Δρ. Φυσικοῦ, Θεολόγου
1. Ἀπὸ τὴν «ἐπαρχία τοῦ Βαρδάρη» στὴν «Βόρεια Μακεδονία».
Στὴν περιοχὴ τῆς γείτονος χώρας μὲ πρωτεύουσα τὰ Σκόπια ζοῦσαν στὴν ἀρχαιότητα διαδοχικὰ Ἕλληνες καὶ Ρωμαίοι, ἐνῶ ἐπὶ Ρωμανίας (Βυζαντίου) ἄρχισε ἀπὸ τὸν 6ο αἰώνα νὰ ἐποικίζεται ἀπὸ Σλαβικὰ φύλα. Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα μὲ ἀρχὲς τοῦ 20ου ἀνάμεσα στοὺς Σλάβους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς κάνει τὴν ἐμφάνισή του ὁ σλαβομακεδονικὸς ἐθνικισμὸς, ὁ ὁποῖος στὴν συνέχεια, μὲ τὴν γεωγραφικὴ διάσπαση τῆς περιοχῆς τῆς Μακεδονίας ἀνάμεσα... σὲ Ἑλλάδα, Σερβία καὶ Βουλγαρία κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους, ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ τὴν κομμουνιστικὴ κίνηση τῆς περιοχῆς. Ἀπὸ τὸ 1929 ἔως τὸ 1941 ἡ περιοχὴ ἀποτελοῦσε μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τῆς Γιουγκοσλαβίας μὲ τὸ ὄνομα «ἐπαρχία τοῦ Βαρδάρη» (Μπανόβινα Βαρντάρσκα).
Μετὰ τὸν Β΄ΠΠ, ὡς καρπὸς τοῦ σλαβομακεδονικοῦ ἐθνικισμοῦ, ἡ ὁμόσπονδη δημοκρατία τῆς Γιουγκοσλαβίας ποὺ ἱδρύθηκε στὴν περιοχὴ ἔφερε τὸ ὄνομα «Σοσιαλιστικὴ Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας», ποὺ περιείχε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας. Μὲ τὴν διάλυση τῆς Γιουγκοσλαβίας τὸ 1991 ἡ δημοκρατία στὴν περιοχὴ αὐτὴ μετατράπηκε σὲ ἀνεξάρτητο κρατίδιο ποὺ διεκδικοῦσε πλέον στὸ σύνταγμά του τὸ ὄνομα Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας, ἄν καὶ στὸν ΟΗΕ ἔφερε τὸ ὄνομα Πρώην Γιουγκοσλαβικὴ Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας. Τελικὰ στὶς Πρέσπες στὶς 17 Ἰουνίου τοῦ 2018 οἱ τότε κυβερνήσεις τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ γειτονικοῦ κρατιδίου συμφώνησαν στὴν μετονομασία τοῦ δεύτερου σὲ «Δημοκρατία τῆς Βόρειας Μακεδονίας». Κατὰ τὴν συμφωνία ἀναγνωρίζεται οὐσιαστικὰ ἡ σλαβικὴ καταγωγὴ τῶν «Μακεδόνων» τῆς «Βόρειας Μακεδονίας» καὶ ὅτι δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τοὺς ἀρχαίους κατοίκους τῆς περιοχῆς, τοὺς ἀρχαίους Μακεδόνες, μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουν σχέση βέβαια οἱ Μακεδόνες μὲ ἑλληνικὴ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας στὴν Ἑλλάδα, οἱ ὁποίοι εἶναι ἀπόγονοί τους καὶ κληρονόμοι τῆς ἱστορίας τους.
2. Ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχίσμα στὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας.
Ἀπὸ τὰ δύο περίπου ἑκατομμύρια πληθυσμὸ ποὺ ἔχει ἡ γειτονικὴ χώρα, τὸ 64,7% δηλαδὴ περίπου τὰ 1,3 ἑκατομμύρια εἶναι βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἐνῶ τὸ ὑπόλοιπο ποσοστὸ εἶναι κυρίως Μουσουλμάνοι (33.3%). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς γειτονικῆς αὐτῆς χώρας ἱδρύθηκε τὸ 1958 μετὰ τὴν διάσπαση τριῶν νοτιότερων μητροπόλεων τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας ἔχοντας καθεστῶς αὐτονομίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὅμως θέλησε νὰ ἀνεξαρτητοποιηθεῖ πλήρως τὸ 1967 καὶ νὰ ἀνακηρύξει τὸ αὐτοκέφαλο καθεστῶς της μονομερῶς, γεγονὸς ποὺ τὴν ὁδήγησε νὰ περιέλθει σὲ σχίσμα. Τελικὰ τὸ Πατριαρχεῖο Σερβίας χωρὶς νὰ μπορέσει μὲ τὸ διάλογο νὰ λύσει τὸ ζήτημα μὲ τὴν σχισματικὴ Ἐκκλησία μέχρι τὸ 2005, προχώρησε τότε στὴν ἵδρυση νέας αὐτόνομης τοπικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ ὄνομα «Ὀρθόδοξη Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος».
Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς νέας ἐκκλησιαστικῆς δομῆς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Ἰωάννης ἄρχισε νὰ σέρνεται στὶς φυλακὲς ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς γειτονικῆς χώρας ἀρχικὰ ὡς κατηγορούμενος γιὰ ὑποκίνηση ἐθνοτικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ μίσους ἐντὸς αὐτῆς, ἐνῶ στὴν συνέχεια μὲ ἄλλες κατηγορίες (ὑπεξαίρεσης δωρεάς). Τελικὰ τὸ 2015 ἀποφυλακτίστηκε ὁριστικὰ και μετέβη στὴν Ρωσία γιὰ ἀποθεραπεία, γιατὶ μέσα στὴν φυλακὴ ἡ ὑγεία του εἶχε κλονιστεῖ.
Στὶς 9 Μαΐου 2022 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀναγνώρισε καὶ δέχθηκε σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὴν πρώην σχισματικὴ Ἐκκλησία τῆς γειτονικῆς χώρας, γεγονὸς ποὺ εἶχε δρομολογηθεῖ νὰ γίνει καὶ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Σερβίας, ὅπως καὶ ἔγινε στὶς 16 Μαΐου 2022. Ἡ θέση τοῦ μέχρι τότε κανονικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος Ἰωάννη μετὰ ἀπὸ τόσα ποὺ ὑπέφερε στὴν διακονία τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας ἔμεινε ἀπροσδιόριστη, κάνοντας μόνο ὑπακοὴ στὴν νέα ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας καὶ βρισκόμενος παρὸν στὰ συλλείτουργα ποὺ ἀκολούθησαν ἀμέσως μετὰ τὶς ἐπόμενες ἡμέρες. Στὸ δεύτερο συλλείτουργο ὁ Πατριάρχης Σερβίας προχώρησε ἕνα βήμα παραπέρα, παραχωρῶντας στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος Στέφανο «Τόμο Αὐτοκεφαλίας», πράξη ποὺ βέβαια δὲν ἔχει ἀρμοδιότητα νὰ κάνει καὶ δὲν ἔχει καμιὰ κανονικὴ ἰσχύ, ἐνῶ εἶναι ἀσύμφωνη καὶ μὲ τὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 9ης Μαΐου 2022: «Ἐπαφίησιν εἰς τήν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας τήν ρύθμισιν τῶν μεταξύ αὐτῆς καί τῆς ἐν Βορείῳ Μακεδονίᾳ Ἐκκλησίας διοικητικῶν θεμάτων, ἐν τῷ πλαισίῳ ἀσφαλῶς τῆς ἱεροκανονικῆς τάξεως καί ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως».
3. «Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» ἤ «Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος»;
Ὅμως δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὶς 9ης Μαΐου 2022 ἀποφάσισε, ὅπως ἔγραψε στὸ ἴδιο ἀνακοινωθέν, καὶ ὅτι «Ἀναγνωρίζει ὡς ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας ταύτης τό "Ἀχρίδος" (νοουμένης τῆς περιοχῆς τῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς μόνον ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐπικρατείας τοῦ κράτους τῆς Βορείου Μακεδονίας), ὡς ὑπεσχέθη ἐγγράφως πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί ὁ Προκαθήμενος αὐτῆς, ἀποκλείουσα τόν ὅρον "Μακεδονική" καί οἱοδήτι ἄλλο παράγωγον τῆς λέξεως "Μακεδονία"», σύμφωνα καὶ μὲ τὸ αἴτημα τῶν 22 Μητροπολιτῶν τῆς Μακεδονίας μας μέσα στὴν ἐπιστολή τους στὶς 19 Δεκεμβρίου 2018. Ὅμως στὶς σχετικὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς γείτονος χώρας ἀνακοινώσεις της ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, ὅπως καὶ στὶς σχετικὲς δηλώσεις του ὁ Πατριάρχης Σερβίας, ἀπευθύνονταν σὲ αὐτὴ ὡς «Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία - Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος».
Παρόλα αὐτὰ στὸ ἀνακοινωθὲν γιὰ τὶς ἀποφάσεις της στὶς 16 Μαΐου 2022 γράφει ὅτι κάνει σύσταση στὴν Ἐκκλησία τῆς γειτονικῆς χώρας νὰ ἐπιλύσει τὸ ζήτημα τῆς ἐπίσημης ὀνομασίας της μὲ ἄμεσο ἀδελφικὸ διάλογο μὲ τὶς Ἑλληνικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ὁ Μητροπολίτης Μπάτσκας Εἰρηναῖος μὲ ἀφορμὴ τὰ σχόλια τῶν Ἑλλήνων γι’ αὐτὴ τὴν στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ὡς πρὸς τὴν ὀνομασία τῆς Ἐκκλησίας τῆς γειτονικῆς χώρας, ὅπως μάλιστα καὶ τὴν ἔκφραση ἐπίσήμως ἐνστάσεων καὶ ἐπιφυλάξεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν χρήση τοῦ ὅρου «Μακεδονικὴ Ἐκκλησία» ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς γείτονος, γράφει περὶ αὐτοῦ μεταξὺ ἄλλων (στὸ ''Ονόματα και πράγματα'') ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Σερβίας ἀνέκαθεν δὲν συμφωνοῦσε περὶ τὴν χρήση τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ἀλλὰ: «κατὰ τὸν διμερῆ μας διάλογον καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐπιτεύξεως τῆς κανονικῆς καὶ δι’ ὅλους τελεσφόρου ἐπιλύσεως τοῦ προβλήματος δὲν ἦτο ἐνδεδειγμένον καὶ λυσιτελὲς νὰ εἴπωμεν εἰς τοὺς συνομιλοῦντας μεθ’ ἡμῶν ἀδελφούς (ἱεράρχες τῆς γείτονος χώρας) : ʺδὲν σᾶς δίνομε τὸ δικαίωμα νὰ λέγεσθε, ὅπως διατείνεσθε, ὅτι λέγεσθε. Ἐλᾶτε νὰ συζητήσωμε πρῶτα πῶς λέγεσθε...ʺ. Ποία θὰ ἦτο ἡ ἔκβασις; Ἁπλούστατα, ὁ μὲν διάλογος θὰ εἶχε τελειώσει πρὶν ἢ ἀρχίσῃ».
Καὶ συνεχίζει: «Προκειμένου λοιπὸν οἱ διϊστάμενοι ἀδελφοί μας νὰ καταστοῦν οἱ ἐν Χριστῷ αὐτάδελφοί μας, δὲν ἔπρεπε ποσῶς νὰ ἀνακινηθῇ κατὰ τὸν διάλογον τὸ θέμα τὸ ὀνοματολογικόν. Τοῦτο ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ σημαίνει, ὅτι ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία αἴφνης, ʺστὰ καλὰ καθούμεναʺ, ἤλλαξε τὴν ἐπὶ δεκαετίας τηρηθεῖσαν στάσιν της καὶ μετετράπη εἰς θιασώτην καὶ συνήγορον τοῦ ὑπὸ τῶν ἀνακτηθέντων ἀδελφῶν ποθουμένου καὶ ἐπιδιωκομένου ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας των.…Ἑπομένως, καὶ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ συγκεκριμένον ὀνομαστικὸν θέμα, οὔτ’ εἰσηγεῖται οὔτ’ ἐπιβάλλει τὴν χρῆσιν τοῦ ὀνόματος ʺΜακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίαʺ, ἢ τοῦ ὀνόματος ʺἈρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν καὶ Βορείου Μακεδονίαςʺ, ἢ ἄλλου τινὸς παρεμφεροῦς ὀνόματος, ἀλλ’ οὔτε εἶναι εἰς θέσιν νὰ άπαγορεύσῃ τὴν χρῆσίν του εἰς τοὺς ἕως ἄρτι ἐχομένους αὐτοῦ.
Διὰ τοὺς λόγους τούτους θεωρεῖ τὸ θέμα ἀνοικτόν, λυτέον δὲ ὑπευθύνως δι’ ἀμέσου καὶ καλοπροαιρέτου ἀδελφικοῦ διαλόγου μεταξὺ τῶν ἑλληνογλώσσων ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς γείτονος χώρας, ἄνευ ἀναμίξεως ἢ παρεμβάσεων τῶν ἄλλων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο ἀκριβῶς τὸ μήνυμα ἀπηυθύναμεν προφορικῶς καὶ γραπτῶς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἱεράρχας κατὰ τὸν διάλογόν μας, ἐνῷ ἦσαν εἰσέτι διϊστάμενοι καὶ ἀκοινώνητοι, ἔχον οὕτως: ʺἘν ταῖς κατὰ τὰς διαρρευσάσας δεκαετίας συνομιλίαις ἡμῶν ἡμεῖς ἐπεμένομεν, ὅτι ἐν τῷ πλαισίῳ τῶν διορθοδόξων καὶ πανορθοδόξων σχέσεων ὑμεῖς θὰ ἀπέχητε τῆς χρήσεως τοῦ οὐσιαστικοῦ Μακεδονία καὶ τοῦ ἐπιθέτου μακεδονικός, χάριν σεβασμοῦ πρὸς τὰ αἰσθήματα καὶ τὰς θέσεις τῶν ἑλληνοφώνων Ἐκκλησιῶν…Δεδομένου, ὅτι ἐν τῷ μεταξὺ ἔλαβε χώραν ἡ διακρατικὴ συμφωνία περὶ τῆς ἐπισήμου ἐπωνυμίας τῆς χώρας ὑμῶν (ἡ σύμβασις τῶν Πρεσπῶν), δεκτῆς γενομένης καὶ διεθνῶς, ἡγούμεθα, ὅτι τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου προσωνυμίας τῆς ὑμετέρας Ἐκκλησίας δὲν ἀνήκει πλέον εἰς τὸ φάσμα τῆς ἡμετέρας μερίμνης καὶ εὐθύνης· ἄρα, τὸ ἐκκλησιαστικὸν ὑμῶν ὄνομα δέον, ὅπως ἀναφανῇ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς συζητήσεως καὶ συνεννοήσεως ὑμῶν μετὰ τῶν ἑλληνογλώσσων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν....ʺ… Ἡ Ἐκκλησία μας δέν ποιεῖται ἐπισήμως χρῆσιν τοῦ ὅρου».
Δηλαδὴ συντέλεσε καὶ ἡ σύναψη τῆς συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ γειτονικοῦ κράτους, δεδομένου καὶ τοῦ βασικοῦ ζητούμενου τῆς σωτηρίας τῶν ἀδελφῶν στὴν γείτονα τοπικὴ Ἐκκλησία, ὥστε νὰ ὑποχωρήσουν στὴν ἀπαίτησή τους οἱ Σέρβοι Ἱεράρχες στὴν μὴν χρήση τοῦ ὀνόματος «Μακεδονία» καὶ τῶν παραγώγων του ἀπὸ τὴν γείτονα, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ τὸ ὑποστηρίζουν καὶ νὰ τὸ ἐπιβραβεύουν, ἀλλὰ καλῶντας τὶς ἐμπλεκόμενες τοπικὲς Ἐκκλησίες νὰ δώσουν τελικὰ λύση σὲ αὐτό.
Ὅμως ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπαιτεῖ στὸ ἀνακοινωθέν της νὰ μὴν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Μακεδονία» καὶ τὰ παράγωγά του στὸ ὄνομα τῆς γείτονος Ἐκκλησίας, σχετικὰ μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στέφανος σὲ συνέντευξή του λίγο ἀργότερα στὶς 26 Ἰουλίου δήλωσε ὅτι: «γνωρίζουμε τὴν εὐαισθησία γιὰ τὸ ὄνομά μας ἀπὸ τὶς ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες. Ἐπομένως, δὲν θὰ τοὺς ζητήσουμε νὰ μᾶς ἀποκαλοῦν μὲ ἕνα ὄνομα ποὺ δὲν τοὺς ἀρέσει. Ἐφόσον εἴμαστε οἱ κληρονόμοι τῆς περίφημης Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος, τὸ νὰ μᾶς προσφωνοῦν μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀπὸ τὴν πλευρά τους, δὲν εἶναι πρόβλημα γιὰ ἐμᾶς. Εἶμαι ὅμως πεπεισμένος ὅτι οἱ ἀδελφοὶ ἀρχιερεῖς καὶ γενικὰ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ ἑλληνόφωνου ὀρθόδοξου κόσμου, θὰ καταλάβουν ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ὀνομαζόμαστε τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ Μακεδόνες, δηλαδὴ ὅτι γιὰ ἐμᾶς, ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι τόσο Μακεδονική, ὅσο καὶ Ἀχρίδος». Ἄρα μετὰ ἀπὸ τέτοιες δηλώσεις δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἰδιαίτερα αἰσιόδοξοι γιὰ τὴν ἰκανοποίηση τῶν ὅσων ὁρίζει γιὰ τὴν ὀνομασία τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἄλλωστε καταργοῦνται στὴν πράξη αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα τῆς σχετικῆς ἀνακοίνωσης τοῦ Πατριαρχείου, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ παραβιάζεται συνεχῶς καθημερινὰ ἡ συνθήκη τῶν Πρεσπῶν, ἀποκαλῶντας συνεχῶς σὲ ἐπίσημα συμβάντα τὸ ὄνομα τῆς διπλανῆς χώρας ἀντὶ γιὰ «Βόρεια Μακεδονία» σκέτο «Μακεδονία», ὅπως καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους προκλητικοὺς τρόπους (βλ. Πανελλήνια Ὁμοσπονδία Πολιτιστικῶν Συλλόγων Μακεδόνων, www.popsm.gr).
4. Περὶ τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς ὑποστάσεως τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσο ὅμως οἱ ἑλληνικὴ κυβέρνηση δὲν καταγγέλλει διεθνῶς τὶς παραβιάσεις τῆς συνθήκης, τηρῶντας εὐλαβικὰ ἀπὸ τὴν πλευρά της τοὺς ὅρους τῆς συμφωνίας, αὐτὲς δὲν ἀποτελοῦν κανένα πρόβλημα γιὰ τὴν γείτονα χώρα. Ὡστόσο ἡ κατάσταση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἴδια στὴν περίπτωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῆς ὀργάνωσης τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία λαμβάνει τὸ διοικητικὸ της σχήμα τοῦ κόσμου τούτου χάριν τῆς ὀργανώσεως καὶ τῆς εὐταξίας μὲ σκοπὸ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη καὶ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανών τῶν διαφόρων γεωγραφικῶν τμημάτων, χωρὶς ὅμως νὰ παύει νὰ ἀποτελεῖ καὶ ἀπὸ μόνη της τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γεγονὸς ποὺ τὴν καθιστὰ τελικὰ ὑπερεθνική.
Τὰ ὀνόματα ποὺ λαμβάνουν δὲν ἔχουν στὴν πραγματικότητα σκοπὸ νὰ τὶς χαρακτηρίζουν ἐθνικά, ἀλλὰ γεωγραφικά, ὅπως καταμαρτυρεῖ τὸ: «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11). Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ σὲ κάθε τόπο ἄσχετα μὲ τὶς ἐθνικότητες ποὺ μποροῦν νὰ συνυπάρχουν, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροῦς κανόνες ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοικητικὴ δομὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι μόνο μία. Ἄλλωστε ὁ συσχετισμὸς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθνους δὲν βοηθάει γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ ποὺ καιροφυλακτεῖ, ἀποτελῶντας αἵρεση καταδικασμένη τὸ 1872 ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Καὶ στὴν περίπτωση τῆς γειτονικῆς χώρας ἡ ταύτιση τοῦ σλαβομακεδονικοῦ ἐθνικισμοῦ μὲ τὴν διεκδίκηση τοῦ ὀνόματος τῆς Μακεδονίας, ὄχι μόνο σὲ γεωπολιτικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκκλησιαστικό, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι εὐκολονόητη καὶ πασιφανῆς.
Ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ ἄλλο ἕνα κώλυμα μὲ τὴν χρήση τοῦ ὀνόματος τῆς Μακεδονίας στὴν ὀνομασία τῆς γειτονικῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὄνομα ὄχι μόνο πρέπει νὰ τὴν χαρακτηρίζει γεωγραφικά, ἀλλὰ βέβαια καὶ νὰ εἶναι μοναδικὸ καὶ σαφῶς διακριτό. Δὲν μπορεῖ μιὰ Ἐκκλησία νὰ ἔχει τὸ ὄνομα ἑνὸς τόπου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ ἄλλο τόπο, καθότι ἕνα οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μοναδικότητά της (Πιστεύω: Εἰς Μία…Ἐκκλησία), εἶτε μιλάμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία γενικῶς, εἶτε γιὰ μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία, τὸ ὁποῖο πηγάζει ἀπὸ τὴν μοναδικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Ἱδρυτή της καὶ τὴν μοναδικότητα τοῦ ὀνόματός Του: «διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2, 9-11). Ὅμως τὸ ὄνομα «Μακεδονία» ὡς γεωγραφικὸς προσδιορισμός, ἐνῶ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ στὴν γειτονικὴ χώρα, ἀφοῦ ἕνα μικρὸ μέρος της στὰ νότια ἀνήκει ὄντως στὴν γεωγραφικὴ περιοχὴ τῆς ἀρχαίας Μακεδονίας, ὡστόσο τὸ ἴδιο ὄνομα μπορεῖ βέβαια νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ στὴν Βόρεια Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα μικρὸ μέρος στὰ νοτιοδυτικὰ τῆς Βουλγαρίας.
Ἐπομένως γεωγραφικὰ τὸ ὄνομα δὲν ἔχει μοναδικότητα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ χαρακτηρίσει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς γειτονικῆς χώρας, ὅπως καὶ καμιᾶς ἄλλης, καὶ πολὺ σωστὰ δὲν χρησιμοποιεῖται μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο οὔτε στὴν χώρα μας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐκεῖ χρήση του μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀνυπακούοντας στὴν ρητὴ ἐντολὴ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χωρὶς κὰν νὰ τὸ ὑποψιάζονται τὰ μέλη τῆς γείτονος Ἐκκλησίας, θέτει σὲ ἀμφισβήτηση τὴν μοναδικότητά της, καὶ κατὰ συνέπεια ὁδηγεῖ στὴν ἀστάθεια τῆς ἴδιας τῆς ὑπόστασεώς της. Πράγμα ποὺ τελικὰ αὐτὸ θὰ καταστήσει καὶ ἀδύνατο νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν ὡς τρόπο γέννησης καὶ ἐδραίωσης τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητας, ὅπως πασχίζουν νὰ πετύχουν (βλ. καὶ Παρ. Α’).
5. Περὶ τῆς ὀνομασίας «Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος».
Μήπως ὅμως τελικὰ ἡ ὀνομασία «Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος», ποὺ συμφώνησε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἔχουν οἱ γείτονές μας εἶναι ἀνεκτότερη; Κατ’ ἀρχὴν τοὺς ἔθεσε καὶ ἐδῶ ἕναν ἄλλο περιορισμό: ἡ περιοχὴ τῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς νὰ εἶναι «μόνον ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐπικρατείας τοῦ κράτους τῆς Βορείου Μακεδονίας» (ὅπου καὶ ἐδῶ τὸ Πατριαρχεῖο Σερβίας πῆρε ἀντικρουόμενη ἀπόφαση: «δὲν προτίθεται νὰ ἐξαρτήσει τὴν νέα Ἐκκλησία μὲ περιοριστικὲς ρήτρες σχετικὰ μὲ τὸ εὔρος τῆς δικαιοδοσίας της στὴν πατρίδα της καὶ στὴ διασπορά της μετὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ καθεστῶτος»).
Αὐτὸ ἐπιβαλλόταν γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι τὰ ὅρια τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τους, καίτοι φέρει τὸ ὅνομα τῆς πάλαι ποτὲ Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν βέβαια τὴν ἴδια ἐκταση μὲ ἐκείνης τότε, ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ μέχρι τὴν Μαύρη Θάλασσα. Καὶ βέβαια δὲν μποροῦν οὔτε νὰ εἶναι ποτὲ κληρονόμοι αὐτῆς, ὅπως θεωροῦν, καθότι ἡ σύστασή της ἦταν Ἕλληνες, Σέρβοι καὶ Βούλγαροι, καὶ ὄχι μόνο δικοί τους πρόγονοι, ἐνῶ ἡ ἐπίσημη γλώσσα ἦταν ἡ ἑλληνική, ὅπως καὶ ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας (Δρ. Ἀλ. Παναγόπουλος, «Ἡ Ὑπόσταση τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων μέσα ἀπὸ μιὰ Διαβαλκανικὴ καὶ Ἐθνικὴ Προσέγγιση»). Ὑπὸ αὐτὰ τὰ δεδομένα καὶ τὶς προϋποθέσεις καὶ μόνο, ἡ ὀνομασία Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ, καθότι καὶ ἰσχύει ἐπιτυχῶς ὡς γεωγραφικὸς προσδιορισμὸς, ἀφοῦ ὄντως ἡ Ὀχρίδα βρίσκεται στὴν συγκεκριμένη περιοχή (τουλάχιστον ὡς πόλη, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ὁμώνυμης λίμνης), ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι συνδεδεμένη ἄμεσα καὶ οὐσιαστικὰ μὲ τὴν ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων, ὅπως εἶναι τὸ ὅνομα καὶ ἡ ἱστορία τῆς Μακεδονίας.
6. Συμπέρασμα.
Κάθε προσπάθεια ἀπὸ τοὺς γείτονές μας ἐξασφάλισης τῆς ὀνομασίας τῆς Μακεδονίας ἤ παραγώγων της στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, μόνο σὲ ἕνα φοβερὸ φιάσκο θὰ μπορούσε νὰ ἐξελιχθεῖ μὲ ἐκκλησιολογικὲς πνευματικὲς συνέπειες γιὰ τὸ τοπικὸ ποίμνιο, ποὺ ἀναπόφευκτα θὰ μετεξελιχθοῦν καὶ σὲ ἐθνικές.
Ἀπὸ τὸ διαμοιρασμὸ τοῦ ἑλληνικοῦ ὀνόματός μας μὲ τοὺς γείτονες μας, στὸ βαθμὸ ποὺ διαφυλάττουμε τὶς ἱστορικὲς μνήμες καὶ τὴν ἐθνική μας συνείδηση ὡς λαός, δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε τίποτα ἀπὸ αὐτοῦς, πράγμα ὅμως στὸ ὁποῖο μᾶς δυσκολεύει τὸ ἑλληνικὸ κράτος, τόσο μὲ τὴν εὐλαβικὴ τήρηση τῆς συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν, χωρὶς καμιὰ διαμαρτυρία καὶ ἀντίδραση πρὸς τοὺς γείτονές μας, τὴν στιγμὴ ποὺ αὐτοὶ τὴν παραβιάζουν καθημερινὰ καὶ ἀσύστολα, ὁπότε εἶναι σὰν νὰ ἀποδέχεται τὶς ἐνέργειές τους καὶ νὰ τὶς ἐπικροτεῖ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν παρασιώπηση ὡς καὶ παραχάραξη σχετικῶν κεφαλαίων στὴν ἱστορία ποὺ ἐπιδιώκεται πρωτίστως μέσα στὸ χῶρο τῆς παιδείας.
Ἐὰν ὡς λαὸς δὲν ἀποδεχόμαστε, δὲν ὑποκύπτουμε, δὲν ἀδιαφοροῦμε, ἀλλὰ ἀποδοκιμάζουμε τέτοιου εἴδους στάσεις καὶ συμπεριφορές ἕκαστης κυβέρνησης, διατηρῶντας καὶ ὁμολογῶντας καθένας μας τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, τότε τίποτα ἄλλο δὲν θὰ καταφέρουν οἱ γείτονές μας ἀπὸ τὴν προσπάθειά τους νὰ ζοῦν καὶ νὰ ὑπάρχουν ἀπὸ κάθε τὶ ἑλληνικό, παρὰ στὸ τέλος νὰ νιώθουν μόνο Ἕλληνες καὶ νὰ ξεχάσουν ὅτι εἶναι Σλάβοι. Γιατὶ ἄν οἱ πραγματικοὶ Μακεδόνες θυμοῦνται καὶ τιμοῦν τὶς ρίζες τους μέσα στὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, τότε οἱ Σλάβοι γείτονές μας ζητώντας ὅλο καὶ περισσότερο νὰ ταυτιστοῦν μὲ τὴν Μακεδονία, ἐπειδὴ τὸ ὄνομα αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ διαχωριστεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, στὸ τέλος θὰ ταυτιστοῦν καὶ μὲ αὐτή.
Τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ λαὸ καὶ τὴν ἐνεργὴ καὶ ἔμπρακτη ἀγάπη του γιὰ τὴν ἱστορία του καὶ τὴν ταυτότητά του, καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς γείτονές μας ποὺ ψάχνουν ἀπεγνωσμένα νὰ βροῦν ἱστορία καὶ ταυτότητα. Μακάρι τουλάχιστον νὰ ἐκτιμήσουν τὴν προσπάθειά μας νὰ τοὺς βοηθήσουμε στὴν πίστη τους καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσουμε αὐτήν, καὶ νὰ μὴν χάσουν αὐτὴν τὴν εὐκαιρία νὰ αὐτοπροσδιοριστοῦν ὡς πραγματικοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τὴν πιὸ σημαντικὴ ὅλων ἰδιότητα καὶ ταυτότητα, χωρὶς νὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ μένοντας πραγματικὰ ξένοι καὶ ἄγνωστοι σὲ ὅλους.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’ – Περαιτέρω ἀνάπτυξη περὶ μοναδικότητας, ἀλλὰ καὶ πληρότητας, τοῦ ὀνόματος τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Οἰ κοινῶς ὀρθοδόξως ἀναγνωρισμένες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες εἶναι: 1) τὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, 2) τὸ Πατριαρχεῖο Αλεξανδρείας, 3) τὸ Πατριαρχεῖο Αντιοχείας, 4) τὸ Πατριαρχεῖο Ιεροσολύμων, 5) τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, 6) τὸ Πατριαρχεῖο Γεωργίας, 7) τὸ Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας, 8) τὸ Πατριαρχεῖο Σερβίας, 9) τὸ Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, 10) ἡ Ἐκκλησία της Κύπρου, 11) ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, 12) ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Αλβανίας, 13) ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας καὶ 14) ἡ Ὀρθόδοξη Εκκλησία τῆς Τσεχίας καὶ Σλοβακίας. Εἶναι σαφὲς ὅτι ὅλες οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες (ὄχι μόνο οἱ αὐτοκέφαλες, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει καὶ στὶς αὐτόνομες, τὶς ἡμιαυτόνομες, ἀλλὰ καὶ τὶς μὴ αὐτόνομες) ἀντλοῦν τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ τὸν γεωγραφικὸ τόπο ποὺ βρίσκονται, ποὺ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις τῶν αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν εἶναι καὶ τὸ ὄνομα τῆς χώρας ἤ τῆς πρωτεύουσας της χώρας, στὴν ὁποία βρίσκονται καὶ μὲ τὰ σύνορα αὐτῆς τυπικὰ ταυτίζονται τὰ ὅρια δικαιοδοσίας τους, ἄν καὶ οὐσιαστικὰ πολλὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἐπεκτείνουν τὶς δικαιοδοσίες τους σὲ ἄλλες χώρες ποὺ δὲν ὑπάρχουν αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἱδρύοντας μὴ αὐτοκέφαλες ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τους (μοναδικὴ ἐξαίρεση αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας μὲ ὅρια δικαιοδοσίας ἀρκετὰ πιὸ περιορισμένα ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς χώρας εἶναι ἡ περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπου τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει δικαιοδοσία στὰ ὑπόλοιπα τμήματά τῆς Ἑλλάδας ποὺ δὲν ἔχει Ἐκείνη, παρόλο ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς τοῦ ἐδάφους τῆς χώρας μας στὴν διπλανή της χώρα). Μοναδικὴ περίπτωση διαφορετικοῦ τρόπου ὀνομασίας ἔχουμε γιὰ τὴν «Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτός Ρωσίας», ὅπου μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀναφέρει στὸ ὄνομά της τὴν τοποθεσία ποὺ βρίσκεται (ἡ ἔδρα της εἶναι στὴν Νέα Ὑόρκη), ἀλλὰ μιὰ τοποθεσία ποὺ δὲν βρίσκεται, τὴν Ρωσία, ποὺ ὅμως προέρχεται ἀπὸ αὐτή.
Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι ἰδιαίτερα στὴν περίπτωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τοῦ διπλανοῦ μας κρατιδίου, ἄν αὐτὴ ὀνομαστεῖ ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς χώρας σύμφωνα μὲ τὴν «Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν» θὰ ἔπρεπε νὰ λέγεται «Ἐκκλησία τῆς Βόρειας Μακεδονίας», ἐνῶ ἄν ὀνομαστεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ὀνομασία τῆς πρωτεύουσας της θὰ ἔπρεπε νὰ λέγεται «Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων», ὅπου σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ λέγεται «Ἐκκλησία τῆς Μακεδονίας», γιατὶ ἁπλὰ δὲν ὑπάρχει ἀναγνωρισμένη ἀπὸ κανέναν χώρα «Μακεδονία». Ἐκτὸς αὐτοῦ ταυτόχρονα ἡ Μακεδονία ὡς τοποθεσία εἶναι μέρος καὶ τῆς Ἑλλάδος, καὶ μάλιστα κυρίως μέρος αὐτῆς, ὁπότε τίθεται ζήτημα περὶ μὴ μοναδικότητας τοῦ ὀνόματος, ἕνα θέμα ποὺ δὲν ὑπήρχε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν παραπάνω τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν εἶναι δυνατόν νὰ μνημονεύουμε στὴν ἱερὴ ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας τὸν ὁποιοδήποτε Ἐπίσκοπο τῆς «Ἐκκλησίας τῆς Μακεδονίας» καὶ νὰ μὴν εἶναι ἀπόλυτα συγκεκριμένο καὶ σαφὲς ποὺ βρίσκεται αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία: στὸ γειτονικὸ κρατίδιο μὲ πρωτεύουσα τὰ Σκόπια ἤ στὴν Βόρεια Ἑλλάδα (γιὰ νὰ μὴν ποῦμε καὶ στὴν νοτιοδυτικὴ Βουλγαρία, γιατί γεωγραφικῶς ὑπάρχει καὶ ἐκεῖ μέρος τῆς Ἀρχαίας Μακεδονίας). Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ κάθε τοπικὴ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία (ὅπως ἀξιώνει νὰ εἶναι ἡ γείτονος Ἐκκλησία) ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνη της τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ μοναδικότητά της θὰ πρέπει νὰ ἀντικατοπτρίζεται καὶ στὸ ὄνομά της. Νὰ εἶναι καὶ αὐτὸ μοναδικό καὶ νὰ προσδιορίζει μοναδικά, ποὺ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία ποὺ τὸ φέρει, ὅπου σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροῦς κανόνες σὲ ἕνα τόπο βρίσκεται μόνο μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία.
Κάποιος σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ στὸν ἀντίλογο «δὲν μπορεῖ καὶ ἕνας Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀνήκει στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινούπολης, τὴν στιγμὴ ποὺ στὴν Ἑλλάδα βρίσκονται καὶ τὰ Δωδεκάνησα καὶ ἡ Κρήτη τῆς δικαιοδοσίας του»; Ὡστόσο ὑπάρχει ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα δὲν θὰ ὑπήρχε ἄν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἦταν σὲ κατάσταση ὑποδούλωσης στοὺς ἀλλοεθνεῖς καὶ ἀλλόθρησκους τῆς διπλανῆς χώρας, ἀπὸ τὴν ὁποία περιμένει ἀκόμα τὴν ἀπελευθέρωσή του, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἔχει οὔτε τὸ 1821, οὔτε τὸ 1922, ἔχοντας ἀπολύτως κοινὴ τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ἱστορία μὲ τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἔν ἀναμονὴ αὐτῆς τῆς ἀπελευθέρωσης παραμένει οἰκονομικὰ αὐτὸ τὸ καθεστῶς, ὥστε τότε νὰ μπορέσει νὰ ἐφαρμοστεῖ ἡ κανονικὴ ἀκρίβεια. Ἀντίθετα στὴν περίπτωση τῶν γειτόνων μας δὲν ἔχουν καμιὰ ἀνάγκη γιὰ καμιὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ κανέναν ἀλλόθρησκο, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ ἔχουν ἀνάγκη εἶναι νὰ καταφέρουν νὰ βροῦν ὄνομα καὶ ἐθνικὴ ταυτότητα, ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὴν ἀποκτήσουν ἀπὸ τοὺς γείτονες ὁμόδοξους ἀδελφούς τους. Ὅμως ἡ Μακεδονία εἶναι ὄνομα καὶ τῆς Ἑλλάδας, ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὴν τὸ πήρανε, καὶ γι΄ αὐτὸ δὲν ἔχει μοναδικότητα γι΄ αὐτοὺς καὶ ἐπομένως δὲν μποροῦν νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν γιὰ τὴν ὀνομασία τῆς Ἐκκλησίας τους.
Μήπως ὅμως θὰ μπορούσαν νὰ ἔχουν μοναδικότητα τοῦ ὀνόματος μὲ τὴν προσθήκη τοῦ προσδιορισμού «Βόρειας» στὸ ὄνομα, δηλαδὴ μὲ τὴν ὀνομασία «Ἐκκλησία τῆς Βόρειας Μακεδονίας», θεωρώντας ὅτι ἡ Βόρεια Μακεδονία εἶναι τὸ μέρος τῆς Μακεδονίας ποὺ ἀνήκει στὰ ὅρια δικαιοδοσίας τους, ἀλλὰ καὶ σὲ συμφωνία μὲ τὴν «συνθήκη τῶν Πρεσπῶν». Ὅμως μὶα τοπικὴ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τμηματικὸ ὄνομα, ὄνομα ποὺ δείχνει τμήμα, μέρος, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι πλήρες, νὰ φανερώνει πληρότητα καὶ ὀλοκλήρωση, ἀντικατοπτρίζοντας τὸ οὐσιαστικὸ γνώρισμα τῆς πληρότητας, τῆς ὁλοκληρίας, τῆς καθολικότητας ποὺ ἔχει αὐτὴ ὡς Σώμα Χριστοῦ κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Τὸ Σώμα τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκρωτηριασμένο καὶ τμηματικό, ἀλλὰ μόνο πλήρες καὶ ὁλοκληρωμένο, ποὺ σημαίνει ὅτι ἔτσι εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία Του, μιὰ ἀλήθεια ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐκφράζει καὶ τὸ ὄνομά της. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει διαχωρισμὸς «ἄνω σώμα» καὶ «κάτω σώμα» ἤ «βόρειο σώμα» καὶ «νότιο σώμα», γι’ αὐτὸ καὶ καμιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία ὡς τώρα δὲν ἔχει ὀνομαστεῖ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ἐπομένως χρειάζεται μιὰ ἄλλη τοπικὴ ὀνομασία νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ αὐτὴν τὴν γειτονική μας Ἐκκλησία καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ «Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος» μπορεί νὰ εἶναι κατάλληλη γιὰ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ὑπό τὶς προυποθέσεις ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’ - Ἡ Εὐαγγελικὴ Ἀλήθεια σχετικὰ μὲ τὴν Μακεδονία.
Ὁ Κύριος καὶ Θεός ἀγαπάει τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν θέλει τὸ ψεῦδος, ἡ ὁποία ὅσον ἀφορὰ τὴν Μακεδονία ἀναφέρεται ξεκάθαρα καὶ μέσα στὶς ἑλληνικὰ γραμμένες Πράξεις τῶν Ἀποστόλων τοῦ Ἀποστόλου Λουκά: «καὶ ὅραμα διὰ τῆς νυκτὸς ὤφθη τῷ Παύλῳ· ἀνήρ τις ἦν Μακεδὼν ἑστώς, παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (Πραξ. 16,9). Σὲ αὐτὸ τὸ χωρίο ἐξιστορεῖται τὸ κάλεσμα τοῦ Ἀποστόλου νὰ εὐαγγελίσει τοὺς πρώτους Εὐρωπαίους περνῶντας στὴν Μακεδονία, ὅπου βέβαια δὲν βρίσκονταν Σλάβοι, οἱ ὁποίοι ἐμφανίστηκαν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ μόλις 6 αἰῶνες ἀργότερα καὶ δὲν ἀναφέρονται πουθενὰ στὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ Ἕλληνες ἦταν οἱ πρώτοι ἀλλοεθνεῖς ποὺ δέχθηκαν τὸν Χριστό, Τὸν Ὁποῖο ἐδίωξαν οἱ ὁμοεθνεῖς Του, καὶ αὐτοὶ ἦταν ποὺ Τὸν διέδωσαν ἀρκετὰ ἀργότερα στοὺς Σλάβους: «Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες…προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν…ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 12,20-23). Γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες πρόκειται ὁ «ἀνήρ», ὁ «Μακεδὼν ἑστώς, παρακαλῶν αὐτὸν». Τὸ Εὐαγγέλιο γράφτηκε καὶ δὲν ξαναγράφεται.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’- Σύγκριση μὲ τὸ Οὐκρανικὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ζήτημα.
Ἡ περίπτωση τοῦ σχίσματος τῆς Ἐκκλησίας στὸ γειτονικὸ κρατίδιο ἦταν οὐσιωδῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πρόβλημα στὴν Οὐκρανία, καθότι στὴν περίπτωση ἐδῶ α) δὲν ὑπήρχαν ἀνάμεσα στοὺς σχισματικοὺς καθηρημένοι, ἀναθεματισμένοι καὶ αὐτοχειροτόνητοι, β) τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἐπενέβει συγκρουόμενο μὲ τὸ θέλημα τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε ἤδη δρομολογήσει νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὴν σχισματικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἔτσι δὲν ἐμπλέχθηκαν θέματα δικαιοδοσιῶν, γ) τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν χορήγησε ἀμέσως τὸ Αὐτοκέφαλο καθεστῶς, ὅπως ἐκ τῶν πραγμάτων ὑπήρχε ἡ ἀνάγκη νὰ κάνει ἐξ ἀρχῆς στὴν Οὐκρανία, δ) στὸ διπλανὸ κρατίδιο δὲν ὑπάρχει ὁ μεγάλος διχασμὸς συνειδήσεων ποὺ ὑπάρχει στὴν Οὐκρανία, ὅπου ἄλλοι νιώθουν ἀδέλφια μὲ τοὺς Ρώσους καὶ ἄλλοι τοὺς μισοῦν, ἀλλὰ ἀντίθετα οἱ γείτονές μας ζοῦν μὲ ἕνα κοινὸ σκοπό: νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας μας. Τὸ μόνο ποὺ διαφέρουν εἶναι στὸ βαθμὸ ποὺ τὸ ζητούν, ἄλλοι τὸ κάνουν πιὸ ἀκραῖα, ἄλλοι εἶναι πιὸ συμβιβαστικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου