28 Ιουν 2010

Οἳ ἰδιοτροπίες ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν λογισμὸ(π.Παΐσιος)

Γέροντα, αὐτὸς ποῦ σιχαίνεται, γιατί τὸ παθαίνει;
- Πές μου, ἐσὺ τί σιχαίνεσαι;
- Ὅλα τὰ σιχαίνομαι.
-Τότε ὅλα σ' ἐσένα θὰ ἐρχωνται! Καὶ τὰ σκουλήκια στὰ φροῦτα ἢ στὰ ὄσπρια καὶ καμμιὰ τρίχα στὸ ψωμὶ κ.λπ.
- Ἔτσι γίνεται, Γέροντα!
- Δόξα Σοὶ ὁ Θεός! Βλέπεις πόσο σὲ βοηθάει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸ ξεπεράσης;
- Ἀπὸ τὸν λογισμὸ δὲν ξεκινάει, Γέροντα, αὐτό; Ἂς ποϋμε ὅτι βρῆκε ἢ ἀδελφὴ μία τρίχα.
Ἂς τὴν βγάλη στὴν ἄκρη.
- Αὐτὸ εἶναι εὐλογία! Δώσ' τὴν σ' ἐμένα, νὰ τὴν...πάρω ἔγω εὐλογία!... Ἄχ! Θυμᾶμαι, μία
φορὰ στὸ Σινὰ πηγαίναμε κάπου μὲ ἕναν μοναχὸ καὶ τοῦ ἔδωσα δυὸ ροδάκινα. Τὸν βλέπω,
δὲν τὰ τρώει. Ἤθελε νὰ πάη νὰ τὰ πλύνη, γιὰ νὰ τὰ φάη, καὶ τὰ κρατοῦσε στὰ χέρια, μὴν τὰ
βάλη στὴν τσέπη καὶ κολλήσουν μικρόβια καὶ ἀπὸ τὴν τσέπη! Ὃ ἀδελφός του ποῦ εἶχε ὀκτὼ
παιδιά μου ἔλεγε: Περισσότερο σαπούνι ξοδεύει αὐτός, γιὰ νὰ πλύνη τὰ χέρια του, παρὰ ἢ
γυναίκα μου μὲ τὰ ὀκτὼ παιδιὰ ποῦ πλένει!. Καὶ νὰ δῆτε τί ἔπαθε! Ἐκεῖ στὸ Σινὰ ἔδιναν σὲ
κάθε καλογερο καὶ ἕναν Βεδουίνο, γιὰ νὰ τον ἐξυπηρετῆ, νὰ τοὺ πηγαίνη τὸ φαγητὸ κ.λπ. Ό
Βεδουίνος ποῦ ἔδωσαν σ' αὐτόν ἤταν ὂ πιὸ βρώμικος ἂπ' ὅλους. Κατάμαυρος! Μύριζαν τὰ
ρούχα του, μύριζε ὁλόκληρος. Μιὰ ἐβδομάδα ἐπρεπε νὰ τον βάλης στὸ μουσκιό, γιὰ νὰ
καθαρίση! Τὰ χέρια τοῦ ἦταν..., μὴν τὰ ρωτᾶς! Ἔπρεπε νὰ τὰ ξύσης μὲ τὴν σπάτουλα! Ἓν τῷ
μεταξύ, ὅταν ἐπίανε τὸ τσανάκι, γιὰ νὰ τοῦ πάη τὸ φαγητό, ἔβαζε τὰ δυό του δάχτυλα μέσα. Φύγε, φύγε..., τοῦ φώναζε ἐκεῖνος, μόλις τὸν ἔβλεπε. Τελικὰ αὐτὸς ὃ μοναχὸς οὔτε δυὸ
ἑβδομάδες δὲν κάθησε στὸ Σινὰ ἔφυγε.
Θυμᾶμαι, καὶ στὸ Κοινόβιο εἴχαμε ἕναν μοναχὸ ποῦ ὡς λαϊκὸς ἦταν νωματάρχης. Τὸν
εἴχαν βάλει διαβαστή, γιατὶ ἤταν μορφωμένος. Τόσα χρόνια ἤταν στὸ μοναστήρι καὶ
σιχαινόταν. Ποϋ νὰ ἄγγιξη πόμολο! Μὲ τὸ πόδι ἄνοιγε τὴν πόρτα ἢ σκουντοῦσε τὸ μάνταλο μὲ τὸν
ἀγκώνα καὶ μετὰ καθάριζε μὲ οἰνόπνευμα τὸ μανίκι ποὺ τὸ ἀκούμπησε! Ἀκόμη καὶ τὴν
πόρτα της ἐκκλησίας μὲ τὸ πόδι τήν ἄνοιγε. Καὶ ἐπέτρεψε ὂ Θεός, ὅταν γέρασε, νὰ
σκουληκιάσουν τὰ πόδιά του, ἰδίως τὸ ἕνα μὲ τὸ ὅποιο ἀνοιγε τις πόρτες. 'Ἤμουν
παρανοσοκόμος, ὅταν ἦρθε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μὲ δεμένο τὸ πόδι.
Μοῦ εἶπε ὃ νοσοκόμος νὰ τὸ λύσω καὶ ἐκεῖνος πῆγε νὰ φέρη κάτι γάζες. Ὅταν τὸ ἄνοιξα, τί
νὰ δῶ! Πῶ, πῶ, ἤταν γεμάτο σκουλήκια! ¨Πήγαινε στην θάλασσα, τοὺ λέω, πλύν' τό, νὰ
φύγουν τὰ σκουλήκια, καὶ ἔλα νὰ κάνουμε ἀλλαγή. Ποῦ εἶχε φθάσει! Τί τιμωρία! Ἔγω τὰ
ἔχασα. Μοὺ λέει ὂ νοσοκόμος: Καταλαβες ἄπο τὶ εἴναι αὐτό;. Κατάλαβα, τοὺ λέω,
ἐπειδὴ ἀνοίγει τὴν πόρτα μὲ τὸ πόδι!.
- Καὶ σ' αὐτὴν τὴν κατάσταση, Γέροντα, συνέχιζε νὰ ἄνοιγη τὴν πόρτα μὲ τὸ πόδι;
- Ναί, μὲ τὸ πόδι! Καὶ εἶχε γεράσει καλόγερος!
- Δὲν τὸ κατάλαβε;
- Δὲν ξέρω. Μετὰ πῆγα στὴν Μονὴ Στομίου στὴν Κόνιτσα. Τί θάνατο εἶχε ποιὸς ξέρει! Καὶ
ἔβλεπες, ἐκεῖ στὸ Κοινόβιο μερικοὶ νέοι μοναχοὶ πήγαιναν καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὸ περίσσευμα
ποὺ ἄφηναν στὰ πιάτα τους τὰ γεροντάκια, γιὰ νὰ παρουν εὐλογία! Μάζευαν τὰ περισ-
σεύματα τῶν κλασμάτων. Ἢ ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ πόμολο, γιατί τὸ ἀκούμπησαν οἱ Πατέρες,
καὶ αὐτός, ὅταν προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες, μόλις ποῦ ἀκουμποῦσε τὸ μουστάκι του στὴν εἰκόνα.
Καὶ τὸ μουστάκι τί θὰ τραβοῦσε μετὰ μὲ τὸ οἰνόπνευμα!
- Ὅταν, Γέροντα, κάτι τέτοιο γίνεται σὲ ἱερὰ πράγματα, δὲν εἶναι ἀνευλάβεια;
- Μὰ ἀπὸ' κεῖ ξεκινάει κανεὶς καὶ φθάνει πιὸ πέρα. Ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ μήν προσκυνάη,
γιατὶ φοβόταν μήπως ἐκείνος ποὺ προσκύνησε πριν ἄπο αὐτόν τήν εἰκόνα εἶχε καμμιὰ
ἀρρώστια!
- Δηλαδή, γιὰ νὰ μὴ σιχαίνεται κανείς, δὲν πρέπει νὰ δίνη σημασία;
-Τὶς σαβοῦρες ποῦ τρῶνε οἱ ἄνθρωποι δὲν τὶς βλέπουν! Ἅμα κάνη κανεὶς τὸν σταυρό του,
ἐϊτε φοβία ἔχει ἐϊτε νοσοφοβία, βοηθάει μετὰ ὂ Χριστός. Ἐκεὶ στὸ Καλύβι πόσοι περνᾶνε
ποῦ ἔχουν διάφορες ἀρρώστιες! Καὶ μερικοὶ ἁπλοὶ κάνουν τὸν σταυρό τους, οἲ καημένοι,
παίρνουν τὸ κύπελλο ποὺ ἔχω ἐκεὶ καὶ πίνουν νερό. Οἲ ἄλλοι ποὺ φοβούνται δεν τὸ
ἀγγίζουν. Ἦρθε πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες κάποιος ποῦ εἶχε πολὺ μεγάλη θέση σὲ κάποια ὑπηρεσία.
Τόσο φοβᾶται ὃ καημένος τὰ μικρόβια, ποῦ ἔχει ἀσπρίσει τὰ χέρια του, γιὰ νὰ τὰ καθαρίζη
μὲ τὸ οἰνόπνευμα. Ἀκόμη καὶ τὸ αὐτοκίνητο τοὺ τὸ τρίβει μὲ οἰνόπνευμα! Τον λυπήθηκα!
Ξέρεις τί εἶναι νὰ ἔχη τέτοια θέση καὶ νὰ κινῆται ἔτσι; Τοϋ ἔδωσα λουκούμι, καὶ δὲν τὸ πῆρε, ἐπειδὴ
τὸ ἐπίασα. Ἄλλα καὶ στὸ κουτὶ νὰ ἦταν, πάλι δὲν θὰ τὸ ἔπαιρνε, γιατί θὰ σκεφτόταν ὅτι καὶ
στὸ κουτὶ θὰ τὸ ἔβαλε κάποιος ἄλλος μὲ τὰ χέρια του. Παίρνω τὸ λουκούμι, τὸ τρίβω στὰ
παπούτσια τοὺ καὶ τὸ τρώω. Τοὺ ἔκανα κάμποσα τέτοια καὶ τρόμαξα νὰ τον κάνω νὰ
ἐλευθερωθῆ λίγο ἀπὸ αὐτό. Νά, καὶ σήμερα ἦρθε ἐδῶ μιὰ κοπέλα ποῦ εἶχε νοσοφοβία. Καὶ ὅταν
μπῆκε μέσα δὲν πῆρε εὐχή, γιατί φοβόταν μὴν κόλληση μικρόβια, καὶ ὅταν ἔφυγε, ἔπειτα ἀπὸ
τόσα ποῦ τῆς εἶπα, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσω, πάλι δὲν πῆρε εὐχή. Δὲν σοὺ φιλῶ τὸ χέρι, μοῦ λέει,
γιατί φοβᾶμαι μὴν κολλήσω μικρόβια! Τί νὰ πῆς; Κάνουν ἔτσι μαύρη τὴν ζωή τους।
ΠΗΓΗ:ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.