28 Ιουν 2010

Ναί, θὰ σὲ ἐλεήσω, ἀπαντά ο Θεος!

Γέρων Ἐφραὶμ
ΠΕΡΙ ΕΓΩΙΣΜΟΥ
Ἀρχιμ. Γέροντος Ἐφραίμ, Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλόθεου.
Σήμερα θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἀσθένεια ποὺ λέγεται ἐγωισμός.
Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ἕνα παράλογο πάθος ποὺ μαστίζει κυριολεκτικὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος• ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πάσχουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν μεγάλη ἀσθένεια. Τὸν ἐγωιστὴ ἄνθρωπο ὁ ἐγωισμὸς τὸν ρεζιλεύει καὶ τὸν θεατρίζει. Αὐτὸν τὸν ἐγωισμὸ καλούμεθα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἀγωνιστοῦμε νἃ τὸν καταπολεμήσουμε, γιὰ νὰ...ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτόν.
Ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἐμπαθὴς κατάσταση τῆς ψυχῆς καὶ στὴν κυριολεξία εἶναι ἐγωισμός.
Ὅλα τὰ πάθη, ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ὅλες οἱ πτώσεις, ἔχουν τὴν ἀρχή τους, τὴν ἀφετηρία τους στὸν ἐγωισμό. Μεγάλο κακό. Δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο ἥσυχο• τὸν τυραννὰ νύχτα -μέρα. Ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι πάσχουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ κακό, καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός.
Στὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ ἤμουνα κοντὰ στὸν ἅγιο Γέροντά μου, ὅταν πρωτοπῆγα κοντὰ τοῦ ἐκεῖ σ’ ἐκεῖνον τὸν ἀπαράκλητο τόπο τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ κοντὰ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, γνώρισα καὶ εἶδα στὴν πράξη τὸν ἐγωισμό μου.
Ὅταν ἤμουν στὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι της Ἐκκλησίας μὲ νόμιζαν ὅτι ἤμουν ἕνα ἁγιασμένο παιδί. Ἐγὼ ἀντιδροῦσα σ’ αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμούς, πλὴν ὅμως σιγὰ-σιγὰ οἱ ἔπαινοί μου κάνανε κακό. Καὶ τὸ κακό, αὐτὸ τὸ εἶδα στὴ πράξη, ὅταν ἔβαλα τὴν κατὰ Θεὸν ἀρχὴ νὰ θεραπευθῶ ψυχικὰ ἀπὸ ὅλα μου τὰ πάθη.
Ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Γέροντα Ἰωσήφ, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ἀμέσως ἄρχισε τὴν ἐπίβλεψή του, ἄρχισε τὴ θεραπεία του. Καὶ μὲ μεταχειριζόταν αὐστηρά• μὲ ἤλεγχε συνέχεια, μὲ μάλωνε, καὶ μὲ κούραζε ἀρκετά, διότι ἤμουν ἀδύνατος ψυχικά.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅταν μου ἔκανε τοὺς ἐλέγχους, δηλαδὴ ὅταν ἔβαζε τὸ φάρμακο πάνω στὴν πληγή μου, ἐγὼ πονοῦσα. Ο ἐγωισμός μου κλωτσοῦσε μέσα μου καὶ μοῦ ἔλεγε• γιατί μόνο σὲ μένα ὁ Γέροντας ἐξασκεῖ αὐτὴ τὴν αὐστηρὴ παιδεία, γιατί νὰ μὲ μαλώνει, γιατί καὶ γιατί…; Εγώ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντά μου ἀντιδροῦσα, ἀντέλεγα, ἄνοιγα μαζί του πόλεμο. Καὶ πολλὲς φορές, μετὰ ἀπὸ ἕναν κραταιὸ ἀγώνα, πήγαινα μέσα στὸ κελάκι μου καὶ ἔπαιρνα τον Ἐσταυρωμένο καὶ ἔκλαιγα ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔλεγα:
«Ἰησοῦ μου γλυκύτατε! Ἐσὺ ποὺ ἤσουν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ὑπέμεινες τόσα καὶ τόσα κακά, τόση ἀντιλογία, τόσες ὕβρεις καὶ χλευασμοὺς ἀπὸ ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ σὲ μισοῦσαν καὶ εἶχαν μεγάλη κακία ἀπέναντί σου. Καὶ ἐσὺ μὲ ἀνεξικακία ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινες γιὰ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ σωτηρία. Καὶ ἐγὼ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἐμπαθὴς καὶ ἐλεεινὸς νὰ διαμαρτύρομαι καὶ νὰ λέω, γιατί μου βάζει ὁ Γέροντας τὸ πικρὸ φάρμακο τῆς σωτηρίας μου; Ἄξια αὐτῶν ποὺ ἔπραξα ἀπολαμβάνω. Ἑπομένως δὲν ἔχω οὔτε μία δικαιολογία ἀλλὰ μόνο πρέπει νὰ κάνω ὑπομονὴ νὰ σηκώσω τὸ Σταυρὸ τὸν ὁποῖο μου χάρισε ἡ ἀγαθότητά Σου πρὸς σωτηρία μου».
Αὐτὰ τοῦ ἔλεγα τοῦ Χριστοῦ καὶ πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ἀνακούφιση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κλάμα ἐνοίωθα μία δύναμη μέσα στὴν καρδιά μου, στὸ νὰ ὑπομείνω μέχρι τέλους, ἕως ὅτου νὰ σταυρωθῶ ψυχικὰ γιὰ νὰ δεχθῶ στὴ συνέχεια τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μου.
Πολλὰ παραδείγματα ἁγίων ἀνθρώπων μᾶς δίνουν πολὺ κουράγιο γιὰ νὰ σηκώσουμε καὶ ἐμεῖς αὐτὸν τὸ σταυρό, αὐτὴ τὴ δυσκολία στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ τρομεροῦ ἐγωισμοῦ.
Κακὸ πάθος, δύσκολο. Τὴν καρδιὰ τὴν ἔχει περιπλέξει πολὺ δύσκολα. Γι’ αὐτὸ ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς ἐρήμου, ὁ Ποιμήν, λέει, ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ξεριζώνει τὰ πάθη του, πονάει καὶ αἱμορραγεῖ. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔχει ἡ ἀλήθεια.
Ὅταν κάποιος μᾶς ἐλέγξει, μᾶς προσβάλει, ἀμέσως μέσα μᾶς γίνεται ἕνα κλώτσημα, μία δυσκολία ἐσωτερική, μία στενοχώρια, ἕνας πνιγμός, μία πίεση ποὺ μᾶς σπρώχνει νὰ ἀντιμιλήσουμε, νὰ ἀνταποδώσουμε, νὰ θυμώσουμε σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ μᾶς ἔκανε τὸν μεγάλο. Ἐκείνη τὴν ὥρα χρειάζεται σφίξιμο, χρειάζεται νὰ καταπιοῦμε μέσα βαθειὰ στὴ ψυχή μας, τὸ φαρμάκι αὐτὸ τοῦ ἐγωισμοῦ. Νὰ πνίξουμε τὸ θηρίο ποὺ ἔρχεται νὰ βγεῖ πρὸς τὰ ἔξω γιὰ νὰ μᾶς ἐνοχοποιήσει. Καὶ ὅταν στὴ συνέχεια, σὲ κάθε τέτοια περίπτωση, ἀντιμετωπίσουμε τὸ κακὸ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, πνίγοντας τὸ θηρίο ὅταν πρόκειται νὰ βγεῖ πρὸς τὰ ἔξω, μὲ τὸ περασμα τοῦ χρόνου, ἐσωτερικὰ θὰ ψοφήσει. Ὅταν ἕνα θηρίο τὸ κλείσει κανεὶς μέσα σ’ ἕνα κλειστὸ χῶρο καὶ δὲν τὸ τροφοδοτεῖ, δὲν τοῦ ρίχνει τροφή, κατὰ φυσικὴ συνέπεια, μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα χρόνου θὰ πεθάνει. Ἔτσι καὶ μὲ τὸ θηρίο αὐτὸ τοῦ ἐγωισμοῦ, ἐὰν δὲν τὸ τροφοδοτοῦμε μὲ ὑποχωρήσεις, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ σιγὰ-σιγὰ θὰ ἐκλείψει.
Μία παρθένος πῆγε στὸν Ἀββᾶ Παμβῶ καὶ τοῦ λέγει: «Ἀββᾶ, ἐγὼ νηστεύω πολὺ καὶ τρώω ἀνὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Κάνω καὶ διάφορες ἄλλες ἀσκήσεις. Έχω ἀποστηθίσει τὴ Πάλαια καὶ Καινὴ Διαθήκη. Τί μου ὑπολείπεται ἀκόμη νὰ πράξω, ὥστε νὰ φθάσω στὴν τελειότητα;»
Ὁ σοφὸς γέροντας τῆς λέει:
-Παιδί μου, ὅταν κανεὶς σὲ βρίσει, σὲ χλευάσει, σοὺ φαίνεται μέσα σου σὰν νὰ σὲ ἐπαινεῖ;
-Ὄχι.
-Ὅταν σὲ ἐπαινεῖ κάποιος, σοὺ φαίνεται μέσα σου σὰν νὰ σὲ βρίζει;
-Ὄχι Ἀββᾶ.
-Ἄντε παιδάκι μου πήγαινε, λέει, καὶ τίποτα δὲν ἔχεις κάνει μέχρι τώρα.
Ὁ Ἀββὰς Ποιμὴν εἶχε ἄλλους ἔξι ἀδελφούς. Ὁ μεγαλύτερος ἦταν ὁ Ἀββὰς Ἀνούβ. Καὶ κάποτε ὅλοι μαζὶ πήγανε καὶ κατοικήσανε σὲ ἕνα κελί, σὲ ἕνα παλιὸ εἰδωλολατρικὸ ναὸ ποὺ ἔξω ἀπὸ αὐτὸν ἦταν στημένο ἕνα ἄγαλμα, μία θεότητα. Καὶ κάποια μέρα ὂ Ἀββὰς Ἀνούβ, κατὰ παράδοξο τρόπο, πῆγε καὶ ἄρχισε νὰ ρίχνει πέτρες στὸ ἄγαλμα καὶ νὰ τὸ βρίζει. Τὴν ἄλλη μέρα πῆγε καὶ τὸ προσκυνοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε πολλὰ ἐπαινετικὰ λόγια.
Ὅταν εἶδαν τὸν Ἀββᾶ νὰ κάνει κάτι τέτοιο, οἱ ἀδελφοὶ τὸν ρώτησαν:
-Γέροντα μ’ αὐτὸ ποῦ ἔκανες τί θέλεις νὰ μᾶς διδάξεις;
-Νά, λέγει, ὅταν μὲ εἴδατε ποὺ πῆγα καὶ τὸ λιθοβολοῦσα καὶ τὸ ἔβριζα τὸ εἴδωλο αὐτό, μοῦ ἀπαντοῦσε;
-Ὄχι.
-Ὅταν τὴν ἄλλη μέρα, εἴδατε νὰ τὸ προσκυνῶ καὶ νὰ τὸ ἐπαινῶ, εἴδατε πάλι νὰ μοῦ πεῖ τίποτα;
-Ὄχι, Ἀββᾶ.
-Ε, ἂν θέλετε κι ἐσεῖς νὰ μείνουμε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ βιώσουμε μὲ ἀγάπη, ἔτσι πρέπει νὰ κάνουμε. Νὰ ὑπομένουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι μία κληρονομιὰ ποὺ δεχθήκαμε ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα. Καὶ οἱ πρωτόπλαστοι νικήθηκαν ἀπὸ τὸ διάβολο, τὸν ἑωσφόρο. Εκείνος ξεκίνησε τὸ θέμα.
Ὁ ἑωσφόρος εἶχε τὸ πρῶτο τάγμα τῶν ἀγγέλων. Ἦταν τὸ πλησιέστερο πρὸς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Απολάμβανε τὴν πρώτη χάρη. Δεχόταν τὶς πληροφορίες, τὶς ἀποκαλύψεις πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα 9 τάγματα. Γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴ δόξα του καὶ τὴ χάρη του, σκέφτηκε πονηρὰ κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε στὸ λογισμό του: «Γιατί ὁ Θεὸς νὰ εἶναι τόσο ψηλά; Γιατί νὰ ἔχει αὐτὴ τὴ δόξα; Γιατί νὰ τὸν προσκυνοῦμε; Γιατί νὰ τοῦ ὑποτάσσονται τὰ πάντα. Καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ γίνω Θεός; Θ’ ἀνεβῶ κι’ ἐγὼ ψηλὰ καὶ θὰ καθίσω δίπλα Του, θὰ γίνω καὶ ἐγὼ ὅμοιός Του. Καὶ θὰ μὲ προσκυνοῦν τὰ πάντα. Καὶ θὰ ἔχω καὶ ἐγὼ τὴν ἴδια δόξα.
Ὅταν σκέφτηκε αὐτὰ καὶ τὰ πίστεψε, ἀμέσως ὁ Θεὸς τὸν ἀπέρριψε ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του, τὸν πέταξε κάτω. Ὅλο τὸ τάγμα χάθηκε στὴν ἄβυσσο. Ἔτσι καὶ κάθε ὑπερήφανος καὶ ἐγωιστής• ἀποβάλλεται ἀπὸ τὸ Θεό.
Ὁ διάβολος, ὁ ἑωσφόρος, δὲν ἀρκέστηκε στὴ δική του μόνο πτώση. Φθόνησε καὶ τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁποῖον εἶχε πλάσει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο ὁ Θεὸς καὶ τὸν εἶχε κάνει βασιλέα μέσα στὸν παράδεισο, καὶ σὲ ὅλη τὴν κτίση. Σοὺ λέει: «Γιατί αὐτὸς νὰ ἀπολαμβάνει τέτοια εὐτυχία; Ὄχι. Καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ προσβάλει τὸ Θεὸ καὶ αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ Τοῦ ὑποτάσσεται• καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ πλανηθεῖ. Τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ ψιθυρίζει τὰ ἴδια πράγματα, μὲ τὸ νὰ τοῦ πεῖ• «γιατί ὁ Θεὸς νὰ σοὺ ἀπαγορεύσει νὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ τὸν καρπό• αὐτὸ εἶναι πονηριὰ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ γίνεις κι ἐσὺ Θεός, ὥστε νὰ γνωρίζεις τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὸ πονηρὸ καὶ τὸ ἀγαθό• φάε καὶ θὰ δεῖς ὅτι θὰ γίνεις Θεός».
Τὸν ἄκουσε ὁ πρωτόπλαστος καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε τὸ παραπάτημα• γνώρισε στὴν πράξη ὅτι ἔπρεπε νὰ πειθαρχήσει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς ἔβγαλε τοὺς πρωτοπλάστους ἀπὸ τὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Κληρονομήσαμε καὶ μεῖς σὰν μία περιουσία τὸν ἐγωισμὸ αὐτὸ καὶ τώρα ὑποφέρουμε καὶ ἀγωνιζόμαστε μέχρις αἵματος γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε.
Ὁ μοναχισμὸς εἶναι τὸ ἄμισθο ἰατρεῖο• εἶναι ἡ κλινική του Θεοῦ, ποὺ ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει καλά. Τὸν καλεῖ ὁ Θεὸς μὲ κλήση ἁγία καὶ τὸν φέρνει μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ σ’ αὐτὸ τὸ ἰατρεῖο.
Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὴ θεραπεία του καὶ φωνάζει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ.
-Ναί, θὰ σὲ ἐλεήσω, ἀπαντᾶ ὁ Θεός. Καὶ ἀρχίζει ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων τὴ θεραπεία.
Μᾶς στέλλει διάφορες θλίψεις, ἐπιτρέπει πειρασμούς. Καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι τὰ φάρμακα, τὰ πικρὰ φάρμακα ποὺ θεραπεύουν τὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Βέβαια, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι στὸν καιρὸ τῆς ἐγχειρήσεως ἢ τῆς ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως δὲν πονᾶ, δὲν ἀγωνίζεται νὰ ξεπεράσει τὸ πόνο καὶ τὴ θλίψη• ὡστόσο ὅμως στὸ τέλος τῆς θεραπείας γίνεται ψυχικῶς καλά.
Ὅταν ὁ Γέροντάς μου ἦταν ἀρχάριος στὴν ἔρημο, ἦταν στὴν ὑποταγὴ τοῦ γέροντα Ἐφραίμ, ἑνὸς ἁπλοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν ἕνα γεροντάκι εὐλογημένο. Κάποτε ἕνας γείτονας μοναχός, δὲν γνωρίζω τί εἶχε συμβεῖ, τὸ ἔθλιβε τὸ Γεροντάκι. Ὁ παπποὺς φώναζε διότι δὲν μποροῦσε νὰ τὰ βγάλει πέρα. Διαμαρτυρόταν, ἔβγαζε φωνές, τσίριζε… Ὁ Γέροντας ὁ δικός μου, νέο παιδί, δυνατὸ ποὺ μποροῦσε νὰ τὰ βάλει μὲ δέκα ἀνθρώπους, ὅταν ἄκουγε τὸ Γέροντά του νὰ φωνάζει ἔξω καὶ ὁ ἄλλος νὰ σηκώνει τὸ ἀνάστημά του, μέσα τοῦ ἄρχιζε νὰ βράζει ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή. Μόλις εἶδε τὸν κίνδυνο ὅτι ἂν βγεῖ ἔξω δὲν μποροῦσε νὰ προβλέψει τί θὰ συνέβαινε, σὰν νέος ποὺ ἦταν, ἀμέσως τρέχει στὴν ἐκκλησία, γονατίζει κι’ ἀρχίζει νὰ φωνάζει: «Παναγία βοήθησε μέ». Καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει• νὰ κλαίει, καὶ νὰ παρακαλεῖ, ὥστε νὰ ἐπέμβει ἡ Παναγία νὰ βοηθήσει μὴ τυχὸν καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση βγεῖ ἔξω. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψε πολύ, καὶ ἔχυσε πολλὰ δάκρυα, τότε εἶδε τὸ θηρίο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τοῦ θυμοῦ νὰ μαλακώνει καὶ νὰ ὑποχωρεῖ. Ὅταν εἶδε ὅτι ἦρθε σὲ μία κατάσταση ποὺ μποροῦσε νὰ βγεῖ ἔξω καὶ νὰ μιλήσει μὲ πραότητα καὶ ἠρεμία, βγῆκε καὶ ἀπάλλαξε, βέβαια μὲ ἤρεμο τρόπο καὶ μὲ εὐγένεια, τὸν γέροντα ἀπὸ τὸ γείτονα. Καὶ αὐτό μας τὸ ἔλεγε σὰν παράδειγμά του πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁ ἐγωισμὸς στὴ πράξη.
Ἔρχεται καὶ στὸν μοναχὸ ὁ πειρασμὸς καὶ τοῦ ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα μὲ ἐκεῖνα ποὺ ψιθύρισε στὸν Ἀδάμ. Ἂν ὁ Γέροντας τὸν μαλώνει ἢ τοῦ κόβει τὸ θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ὁ ἐγωισμὸς καὶ ψιθυρίζει στὸ μοναχὸ νὰ ἀντιλογήσει, νὰ φιλονικήσει, νὰ στήσει τὸ δικό του θέλημα• μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν πρόκειται νὰ θεραπευθεῖ ποτέ.
Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ἔχει συνεχῶς τὴν προσοχὴ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζει τὴν κάθε περίπτωση, τὸν κάθε πειρασμὸ μὲ ἐπιτυχία, ὥστε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Στὴ θέση τοῦ παλαιοῦ νὰ μπεῖ ὁ νέος, ὁ κατὰ Χριστόν, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἀγώνας δὲν εἶναι μικρός, οὔτε καὶ σὲ λίγο χρόνο κατορθώνεται ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος κατὰ τοῦ ἐγωισμοῦ. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.
Ὁ Ὄσιος Ἐφραὶμ λέει: «Μὲ λιοντάρι καταπιάστηκες; Πρόσεξε μὴ σοὺ συντρίψει τὰ ὀστᾶ.»
Αὐτὸ τὸ θηρίο εἶναι ὁ Ἐ γ ὢ ἰ σ μ ὃ ς. Σὰν λιοντάρι παραφυλάει καὶ μᾶς ἐπιτίθεται. Ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε στὰ χέρια μας τὸ ὅπλο καὶ τὸ μαχαίρι τῆς ἀντιρρήσεως κατὰ τῶν λογισμῶν.
Οἱ τύραννοι τῶν χριστιανῶν στοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν προσπαθοῦσαν νὰ παρασύρουν τοὺς Μάρτυρες στὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς ὑπόσχονταν πολλά• πλούτη, δόξες τιμές. Οἱ Μάρτυρες ὅμως δὲν ὑποχωροῦσαν. Θριαμβευτικὰ ὁμολογοῦσαν τὴ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ στὸ τέλος δέχονταν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔτσι ὁ Χριστὸς δοξαζόταν.
Καὶ τώρα οἱ τύραννοι τῶν παθῶν μᾶς πιέζουν. Τὰ πάθη μᾶς ὑπόσχονται, ἂν ὑποχωρήσουμε, ἀπόλαυση καὶ ἱκανοποίηση. Δὲν πρέπει ὁ μοναχὸς νὰ ὑποχωρεῖ σὲ μία τέτοια βία, ἀλλὰ νὰ ἀντιστέκεται μὲ ὅλη τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καὶ νὰ περιμένει μετὰ ἀπὸ μία νόμιμη πάλη τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Μάρτυρες μαρτύρησαν σὲ λίγο χρόνο. Πολλοί μάρτυρες σὲ λίγα λεπτὰ δεχθήκανε τὸ στεφάνι. Ο μοναχὸς μαρτυρεῖ συνέχεια, σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ὄχι σὲ ἕνα τύραννο ἄλλα σὲ πολλούς. Κάθε πάθος καὶ ἕνας τύραννος. Γι’ αὐτὸ ὄχι λιγότερο θὰ στεφανωθοῦν οἱ μοναχοὶ ποὺ θὰ ἀντισταθοῦν στὴ βία τῶν παθῶν καὶ θὰ ὁμολογήσουν τὴν καλὴ ὁμολογία τῆς ἀσκήσεως, τῆς μὴ ὑποχωρήσεως.
Μᾶς σπρώχνει τὸ πάθος τῆς ἀντιλογίας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ βάλουμε ἐμπόδιο, φράγμα, νὰ ἀνοίξουμε ὄρυγμα, νὰ πέσει τὸ ἅρμα τῆς ἀντιλογίας μέσα μας.
Ὁ ἀγώνας πρέπει νὰ εἶναι συνεχής. Νὰ μὴν παρουσιάζουμε κενά• διότι τὰ κενὰ τὰ ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος καὶ σφηνώνει μέσα στὰ κενὰ καὶ μᾶς δημιουργεῖ κατάσταση ἐπικίνδυνη. Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ εἶναι ἀκατάπαυστη. Η προσευχὴ εἶναι τὸ ὅπλο μας. Καὶ μόνο νὰ προσεύχεται κανείς, ὁ διάβολος δὲν τὸν πλησιάζει εὔκολα.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε ἐναντίον κυρίως αὐτοῦ του πάθους, διότι ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλα. Καὶ τὸ κυρίως φάρμακο κατὰ τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ Κύριός μας, μᾶς εἶπε• «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία καὶ εὐρήσεται ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ πραότητα χαρίζουν μία πνευματικὴ ἀνάπαυση στὴ ψυχή. Τῆς χαρίζουν φῶς καὶ βλέπει καθαρότερα τὰ πράγματα.
Ο Ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, τὴν ταπείνωση τὴν ἀποκαλεῖ «Θεοΰφαντον στολήν». Τὴν ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ μπόρεσε καὶ κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ μπόρεσε ἡ γῆ νὰ τὸν δεχθεῖ χωρὶς νὰ καταφλεχθεῖ.
Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὅπου καὶ ἂν σταθεῖ, ὅπου καὶ ἂν βρεθεῖ, σκορπάει μία κατὰ κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καὶ γίνεται ἀγαπητὸς καὶ προσφιλής. Τὴν ταπείνωση οἱ δαίμονες τὴν τρέμουν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ ἕναν ὑποτακτικό.
Ἕνας χριστιανὸς εἶχε μία κόρη δαιμονισμένη καὶ τὴν πῆγε σὲ πολλοὺς γιατροὺς ἀλλὰ δὲν βρῆκε τὴ θεραπεία της. Αὐτὸς ὁ χριστιανὸς εἶχε ἕνα φίλο, πνευματικὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶχε σχέση μὲ τοὺς μοναχούς, καὶ λέγοντάς του τὸ παράπονο, τὸν πόνο του γιὰ τὸ κορίτσι του, τοῦ λέει ἐκεῖνος• «Τὸ παιδί σου θὰ βρεῖ θεραπεία μόνον ὅταν καλέσεις ἕνα μοναχό, ὑποτακτικό, καὶ ἔλθει στὸ σπίτι σου καὶ κάνει μία εὐχούλα, θὰ δεῖς ἀμέσως τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.
-Καὶ ποῦ θὰ τὸν βρῶ ἐγὼ αὐτὸν τὸν μοναχό;
-Νά! Κάτω στὴν ἀγορὰ κατεβαίνουν, λέει, ἀπὸ τὴν ἔρημο νεώτεροι ὑποτακτικοὶ μοναχοὶ καὶ πωλοῦν διάφορα ἐργόχειρα. Σ’ ἕνα τέτοιο μοναχὸ πές του• «Ἔλα στὸ σπίτι νὰ σοὺ πληρώσω τὰ ἐργόχειρα, διότι τώρα ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα». Καὶ πές του νὰ σοὺ κάνει μία εὐχὴ καὶ θὰ δεῖς ὅτι τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.
Αὐτὸς ἀμέσως τὸ πρωὶ κατεβαίνει στὴν ἀγορά, βλέπει ἕνα νέο μοναχὸ νὰ πουλᾶ διάφορα, ἐκεῖ, ἐργόχειρα.
Τοῦ λέει: Πάτερ, πόσο τὰ δίνεις αὐτά;
-Τόσο. Εἶπε ὁ μοναχός.
-Μπορεῖς νὰ ἔλθεις μέχρι τὸ σπίτι νὰ σὲ πληρώσω, γιατί ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα;
-Ἔρχομαι, λέει.
Καὶ ἀφοῦ προχωροῦσαν πρὸς τὸ σπίτι καὶ πλησίαζαν, ὁ διάβολος μυρίστηκε τὸ πράγμα, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πάρει τὸ ἐξιτήριό του καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἑτοιμάστηκε καὶ αὐτός. Καὶ μπαίνοντας ὁ μοναχὸς μέσα στὸ σπίτι, τὸν συναντᾶ ἡ κόρη καὶ σηκώνει τὸ χέρι καὶ τοῦ δίνει ἕνα ράπισμα, τοῦ μονάχου. Αὐτός, ὁ μοναχός, γύρισε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ δίνει καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἕνα ράπισμα, καὶ ἀμέσως ἡ κόρη ἔπεσε κάτω κι’ ἔβγαζε ἀφρούς. Καὶ στὸ τέλος, φεύγοντας τὸ δαιμόνιο εἶπε, ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ μὲ βγάζει καὶ μὲ διώχνει. Καὶ ἀμέσως τὸ παιδὶ ἔγινε καλά.
Ὁ ὑποτακτικὸς αὐτός, ἀπὸ τὴν πράξη αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας προοδευμένος, ἕνας πετυχημένος μοναχὸς ὁ ὁποῖος θὰ εἶχε ἐξασκηθεῖ στὴν παιδία καὶ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς του.
Στὴν προσευχή μας πάντοτε νὰ παρακαλοῦμε καὶ νὰ δεόμεθα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ’ αὐτὸ τὸ θηρίο, τὸν ἐγωισμό, καὶ νὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἁγία ταπείνωση τῆς ψυχῆς .
( Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πρὸς Μοναχοὺς)


ΠΗΓΗ:ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.