά μου μποροῦν νὰ μὲ ἀπατήσουν. Κάτι μου λέει πάντα μέσα μου πὼς εἶμαι λειψὸς καὶ ἐλλειμματίας. Γι' αὐτὸ ἂν καὶ «τὰς ὁδούς μου ἐξήγγειλα καὶ ἐπήκουσάς μου» (26), ἂν καὶ σοὺ ἀνάφερα ταπεινὰ ἐξομολογούμενος τί καὶ πῶς τὸ ἔκανα, πάντα βέβαια μὲ βάση τὸ νόμο Σου, καὶ ἂν καὶ μὲ εἰσάκουσες, πράγμα ποὺ τὸ εἶδα πάνω στὰ πράγματα, πάλι δὲν εἶμαι ἱκανοποιημένος. Λοιπόν, «δίδαξον μὲ τὰ δικαιώματά σου» ὅλο καὶ πιὸ πολὺ (26). Σοὺ ἀπευθύνω τὸ αἴτημα αὐτό, Κύριε, ὅσο κι ἂν νιώθω τὴν οὐτιδανότητά μου, τὴ μικρότητά μου, τὴν ἀναξιοσύνη μου καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μου, γιατί, ὅπου κι ἂν ρίξω τὴ ματιά μου γύρω μου, διαπιστώνω πὼς «τοῦ ἐλέους σου πλήρης ἡ γῆ» (64). Ἀνέχεσαι τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ὑπερήφανους, τοὺς ὑβριστές σου, τοὺς χυδαίους ἁμαρτωλούς, τοὺς σκληροτράχηλους ἐγκληματίες, τοὺς φαυλόβιους, τοὺς ἡδυπαθεῖς λάτρεις τῆς σάρκας, τοὺς πλεονέκτες - ὑλολάτρες, τοὺς καταχραστὲς τοῦ πλούτου καὶ τῆς ὑλικῆς δύναμης, ὅλους ὅλων τῶν ἀποχρώσεων τοὺς «ἀσυνετούντας».
Καὶ δὲν παύεις μέσα στὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, νὰ ἀνατέλλεις τὸν ἥλιό Σου στοὺς πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ νὰ βρέχεις καὶ γιὰ δικαίους καὶ ἀδίκους, στέλνοντας σ' ὅλους ἀδιάκριτα τὸν πλοῦτο τῶν ὑλικῶν σου εὐεργεσιῶν. Αὐτὸ τὸ ἄμετρό Σου ἔλεος μὲ κάνει κι ἐμένα νὰ μπορῶ νὰ ἀπευθύνομαι σὲ σένα, Κύριε, καὶ νὰ σὲ παρακαλῶ: δεῖξε τὴν εὐσπλαχνία σου καὶ «δίδαξον μὲ τὰ δικαιώματά σου».
Τὸ ξέρω, Κύριε, πὼς πέφτω καὶ λυγίζω καὶ ἁμαρτάνω ἀξιοκατάκριτα. Τέτοιος εἶμαι. Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ φερόμουν διαφορετικότερα. Εἶμαι χαλασμένος -τὸ ξέρεις- ἀπὸ τὴ ρίζα μου. «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μὲ ἡ μήτηρ μου» (Ψάλμ. 50, 7). Ὅμως δόξα στὸ ὄνομά σου, Κύριε! Ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι ἄχρηστος, ἀχρεῖος καὶ ὅταν ἀκόμη ἐκτελῶ στὴν ἐντέλεια τὸ νόμο σου, ἐσὺ εἶσαι ἀπόλυτα «χρηστὸς» (68), Κύριε. Αὐτὴ ἡ «χρηστότης» σου καὶ ἡ ἀπέραντη καλωσύνη σου, αὐτή μου δίνει τὸ θάρρος νὰ τὴν ἐπικαλοῦμαι ὡς τὸν πιὸ ἀποτελεσματικὸ συνήγορο τῶν δικῶν μου παραλείψεων καὶ ἁμαρτιῶν. Γι' αὐτὸ σὲ ἱκετεύω καὶ σὲ θερμοπαρακαλῶ, «δίδαξον μὲ τὰ δικαιώματά σου» (68)! Καὶ δίδαξε κι ἐμένα «χρηστότητα καὶ παιδείαν καὶ γνῶσιν» διὰ μέσου του θείου σου νόμου (66). Γιατί, ἄν μου δίνεις τὸ νόμο Σου, Κύριε, μοῦ τὸν δίνεις ἀκριβῶς γιὰ νὰ γίνω ὅμοιός σου κατὰ τὸ δυνατὸν στὴ φύση μου. Ναί, Κύριέ μου, «δίδαξον μὲ τὰ δικαιώματά σου»!
β) Τὸ δεύτερο αἴτημα τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ εἶναι,
«συνέτισον μέ». Ζητάει τὴ θεϊκὴ σύνεση καὶ φρονιμάδα, δηλαδὴ τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε περίπτωση τῆς ζωῆς του.
Κύριε, λέει, εἶμαι δικό σου πλάσμα· «δοῦλος σου εἰμὶ ἐγὼ» (125)· «αἳ χεῖρες σου ἐποίησαν μὲ καὶ ἔπλασαν μὲ» (73). Καὶ ὅπως μου ἔδωσες, Κύριε τὴν ὑλικὴ ὕπαρξη, καὶ ὅπως μὲ πλούτισες μὲ τὴν εἰκόνα Σου, ποὺ χάραξες βαθειὰ μέσα μου καὶ μὲ ἔκανες δεκτικὸ «συνέσεως», ἔτσι καὶ τώρα δῶσε μου σύνεση, διακριτικὴ δύναμη, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ ξεχωρίζω κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ποιὸ εἶναι τὸ θέλημά Σου γιὰ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στεῖλε μου τὸ δικό Σου Πνεῦμα, «Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως» (Ἤσ. ἴα' 2) καὶ «συνέτισον μέ». Μόνο ἔτσι «μαθήσομαι τὰς ἐντολᾶς σου» (73) καὶ «γνώσομαι τὰ μαρτύρια σου» (125). Γιατί δὲν ποθῶ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ τὴ δική Σου σοφία, Κύριε. Καὶ αὐτὴ μόνο μὲ τὴ δική Σου χάρη καὶ τὸ δικό Σου φωτισμὸ μπορῶ νὰ τὴν προσλάβω καὶ νὰ τὴ «μάθω» μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή μου, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μου, ἔστω κι ἂν αὐτὸ σημαίνει θλίψη, δάκρυα, κόπο, ἵδρωτα, αἷμα. Μόνο ἔτσι ἡ ἐσωτερικὴ γνώση τῶν «μαρτυρίων» σου, Κύριε, θὰ μοῦ εἶναι μόνιμο καὶ ἀναφαίρετο κτῆμα....
* Οἱ ἐντὸς παρενθέσεως ἀριθμοὶ ἀναφέρονται στοὺς στίχους τοῦ 118 ψαλμοῦ.
** Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐΰσεβιου Βίττη «ΑΓΑΛΛΙΑΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ» ποὺ σχολιάζει τὸν 118 ψαλμὸ τοῦ Δαβὶδ (τὸν "Ἄμωμο) ἀναδημοσιεύουμε τὶς σελίδες 249-259).
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ
Προσευχητικὲς καὶ ἐξομολογητικὲς πατρικὲς ἱκεσίες
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
ΠΗΓΗ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου