Ἕνας καινούργιος χρόνος ἀνατέλλει. Μιὰ πολύτιμη εὐκαιρία νὰ κατακτήσουμε τὴ ζωή. Μιὰ καινούργια ἐλπίδα νὰ νικήσουμε τὴ ζωή. Ὁ ἥλιος τῆς ἐλπίδας φωτίζει τὰ σκυθρωπά μας πρόσωπα, ζωντανεύει τὸ σβησμένο βλέμμα μας, τονώνει τὰ κουρασμένα γόνατά μας. Ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει καὶ ὁ γάλλος διανοούμενος Ἀνατὸλ Φρὰνς «ὁ χρόνος ποὺ ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα μας μοιάζει μὲ ἕνα πολύτιμο ὕφασμα ποὺ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς τὸ κεντᾶ ὅσο μπορεῖ καλύτερα».
Ἀσυγκράτητος καὶ πανίσχυρος περνᾶ ὁ πανδαμάτωρ χρόνος, καὶ ὅπως τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ ἀνατρέπει καὶ συμπαρασύρει στὴν πορεία του τὰ πάντα, ἔτσι καὶ ὁ σκληρὸς καὶ ἀδυσώπητος αὐτὸς νόμος κυριαρχεῖ σὲ ὅλα τὰ δημιουργήματα. Ἐδῶ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ὁ διαχρονικὸς λόγος τοῦ φιλοσόφου Ἠράκλειτου... «τὰ πάντα ρεῖ καὶ οὐδὲν μένει». Μὲ ἁπλὰ λόγια οἱ τιμές, οἱ δόξες, τὰ πλούτη, ὁ πόνος, ἡ χαρά, ἡ λύπη, οἱ αἰῶνες, τὰ χρόνια, ἡ ζωή μας, ὅλα φέρνουν τὴ βαθειὰ καὶ ἀνεξίτηλη σφραγῖδα τῆς ματαιότητας καὶ τῆς παροδικότητας. Ἔτσι ἁπλὰ ἀναγκαζόμαστε καὶ μεὶς νὰ φιλοσοφήσουμε: «τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε παρόν, ἀφοῦ ἡ μιὰ στιγμὴ διαδέχεται τὴν ἄλλη μὲ τόση ταχύτητα; Μπροστὰ στὴν ἰλιγγιώδη φυγὴ τοῦ χρόνου στέκεσαι ξαφνιασμένος καὶ ρωτᾶς: «τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου ποὺ στὰ χάη κυλᾶ, ποῦ θὰ φτάσει μιὰ μέρα;». Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολὺ αἰσιόδοξη. Ὁ Χριστὸς στέκει στὴν ὄχθη τοῦ χρόνου καὶ ἁπλώνει πρὸς ἐμᾶς τὰ χέρια. Ὅποιος ἀνταποκριθεῖ στὸ κάλεσμά Τοῦ, ὑφαίνει τὸ χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα, περνᾶ μαζί του στὴν ἀθανασία. Ὁ πιστὸς ποιητὴς ἔχει τὴ δική του προοπτική: «Χρόνε καινούργιε, ποὺ μᾶς ἔρχεσαι, ὅσα βαστᾶς- καὶ ποιός τὰ ξέρει;-«ευλογημένο ἂς εἶναι στέφανο πλεγμένο, ἀπ' τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι»!
Τὸ πλέον βαθὺ καὶ κυρίαρχο συναίσθημα ποὺ δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ δύση τοῦ παλαιοῦ ἔτους καὶ τὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου, εἶναι ἀναμφίβολα ἡ μελαγχολία. Εἶναι ἕνα ἀνάμικτο καὶ ἀκαθόριστο συναίσθημα ἐνοχῆς καὶ εὐθύνης, ἀγωνίας καὶ ἐλπίδας, φόβου καὶ θάρρους. Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο εἴμαστε δυστυχῶς ἀναγκασμένοι νὰ κάνουμε πικρὴ ἀναφορὰ στὰ λεγόμενα Διαγγέλματα τῶν ἀρχόντων μας «ἐπι τῷ ἔτει». Ἐδῶ προκλητικὰ κυριαρχεῖ ἐγκόσμιο πνεῦμα, ἀπουσιάζει ἡ ἀνωτέρα πνοή, λείπει τὸ ὑψηλὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως καὶ τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα ἀναφέρονται καὶ περιορίζονται ἀσφυκτικὰ σὲ ἐπίγεια ἐνδιαφέροντα καὶ ὑλικὰ προβλήματα: παραγωγικότητα, τουρισμός, εὐημερία, συνάλλαγμα, ἐπενδύσεις, αὔξηση τοῦ κατὰ κεφαλὴν εἰσοδήματος, ὅλα πῶς νὰ διαμορφώσουν τὸν «οἰκονομικὸ» ἄνθρωπο. Ὅμως, μὲ τέτοια γιατροσόφια καὶ καταπλάσματα τῶν βαρύγδουπων διακηρύξεων οἱ πολῖτες τοῦ τόπου αὐτοῦ θὰ βλέπουν τὸν χρόνο σὰν τὸν μεγαλύτερο ἐχθρὸ καὶ δήμιο τῆς εὐτυχίας του καὶ τῆς ζωῆς τους.
Ὁ χρόνος εἶναι φίλος καὶ τρέχει γιά μᾶς.
Ὁ ἕνας χρόνος ἔρχεται ὁ ἄλλος φεύγει σὰν τὰ θαλασσινὰ κύματα. Στεκόμαστε τοῦτες τὶς ἡμέρες στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ νέου χρόνου μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη ἐμπιστοσύνη κι ἀγάπη. Αὐτὴν τὴν πίστη τὴν ὀλόφλογη ἀγάπη κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει καμιὰ ἀγωνία νὰ σβήσει μέσα μας, μὲ μιὰ ὅμως προϋπόθεση: νὰ μποῦμε στὸ νέο χρόνο μὲ εὐσέβεια, μὲ σεμνότητα, καὶ λαχτάρα νὰ πράξουμε ἔργα ἀγαθά. Τὰ δευτερόλεπτα ποὺ χτυπᾶνε τριανταένα ἑκατομμύρια φορὲς τὸ χρόνο, εἶναι οἱ παλμοὶ μιᾶς δεύτερης καρδιᾶς, οἱ ἀχώριστοι σύντροφοι τῆς ζωῆς μας. Τὰ δευτερόλεπτα μπορεῖ νὰ εἶναι μάρτυρες ὑπερασπίσεώς μας ἢ κατηγορίας. Ἐὰν τὰ λόγια τῆς ζωῆς μας ἦταν λόγια οἰκοδομῆς καὶ καλωσύνης, ἐὰν τὰ ἔργα μας ἦταν ἔργα ἀγάπης, τότε τὰ δευτερόλεπτα θὰ εἶναι μάρτυρες ὑπερασπίσεώς μας. Ἐὰν ὅμως τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα μας ἦταν ἄνομα καὶ ἁμαρτωλὰ θὰ γίνουν μάρτυρες κατηγορίας. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις οἱ μάρτυρες αὐτοὶ θὰ εἶναι ἀκριβεῖς καὶ συγκεκριμένοι γιὰ τὰ ὅσα θὰ καταθέσουν. Τὴν τελικὴ ἀπάντηση θὰ μᾶς τὴ δώσει ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης ἅγιος Ἰωάννης: «ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ' ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». (Α' Ἰωαν. β΄17).
Ὁ κόσμος, μὲ παρέα τὴν δυναστεία τοῦ χρόνου, ἀκόμα μὲ τὶς πιὸ τρελὲς χαρὲς καὶ ἀπολαύσεις ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως καὶ συνήθως μὲ τραγικὰ ἀποτελέσματα. Στὸν ἀντίποδα τοῦ δράματος αὐτοῦ, «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ», ὄχι ἐρασιτεχνικά, εὐκαιριακά, βαρύθυμα καὶ ἀναγκαστικὰ ἀλλὰ καθημερινά, ἐνσυνείδητα, μὲ πρόσωπο «ἱλαρό», ἔχει νικήσει ὅλους τοὺς φόβους, τὶς φοβίες καὶ μὲ τὰ ἄγρυπνα μάτια τῆς ψυχῆς του βλέπει τὸν Θεό. Τὸν ἀντικρίζει νὰ στέκεται ὄρθιος στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου, νὰ τὸν εὐλογεῖ καὶ νὰ τοῦ ζητεῖ νὰ συνεχίσει τὰ καλά του ἔργα ποὺ μὲ τὴ χάρη τὴ δική του ἔκαμε τὸν περασμένο χρόνο. Καταληκτικά: ὅποιος ἔχει μέσα του Τὸ Θεὸ δὲν φοβᾶται καὶ δὲν ἀγωνιᾶ. Εἰσέρχεται στὸ νέο χρόνο μ' ἐμπιστοσύνη καὶ χαρὰ γιατί ξέρει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κυβερνήτης πάντων. Καὶ ἡ εὐχή μας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικὴ ὅπως τὴν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Παϊσιος «Χρόνια πολλὰ καὶ εὐάρεστα στὸ Θεό».
Σαββίδης Παῦλος, θεολόγος, Νέον ἔτος 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου