17 Αυγ 2021

Γράμμα στὴν Ὁδηγήτρια

Γράφει ὁ Θεόφιλος Πουταχίδης
Παναγία μου,
Κάθε ποὺ πιάνω νὰ Σοὺ γράψω, τότε εἶναι ποὺ τὸ νιώθω καλὰ καὶ συμπάσχω μ΄ ὅλους τούς ὑμνῳδούς Σου. Τότε καταλαβαίνω ἀπόλυτα τὴν ἀδυναμία ποὺ δηλώνουν ὅλοι τους νὰ ὑμνήσουν τὰ μεγαλεία Σου. Παθαίνω, ὅμως, καὶ τ’ ἄλλο τὸ χειρότερο. Ἀρχίζω νὰ ντρέπομαι καὶ νὰ πονῶ βαθιὰ μέσα μου καὶ νὰ θρηνῶ. Θέλω νὰ πῶ, τί ντροπή! Ἄνθρωπος κι Ἐσύ, ἄνθρωπος κι ἐγώ… Πληγώνεται τὸ φιλότιμό μου, μὲ συντρίβει αὐτὴ ἡ σύγκριση… Κλαυσίγελος μὲ πιάνει γιὰ τὴν κατάντια, γιὰ τὴν ἐξαθλίωσή μου… Κι ἀμέσως –τί περίεργο!– πλημμυρίζει χαρὰ τὸ μέσα μου.

Στὰ σίγουρα εἶσαι τὸ μεγαλύτερο καμάρι τῆς ἀνθρωπότητας κι ἡ ἐλπίδα μας! Ἡ κορυφὴ π’ ἄλλος κανεὶς δὲν ἔφτασε κι οὔτε πρόκειται, ἔσπασε τὸ καλοῦπι. Γι’ αὐτὸ κι οἱ Ἅγιοι γονεῖς Σου, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, εἶναι οἱ πιὸ πετυχημένοι γονεῖς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.

Παναγία μου, ὅπως τὸ λέν’ ὅλοι οἱ Ἅγιοι κι ὅλοι ὅσοι σὲ ὕμνησαν, πράγματι ἔτσι εἶναι: Τὰ λόγια εἶναι φτωχά, γιὰ νὰ σοὺ ἐκφράσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας. Ότι ἂν δὲν ἤσουν Ἐσὺ νὰ φτάσεις σὲ τέτοια μέτρα ἁγιότητας, δὲν θὰ ἔπαιρνε σάρκα καὶ ὀστᾶ ὁ Θεός, γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ μᾶς δώσει τὴν εὐκαιρία τῆς σωτηρίας καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς στὴν Οὐράνια Βασιλεία Του.

Ὅλο τὸ κακὸ ξεκίνησε ἂπ΄ ἕναν ἐγωϊσμὸ ποὺ ἐκδηλώθηκε, ὡς συνήθως, μὲ τὸν πόθο τῆς ἐξουσίας. Θέλησε ἐκεῖνος ὁ Ἑωσφόρος τὴν ἐξουσία. Ὅποιος ὅμως θέλει ἔτσι νὰ ὑψωθεῖ, πέφτεια, κι ἔπεσε τότε αὐτὸς καὶ βρόμισε. Γεννήθηκε τὸ κακό. Κι ὕστερα ἦρθε ὁ φθόνος. Ὁ φθόνος τοῦ κακοῦ ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο – τ’ ἀγαπημένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ. «Γιατί ἐγὼ ἔπεσα κι ἔγινα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα κι ὁ ἄνθρωπος στέκει ἐκεῖ μὲς τὴ Δόξα τοῦ Θεοῦ κι ἀπολαμβάνει; Θὰ τὸν ρίξω κι αὐτόν, θὰ τοῦ κάνω ζημία, θὰ τὸν χωρίσω ἀπ’ τὸν Θεό», εἶπε ὁ ἐξαποδώ. Κι ἔτσι, ἦρθε μὲ τὸ ψέμα, μὲ τὴ διαβολὴ καὶ μᾶς ξεγέλασε.

Πιστέψαμε τὸ παπατζιλίκι του καὶ νομίσαμε πὼς εἴμαστε σπουδαῖοι καὶ πὼς μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις θὰ ξέρουμε νὰ ξεχωρίζουμε τὸ τί ‘ναὶ καλὸ καὶ τί κακό. Μᾶς σκοτεινίασε τὸ νοῦ καὶ πήραμε τὸ μαῦρο γι’ ἄσπρο. Τὴν ἐλευθερία ποὺ εἴχαμε κοντὰ στὸν Θεὸ μας τὴν πούλησε γιὰ σκλαβιά. Καὶ τὴ σκλαβιὰ ὁπού ‘θέλε νὰ μᾶς ρίξει, μᾶς τὴν πούλησε γιὰ ἐλευθερία.

Καὶ τὸ χάψαμε. Καὶ πέσαμε. Κι εἴμαστε τώρα συνέχεια ἀναγκεμένοι, ξενιτεμένοι, μπερδεμένοι, ὑποδουλωμένοι. Κι ἔχουμε καὶ ἡμερομηνία λήξης, πεθαίνουμε. Τέτοιο σακάτεμα… Πόσο πιὸ ἄσχημα μπορεῖ νὰ στὴ φέρει κανείς;

Ἤμασταν πλασμένοι γιὰ εὐτυχία. Είχαμε ἀφθαρσία, ἀπόλυτη ἐλευθερία ἀπὸ κάθε ἀνάγκη καὶ ψυχὴ φωτισμένη συνεχῶς ἀπὸ Θεῖο Φῶς. Τὰ ξεπουλήσαμε. Καὶ ψάχνουμε τώρα πάνω στὴ γῆ πῶς θὰ φᾶμε, πῶς θὰ σκεπαστοῦμε, πῶς θὰ προστατευτοῦμε, πῶς θὰ ἐπιζήσουμε. Ἀνταγωνιζόμαστε μὲ τὴ φύση, κι ἀναμεταξύ μας. Καὶ πεθαίνουμε.

Ψάχνουμε νὰ βροῦμε τί εἶναι σωστὸ καὶ τί λάθος καὶ διαλογιζόμαστε, φιλοσοφοῦμε, φτιάχνουμε ἰδεολογίες καὶ θεωρίες καὶ διαφωνοῦμε. Καὶ πεθαίνουμε. Πολεμάμε νὰ τιθασέψουμε τὴ φύση καὶ φτιάχνουμε, κι ὅλο φτιάχνουμε, καὶ κορδωνόμαστε. Κι ὕστερα τρῶμε μία κατραπακιὰ καὶ μυξοκλαῖμε καὶ ἀρχίζουμε τὰ «Τί σου εἶναι ὁ ἄνθρωπος» καὶ τὰ «Τίποτα δὲν εἴμαστε», μέχρι νὰ τὰ ξεχάσουμε ξανὰ καὶ ν’ ἀρχινήσουμε νὰ λέμε πάλι πόσο σπουδαῖοι εἴμαστε. Καὶ πεθαίνουμε.

Κάναμε πολλά, τίποτα δὲν κάναμε. Σπίτια καὶ γέφυρες καὶ ψυγεῖο καὶ τηλεοράσεις κι ἀξονικοὺς τομογράφους καὶ δορυφόρους καὶ πυραύλους μὲ πυρηνικὲς κεφαλὲς καὶ ἴντερνετ. Παρηγοριὰ στὸν ἄρρωστο κι «οὐδὲν κακὸν ἀμιγὲς καλοῦ» καὶ ἡδονὲς πρόσκαιρες καὶ «νὰ ζήσετε» καὶ «καλὰ νὰ περάσετε» καὶ «ζωὴ σὲ λόγου σας» καὶ ψευδαισθήσεις. Καὶ πεθαίνουμε.

Παναγία μου, ἕνα πρᾶγμα ἀληθινὰ μεγάλο καὶ σπουδαῖο γέννησε ἡ ἀνθρωπότητα πάνω στὴ γῆ, ὅλα τ’ ἄλλα μπροστά του εἶναι τρίχες. Ἐσὺ εἶσαι αὐτὸ Παναγία μου, εὐλογημένη ἡ ὥρα καὶ χίλιες δόξες νὰ ἔχει ὁ Πανάγαθος! Πέφτω καὶ προσκυνῶ καὶ καταφιλῶ τὰ εἰκονίσματά Σου, ἀλλὰ καὶ τῶν γονιῶν Σου τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας.

Χάρη σ’ Ἐσένα Παναγία μου ἔχουμε πιὰ εὐκαιρία ἀποκατάστασης τῆς πρότερης θέσης καὶ τῆς δόξας μας. Γεννήθηκες ὡς κόρη μόνη ἄξια, γιὰ νὰ γεννήσεις τὸν Θεὸ ποὺ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καὶ θυσιάστηκε γιὰ τὸ πλάσμα Του. Εὐτυχῶς, ἔχουμε μία δεύτερη εὐκαιρία, ἁπτή, πραγματική. Τὸ ποῦ μποροῦμε νὰ φτάσουμε ἂν τὴν ἐκμεταλλευτοῦμε, μᾶς τὸ μαρτυροῦν ἀψευδῶς οἱ Ἅγιοι, παλιοὶ καὶ σύγχρονοι – ὅποιος θέλει νὰ τὸ δεῖ, τὸ βλέπει.

Ἀλλὰ τοῦτες τὶς μέρες, Παναγία μου, βλέπω ὅτι λύσσαξε ολοτελα ὁ ἐξαποδὼ καὶ παίρνει τὰ μυαλὰ πολλῶν ἀνθρώπων. Τρέχουν σὰν φοβισμένα βουβάλια οἱ ἄνθρωποι καὶ φαίνεται μόνο τ’ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ τους. Καὶ τὰ δαιμονόσκυλα γαυγίζουν γύρω-γύρω, ὁδηγοῦν τὸ κοπάδι. Ἡ φοβισμένη ἀγέλη τρέχει καὶ τσαλαπατᾶ ὅ,τι βρεῖ μπροστά της πηγαίνοντας ὁλοταχῶς γιὰ τὸν γκρεμνό. Ἡ πτώση, πάλι ἡ πτώση… Πάντα ἡ πτώση. Πάλι ἐξουσία, πάλι φθόνος. Πάλι ἀγοράζουμε τὴ σκλαβιὰ γιὰ ἐλευθερία. Πάλι τὴν ἀνοησία γιὰ λογική. Ἀλλὰ Ἐσὺ «παράδεισε λογικέ», ἡ «πιστῶν καταυγάζουσα φρένας», ἡ «αὐγὴ τὸν νοῦν φωτίζουσα», νουθέτησε τοὺς «συληθέντας τὸν νοῦν».

Παναγία μου Ὁδηγήτρια, ὁδήγησέ μας Στὸν Υἱό Σου καὶ Θεὸ καὶ σῶσε μας!

2 σχόλια:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.