9 Σεπ 2010

Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῶν ἀγγέλων

Ἡ Ψυχὴ μετὰ τὸν θάνατον
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ


Ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἴδιου του Κυρίου γνωρίζουμε ὅτι τὴν ψυχὴ κατὰ τὸν θάνατο τὴν προϋπαντοῦν ἄγγελοι. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραὰμ[1].
Τὴν μορφὴ ἐπίσης μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίζονται οἱ ἄγγελοι τὴν γνωρίζουμε κι αὐτὴν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο: Ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβάς... Ἢν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιῶν[2]. Εἶδον νεανίσκον περιβεβλημένον στολὴν λευκὴν[3]. ἄνδρες δύο ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις[4], δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους[5].

Στὴν ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας οἱ ἄγγελοι παρουσιάζονται πάντοτε μὲ τὴν ἴδια μορφή, δηλαδὴ σὰν ἑξαστράπτοντες νεανίσκοι περιβεβλημένοι στολὴν λευκήν. Ἡ παράδοσις ἐπίσης στὴν τέχνη τῆς εἰκονογραφίας ἔχει ἐπιδείξει διὰ μέσου τῶν αἰώνων συνέπεια ὡς πρὸς τὴν ὄψι τῶν ἀγγέλων, ποὺ ἀπεικονίζονται ἀκριβῶς σὰν ἑξαστράπτοντες νεανίσκοι, (συχνὰ μὲ πτέρυγες, ποὺ εἶναι βέβαια ἕνα συμβολικὸ χαρακτηριστικὸ καὶ δὲν ἀπαντᾶται συνήθως στὶς ὁράσεις ἀγγέλων).
Ἐξ ἄλλου ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 787 μ.Χ. ὤρισε ὅτι οἱ ἄγγελοι πρέπει νὰ περιγράφωνται μόνο κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δηλαδὴ μὲ ἀνδρικὴ...μορφή.
Οἱ «ἐρωτιδεῖς» τῆς δυτικῆς τέχνης τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν εἶναι παγανιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ τοὺς ἀληθινοὺς ἀγγέλους. Πράγματι, ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ Προτεσταντικὴ Δύσις ἔχει ξεφύγει πολὺ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία χριστιανικὴ παράδοσι ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴν ἀπεικόνισι τῶν ἀγγέλων στὴν τέχνη, ἀλλὰ γενικότερα ἀπ’ ὅλην τὴν διδασκαλία περὶ πνευματικῶν ὄντων. Ἂν θέλουμε νὰ καταλάβουμε τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν κατάστασι τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ κατανοήσουμε καλὰ τὸ σφάλμα τοῦτο.

Ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ6 (†1867), ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς ἐποχῆς μας, ἐπεσήμανε τὸ σφάλμα αὐτὸ καὶ ἀφιέρωσε σχεδὸν ἕνα ὁλόκληρο τόμο ἀπὸ τὴν συλλογὴ τῶν ἔργων του γιὰ νὰ τὸ ἀποκαλύψη καὶ παράλληλα νὰ ἐκθέση τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου[7]. Ἐπικρίνοντας τὶς ἀπόψεις ποὺ περιέχονται σ’ ἕνα τυπικὸ Ρωμαιοκαθολικὸ ἔργο τοῦ 19ου αἰῶνος, τὸ Λεξικὸ τῆς Θεολογίας τοῦ Ἀββᾶ Μπερζιέ, ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος ἀφιερώνει ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ τόμου αὐτοῦ (σέλ. 185-302) γιὰ νὰ καταπολεμήση τὴν «μοντέρνα» ἰδέα —ποὺ βασίζεται στὴν φιλοσοφία τοῦ Ντεκὰρτ τοῦ 17ου αἰώνα— ὅτι κάθε τί ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ ὑλικὸ βασίλειο ἀνήκει ἀναγκαστικὰ στὸ βασίλειο τοῦ «ἀμιγοῦς πνεύματος». Στὴν πραγματικότητα ἡ ἀρχὴ αὐτὴ τοποθετεῖ τὸν ἄπειρο Θεὸ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὰ διάφορα πεπερασμένα πνεύματα (ἀγγέλους, δαίμονες, ψυχὲς μεταστάντων). Ἡ ἰδέα αὐτὴ ἔχει σήμερα ἐξαπλωθῆ ὑπερβολικὰ (ἂν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἀσπάζονται δὲν διακρίνουν τὶς ἀπώτερες συνέπειές της) καὶ ἀποτελεῖ κατὰ μέγα μέρος τὴν πραγματικὴ αἰτία τῆς συγχύσεως ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν σύγχρονο κόσμο ὡς πρὸς τὰ «πνευματικὰ» θέματα. Ὑπάρχει δηλαδὴ μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ ὀ,τιδήποτε βρίσκεται πέραν τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἐνῶ συνήθως γίνεται μία ἀσήμαντη μόνο διάκρισις μεταξὺ θείου, ἀγγελικοῦ, δαιμονικοῦ καὶ τοῦ ἀποτελέσματος ἀσυνήθιστων ἀνθρωπίνων δυνάμεων ἢ ἀκόμη καὶ αὐτῆς τῆς φαντασίας.

Ὁ ἀββὰς Μπερζιὲ ἐδίδαξε ὅτι ἄγγελοι, δαίμονες καὶ ψυχὲς μεταστάντων εἶναι ὄντα «ἀπολύτως πνευματικά». Ἑπομένως δὲν ὑπόκεινται στοὺς νόμους τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν μορφὴ καὶ τὴν κίνησί τους μόνο μεταφορικὰ καὶ «ἔχουν ἀνάγκη νὰ περιβάλωνται ἕνα λεπτὸ σῶμα, ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἐνεργοῦν ὡς ἐνσώματοι»[8]. Ἀκόμη καὶ μία κατὰ τὰ ἄλλα ἐνημερωμένη Ρωμαιοκαθολικὴ ἐργασία τοῦ 20ού αἰῶνος περὶ τοῦ συγχρόνου πνευματισμοῦ ἐπαναλαμβάνει τὴν διδασκαλία αὐτή, ἀναφέροντας ἐπὶ παραδείγματι ὅτι τόσο οἱ ἄγγελοι ὅσο καὶ οἱ δαίμονες «μποροῦν νὰ δανεισθοῦν τὴν ὕλη ποὺ χρειάζονται (ὥστε νὰ εἶναι ὁρατοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους) ἀπὸ μία κατώτερη ἔμψυχη ἢ ἄψυχη οὐσία»[9]. Οἱ ἴδιοι οἱ πνευματιστὲς καὶ ἀποκρυφιστὲς ἔχουν πάρει αὐτὲς τὶς ἰδέες ἀπὸ τὴν σύγχρονη φιλοσοφία.
Ὁ Ἀγγλικανὸς C. S. Lewis, ἕνας ὀξυδερκὴς ἀπολογητὴς τῶν ἀπόψεων τοῦ Χριστιανισμοῦ περὶ ὑπερφυσικοῦ, κατακρίνει μὲν ὀρθὰ τὴν σύγχρονη ἀντίληψι, ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι «ἁπλῶς μία κατάστασις τοῦ νοός», ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι ἀκόμη τουλάχιστον μερικῶς προσηλωμένος στὴν σύγχρονη ἄποψι ὅτι «τὸ σῶμα, ὁ τόπος, ἡ κίνησις καὶ ὁ χρόνος φαίνονται ἄσχετα πρὸς τὶς ὑψηλότερες προσβάσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς»[10]. Παρόμοιες ἀπόψεις εἶναι ἀποτέλεσμα μίας ὑπεραπλουστεύσεως τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι τοῦ σύγχρονου ὑλισμοῦ καὶ ὀφείλονται στὴν ἀπώλεια ἐπαφῆς μὲ τὴν αὐθεντικὴ διδασκαλία καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες.
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περὶ ἀγγέλων καὶ ἄλλων πνευμάτων εἶναι κατ’ ἀρχὴν ἀνάγκη νὰ λησμονήσουμε τὴν ὑπεραπλουστευμένη διάκρισι τῆς ἐποχῆς μᾶς «ὕλη - πνεῦμα». Ἡ ἀλήθεια εἶναι πιὸ σύνθετη ἀπὸ τὴν διάκρισι αὐτή, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα τόσο ἁπλή, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἀκόμη ἱκανοὶ νὰ τὴν πιστεύσουν θὰ θεωρηθοῦν προφανῶς ἀπὸ τοὺς εὐρύτερους κύκλους σὰν «ἀφελῶς προσηλωμένοι στὸ γράμμα». Ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος γράφει (κι’ ἐμεῖς τονίζουμε) ὅτι «ὅταν ὁ Θεὸς ἀνοίξη τοὺς (πνευματικοὺς) ὀφθαλμοὺς τοῦ ἀνθρώπου, τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἰδῆ τὰ πνεύματα μὲ τὴν πραγματική τους μορφὴ»[11] καὶ ὅτι «οἱ ἄγγελοι ὅταν παρουσιάζωνται στοὺς ἀνθρώπους ἔχουν ἀνθρώπινη μορφὴ»[12]. Γράφει ἐπίσης ὅτι «εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν μορφὴ ἀνθρωπίνου σώματος, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἄλλα πνευματικὰ δημιουργήματα»[13]. Γιὰ ν’ ἀποδείξη αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀναφέρει πληθώρα πατερικῶν πηγῶν.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς μόνοι μας τὴν πατερικὴ διδασκαλία. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας στὸ ἔργο τοῦ περὶ Ἁγίου Πνεύματος λέγει ὅτι «ὡς πρὸς τὰς ἀγγελικᾶς δυνάμεις ἡ μὲν οὐσία αὐτῶν εἶναι πνεῦμα ἀέριον ἢ ἴσως πῦρ ἄυλον... Διὰ τοῦτο καὶ εὑρίσκονται εἰς τόπον συγκεκριμμένον καὶ καθίστανται ὁρατοὶ διὰ τῆς ἐμφανίσεως τῶν εἰς τοὺς ἀξίους ὑπὸ τὴν μορφὴν τῶν ἰδικῶν τῶν σωμάτων». Ἐπίσης ὅτι «διὰ τοὺς ἀγγέλους πιστεύεται ὅτι ἕκαστος ἐξ αὐτῶν εὑρίσκεται εἰς ἕνα ὠρισμένον τόπον, διότι ὁ ἄγγελος ὁ ὁποῖος ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν Κορνήλιον δὲν εὐρίσκετο ταυτοχρόνως καὶ δίπλα εἰς τὸν Φίλιππον[14], ἐνῶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συνωμίλει μετὰ τοῦ Ζαχαρίου εἰς τὸ θυσιαστήριον[15], δὲν εὐρίσκετο συγχρόνως καὶ εἰς τὴν θέσιν τοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν»[16].
Ὁμοίως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διδάσκει: «Ἐκεῖνοι εἶναι μετὰ τὴν Τριάδα δεύτερα φῶτα μετὰ δόξης βασιλικῆς, ἄγγελοι λαμπροὶ καὶ ἄμορφοι, οἱ ὁποῖοι περιστοιχίζουν τὸν μεγάλον θρόνον καὶ ἐπειδὴ εἶναι νόες ταχυκίνητοι, φλόγα καὶ πνεύματα θεϊκά, ἵπτανται γοργῶς εἰς τὸν αἰθέρα»[17].
Ἔτσι λοιπὸν ἐνῶ οἱ ἄγγελοι εἶναι πνεύματα καὶ πυρὸς φλόγα[18] καὶ ἐνοικοῦν σ’ ἕνα βασίλειο ὅπου δὲν ἰσχύουν οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, ἐν τούτοις περιορίζονται κι αὐτοὶ ἀπὸ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο καὶ δροῦν κατὰ ἕνα τέτοιο «ὑλικὸ» (ἂς ποῦμε) τρόπο, ὥστε ὠρισμένοι Πατέρες νὰ μὴ διστάζουν νὰ ἀναφέρωνται στὰ «ἀέρια σώματα» τῶν ἀγγέλων.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀνακεφαλαιώνοντας κατὰ τὸν Ἡ’ αἰώνα τὴν διδασκαλία τῶν πρὸ αὐτοῦ Πατέρων γράφει: «Ἐν τούτοις ὁ ἄγγελος λέγεται ἀσώματος καὶ ἄυλος ὅταν συγκρίνεται μέ μας, γιατί κάθε τί ποὺ συγκρίνεται μὲ τὸν Θεό, τὸν μόνον ἀσύγκριτο, βρίσκεται παχὺ καὶ ὑλικό. Πραγματικὰ ἄυλο καὶ ἀσώματο εἶναι μόνον τὸ θεῖον». Ἐπίσης διδάσκει: «Οἱ ἄγγελοι εἶναι περιγραπτοί, γιατί ὅταν βρίσκωνται στὸν οὐρανὸ δὲν βρίσκονται στὴ γῆ καὶ ὅταν στέλνωνται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴ γῆ δὲν μένουν στὸν οὐρανό. Ἐν τούτοις δὲν περιορίζονται ἀπὸ τείχη καὶ πόρτες καὶ κλειδαριὲς καὶ σφραγίσματα, γιατί δὲν ἔχουν ὅρια. Βέβαια λέγω ὅτι δὲν ἔχουν ὅρια, γιατί δὲν φανερώνονται ὅπως ἀκριβῶς εἶναι στοὺς ἀξίους καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ θελήση ὁ Θεὸς νὰ φανερωθοῦν, ἀλλὰ μετασχηματισμένοι, ὅπως δηλαδὴ μποροῦν νὰ τοὺς δοῦν αὐτοὶ ποὺ τοὺς βλέπουν»[19].
Βεβαίως ὅταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει ὅτι οἱ ἄγγελοι «δὲν φανερώνονται ὅπως ἀκριβῶς εἶναι», δὲν ἀντιφάσκει πρὸς τὸν Μέγα Βασίλειο, ποὺ διδάσκει ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐμφανίζονται «ὑπὸ τὴν μορφὴν τῶν ἰδικῶν τῶν σωμάτων». Καὶ οἱ δύο αὐτὲς διατυπώσεις ἀντικατοπτρίζουν τὴν ἀλήθεια, ὅπως τοῦτο γίνεται καθαρὰ ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ἐμφανίσεις ἀγγέλων ποὺ ἀναφέρονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἔτσι ὁ Ἀρχάγγελος Ραφαὴλ συνταξίδευε μὲ τὸν Τωβία ἐπὶ πολλὲς ἑβδομάδες, δίχως νὰ κινήση ἔστω καὶ μία φορὰ τὴν ὑποψία ὅτι δὲν ἦταν ἄνθρωπος. Ὅταν δὲ τελικὰ μὲ δική του πρωτοβουλία ἀποκαλύφθηκε, εἶπε: Πάσας τὰς ἡμέρας ὠπτανόμην ὑμὶν καὶ οὐκ ἔφαγον οὐδ’ ἔπιον ἀλλὰ ὅρασιν ὑμεῖς ἐθεωρεῖτε[20].
Ἐπίσης οἱ τρεῖς ἄγγελοι ποὺ παρουσιάσθηκαν στὸν Ἀβραάμ, ἔδωσαν τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἔτρωγαν καὶ ἐξελήφθησαν ὡς ἄνθρωποι[21]. Ὁμοίως ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, στὶς Κατηχήσεις του, μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὸν ἄγγελο ποὺ ἐμφανίστηκε στὸν Δανιὴλ καὶ λέγει ὅτι, ὅταν ὁ Δανιὴλ ἀντικρυσε τὸν Γαβριὴλ «κατετρόμαξεν καὶ ἔβαλε τὸ πρόσωπόν του εἰς τὴν γῆν καὶ μέχρις ὅτου ὁ ἄγγελος λάβη μορφὴν ἀνθρωπίνην δὲν ἐτόλμα νὰ ἀπαντήση»[22]. Ἀλλὰ στὸ βιβλίο τοῦ Δανιὴλ[23] διαβάζουμε ἐπίσης ὅτι ὁ ἄγγελος ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν πρώτη του ἀπαστράπτουσα παρουσία εἶχε τὴν μορφὴ ἀνθρώπου, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἡ παρουσία αὐτὴ εἶχε τέτοια λαμπρότητα (τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ ὅρασις ἀστραπῆς καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρὸς καὶ οἱ βραχίονες αὐτοῦ καὶ τὰ σκέλη ὡς ὅρασις χαλκοῦ στίλβοντος) ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὴν ἀντέξουν τὰ ἀνθρώπινα μάτια. Συνεπῶς ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνισις τῶν ἀγγέλων εἶναι ὅμοια μ’ ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ ἀγγελικὸ «σῶμα» δὲν εἶναι ὑλικὸ καὶ τὸ ἀντικρυσμα καὶ μόνο τῆς φλογερῆς καὶ λαμπρῆς ὄψης τοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ κατακεραυνώση ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται ἀκόμη στὸ σαρκίο του, ἡ ἐμφάνισις αὐτὴ πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ προσαρμόζεται στὴν ἀντοχὴ τῆς ὁράσεως τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ φαίνεται λιγότερο λαμπρὴ καὶ νὰ προκαλῆ μικρότερο δέος ἀπ’ ὅτι στὴν πραγματικότητα.
Γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος διδάσκει ὅτι, ὅταν αὐτὴ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὸ σῶμα, «ὁ ἄνθρωπος ἂν καὶ εὑρίσκεται σὲ μία καθαρῶς πνευματικὴ κατάστασι καὶ ὄχι σωματική, βλέπει τὸν ἑαυτὸν τοῦ τόσον ὅμοιο πρὸς τὸ σῶμα του, ὥστε νὰ μὴ μπορῆ νὰ διακρίνη τὴν παραμικρὴ διαφορὰ»[24]. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἔχει ἐπιβεβαιωθῆ πλήρως στὴν ἐποχή μας, μὲ τὶς προσωπικὲς ἐμπειρίες χιλιάδων ἴσως ἀρτιθανῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπανέκαμψαν στὴν ζωή.
Ὅταν ὅμως μιλοῦμε γιὰ τὰ σώματα τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἄλλων πνευμάτων, πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ ὥστε νὰ μὴν ἀποδίδουμε σ’ αὐτὰ ὁποιαδήποτε χονδροειδῆ ὑλικὰ χαρακτηριστικά. Τελικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διδάσκει ὅτι «μόνο ὁ Δημιουργὸς γνωρίζει τὴν μορφὴ καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς οὐσίας τῶν ἀγγέλων»[25]. Στὴν Δύσι ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἔγραφε ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο τὸ νὰ μιλοῦμε περὶ «ἀερίων σωμάτων» τῶν δαιμόνων καὶ ἄλλων πνευμάτων, ἢ τὸ νὰ ἀποκαλοῦμε ὅλα αὐτὰ ἁπλῶς «ἀσώματα»[26].
Ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος ἐπέδειξε ἴσως ἕναν κάπως ὑπερβολικὸ ζῆλο, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξηγήση τὴν φύσι τῶν ἀγγελικῶν «σωμάτων» μὲ βάσι τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις τοῦ 19ου αἰώνα περὶ τῶν ἀερίων. Γι’ αὐτὸ ἐπῆλθε μία μικρὴ διαφωνία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου, ποὺ ἔκρινε ἀναγκαῖο νὰ τονίση τὴν ἀπεριόριστη φύσι τῶν πνευμάτων, (ποὺ δὲν ἀποτελοῦνται βέβαια ἀπὸ μόρια χημικῶν στοιχείων, ὅπως συμβαίνει μ’ ὅλα τὰ ἀέρια). Πάνω στὸ βασικὸ ὅμως σημεῖο —«τὸ λεπτὸ περίβλημα» ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ πνευματικὰ ὄντα— ἦταν καὶ αὐτὸς σύμφωνος μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ἰγνάτιο[27]. Ἴσως κάποια παρόμοια παρεξήγησι γιὰ ἕνα δευτερεῦον σημεῖο ἢ γιὰ κάποιο ζήτημα ὁρολογίας νὰ ἦταν καὶ ἡ αἰτία γιὰ τὴν διαμάχη ποὺ ξέσπασε στὴν Δύσι κατὰ τὸν 5ο αἰώνα, ὅταν ὁ Λατίνος Πατέρας ἅγιος Φαῦστος τοῦ Λερὶν ἐδίδαξε τὸ ἴδιο δόγμα γιὰ τὴν σχετικὴ «ὑλικότητα» τῆς ψυχῆς, βασισμένος στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἂν ὁ ἀκριβὴς χαρακτήρας τῆς φύσεως τῶν ἀγγέλων εἶναι γνωστὸς μόνο στὸν Θεό, ἡ γνῶσις τῆς δράσεως τῶν ἀγγέλων (τουλάχιστον σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο) εἶναι προσιτὴ στὸν καθένα, ἐπειδὴ ὑπάρχουν γι’ αὐτὴν πολλὲς μαρτυρίες τόσο στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὰ Πατερικὰ κείμενα, ὅσο καὶ στοὺς βίους τῶν ἁγίων. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε πλήρως τὶς ὁράσεις ποὺ παρουσιάζονται σ’ αὐτοὺς ποὺ πεθαίνουν, θὰ πρέπη νὰ γνωρίζουμε ἰδιαιτέρως πῶς ἐμφανίζονται οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι (δαίμονες). Οἱ ἀληθινοὶ ἄγγελοι ἐμφανίζονται πάντοτε μὲ τὴν μορφὴ τοὺς (λιγότερο ὅμως λαμπρὴ ἀπ’ ὅτι εἶναι στὴν πραγματικότητα) καὶ ἐνεργοῦν ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ἐκτελέσουν τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι, ἂν καὶ κάπου-κάπου ἐμφανίζονται κι αὐτοὶ μὲ τὴν πραγματικὴ μορφή τους (ποὺ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ τὴν περιέγραψε ἀπὸ προσωπική του πείρα σὰν «φρικτή»), συνήθως παίρνουν διάφορες ἄλλες μορφὲς καὶ ἐνεργοῦν πολυάριθμα «σημεῖα», μὲ τὶς δυνάμεις ποὺ ἔχουν σὰν ὑποτελεῖς του ἄρχοντος τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος[28]. Ἡ ἰδιαίτερη διαμονὴ τοὺς εἶναι ὁ ἀέρας καὶ τὸ κύριο ἔργο τοὺς εἶναι νὰ πειράζουν καὶ νὰ ἐκφοβίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ τοὺς ὁδηγήσουν μαζί τους στὴν ἀπώλεια. Ὁ ἀγώνας τῶν Χριστιανῶν κατευθύνεται ἀκριβῶς ἐναντίον τῶν δαιμόνων: Ὅτι οὐκ ἔστιν ἠμὶν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικά της πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις[29].
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὸ κάπως ἄγνωστο δοκίμιό του Ἡ Μαντεῖα τῶν Δαιμόνων, ποὺ ἔγραψε ὅταν ζητήθηκε νὰ ἐξηγήση μερικὲς ἀπὸ τὶς πολλὲς δαιμονικὲς ὁράσεις στὸν ἀρχαῖο παγανιστικὸ κόσμο, δίνει μία καλὴ γενικὴ εἰκόνα τῆς δραστηριότητος τῶν πνευματικῶν αὐτῶν ὄντων. «Ἡ φύσις τῶν δαιμόνων εἶναι τέτοια, ὥστε ἡ ἱκανότητα ἀντιλήψεως τῶν αἰσθήσεων ποὺ διαθέτουν τὰ ἀέρια σώματά τους ὑπερβαίνει τὴν ἀντίστοιχη ἱκανότητα τῶν γηίνων σωμάτων. Ὡς πρὸς τὴν ταχύτητα δέ, λόγω τῆς μεγαλυτέρας κινητικότητας αὐτῶν τῶν σωμάτων, ὑπερτεροῦν οἱ δαίμονες ἀσύγκριτα σὲ σχέσι ὄχι μόνο πρὸς τὶς κινήσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θηρίων, ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὸ τὸ πέταγμα τῶν πτηνῶν. Συνεπῶς οἱ δαίμονες μὲ τὸ νὰ διαθέτουν αὐτὲς τὶς ἱκανότητες, ποὺ ὀφείλονται στὶς ἰδιότητες τῶν ἀερίων σωμάτων, δηλαδὴ τὴν ὀξύτητα στὴν ἀντίληψι καὶ τὴν ταχύτητα στὶς κινήσεις, προβλέπουν καὶ διαλαλοῦν πολλὰ πράγματα ποὺ ἔχουν παρατηρήσει πρὶν ἀπὸ πολὺ χρόνο καὶ ὅταν συμβαίνη τοῦτο οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουν, ἐξ αἰτίας τῆς γηίνης βραδείας ἀντιλήψεώς τους. Οἱ δαίμονες ἐπίσης, καθ’ ὅλον αὐτὸν τὸν μακροτατο χρόνο ὑπάρξεώς τους ἔχουν ἀποκτήσει μία πολὺ μεγαλύτερη πείρα τῶν γεγονότων ἀπὸ αὐτὴν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἡ ζωὴ τοὺς ἔχει μικρὴ διάρκεια. Ἐξ αἰτίας λοιπὸν αὐτῶν τῶν ἰδιοτήτων ποὺ διαθέτουν ἀπὸ τὴν φύσι τῶν ἀερίων σωμάτων τους, οἱ δαίμονες ὄχι μόνο προλέγουν πολλὰ γεγονότα ποὺ συμβαίνουν ἀργότερα, ἀλλὰ ἐνεργοῦν καὶ πολλὰ θαυμαστὰ σημεῖα».
Πολλὰ ἀπὸ τὰ «θαύματα» καὶ τὶς ὁράσεις τῶν δαιμόνων περιγράφονται στὴν μακρὰ ὁμιλία τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, ποὺ περιέχεται στὸν βίο του ποὺ συνέγραψε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅπου ἐπίσης γίνεται ἀναφορὰ καὶ στὰ «ἐλαφρότερα σώματα» τῶν δαιμόνων. Ὁ βίος ἐπίσης τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, ποὺ ὑπῆρξε πρώην μάγος, περιέχει πολυάριθμες περιγραφὲς δαιμονικῶν μεταμορφώσεων καὶ σημείων σύμφωνα μὲ τὴν διήγησι κάποιου ποὺ ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος σ’ αὐτὰ τὰ περιστατικά. Στὴν ἑβδόμη καὶ ὀγδόη ἀπὸ τὶς Διαλέξεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κασσιανοῦ, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Γαλατίας τοῦ 5ου αἰῶνος ποὺ πρῶτος μετέφερε πλήρη διδασκαλία τοῦ Ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ στὴν Δύσι, ὑπάρχει μία κλασσικὴ περιγραφὴ τῆς δαιμονικῆς δραστηριότητας. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς γράφει: «Εἶναι τόσο τὸ πλῆθος τῶν πονηρῶν πνευμάτων ποὺ πληροῦν τὸν ἐναέριο χῶρο, ποὺ ἐκτείνεται μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γὴς καὶ στὸν ὁποῖον αἰωροῦνται μέσα σὲ ταραχὴ καὶ ὄχι σὲ ἀδράνεια, ὥστε ἡ Θεία Πρόνοια γιὰ δικό μας συμφέρον τὸ ἀπέκρυψε καὶ ἀπομάκρυνε τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων. Ἂν δὲν γινόταν αὐτό, οἱ ἄνθρωποι, ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τῶν δαιμονικῶν ἐπιθέσεων ἢ τοῦ φοβεροῦ θεάματος τῶν προσώπων στὰ ὁποῖα μετασχηματίζονται καὶ μεταλλάσσονται αὐτόβουλα οἱ δαίμονες ὅποτε θελήσουν, θὰ κατελαμβάνοντο ἀπὸ ἀνυπόφορο τρόμο καὶ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ καταρρεύσουν...»
Ὅσο γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα κατευθύνονται ἀπὸ τὶς πονηρότατες δυνάμεις καὶ ὑπόκεινται σ’ αὐτές, τὸ πληροφορούμαστε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ βλέπουμε στὴν ἀπάντησι τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς Φαρισαίους ποὺ τὸν διέβαλαν: Εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια[30], ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ εὐκρινῆ ὁράματα καὶ τὶς πολλαπλὲς ἐμπειρίες τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας.
«Ὅταν κάποιος ἀδελφός μας ταξίδευε σ’ αὐτὴν τὴν ἔρημο, βρῆκε μία σπηλιὰ μετὰ τὸ σούρουπο, ἐστάθμευσε ἐκεῖ καὶ θέλησε νὰ κάμη τὴν βραδυνῆ προσευχή του. Ἐνῶ λοιπὸν κατὰ τὴν συνήθεια ἔλεγε τοὺς ψαλμούς, πέρασε ἡ ὥρα μέχρι ποὺ ἔφθασε περασμένα μεσάνυχτα. Ὅταν τελείωσε τὸν κανόνα του, θέλησε ν’ ἀναπαύση λίγο τὸ καταπονημένο σῶμα του καὶ ξάπλωσε. Ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ βλέπη ἀναρίθμητες ὀρδὲς δαιμόνων ποὺ συνέκλιναν ἀπ’ ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Ἔρχονταν σ’ ἀτελείωτες παρατάξεις καὶ μακρυὲς σειρές, ἐνῶ ἄλλοι προηγοῦντο τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν πίσω του. Τέλος ἦλθε ὁ ἄρχοντας ποὺ ἦταν ψηλότερος ἀπ’ ὅλους στὸ ἀνάστημα καὶ φρικτότερος ἀπ’ ὅλους στὴν ἐμφάνισι. Ἀφοῦ τοῦ ἔστησαν ἕνα θρόνο πάνω σ’ ἕνα ὑπερυψωμένο βῆμα, κάθισε καὶ ἄρχισε νὰ ἐρευνᾶ σχολαστικὰ τὴν δραστηριότητα τοῦ κάθε δαίμονα. Ἐκείνους ποὺ εἶπαν ὅτι δὲν μπόρεσαν νὰ παρασύρουν τοὺς ἀντιπάλους τους, τοὺς διέταξε μὲ βρισιὲς καὶ ἐπιπλήξεις νὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ μπροστά του ἐπειδὴ ἦταν τεμπέληδες καὶ ἀμελεῖς καὶ τοὺς κατηγοροῦσε ὅτι σπατάλησαν τόσο χρόνο καὶ προσπάθεια χωρὶς νὰ καταφέρουν τίποτε. Ἐκείνους ὅμως ποὺ δήλωσαν ὅτι παρέσυραν στὴν ἁμαρτία αὐτοὺς ποὺ τοὺς εἶχαν ὁρίσει, τοὺς ἀπέλυσε μὲ μεγάλες τιμές, ἐνῶ ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι δαίμονες ἔδειχναν τὸν ἐνθουσιασμό τους καὶ ἐπευφημοῦσαν, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν πολὺ θαρραλέοι πολεμιστές. αὐτοὶ ἐδοξάσθηκαν γιὰ νὰ παραδειγματισθοῦν ὅλοι.
Τότε ἕνα πονηρότατο πνεῦμα ἐπροχώρησε μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ ἀνέφερε μὲ κακεντρεχῆ χαρά, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κάποια περιφανῆ νίκη, ὅτι τελικά, μετὰ ἀπὸ ἕνα ἀκατάπαυστο πειρασμικὸ ἀγώνα ποὺ κράτησε δεκαπέντε χρόνια εἶχε κατανικήσει ἕνα περίφημο μοναχὸ παρασύροντας τὸν ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν νύχτα στὴν πορνεία... Ὅταν ἀκούσθηκε ἡ ἀναφορὰ αὐτή, ἐπεκράτησε ἀμέσως ὑπερβολικὴ χαρὰ σ’ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων κι’ ἐκεῖνος ἀπεχώρησε ἐξυψωμένος ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἐπαίνους τοῦ ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ στεφανωμένος μὲ δόξα. Καθὼς πλησίαζε ἡ αὐγή, ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων ἐξαφανίσθηκε. Ἀργότερα ὁ ἀδελφὸς ποὺ ἔγινε μάρτυρας αὐτοῦ του θέματος πληροφορήθηκε ὅτι ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ σχετικὰ μὲ τὸν μοναχὸ ποὺ ἔπεσε ἦταν πράγματι ἀληθινὴ»[31].
Στοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς συμβαίνουν τέτοιες ἐμπειρίες συνεχῶς μέχρι καὶ στὸν αἰώνα μας. Ὁπωσδήποτε δὲν πρόκειται γιὰ ὄνειρα ἢ ὀπτασίες, ἀλλ’ ἀντίθετα γιὰ ἀφυπνιστικὲς ἐμπειρίες ὁράσεως δαιμόνων στὴν πραγματική τους μορφή, μόνο σ’ ἐκείνους βέβαια ποὺ ἔχουν ἀνοιχθῆ οἱ πνευματικοί τους ὀφθαλμοὶ καὶ μποροῦν νὰ βλέπουν αὐτὰ τὰ ὄντα, ποὺ ὑπὸ φυσιολογικὲς συνθῆκες εἶναι ἀόρατα. Μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχαν ἴσως λίγοι μόνο Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ «τῆς παλαιᾶς σχολῆς» ἢ «ἁπλοϊκοί», ποὺ μποροῦσαν νὰ πιστεύσουν ἀκόμη στὴν «κατὰ γράμμα ἀλήθειαν» αὐτῶν τῶν γεγονότων. Ἀκόμη καὶ σήμερα ὠρισμένοι Ὀρθόδοξοι δυσκολεύονται νὰ τὰ παραδεχθοῦν. τόσο πολὺ ἔχει διεισδύσει ἡ σύγχρονη ἀντίληψις ὅτι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ δαίμονες εἶναι «ἀμιγῆ πνεύματα» καὶ δὲν ἐνεργοῦν κατὰ τέτοιον «ὑλικὸ» τρόπο. Μόνο λόγω τῆς κατὰ πολὺ αὐξημένης δραστηριότητας τῶν δαιμόνων κατὰ τὰ πρόσφατα χρόνια τὰ περιστατικὰ αὐτὰ ἀρχίζουν γιὰ μία φορὰ ἀκόμη νὰ φαίνωνται τουλάχιστον εὔλογα. Σήμερα ἐπίσης οἱ πολὺ διαδεδομένες «μεταθανάτιες» ἐμπειρίες ἔχουν ἀνοίξει τὸ βασίλειό της μὴ ὑλικῆς πραγματικότητος σὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους, ποὺ στὸ παρελθὸν δὲν εἶχαν καμμία ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀπόκρυφο κόσμο, ἐνῶ ἡ συνεπὴς καὶ ἀληθινὴ ἐξήγησις τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ τῶν ὄντων τοῦ ἔχει γίνει πλέον μία ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ καιροῦ μας. Τὴν ἐξήγησι αὐτὴ μπορεῖ νὰ δώση μόνο ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμὸς ποὺ διέσωσε τὴν αὐθεντικὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία μέχρι τὶς ἡμέρες μας.


1. Λούκ. ἰστ’ 22
2. Μάτθ. κὴ’ 23
3. Μάρκ. ἰστ’ 5
4. Λούκ. κδ’ 4
5. Ἰωάν. κ’ 12
6. Προσφάτως ἀνεκηρύχθη ἅγιος ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Ρωσίας.
7. Ἐπισκόπου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Ἔργα, τόμ. 3, ἔκδ. Τουζώφ, Ἁγία Πετρούπολις, 1883
8. ἔνθ. ἄν., σέλ. 195
9. Simon Α. Blackmore, Spititism: Facts and Frauds, Benziger Brothers, New York, 1924, σέλ. 522
10. C.S. Lewis, Miracles, The Macmillan Co, New York, 1967, σέλ. 164-5
11. Ἐπισκόπου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Ἔργα, τόμ. 3, σέλ. 216
12. ἔνθ. ἄν., σέλ. 227
13. ἔνθ. ἄν. σέλ. 233
14. Πράξ. ἰ’ 3, ἡ’ 26
15. Λούκ. ἃ’ ΙΙ
16. Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κέφ. 16 & 23.
17. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Περὶ Νοερῶν οὐσιῶν, Ἔπη δογματικὰ 7
18. Ψάλμ. ργ’ 4, Ἑβρ. ἃ’ 7
19. Ἄγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Περὶ ἀγγέλων», Ἔκδοσις ἀκριβής της Ὀρθοδόξου πίστεως, κέφ. Β. (3) 17
20. Τώβ. Ἰβ’ 19
21. Γέν., κέφ. ἰη’ - ἲθ’
22. Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις, Θ’, ἃ’
23. Δᾶν., κέφ. ἰ’
24. Ἱεροῦ Αὐγουστίνου, Ἡ πολιτεία τοῦ Θεοῦ, βιβλ. XXI, 10
25. βλ. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἔνθ. ἄν.
26. βλ. Ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἔνθ. ἄν.
27. π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οἱ δρόμοι τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, εἰς τὴν Ρωσικήν, Παρίσι, 1937, σέλ. 394-5.
28. Ἐφεσ. β’ 2
29. Ἐφεσ. ς’ 12.
30. Μάτθ. Ἰβ’. 27
31. Ἀββᾶ Κασσιανού, Διαλέξεις, VII, 12, 16


ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13
Ἀπό:Ι.Μ.Παντοκράτορος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.