29 Ιουλ 2010

Ἡ ἱστορική Ἐκκλησία, οἱ πρῶτοι Ἐπίσκοποι

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ :
"ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ"
FRANK SCHAEFFER
Ὁ σύγχρονός μας π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, ὁ μεγάλος Ὀρθόδοξος ἐρευνητής καί καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στό πανεπιστήμιο τοῦ Harvard, ἔγραψε:
«Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στή γῆ-εἶναι ἡ εἰκόνα καί ἡ κατοικία τῆς εὐλογημένης παρουσίας του στόν κόσμο. . . Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ὅλη ἡ κατηγορηματική δύναμη καί τό ἀποκορύφωμα τῆς σ' αὐτόν τόν ἀφορισμό βρίσκεται στήν ταυτολογία του. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία, διότι σωτηρία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, διότι σωτηρία εἶναι ἤ ἀποκάλυψη τῆς ὁδοῦ γιά τόν καθένα πού πιστεύει στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη βρίσκεται μόνο στήν Ἐκκλησία. . . Τό βασίλειο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότητα. Καί ἀσφαλῶς αὐτή ἡ ἑνότητα δέν εἶναι ἐξωτερική, ἀλλά ἐσωτερική, στενή, ὀργανική. Εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ ζῶντος σώματος, ἡ ἑνότητα τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μία ἑνότητα ὄχι μόνον μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι μία καί μοναδική εἶναι πρῶτα ἀπ' ὅλα μία ἑνότητα, διότι αὐτή καθ' ἑαυτήν ἡ ὕπαρξή της συνίσταται στήν ἐπανένωση τῆς χωρισμένης καί διαιρεμένης...ἀνθρωπότητας. . . Μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ ἀνθρωπότητα περνᾶ σέ ἄλλο ἐπίπεδο, ἀρχίζει ἕναν καινούργιο τρόπο ὕπαρξης. Μία νέα ζωή γίνεται δυνατή, μία ζωή ἀληθινή, ὁλοκληρωμένη καί πλήρης, μία καθολική ζωή, μέ τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμω τῆς εἰρήνης. Ἀρχίζει μία καινούργια ὕπαρξη, μία νέα ἀπαρχή ζωῆς, καθώς σύ Πάτερ ἐν ἐμοί, καγῶ ἐν σοῖ, οὕτω καί αὐτοί ἐν ἠμίν. . . ἴνα ὦσιν ἐν καθώς καί ἠμεῖς ἐν ἔσμεν»1.
Σύμφωνα μέ τά ἔργα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύγχυση πού μᾶς περιβάλλει δέν ἔχει σχέση μέ τό τί σχεδίασε ὁ Θεός γιά τήν Ἐκκλησία τού2. Ἡ ἀνομία τοῦ πολιτισμοῦ μας δέν ἦταν ἀνάγκη νά μολύνει τήν ἱστορική Ἐκκλησία μέ τον σχετικισμό.3 Πράγματι ὁ ἴδιος ὁ πολιτισμός δέν χρειαζόταν νά ὑποβαθμισθεῖ ἀπό τόν ψεύτικο Χριστιανισμό καί ἀπό τόν ἐκκοσμικευμένο Ἀνθρωπισμό, πού ἀκολούθησε ὡς ἐπακόλουθό του, διότι ἡ αὐθεντική ἱστορική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀκόμη παροῦσα στή γῆ. Ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα, πού φέρει μέσα τῆς τόν Χριστό καί ἐναντίον τῆς ὁποίας οι πύλες τοῦ Ἅδου δέν κατίσχυσαν, ἐπιζῆ μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα μέ τόν πατέρα καί μάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἅγιο Ιγνατιο Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ἔγραψε γύρω στό 110 μ. Χ. , ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά εἴναι τοπος κανονικῆς τάξεως, ἑνότητας καί ἀποστολικῆς αὐθεντίας. Να τί τονίζει:
«Φροντίσατε νά τά κάνετε ὅλα κατά Θεόν, μέ τόν ἐπίσκοπο προκαθήμενον εἰς τύπον Θεοῦ καί μέ τούς πρεσβυτέρους εἰς τύπον τῆς συνόδου τῶν ἀποστόλων καί μέ τούς διακόνους, τούς πολύ ἀγαπητούς μου, τούς ἐμπιστευμένους τήν διακονίαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα προαιώνιος καί ἦταν ὁ Θεός Λόγος καί Μονογενής Υἱός. . . Μήν παρασύρεσθε ἀπό ἄλλες ἑτερόδοξες διδασκαλίες οὔτε ἀπό παλαιούς μύθους, πού εἶναι ἀνάξιοι λόγου».4

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας διετέλεσε ἐπίσκοπός της πόλης αὐτῆς, ἀφοῦ διαδέχθηκε τόν ἅγιο Εὐόδιο, ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἔγραψε ἕναν ἀριθμό ἐπιστολῶν πρός τίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας, ἀπό τίς ὁποῖες ὅλες δέχονταν τήν ἀποστολική αὐθεντία καί διαδοχή ὡς θεμέλιό της μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Αυτές οἱ ἀξιόλογες ἐπιστολές, γραμμένες κατά τόν χρόνο τοῦ ταξιδιοῦ τοῦ ἅγιου πρός τή Ρώμη, ὅπου τόν περίμενε ἕνα ἀπάνθρωπο μαρτύριο στό Κολοσσαῖο, ὑπερασπίζονται τήν κανονική τάξη καί τήν πειθαρχία ἀπαραίτητη στήν πρακτική της αὐθεντικῆς Χριστιανοσύνης. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος μαρτύρησε στή Ρώμη, ἀφοῦ πρῶτα οἱ ἐπιστολές τοῦ ἔφθασαν στίς ἑπτά Ἐκκλησίες.5

Πολλές Ὁμολογίες ἰσχυρίζονται, ὅτι ἀποτελοῦν «Ἐκκλησίες». Αλλ' ἐάν ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» διατηρεῖ κάποιο νόημα, πρέπει νά ρωτήσουμε τούς ἑαυτούς μᾶς τί ἐννοοῦμε μ' αὐτόν. Εἶναι ἡ «Ἐκκλησία» ἁπλῶς ἕνα σύνολο ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι χριστιανοί;6 Ἤ ἔχει ἡ λέξη ἕνα Ἱστορικό νόημα, κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὅπως οἱ λέξεις «Γαλλία» ἤ «Μεγάλη Βρετανία» σημαίνουν πραγματικούς τόπους καί ὄχι ἁπλῶς μία ἰδέα ἤ ἕνα αἴσθημα ὅτι ὑπάρχει Γαλλία ἤ Μ. Βρεταννία πνευματικά; Ὁ πολύ γνωστός συγγραφέας καί Ὀρθόδοξος ἱερέας Ἀντώνιος Μ. Κόνιαρης γράφει: «Τί ἐννοοῦμε ὅταν χρησιμοποιοῦμε τήν λέξη «Ἐκκλησία»; Πρόσεξε τήν ἀπέραντη ποικιλία τῶν ὁμάδων, πού αὐτοαποκαλοῦνται «Ἐκκλησίες». Στήν πραγματικότητα ὁ καθένας σήμερα μπορεῖ νά ἱδρύσει μία «Ἐκκλησία» γιά τόν ἑαυτό του. . . Ἀλλά εἶναι αὐτές στ' ἀλήθεια Ἐκκλησίες; Θεμελιώθηκαν ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τούς Ἀποστόλους; Τί εἴδους ἱστορικό δεσμό ἔχουν αὐτές μέ τούς Ἀποστόλους; Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ὡς Ἐκκλησία ἐννοοῦμε τό Σῶμα, μέ τό ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς εἶναι παρών στόν κόσμο σήμερα. Αὐτή, πιστεύουμε, θεμελιώθηκε ἀπό τόν Χριστό διά τῶν Ἀποστόλων καί παρέμεινε ἕνας ζωντανός, ἱστορικός σύνδεσμος μέ τούς Ἀποστόλους μέσω τῆς χειροτονίας τῶν κληρικῶν. Τό γεγονός ὅτι ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος χειροτονεῖ σήμερα ἕναν Ὀρθόδοξο ἱερέα, μπορεῖ νά ἀνιχνεύσει τή χειροτονία τοῦ ἱστορικά μέχρι τούς Ἀποστόλους καί μέσω αὐτῶν μέχρι τόν Χριστό, ἀποτελεῖ ἐγγύηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν θεμελιώθηκε ἀπό κάποιον πού ὀνομαζόταν Joe Smith λίγους αἰῶνες πρίν, ἀλλ' ἄπ' αὐτόν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί (βρίσκει τήν ὕπαρξή της πίσω, στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ». 7

Ὅσον ἄφορα στόν ὄρο «Ἐκκλησία», γιά νά ἔχει κάτι περισσότερο ἀπό ἕνα ὑποκειμενικό μήνυμα, δέν μπορεί να γίνει κατανοητός ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῆς καλά τεκμηριωμένης ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σταθερῆς της διδασκαλίας γιά τόν ἑαυτό της καί γιά τήν καταγραφή τῆς κοσμικῆς ἱστορίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό πάντα δίδασκε ὅτι ὅσοι ἐμφανίζονται ὡς ἐπίσκοποι ἤ ἱερεῖς, γιά νά εἶναι αὐθεντικά ἀποστολικοί, πρέπει νά μποροῦν νά ἀποδεικνύουν τήν ἀδιάσπαστη ἱστορική συνέχεια μέ τήν πρώτη ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θεμελιώθηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό.8 Ὅπως ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἄλλο θεμέλιο δέν μπορεῖ κανείς νά βάλει παρά ἐκεῖνο πού ἔχει τοποθετηθεῖ κι αὐτό εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός» (Ἅ' Κό 3,11).

Τά κατ' ἐξοχήν διακριτικά γνωρίσματα τῆς Ἱστορικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό ἀναλλοίωτό της, ἡ ἀδιάκοπη συνέχειά της, ἡ πιστότητά της σέ κάθε ἐποχή καί ἡ κατά κανονική τάξη ἀποστολική της διαδοχή.9 Σύμφωνα μέ τήν Ἱερά Παράδοση, ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἡ συνέχιση τοῦ ἔργου πού ἄρχισε ὁ Χριστός, δέν εἶναι τυχαία ἀλλά καθοριστηκε ἐνσυνείδητα ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό.10 Συμφωνά μέ τήν ἁγία Γραφή, ἐμεῖς μάθαμε ὅτι «ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στά μέρη τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, ρωτοῦσε τούς μαθητές τοῦ λέγοντας, Ποιός νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου; . . . Ἀποκρίθηκε ὁ Σίμων Πέτρος καί εἶπε: Σύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ! Τοῦ ἀποκρίθηκε τότε ὁ Ἰησοῦς καί τοῦ εἶπε: Μακάριος εἶσαι Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνά, διότι αὐτό δέν σού τό ἀποκάλυψε κανείς ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος. Καί ἐγώ σου λέω ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Πέτρος καί ἐπάνω σ' αὐτή τήν πέτρα (τῆς ὁμολογίας σου) θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία μου καί ὁ θάνατος δέν θά τήν νικήσει. Θά σού δώσω τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί ὁτιδήποτε ἀφήσεις ἀσυγχώρητο ἐπάνω στή γῆ θά μείνει ἀσυγχώρητο καί στόν οὐρανό καί ὁτιδήποτε συγχωρήσεις ἐπάνω στή γῆ θά εἶναι συγχωρημένο καί στόν οὐρανό. Τότε (ὁ Ἰησοῦς) παρήγγειλε μέ αὐστηρότητα νά μήν ποῦν σέ κανέναν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός» (Μθ 16,13-20).

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
Οἱ Ἰουδαῖοι πού ζοῦσαν στά χρόνια του Χριστοῦ βρίσκονταν σέ σύγχυση ὡς πρός τό ἐρώτημα, ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Νόμιζαν ὅτι αὐτός ἦταν μᾶλλον ἕνας προφήτης, πού πέθανε καί ξαναγύρισε στή ζωή. Οἱ μαθηταί ἔδειξαν ἀρκετές φορές ὅτι μποροῦσαν νά παρανοήσουν τόν Ἰησοῦ, ὅπως καί τά πλήθη πού τόν ἀκολουθοῦσαν.
Ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο ὅτι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στόν τρόπο πού τόν κατανόησε ἐκεῖνος καί στήν τυφλότητα τοῦ πλήθους δέν ὀφειλόταν στήν εὐφυΐα τοῦ Πέτρου οὔτε στήν πίστη του ἤ στήν καλωσύνη του, ὀφειλόταν στό ὅτι ὁ Θεός διάλεξε νά ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια αὐτή στόν Πέτρο καί στούς ἄλλους Ἀποστόλους πρίν τήν ἀποκαλύψει στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Πέτρος καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἔπρεπε νά ἐκπληρώσουν μία εἰδική ἀποστολή καί γί αὐτό ἔλαβαν τήν εἰδική ἀποκάλυψη.
Ὁ Θεός διάλεξε τόν Πέτρο καί τούς ἄλλους Ἀποστόλους κατά ἕνα μοναδικό τρόπο, γιά νά ἐγκαθιδρύσει τήν αἰώνια Ἐκκλησία Τοῦ ἐπάνω στή γῆ. Ὁ Χριστός ἀξιοποίησε μεγάλο μέρος τῆς διακονίας του προγυμνάζοντας καί διδάσκοντας τούς Ἀποστόλους γι' αὐτή τήν ἱστορική ἀποστολή. Μακριά ἀπό τό νά εἶναι κάποιος ἁπλός ἀγωνιστής γιά τήν ἰσότητα στήν ἐποχή του, ὁ Χριστός ἀφιέρωσε τίς περισσότερες ἀπό τίς ἐνέργειές του, γιά νά ἐκπαιδεύσει μία ἐπίλεκτη ὁμάδα μελλοντικῶν ἡγετῶν. Μέ ἄλλα λόγια, σύμφωνα μέ τίς διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων, ἕνα μεγάλο μέρος τῆς διακονίας τοῦ Χριστοῦ δαπανήθηκε στή δημιουργία καί στήν ἐκπαίδευση τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, πού θά κυβερνοῦσαν τήν Ἐκκλησία, καί ὄχι στή διδασκαλία τοῦ ἀνώνυμου πλήθους.
Ὁ Ἰησοῦς ὑποσχέθηκε μάχες καί θρίαμβο γιά τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅδης θά πολεμοῦσε ἐναντίον της, ἀλλά στό τέλος «δέν θά τήν νικοῦσε»(Μθ 16,18). Ἀκριβῶς ὅπως ὁ Θεός Πατήρ ἔχρισε τόν Υἱό, ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς ἐξέλεξε τούς Ἀποστόλους, πού θά ἐπιτελοῦσαν τό δικό Του ἔργο. Αὐτή ἦταν ὁλοφάνερα ἡ συναίσθηση τῶν Ἀποστόλων γιά τήν ἀποστολή τους, καθόσον τά ἱστορικά δεδομένα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας δείχνουν μέ σαφήνεια ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἄρχισαν νά διορίζουν διαδόχους πρίν οἱ ἴδιοι πεθάνουν11.
Ὁ Ἰησοῦς ἔδωκε στούς Ἀποστόλους εἰδική ἐξουσία να δένουν καί νά λύνουν «ἐν οὐρανῶ καί ἐπί γής» (Μθ 16, 19). Ἐάν πιστεύουμε στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί στήν ἀξιοπιστία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θεμελίωσε τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς διακονίας τῆς ἐπάνω στή γῆ. Ἀπό πολύ νωρίς οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας σεβάστηκαν καί ἀκολούθησαν μέ ἐπιμέλεια τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ σχετικά μέ τήν αὐθεντία στή διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας12. Καί ὅπως εἴδαμε στίς ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, οἱ πατέρες ὑπερασπίστηκαν μέ ρωμαλεότητα τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι.
Τά ἱστορικά στοιχεῖα δείχνουν ὄτι η πρώτη Ἐκκλησία ἦταν ὁμόφωνη ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποστολική αὐθεντία καί τήν κανονική τάξη. Στη Διδαχή, στή διδασκαλία δηλαδή τῶν Ἀποστόλων (80-140 μ. Χ. ), διαβάζουμε: «Χειροτονεῖστε λοιπόν γιά τούς ἑαυτούς σᾶς ἐπισκόπους καί διακόνους ἄξιούς του Κυρίου, ἄνδρες πραεϊς καί ἀφιλάργυρους, εἰλικρινεῖς καί δοκιμασμένους, διότι αὐτοί θά σᾶς διακονήσουν ὡς προφῆται καί διδάσκαλοι. Αὐτούς νά μήν τούς περιφρονήσετε, διότι εἶναι οἱ τιμημένοι ἄνδρες σᾶς μαζί μέ τούς προφῆτες καί τούς διδάσκαλους». 13
Σέ μία ἀκόμη προγενέστερη περίοδο (75-80 μ. Χ. ), τότε πού ἡ μνήμη τῶν Ἀποστόλων διατηροῦνταν πολύ νωπή, ὀ άγιος Κλήμης της Ρώμης, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε, διορίσθηκε καί διδάχθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο προσωπικά, ἔγραψε μέ μεγάλη ἀκρίβεια γιά τήν κανονική διαδοχή τῶν ἐπίσκοπων.

«Ὁ Δεσπότης Χριστός ἔδωκε ἐντολή νά ἐπιτελοῦνται προσφορές καί λειτουργίες, καί μάλιστα ὄχι κατά τύχη καί ἄτακτα, ἀλλά σε ὁρισμένους καιρούς καί ὧρες. Ἀκόμη ὁ ἴδιος μέ τό ὑπέρτατο θέλημα τοῦ ἔχει καθορίσει που καί ἀπό ποιους επιθυμεῖ νά τελοῦνται αὐτές, ὥστε, ἀφοῦ ὅλα αὐτά γίνουν κατά τήν εὐδοκία του νά εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημά του. . . Πράγματι στόν ἀρχιερέα παραχωρήθηκαν εἰδικές αρμοδιοτητες, γιά τόν ἱερέα ὁρίστηκε ὁ κατάλληλος τόπος καί στούς λευίτες ἀνατέθηκαν οἱ ἀνάλογες διακονίες. Ὁ λαϊκός εἶναι ὑπεύθυνος γιά τις διατάξεις που ἀναφέρονται στούς λαϊκούς. Ὁ καθένας μας, ἀδελφοί, ἀνάλογα μέ τήν τάξη, στήν ὁποία βρίσκεται, ἄς εὐχαριστεῖ τόν Θεό καί ἄς ἔχει ἀγαθή συνείδηση, νά μήν ὑπερβαίνει τούς ὅρους τῆς καθορισμένης διακονίας του. Οἱ Ἀπόστολοι μᾶς κήρυξαν τό εὐαγγέλιο πού παρέλαβαν ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό. Ὁ Χριστός λοιπόν εἶναι ἀπό τόν Θεό καί οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστό. Καί τά δύο αὐτά ἔχουν τήν ἀρχή τούς ἀτό θέλημα τοῦ Θεοῦ. . . Οἱ Ἀπόστολοι μᾶς γνώριζαν ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό ὅτι θά δημιουργοῦνταν ἔριδες γιά τό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου. Γί αὐτόν τόν λόγο λοιπόν ἀφοῦ τά πρόβλεψαν ὅλα αὐτά, διόρισαν εκεινους πού ἔχουν ἤδη μνημονευθεῖ καί ἀμέσως ὅρισαν γιά τό μακρινό μέλλον ὅτι, ὅταν αὐτοί θά πέθαιναν, ἄλλοι δόκιμοι ἄνδρες θά τούς διαδέχονταν ἀτό αξιωμα τους.»14

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, θεωρεῖται ἀποστολικός πατέρας, ἐπειδή ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου. Ὅπως εἴδαμε παραπάνω, στό ταξίδι του ἀπό τήν Ἀντιόχεια πρός στή Ρώμη, ὅπου καί μαρτύρησε, ἔγραψε ἑπτά ἐπιστολές, στίς ὁποῖες σκιαγράφησε καί ὑπερασπίστηκε ὄχι μόνο τήν ἀποστολική διαδοχή ἀλλά καί την κανονική τάξη του Θεοῦ, πού δόθηκε στήν ἀληθινά μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία.
Κατά τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος θεωροῦσε την κανονική συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοσο σημαντική, ὥστε ἀξιοποίησε τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς τοῦ ἐπάνω στή γῆ ὑπερασπιζόμενος μέ ἐπιμέλεια τή μορφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβέρνησης, πού ἐγκαθιδρύθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Τό 110 μ. Χ. ἔγραψε:
«Ὁ Ἰησοῦς, ἡ ἀχώριστη ζωή μας, εἶναι κατά τό θέλημα τοῦ Πατρός, ἀκριβῶς ὅπως οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι διορίσθηκαν σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο, εἶναι κατά τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει ἐσεῖς νά ζῆτε ἀκολουθώντας τό θέλημα τοῦ ἐπισκόπου. . . Ἄς εἴμαστε λοιπόν προσεκτικοί ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε ὑπάκουοι στόν Θεό, νά μήν ἀντιτασσόμαστε στούς ἐπισκόπους.
. . . . Εἶναι φανερό λοιπόν ὅτι πρέπει νά βλέπουμε τόν ἐπίσκοπο, ὅπως αὐτόν τόν ἴδιο τόν Κύριο. Πράγματι, ὅταν ὑποτάσσεσθε στόν ἐπίσκοπο, ὅπως στόν Ἰησοῦ Χριστό, εἶμαι σίγουρος ὅτι δέν θά ζῆτε κατά ἄνθρωπον, ἀλλ' ὅπως θέλει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος πέθανε γιά μας, ὥστε μέ τήν πίστη στό θάνατό του νά ἀποφύγετε τό θάνατο. . . Κατά παρόμοιο τρόπο ὁ καθένας ἄς τιμᾶ τούς διακόνους, ὅπως τόν Ἰησοῦ Χριστό- ἐπίσης καί τόν ἐπίσκοπο ὡς τύπον τοῦ Πατρός, καί τούς πρεσβυτέρους ὡς συνέδριο τοῦ Θεοῦ καί ὡς σύνδεσμο τῶν Ἀποστόλων. Χωρίς αὐτούς δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία.
. . . Αὐτός πού βρίσκεται μέσα στό θυσιαστήριο εἶναι καθαρός. Μέ ἄλλα λόγια, καθένας πού ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ἐπίσκοπο, τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους δέν ἔχει καθαρή συνείδηση.»15

Ὁ ἅγιος Ειρηναιος, δεύτερος ἐπίσκοπος Λυῶνος καί ἕνας ἀπό τούς μαθητές τοῦ ἅγιου Πολυκάρπου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τό 180 μ. Χ. ἔγραψε:
«Ἡ Ἐκκλησία, ἄν καί ξαπλώθηκε παντοῦ, σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο μέχρι καί τά ἄκρα τῆς γής, ἔχει παραλάβει ἀπό τούς Ἀποστόλους καί ἀπό τούς μαθητές τούς τήν Πίστη στόν ἕνα Θεό...
Ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ παρέλαβε αὐτό τό κήρυγμα καί αὐτή τήν Πίστη, ἄν καί εἶναι διεσπαρμένη σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀκόμη τή φυλάγει ὡσάν ἡ Ἐκκλησία νά καταλαμβάνει ἕνα μόνο σπίτι. . . Αυτή μέ ὁμοφωνία διακηρύττει τήν ἀλήθεια, τήν διδάσκει καί τήν παραδίδει ωσαν νά εἶχε ἕνα μόνον στόμα. Διότι, ἐνῶ οἱ γλῶσσες τοῦ κόσμου εἶναι ποικίλες, παρ' ὅλα αὐτά ἡ αὐθεντία τῆς Παραδόσεως εἶναι μία καί ἡ αὐτή. . .
Οὔτε κάποιος ἀπό τούς κυβερνῆτες τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τή δύναμή του ἤ τήν εὐγλωττία του, θά διδάξη διαφορετικά, διότι κανείς δέν εἶναι ἐπάνω ἀπό τόν Διδάσκαλο. Οὔτε ἐκεῖνος πού εἶναι ἀδύνατος στό λόγο θά ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Παράδοση»16. Είναι ἀνόητο νά πιστεύουμε ὅτι οἱ ἄμεσοι κληρονόμοι τῆς διδασκαλίας τῶν ἀποστόλων, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καί ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, παρανόησαν τη Χριστιανική Πίστη καί τή θεόπνευστη κανονική τάξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβέρνησης, πού εἶχαν διδαχθεῖ. Εἶναι ὑπερβολικά ἀλαζονικό νά πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς, κάπου δύο χιλιάδες χρόνια ἀργότερα, ἔχουμε κάποια καλύτερη ἀντίληψη τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐκκλησιαστική τάξη ἀπό ἐκείνη πού εἶχαν οἱ πραγματικοί ἀκροαταί τῶν Ἀποστόλων καί ἡ δεύτερη γενεά τῶν χριστιανῶν ἐπισκόπων, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους θυσιάστηκαν γιά τήν πίστη τους. Αὐτό μας ζητοῦν νά πιστέψουμε σέ ἀντίθεση μέ ὅλες τίς ἱστορικές μαρτυρίες, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ προτεσταντικός, ἀτομικιστικός, σχισματικός Χριστιανισμός τοῦ τύπου, κᾶνε ὅπως ἔρθουν τά πράγματα, εἶναι ὁ Χριστιανισμός τῆς πρώτης Ἐκκλησίας 17.

Σήμερα ὑπάρχουν κάποιοι, οἱ ὁποίοι εξευτελιζουν την εἰδική ἐξουσία, πού δόθηκε στόν Ἰάκωβο, τόν πρῶτο ἐπίσκοπο τῶν Ἱεροσολύμων καί στόν Πέτρο, καθώς καί ἀτούς ἄλλους Ἀποστόλους καί ἐπισκόπους, πού οἱ ἴδιοι χειροτόνησαν, ὑποστηρίζοντας ὅτι αὐτό τό χάρισμα δόθηκε σέ ὅλους τους πιστούς. Αὐτή ἡ ἀντίληψη ὑπῆρξε ἡ βάση γιά τήν ἀναρχία των Αναβαπτιστών καί τήν ἰδιωτικοποίηση τῆς Πίστεως ἀπό τούς Κουάκερους. Ἡ ἴδια ἐπίσης ἀντίληψη ἀποδεικνύει τούς εἰδικούς λόγους τοῦ Χριστοῦ (Ἰω 20,21-23)* χωρίς καμία σημασία, γιά νά μήν ἀναφέρω τήν πρακτική κατανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβέρνησης ἀπό τήν πρώτη γενεά τῶν χριστιανῶν καί ὅλων ἐκείνων πού τούς ἀκολούθησαν, μέχρι τήν ἐπαναστατική προτεσταντική περίοδο κατά τό πρόσφατο παρελθόν. Αὐτή ἡ ἴδια ἀντίληψη ἀποδεικνύει τίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τίς διάφορες Ἐκκλησίες χωρίς καμμία ἀξία. Σ' αὐτές τίς ἐπιστολές βλέπουμε ὅτι ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος καί οἱ ἄλλοι περίμεναν νά ὑποταχθοῦν. Ἐάν δέν ὑπῆρχε μία Κανονική δομή καί ἐκκλησιαστική ὑπακοή στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῶν ἐπιστολῶν ἔχει πολύ μικρή σημασία.

Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού λένε ὅτι ἡ ἐπιλογή τῶν ἀνδρῶν γιά τήν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἕνα ἁπλό πολιτιστικό φαινόμενο, μία ἁπλή ἀντανάκλαση τῆς πατριαρχικῆς κοινωνίας, στήν ὁποία ζοῦσε ὁ Χριστός. Οἱ ἴδιοι ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νά κινηθοῦμε πέρα ἀπό τά ὅρια ἑνός ἀρχαίου πολιτισμοῦ καί νά ἐκσυγχρονίσουμε τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά ταιριάζει στή σύγχρονη αἴσθηση γιά μία θρησκεία. Αὐτός ὁ ἰσχυρισμός λογικά ἐγείρει ἕνα ἐνδιαφέρον ἐρώτημα, ἐάν ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργός τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς (Γέ 1,27), τότε γιατί ὁ Θεός δέν προεῖδε τήν ἀνάγκη νά καθοδηγήσει τήν Ἐκκλησία νά λάβει ὡς ὑπόδειγμα τήν πολιτική τοῦ γένους καί τή μεταβαλλόμενη μόδα γιά τή διάκριση τῶν φύλων σέ κάθε ἐποχή; Ὁ ἡγετικός ρόλος τῆς γυναίκας δέν ἦταν ἄγνωστος στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ἔκανε ἀναφορά στήν βασίλισσα Νότου, πού ἦρθε νά ἀκούσει τή σοφία τοῦ Σολομώντα. Ἐπί πλέον ἡ Π. Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπό ἡρωίδες γυναῖκες, ἀκριβῶς ὅπως ἡ ἱστορική Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἀπό ἅγιες μητέρες καί γυναῖκες, οἱ ὁποῖες θεωροῦνται πνευματικά ἰσότιμες μέ τούς ἅγιους πατέρες καί γενικά τους ἄρρενες ἁγίους.
Ὅπως σημειώνει ὁ Sheldon Vanauken «ἐάν οἱ γυναῖκες μποροῦν πράγματι νά ἱερωθοῦν, ἕνα ἀπό τά δύο πρέπει νά εἶναι ἀληθινό, ἤ ὁ Θεός Πατέρας ἔκανε λάθος καί τώρα ἄλλαξε γνώμη ἤ ὁ Ἰησοῦς, πού εἶναι Θεός καί ἐνανθρώπησε, δέν ἔκανε τό θέλημα τοῦ Πατρός. Τό πρῶτο εἶναι παράλογο, τό δεύτερο ἀρνεῖται τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Θεός πού ἐνανθρώπησε. Κάθε συζήτησι γιά τήν Ἱεροσύνη τῶν γυναικών, πού βασίζεται στήν καθοδήγηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα σέ νέες ἀλήθειες, ὑποχρεοῦται νά ἐξηγήσει ἕνα ἀρχαῖο λάθος, αὐτό πού σχετίζεται μέ τίς ἑξήντα ἀδικημένες γενεές τῶν γυναικών. Πιστεύω ὅτι αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει χωρίς τήν ἄρνηση τῆς Ἐνανθρώπησης»19 .

Ἐάν ὁ Ἰησοῦς ἦταν «ἐξαρτημένος» ἀπό τόν πολιτισμό, μέσα στόν ὁποῖο ζοῦσε, τότε πῶς θά μποροῦσε νά εἶναι Θεός; Καί ἐάν αὐτός δέν εἶναι ὁ Θεός, ποῦ ἔγινε σάρκα μέ τήν ἐλεύθερη ἐκλογή μίας γυναίκας, τῆς εὐλογημένης Μαρίας, τῆς Θεοτόκου, τότε τί σημασία ἔχει τό τί κάνει ἡ Ἐκκλησία του; Αὐτή τότε μετατρέπεται ἁπλῶς σέ μία ἄλλη λατρευτική Ὁμολογία, τῆς ὁποίας ἡ πίστη ἀναφέρεται σέ κάποιες χωρίς νόημα Γραφές σέ μία Ὁμολογία ψεγαδιασμένη ἀπό τή διάκριση τῶν φύλων καί τόν φόβο των ομοφυλοφίλων. Ἐπί πλέον πῶς συμβαίνει αὐτοί, ποῦ ἀπαιτοῦν τόν ἐκσυγχρονισμό τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἀπομυθοποίηση τῆς ἀποστολικῆς συνέχειας, μέ τήν ἀποδοχή τῶν ἐκτρώσεων ἤ μέ τήν καταγγελία τῆς ἀνδρικῆς ἱεροσύνης, νά ἰσχυρίζονται ὅτι ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἱστορικῆς της συνέχειας, ὅταν μάλιστα τό ἀμετάβλητό της χριστιανικῆς ἀλήθειας ἀποτελοῦσε θεμελιώδη διακήρυξη τῆς Ἐκκλησίας καθ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας της;20
Ἐάν ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, καί εἶναι αὐτός πού θεμελίωσε τήν μία, ἅγια, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, γιά νά παραμείνει εἰς αἰώνα αἰῶνος, πώς μποροῦν οἱ σχισματικοί Προτεστάντες, οἱ ἐκμοντερνισμένοι Ρωμαιοκαθολικοί καί ἀκόμη κάποιοι ἐλάχιστοι προτεσταντοποιημένοι Ὀρθόδοξοι, νά μήν ἀναγνωρίζουν τή σπουδαιότητα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τήν ἐκκλησιαστική τάξη καί τήν ἱεραρχική αὐθεντία, πού ἐξασφαλίζει τήν ἐκκλησιαστική πειθαρχία καί τήν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας;21

Στήν Ἐκκλησία ὅλων τῶν αἰώνων ἡ ἀνταπάντηση πρός τούς ἐπικριτές πού ἰσχυρίζονται ὅτι «ἔτσι γινόταν πάντοτε» εἶναι κατηγορηματική καί ἔγκυρη. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὅτι οἱ βασικές καί θεμελιώδεις ἀλήθειες παραμένουν ἀμετάβλητες καί δέν ἐπιδέχονται περαιτέρω βελτίωση. Αὐτό ἰσχύει ἰδιαίτερα γιά τό θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών.
Μία ἀπό τίς βασικές ἀντιρρήσεις τῶν Ὀρθοδόξων στή χειροτονία τῶν γυναικών εἶναι ἡ ἴδια μέ ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν εἰκονοκλαστῶν. Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο «ἐν σαρκί». Γιά τούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς ἡ Ἐνανθρώπηση δέν εἶναι μία «ἰδέα» ἤ ἕνα «σύμβολο» εἶναι ἱστορικό γεγονός. Καθετί στή ζωή καί στή λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σχεδιάσθηκε νά ὑπογραμμίζει τήν ἱστορικότητα τῆς Ἐνανθρώπησης. Να γιατί ἔχουμε εἰκόνες ο Χριστός ἦλθε «ἐν σαρκί», καί ἡ εἰκόνα Του, ὅπως καί οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἀποστόλων, καθώς καί τῆς μητέρας Του, μαρτυροῦν τήν ἱστορικότητα τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἐμεῖς ἐπίσης ἔχουμε ζωντανές εἰκόνες. Στή Λειτουργία οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἐπίσκοποι στέκονται ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ μπροστά στό θυσιαστήριο. Οἱ Ἱερεῖς καί οἱ ἐπίσκοποι δέν εἶναι εἰκόνες μίας ἀφηρημένης ἰδέας, εἶναι εἰκόνες ἑνός ἱστορικοῦ προσώπου, τό ὁποῖο ἦλθε στή γῆ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, ὅπως πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, βρίσκεται ἔξω ἀπό τό χρόνο καί τόν τόπο. Ὅμως ἡ πίστη αὐτή δέν μεταβάλλει τό ἱστορικό γεγονός. Σύμφωνα μ αὐτό, ὅταν ὁ Θεός φανέρωσε τόν ἑαυτό τοῦ «ἐν σαρκί», ἦλθε ἄνδρας καί ὄχι ὡς «ἄνδρας-γυναίκα» ἤ σύμβολο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐμεῖς δέν ἁγιογραφοῦμε τόν Χριστό μέ γυναικεῖες εἰκόνες, ἐπειδή ἀκριβῶς ἦταν ἄνδρας. Δέν μποροῦμε νά ἔχουμε ἱέρειες, γιά νά ἀντιπροσωπεύουν τόν ἱστορικό Υἱό τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερο ἀπό ὅσο δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε ἕνα ἀνδρικό ἀντιπρόσωπο τῆς εὐλογημένης Θεοτόκου, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζουμε νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι αὐτή ὑπῆρξε ἕνα ἱστορικό πρόσωπο, μία πραγματική γυναίκα, πού ἐκλέχθηκε νά γεννήσει τό Θεό.
Πολύ φυσιολογικά ὁ Προτεσταντισμός, καθώς καί ὁ σύγχρονους φιλελεύθερος Ρωμαιοκαθολικισμός, ἀπέκτησαν τήν τάση νά συμπεριφέρονται εικονοκλαστικα, διότι ὁ ἐκμοντερνισμένος καί ἐκκοσμικευμένος «Χριστιανισμός» δέν ἐμμένει πλέον στήν ἱστορικότητα τῶν γεγονότων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στήν πραγματικότητα ἐπιδίωξαν μέ σθένος νά μετατρέψουν τό περιεχόμενο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῶν Γραφῶν σέ τίποτε περισσότερο ἀπό ἕναν κενό θρησκευτικό συμβολισμό. Αὐτό εἶναι ὅλο καί ὅλο ἡ «φιλελεύθερη» θεολογία. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία ἀπορρίπτει τίς εἰκονοκλαστικές θέσεις τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί τήν ἁπλοποίηση τῆς θρησκείας μέ μία θεωρούμενη «ἀνωτέρου ἐπιπέδου» κριτική διεργασία. Ἐφ' ὅσον οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀποδέχονται τά μυστήρια τῆς Πίστεως, ἐμεῖς ἐπίσης ἀποδεχόμαστε τόν ἱστορικό Ἰησοῦ καί τήν Ἐνανθρώπησή του. Ἔφ ὅσον οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» καί ὅτι ἡ σωτηρία ὑπάρχει γιά ὅλους ἐξ ἴσου, ἐμεῖς μέ βάση ὅλα αὐτά πιστεύουμε ὅτι σωστά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἵδρυσε τήν κανονική ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Νά γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τήν εἰκονομαχία, μέ ὁποιονδήποτε μανδύα κι ἄν ἔρχεται, εἴτε μέ τή βεβήλωση τῶν εἰκόνων εἴτε μέ τήν ἀρνητική κριτική τῶν Γραφῶν εἴτε ἀκόμη μέ τήν «ἀνδρογυναικοποίηση» τῶν ζωντανῶν εἰκόνων τῶν ἱερέων καί τῶν ἐπισκόπων, γιά τούς ὁποίους ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέγει ὅτι στέκονται «εἰς τόπον Χριστοῦ» μπροστά στό θυσιαστήριο. Χειροτονώντας γυναῖκες οἱ «φιλελεύθεροι» Προτεστάντες στήν πραγματικότητα ὑποστηρίζουν «ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦλθεν «ἐν σαρκί», ὅτι τό ἀνδρικό του γένος δέν ἔχει καμία σημασία καί ὅτι εἶναι ἕνα ἁπλό σύμβολο, πού συμβολίζει κάτι μεγαλύτερο».

Ὅμως γιά τόν Ὀρθόδοξο χριστιανό τό ἀνδρικό γένος τοῦ Χριστοῦ ἔχει βαρύνουσα σημασία, ἀκριβῶς ὅπως ἔχει βαρύνουσα σημασία τό θηλυκό γένος τῆς Παναγίας. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι τίποτε, ἐάν δέν εἶναι μία ἱστορική Πίστη. Ἐμεῖς δέν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός ἐμφανίστηκε στόν κόσμο μας κατά μαγικό τρόπο. Πιστεύουμε ὅτι ἀναπτύχθηκε ὡς ἀρσενικό ἔμβρυο σέ ἀνθρώπινη γυναικεία μήτρα ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε στήν πραγματικότητα μέ σάρκα μέσα στόν χρόνο καί στόν τόπο καί ὅτι τίποτε ἀπ' ὅλα, ὅσα ἔκαμε, ἀκόμη καί τό γένος πού ἔλαβε, δέν ἔγινε κατά λάθος, τυχαία καί χωρίς νόημα.
Ἡ καταστροφή τῶν εἰκόνων, ὁ εὐτελισμός τῆς ἱεροσύνης καί ἡ ὑποβάθμιση τῶν μυστηρίων σέ ἁπλά σύμβολα καταργεῖ τή χριστιανική μαρτυρία γιά τό γεγονός τῆς Ἐνανθρώπησης. Οἱ ἄνθρωποι φαίνεται κατά μυστηριώδη καί ἐνστικτώδη τρόπο νά γνωρίζουν ὅτι αὔτη εἶναι ἡ ἀλήθεια εἴτε ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τά θέματα αὐτά εἴτε ὄχι. Πῶς ἀλλιῶς μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε τή φθορά ποῦ προκλήθηκε μέ τήν ἀπώλεια πλήθους μελῶν ἀπό Ὁμολογίες, ποῦ χειροτόνησαν γυναῖκες; Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν ὅτι κάτι ἱερό μολύνεται ὅταν ἡ πολιτική τοῦ «γένους» πλημμυρίζει τή θρησκεία. Ἐπίσης γνωρίζουν ὅτι μία ἐκμοντερνισμένη «θρησκεία», πού προσπαθεῖ νά «συμβαδίζει μέ τίς ἐποχές», ἔχει χάσει τό ὑψηλό ἠθικό ἐπίπεδο. Γί αὐτό καί ἐκφράζουν τή γνώμη τους μέ τήν ἀπουσία τους.
Βλέποντας μ' αὐτό τό πρίσμα τήν ἰδεολογική σταυροφορία τοῦ φεμινιστικοῦ κινήματος γιά νομιμοποίηση, αὐτό πρέπει νά κρατηθεῖ ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἐπιτρέψει στόν ἑαυτό της νά γίνει τό παίγνιο στό κίνημα τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας». Οὔτε μπορεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά ἐπιτρέψει μία μικρή μειονότητα πανεπιστημιακῶν στά σεμινάρια τους ἤ μερικούς ἱερεῖς ἤ ἐπισκόπους μέ πολιτική αὐτοσυνειδησία νά θυσιάσουν δύο χιλιάδες χρόνια μέ ἀμετάβλητη ἠθική χάριν τῆς ἐφήμερης ἐκτίμησης, πού τῆς προσφέρεται ἀπό τή σύγχρονη πολιτικοποιημένη ἀκαδημαϊκή ἀριστοκρατία- ἀπό αὐτούς δηλαδή παρελαύνουν πλάι-πλάι μέ ἐκείνους πού ἀνέλαβαν τήν σταυροφορία κατά τῆς κανονικῆς τάξεως καί ἱεραρχίας.

Ἡ σταυροφορία πού ἐπιχειρεῖ νά συμμορφώσει τήν Ἐκκλησία μέ τή σύγχρονη ἰδεολογία τοῦ «γένους» εἶναι μία σταυροφορία, γιά νά ἀναγκάσει τήν Ἐκκλησία νά προσκυνήσει τόν σύγχρονο Καίσαρα. Χρειάζεται ἴσως νά θυμηθοῦμε ὅτι κάποιος μπορεῖ νά κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο, μαζί καί τήν ἐκτίμηση τῶν ἀκαδημαϊκῶν, καί νά χάσει τήν ψυχή τοῦ (Μθ 16,26). Ἐπίσης, εἶναι φρόνιμο νά θυμηθοῦμε ὅτι τό θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών καί τό θέμα τῆς γλώσσας, ὅσον ἀφορᾶ στήν περιεκτικότητα τοῦ «γένους», πρέπει νά ἐξετασθεῖ μέσα σ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο- στό πλαίσιο τῆς ἀντιστράτευσης τοῦ φεμινισμοῦ καί τῆς ὁμοφυλοφιλίας σ' αὐτήν τήν ἴδια τή φύση. Ἡ προσπάθεια νά ἀντιστραφεῖ ἡ διδασκαλία καί ἡ μαρτυρία τῆς ἀδιάκοπης ἀνδρικῆς ἱεροσύνης εἶναι στήν πραγματικότητα προσπάθεια νά «ἀνδρογυναικοποιηθεῖ» ὄχι μόνον ἡ Ἐκκλησία ἀλλά καί αὐτός ὁ Θεός. Ὁ Θεός, ὅπως διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιά λόγους πού ἀποτελοῦν μυστήριο καί γνωρίζει Ἐκεῖνος, ἀποφάσισε νά ἀποκαλυφθεῖ ὡς ὁ Πατήρ. Τό νά δεχθεῖ κανείς τή χειροτονία τῶν γυναικών ἤ νά ἐπιβάλει στήν Ἐκκλησία τήν λεγόμενη περιεκτική, δηλαδή, οὐδέτερη ὡς πρός τό γένος λειτουργική γλώσσα, ἀποτελεῖ ὄχι μόνον ἀπόρριψη τῆς ἀπόφασης τοῦ Θεοῦ νά ἀποκαλύψει τόν ἑαυτό του ὡς Πατέρα καί νά στείλει τόν Υἱόν του, ἀλλά εἶναι ἐπίσης καί μία ὄχι πολύ εὐγενική ἀπόρριψη τῆς συνεχοῦς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία του.
Ἡ «περιεκτική» λειτουργική γλώσσα καί ἡ χειροτονία τῶν γυναικών δέν εἶναι λιγότερο σκανδαλώδης γιά τή χριστιανική συνείδηση καί τήν αἴσθηση τῆς ἱστορίας ἀπό τό ἐάν εἰκονογραφοῦνταν ἡ Παναγία ὡς ἄνδρας. Αὐτό εἶναι τό ἴδιο ὅπως ἕνα χυδαῖο σύνθημα γιά τή Λειτουργία στούς τοίχους, τό ὁποῖο παραμορφώνει τήν ἰδέα τῆς ὑπερβατικῆς καί μυστηριώδους αἰωνιότητας. Εἶναι τό κατακερματισμό τοῦ παρελθόντος χωρίς νά προσφέρεται κάτι μόνιμο, γιά νά ἀντικαταστήσει τή χαμένη βεβαιότητα τῶν χιλιετηρίδων.
Τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί μερικοί «Ὀρθόδοξοι» ἔχουν πιαστεῖ στά δίχτυα τῆς φεμινιστικῆς σταυροφορίας καί ἄρχισαν νά παίζουν πολιτικό «βόλλεϋ» μέ τούς ἀναντικατάστατους θησαυρούς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τραγικό. Ὁ πιστός Ὀρθόδοξος καί ἡ ἀπέραντη πλειονοψηφία τῶν ἱερέων καί τῶν ἐπισκόπων ἀντιστάθηκαν ὁμόφωνα στή χειροτονία τῶν γυναικών. Ἀλλά μία ἐλάχιστη φωνασκοῦσα μειονοψηφία ἀπό «Ὀρθοδόξους» ἀκαδημαϊκούς, ἐπηρεασμένους ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἐπιχείρησαν ν ἀρχίσουν ἕνα «διάλογο» μέ θέμα: «Οἱ γυναῖκες στήν Ἐκκλησία». Τό χειρότερο εἶναι ὅτι διαλέγονται μέ τόν ἴδιο τρόπο, πού ὁρισμένες ἀγγλικανές καί ἐπισκοπελιανές φεμινίστριες ὑπαινίσσονταν ἕνα φεμινιστικό κάλεσμα γιά τή χειροτονία τῶν γυναικών στίς κοινότητές τους στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 70. Τέτοιες «Ὀρθόδοξες» ἐρευνήτριες, ὅπως ἡ Elisabeth Behr-Sigel μέ τό βιβλίο τῆς The Ministry of Women in the Church, καί ἡ Susan Ashbrook Harvey ζήτησαν δημόσια τήν ἀντικατάσταση τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως στό θέμα αὐτό22.
Η Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἱστορικά ὁ φύλακας τῆς εἰκονογραφίας στήν Χριστιανοσύνη καί ὁ ἐγγυητής τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολικῆς καί ἱεραρχικῆς κοινότητας ἐπάνω στή γῆ, ἡ ὁποία φέρει τή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ. Τό νά ἀνταλλάσσουμε αὐτή τήν κληρονομιά μέ τά πολιτικά ἐμπνευσμένα, ἀκαδημαϊκά καί «θεολογικά» παιγνίδια εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά προσφέρουμε στούς συγχρόνους εἰκονοκλάστες μία μάταιη νίκη. Τό νά ἐπιτρέπουμε στήν ἐποχιακή «πολιτική τοῦ γένους» σ' ἕναν ἐφήμερο συρμό κατά τήν καλύτερη ἐκδοχή ἤ σέ μία φασιστική τυραννία τοῦ ἐκβιαστικοῦ «πολιτικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ» κατά τή χειρότερη ἐκδοχή- νά μπαίνει μέσα στά ἄδυτα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά μολύνουμε καί νά βεβηλώνουμε τό θυσιαστήριο, νά προσβάλλουμε τούς πιστούς, νά διαιροῦμε τήν Ἐκκλησία καί νά ὑποβαθμίζουμε τήν ἠθική αὐθεντία τῆς Ὀρθοδοξίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γ. Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, σ. 50-53.
2. «Διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ ἀχώριατη ζωή μας, εἶναι, κατά τό θέλημα τοῦ Πατρός, ὅπως καί οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χειροτονηθεῖ παντοῦ στόν κόσμο, εἶναι κατά τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, πρέπει ἐσεῖς νά ζῆτε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ ἐπισκόπου. . . », Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας (11Ο μ. Χ), Ἐπιστολή πρός Ἐφεσίους, 3,2, ΒΕΠ 2,264-265.
3. «Ἡ σχέση ἀνάμεσα στόν θρησκευτικό κατακερματισμό καί στόν ἐκκοσμικευμένο ἀνθρωπισμό μπορεῖ νά συνοψισθεῖ. . . στό ὅτι ὁ κατακερματισμός, πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Προτεσταντισμό, ἀποτέλεσε τό κέντρο σ' ἐκεῖνον τόν μονολιθικό καί ἡγεμονικό θρησκευτικό πολιτισμό, ὅπως ὑπῆρχε πρίν ἀπό τήν Μεταρρύθμιση, καί ὁ ὁποῖος εἶχε προβάλει μεγαλύτερη ἀντίσταση στήν ἐκκοσμίκευση», Steve Bruce, A House Divided, a. 27.
4. Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ἐπιστολή πρός Μαγνησιεῖς, 6, ΒΕΠ 2,269.
5. Ἐπειδή οἱ ἐπιστολές τοῦ εἶναι τόσο πρώιμες καί τόσο κατηγορηματικές στίς ἀναφορές τους γιά τήν ἀποστολική αὐθεντία, τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν ἱεραρχία, οἱ σχισματικοί, οἱ αἱρετικοί καί οἱ Προτεστάντες, ἰδιαίτερα δέ οἱ Ἀναβαπτιστές, ἔχουν ἐπιχειρήσει ἀρκετές φορές νά ὑποτιμήσουν τήν κανονικότητά τους. Ὅμως ἡ αὐθεντικότητα αὐτῶν τῶν ἐπιστολῶν ἐπιβεβαιώθηκε κάτ ἐπανάληψη ἀπό διαφόρους ἐρευνητές, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ J. Β. Lightfoot, ὁ Adolf Von Harnack καί ὁ Theodore Zahn. Τώρα ἡ αὐθεντικότητά τους εἶναι γενικά ἀποδεκτή, καί, μαζί της εἶναι, ἀποδεκτή καί ἡ πεποίθηση ὅτι τόσο νωρίς, ἀπό τό 110 μ.Χ., 60 ἤ 70 μόλις χρόνια μετά τό θάνατο τοϋ Χριστοῦ καί ἐνῶ ἦταν ζωντανή ἀκόμη ἡ μνήμη τῶν Ἀποστόλων, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπερασπίζονταν μέ σθένος τήν ἀποστολική αὐθεντία.
6. Anthony M. Coniaris, Introducing the Orthodox Church (Minneapolis, MN, 1982).
7. Αὐτόθι, σ. 1.
8. «Μία ἀπό τίς κύριες φροντίδες τῶν ἀπολογητῶν (στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, 100-300 μ. Χ. ) ἦταν νά δείξουν τή συνοχή τοῦ Εὐαγγελίου μέ τήν ἱστορία γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. . . Ἡ προϋπόθεση. . . ἦταν ὅτι ἡ πρώτη παρακαταθήκη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας εἶχε δοθεῖ ἀπό τό Χριστό στούς ἀποστόλους καί ἀπό αὐτούς μέ τήν σειρά τους στούς διαδόχους τους, τούς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καί διδασκάλους. . . Σ' αὐτή τήν πρώιμη χριστιανική χρήση τῶν ὅρων, ἡ αἵρεση, δέν ἦταν ἀπόλυτα διακεκριμένη ἀπό τό σχίσμα (Ἅ Κό 11,18-19). Καί οἱ δύο ὄροι ἀναφέρονταν στόν φατριασμό. . . Φατριασμός. . . διχοστασίες καί σκάνδαλα ἀντίθετα πρός ὅσα διδαχθήκατε (Ρῶ 16,17)», Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition, v. 1: The Emergence of the Catholic Tradition (100-600), a. 68-69.
9. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιπλήττει τόν καθένα, ὁ ὁποῖος θά παραστρατοῦσε ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί θά ἀκολουθοῦσε κάποιους αὐτοανακηρυγμένους ἡγέτες. «Ὅταν γάρ λέγη τίς, ἐγώ μέν εἴμι Παύλου (Ἅ΄Κόρ 3-4)
10. «Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας πραγματικά συνεχίζεται ἀναλλοίωτο καί εἶναι παντοῦ τό ἴδιο. . . ἀνανεώνεται σταθερά ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. . . Στήν Ἐκκλησία ὁ Θεός ἔθεσε τούς ἀποστόλους, τούς προφῆτες, τούς διδασκάλους καί ὅλα τά ἄλλα χαρίσματα, μέ τά ὁποῖα ἐργάζεται τό Πνεῦμα. . . διότι, ὅπου ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ βρίσκεται καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. . . », Ἁγίου Εἰρηναίου, Κατά Αἱρέσεων, The Faith of the Early Fathers, τ. Ι. (μεταφρασμένο στά ἀγγλικά ἀπό τόν W. A. Jurgens). σ. 94.
11. «Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἦταν ἰουδαῖοι καί εὕρισκαν ὅτι ἡ νέα τους πίστη ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς παλαιᾶς. . . Ἀπό τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων ἔχουμε μία εἰκόνα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, τήν ὁποία ὁ Εἰρηναῖος θεωροῦσε ὡς τήν Ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία κάθε ἄλλη Ἐκκλησία ἔλαβε τήν ἀρχή τῆς (Εἰρηναίου, Κατά Αἱρέσεων 3,12,5). . . (Αὐτή τήν Ἐκκλησία) ἀκολούθησε ὁ Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος ὡς ὁ ἀδελφός του Κυρίου ἦταν ἕνα εἶδος χαλίφη». . . (Stauffer, 1952, 193-214). Ἀπό παραπομπή τοῦ Jaroslav Pelikan, The Emergence of the Catholic Tradition, σ. 13.
12. «Ὅσοι πράγματι ἀνήκουν στόν Θεό καί στόν Ἰησοῦ Χριστό, αὐτοί εἶναι μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο. . . Ἐάν κάποιος ἀκολουθήσει ἕνα σχισματικό, αὐτός δέν θά κληρονομήσει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. . . », Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ἐπιστολή πρός Φιλαδελφιείς3. ΒΕΠ 2. 277.
13. ΔΙΔΑΧΗ . 15. ΒΕΠ 2. 220.
14. Ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης, Ἅ' Ἐπιστολή πρός Κορινθίους, 40,41, 42. 44. ΒΕΠ 1. 29-30.
15. Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ἐπιστολή πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή πρός Μαγνησιεῖς Ἐπιστολή πρός Τραλλιανούς, 7, ΒΕΠ 2,272-273.
16. Ἅγιου Εἰρηναίου, Κατά Αἱρέσεων 1,10,1-2.
17. Ἡ πιό ἀκραία ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἀντίληψης βρίσκεται στή διδασκαλία τῶν Ἀναβαπτιστῶν, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι, ἐκτός ἀπό τούς ἑαυτούς τους, δέν ὑπῆρξε ἀληθινή Ἐκκλησία γιά 1700 χρόνια πρίν ἀπό αὐτούς, ἀπό τότε πού πέθανε ἡ πρώτη γενεά τῶν χριστιανῶν. Ἀκόμη καί σήμερα πολλές Εὐαγγελικές Ὁμολογίες ἀγνοοῦν τελείως τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἤ, στήν καλύτερη περίπτωση, μνημονεύουν μόνο τόν Λούθηρο, τόν Οὐίκλιφ ἤ ἴσως καί τόν Αὐγουστίνο. Ἡ ἐντύπωση πού δίνεται εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἐμφανίστηκε κατά μαγικό τρόπο γύρω στό 1510 καί ἔφθασε στήν πλήρη ἄνθησή του τόν δέκατο ἔνατο αἰώνα μέ τίς ἀνανεώσεις τοῦ Finney, τοῦ Moody κ.α.
Τήν πιό προπαγανδιστική ἀντί-ἱστορική πλαστογραφία ἀπό νεότερο Προτεστάντη συγγραφέα σχετικά μέ τήν ἱστορική Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ τό βιβλίο τοῦ James Η. Rutz, The Open Church, Αὐτό τό βιβλίο προβάλλει χαρακτηριστικά τόν προτεσταντικό μύθο μίας «ἁπλῆς», χωρίς ἱεραρχία «πρώιμης Ἐκκλησίας».
18. Βλ. τό κεφάλαιο 3 καί τίς ὑποσημειώσεις του. εἶπεν οὔν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἰρήνη ὑμίν. καθώς ἀπέσταλκι μέ ὁ πατήρ, καγῶ πέμπω ὑμᾶς. καί τοῦτο εἰπῶν ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον ἄν τίνων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται.
19. Sheldon Vanauken, Under the Mercy (Ignatius Press, 1988), ὅπως παρατίθεται στό ἄρθρο, Since God Doesnt Make Mistakes: Womens Ordination Denies the Incarnation, AGAIN Magazine, April, 1993.
20. Τό νά ταυτίζουμε τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία μέ τήν καθολική (ὄχι τή Ρωμαιοκαθολική) Ἐκκλησία σημαίνει νά πιστεύουμε σ' ἐκεῖνο, τό ὁποῖο οἱ πατέρες μᾶς κληροδότησαν μέ τήν Παράδοση. . . Ἐπιτρέψτε μας, λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, νά ἀσφαλίσουμε τό πρῶτο καί μεγάλο φάρμακο τῆς σωτηρίας μας. Ἀναφέρομαι στήν ὑπέροχη κληρονομιά τῆς Πίστεως. Ἐπιτρέψτε τήν καρδιά καί τό στόμα μας νά ὁμολογήσουν αὐτήν, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες, (ἅγιου Μαξίμου, Ἐπιστολή 12, PG 91, 465). Ἐμεῖς δέν ἀνακαλύπτουμε νέα σχήματα διότι αὐτό εἶναι κάτι ἀλαζονικό νά τό κάνουμε Εἶναι τό ἔργο καί ἡ ἐφεύρεση ἑνός αἱρετικοῦ καί ταραγμένου νοῦ (ἅγιου Μαξίμου, Πρός Μαρίνον πρεσβύτερον 19 PG 91, 224-25) Jaroslav Pelican, The Spirit of Eastern Christendom, σ. 20.
21. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ πολύ γνωστός Ὀρθόδοξος συγγραφέας καί κοσμήτορας τοῦ Θεολογικοί Σεμιναρίου Ἅγιος Βλαδίμηρος στή Ν. Ὑόρκη, Thomas Hopko, ἡ ἡγεσία στήν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα σέ σχέση μέ τήν ἱεροσύνη, ἐκφράζεται περισσότερο μέ ἀναφορά στήν οἰκογένεια παρά μέ ἀναφορά στήν κοινωνία. Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι: Ὑπάρχει αὐτό ποῦ ὀνομάζουμε πατρότητα; Ὑπάρχει αὐτό ποῦ ὀνομάζουμε σύζυγος;. .
Καθ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μέχρι σήμερα μποροῦμε νά βροῦμε πανίσχυρους ἄνδρες καί γυναῖκες, πού ζοῦν τήν πνευματική ζωή. Συναντοῦμε ἀκμάζουσα μοναστική ζωή. Ἀνακαλύπτουμε ἀπίστευτα θεολογικά ἐπιχειρήματα καί διαφωτιστικές ἐξηγήσεις σέ εὐρύ φάσμα θεμάτων. Ὅταν λάβουμε ὑπ' ὄψη μας τά δεδομένα, πώς δηλαδή ἐκφράστηκε μέ εὐκρίνεια ἡ σχηματοποίηση τῆς Πίστεως, πώς ἔζησαν πραγματικά οἱ ἄνθρωποι, πώς ἀληθινά ἐπικοινωνοῦσαν οἱ ἄνδρες μέ τίς γυναῖκες -καί ἐννοῶ τούς ἁγίους δέν ὁμιλῶ γιά τό τί συνέβαινε στήν κοινωνία, διότι ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία εἶναι πολύ διαφορετική ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση τῶν ἅγιων- τότε πρέπει νά θέσουμε τό ἐρώτημα: Γιατί συμβαίνει οἱ γυναῖκες νά θεωροῦνται ἐπίσημα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἅγιες, μοναχές, ἱεραπόστολοι, προφήτιδες, διδασκάλισσες, ἀσκήτριες, θεραπεύτριες, εὐαγγελίστριες, ἀλλά ποτέ διά μέσου ὅλης της ἱστορίας νά μήν ὑπάρχει μία γυναίκα, ποῦ χειροτονήθηκε στό ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου ἤ τοῦ ἐπισκόπου σέ κάποια συγκεκριμένη κοινότητα;Ὅμως, ἡ ἐρώτηση-κλειδί εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶναι πράγματι ἡ ἱεροσύνη αὐτό ποῦ ἐμεῖς ἐννοοῦμε; Δέν εἶναι μία εἰδική λειτουργία γιά τήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος σχετικά μέ ὅλους τους ἀνθρώπους, τήν ὁποία μόνον ὁρισμένα μέλη τοῦ Σώματος εἶναι κατάλληλα νά ἐπιτελέσουν μέ ἐπάρκεια ἐπειδή συμβαίνει νά ἔχουν καθορισμένα χαρίσματα; Καί ἐάν πράγματι εἶναι ὁ ρόλος τοῦ πατέρα, ἤ ἡ μυστηριακή κλήση ἐκεῖνο ποῦ κάνει κάποιον νά εἶναι πατέρας στήν κοινότητα, τότε δέν πρέπει νά εἶναι ἕνας ἄνδρας, αὐτός ὁ ὁποῖος θά γίνει πατέρας; Μπορεῖ μία γυναίκα νά εἶναι ὁ πατέρας; Μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νά εἶναι ἕνας πατέρας;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου-ἐπισκόπου ἀποκλείονται ὅλες οἱ γυναῖκες καί οἱ περισσότεροι ἄνδρες, εἶχε στήν Ἀρχιεπισκοπή του στήν Κωνσταντινούπολη ἀρκετές ἑκατοντάδες γυναῖκες διακόνισσες, ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία Ὀλυμπιάδα- αὐτή ἦταν ἡ καλύτερη βοηθός καί συνεργάτρια του. Ποτέ ὅμως, δέν διανοήθηκε νά τήν χειροτονήσει στό βαθμό τοῦ πρεσβυτέρου ἤ τοῦ ἐπισκόπου. Καί δέν νομίζω ὅτι αὐτή αἰσθανόταν ὅτι ὑποτιμήθηκε, ἐπειδή δέν χειροτονήθηκε. . .
Δέν νομίζω ὅτι τό ζήτημα αὐτό εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἐρώτημα γιά ἐπιδέξιο χειρισμό ἤ θέμα γιά τό ποιός τελικά θά διακονήσει τήν Εὐχαριστία ἤ θά κηρύξει τό θεῖο λόγο. Πιστεύω ὅτι εἶναι πολύ οὐσιαστικότερο θέμα. Πιστεύω ὅτι ἐδῶ διακυβεύεται αὐτή καθ' ἑαυτήν ἡ Πίστη μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο. Καί νομίζω ὅτι ἀπό τό τί ἔχει συμβεῖ μέχρι σήμερα ἀποδεικνύεται τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁπουδήποτε ἐφαρμόσθηκε ἡ χειροτονία τῶν γυναικών συναντοῦμε ἐπίσης καί συμβιβασμούς, πού σχετίζονται μέ τήν ἀποκλειστική ὡς πρός τό γένος γλώσσα στή Λειτουργία, μέ τήν οἰκογενειακή ζωή, τίς σεξουαλικές σχέσεις καί μέ τό ζήτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί πώς αὐτό πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ καί νά σχετισθεῖ ποιμαντικά καί πνευματικά. Ὅλα αὐτά προστίθενται ἀμέσως στό σκηνικό.
Νομίζω ὅτι ἡ χειροτονία τῶν γυναικών ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά θέματα κλειδιά, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ὑπάρχει ὁλόκληρος ἀστερισμός θεμάτων. Νομίζω ὅτι ἐδῶ διακυβεύεται αὐτή καθ' ἑαυτήν ἡ Πίστη, π. Thomas Hopko, Womens Ordination: An Orthodox Response, AGAIN Magazine, April 1993.
22. Ἴσως ἐπειδή φοβοῦνταν νά μήν προσκρούσουν στίς ἀνάξιες ἰδέες γιά τήν «ἀκαδημαϊκή ἐλευθερία», οἱ κατά τά ἄλλα μεγάλες ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως τό Σεμινάριο τοῦ Ἅγιου Βλαδίμηρου, ἀπό-δείχθηκαν πρόθυμες νά προωθήσουν καί νά δημοσιεύσουν αὐτές τίς ἀντορθόδοξες καί ἀντιπαραδοσιακές ἀπόψεις. (Βλ. τήν πανηγυρική ἐπικύρωση τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών ἀπό τήν Susan Ashbrook Harvey στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου, The Ministry of women in the Church, St. Vladimirs Thealogical Quarterly, x. 37/1, 1993). Σχετικά μέ τήν ἐξέταση τοῦ θέματος ἀπό τόν ἐρευνητή Patric Henry Reardon βλ. τήν ἐφημερία The Christian Activist, τ. 3,1994, «Women Priests, History and Theology».
πηγή: http://www.egolpion.com/prwtoi_episkopoi.el.aspx
ΑΠΟ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.