15 Ιουλ 2021

Τὸ ράσο δὲν πρέπει νὰ ἀπειλεῖ, ἀλλὰ νὰ θυσιάζεται ...

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιὸς δάσκαλος-θεολόγος
30 Αὐγούστου τοῦ 1907. Δρᾶμα. Χιλιάδες λαοῦ συγκεντρώνονται στὸ σταθμό, γιὰ νὰ ξεπροβοδίσουν τὸν Μητροπολίτη τους. «Δέσποτα μᾶς παρέλαβες λαγοὺς καὶ μᾶς ἔκανες λιοντάρια! Μένε ἥσυχος. Θὰ γίνει τὸ θέλημά σου», ἀκούγεται ἡ κραυγὴ τοῦ δημογέροντα Νίκα. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀποχαιρετᾶ ὁ λαὸς τῆς Δράμας τὸν ἐθνοϊερομάρτυρα ἐπίσκοπό του, Χρυσόστομο. Ἔφυγε ὁ φρυκτωρὸς τοῦ Γένους, πορευθεῖς στὴν Σμύρνη «γιὰ νὰ... σμίξει λεβεντιὲς μὲ ράσα Γαβριὴλ καὶ Παπαφλέσσα», ὅπως ἔψαλλε ὁ Σουρῆς στὸν «Ρωμηό» του. (π. Θεοδώρου Ζήση, «Ἐθνάρχες Ἱεράρχες», σέλ. 77).

20 Μαΐου 1825. Μοριᾶς. Ὁ Ἠλίας Φλέσσας καὶ ὁ Παναγιώτης Κεφάλας προτείνουν στὸν Παπαφλέσσα, τὸν «μπουρλοτιέρη τῶν ψυχῶν», νὰ ἀφήσει τὸ Μανιάκι καὶ νὰ ταμπουρωθεῖ ψηλότερα στὸ βουνό, γιὰ νὰ ὑπάρχει ὁδὸς διαφυγῆς, ἂν δυσκολέψουν τὰ πράγματα. Ἀπαντᾶ: « Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ μετρήσω τὸν στρατὸ τοῦ Μπραϊμη, πόσος εἶναι, ἀπὸ τὰ ψηλώματα. Ἦρθα νὰ πολεμήσω. Οὔτε τρελάθηκε ὁ Μπραϊμης νὰ χασομεράει, ἐκεῖ ποὺ ἐλπίζει νὰ κερδίσει νίκη, μὰ θὰ τραβήξει ἴσια στὴν Τριπολιτσὰ κι ἐγὼ τότε θὰ μείνω, νὰ μετράω τὰ καρφοπέταλά του. Ἂν ὅμως τὸν κρατήσω ἐδῶ στὸ Μανιάκι, γλιτώνω τὸν Μοριά, γιατί θὰ τὸν κάμω νὰ πληρώσει ἀκριβὰ τὸ αἷμα μου καὶ θὰ συλλογιστεῖ καλὰ ὕστερα νὰ μπεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ Μοριά. Καθῖστε ἐδῶ νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες». (Κ. Παπαδημητρίου, «Τελευταῖες ὧρες, τελευταία λόγια τῶν Ἀγωνιστῶν τὸ ‘21», σέλ. !59).

Πάρος, περίοδο Γερμανικῆς Κατοχῆς. Μετὰ ἀπὸ δολιοφθορὰ Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, ὁ Γερμανὸς διοικητὴς μάζεψε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐκτελέσει, ὡς ἀντίποινα, ἑκατὸν πενήντα νέους τοῦ νησιοῦ. Ἡ ἀπόφαση ἦταν τελεσίδικη καὶ παρ’ ὅλες τὶς παρακλήσεις καὶ μεσολαβήσεις δημάρχων, ἐπισκόπων καὶ ἄλλων ἐπιφανῶν τοῦ νησιοῦ, ὁ Γερμανὸς παρέμεινε ἀμετάπειστος.

Ὁ ὀσιακὴς μνήμης Γέροντας π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας, προσκάλεσε τὸν Γερμανὸ διοικητὴ καὶ τὴν ἀκολουθία του στὸ μοναστῆρι του, γιὰ νὰ τοὺς φιλοξενήσει. Τοὺς παρέθεσε πλουσιοπάροχη τράπεζα, ζήτησε τὰ ὀνόματα τῶν οἰκείων τους καὶ τέλεσε τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας, ὑπὲρ ὑγείας αὐτῶν τῶν προσώπων. Ὁ Γερμανὸς συγκινήθηκε, ἡμέρεψε, «ἀλλοιώθηκε» μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας καὶ παρακάλεσε τὸν Γέροντα Φιλόθεο νὰ τοῦ ζητήσει ὁποιαδήποτε χάρη, ἐκτὸς ἀπὸ τοῦ νὰ μὴν γίνει ἡ ἐκτέλεση τῶν δύστυχων ὁμήρων, τῶν νέων της νήσου.

Ὁ πατὴρ Φιλόθεός τοῦ εἶπε: «Πρὶν σᾶς ζητήσω ὁτιδήποτε, θέλω νὰ μοῦ δώσετε τὸν λόγο τῆς στρατιωτικῆς σας τιμῆς ὅτι θὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ». «Ἔχετε τὸν λόγο τῆς στρατιωτικῆς μου τιμῆς», ἀπάντησε ὁ Γερμανός. Τοῦ εἶπε τότε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας: «Θέλω νὰ βάλετε κι ἐμένα ἀνάμεσα στοὺς ἑκατὸν πενήντα καὶ νὰ μὲ ἐκτελέσετε πρῶτον». Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συγκλονιστικὴ πρόταση ὁ Γερμανὸς «νικήθηκε» καὶ ὑπέγραψε τὴν ἀπελευθέρωση τῶν μελλοθανάτων Παριανῶν. (Κλεῖτος Ἰωαννίδης, «Γεροντικόν του Εἰκοστοῦ Αἰῶνος»).

Κατέβασα ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τοῦ Γένους τρεῖς φωτοστέφανες μορφές. Ἡ πρώτη, ὁ ἀθάνατος Παπαφλέσσας, ἀνήκει στὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ ’21. Ἡ δεύτερη, ὁ Δράμας Χρυσόστομος, στοὺς σταυραητοὺς τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα. Ἡ τρίτη μορφή, ὁ π. Φιλόθεος, λάμπει στὰ χρόνια της γερμανικῆς θηριωδίας καὶ κατοχῆς. Καὶ οἱ τρεῖς ἀρίστευσαν, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τοῦ κλήρου στὴν πατρίδα μας. Νὰ ἐλευθερώνει διὰ τῆς θυσίας τοῦ τὸ ἐμπερίστατο ποίμνιο, νὰ «μεταμορφώνει» τοὺς λαγόκαρδους σὲ λιοντάρια, νὰ πεθαίνει σὰν τὸν Λεωνίδα στὶς «Θερμοπύλες» τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδας.

Γιατί τὰ γράφω αὐτά;

Πρῶτον, γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε τί σημαίνει ὀρθόδοξο ράσο, ἡ ἀφανὴς σημαία τοὺς ἔθνους.

Δεύτερον. Διαβάζω ὅτι ἡ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἰσηγεῖται νὰ παραπεμφθοῦν στὸ Συνοδικὸ Δικαστήριο, οἱ ἐπίσκοποι Κυθήρων καὶ Αἰτωλοακαρνανίας, διότι «δὲν τήρησαν τὰ μέτρα κατὰ τοῦ κορονοϊοῦ κατὰ τὶς ἀκολουθίες τοῦ Πάσχα». Ἡ ἀπόφαση ἐξόφθαλμα μυρίζει «ἄνωθεν» ὑπόδειξη καὶ ἐννοῶ τὴν κυβέρνηση. Προφανῶς «ἔπεσε τὸ τηλέφωνο» μὲ τὴν σαφῆ ἐντολὴ νὰ τιμωρηθοῦν οἱ δύο ἱεράρχες πρὸς παραδειγματισμὸ τῶν ὑπολοίπων.

Γνωρίζω προσωπικῶς τοὺς δύο ἐπισκόπους. Εἶναι ταπεινοί, πρᾶοι καὶ εἰρηνοποιοί, εἶναι λεβέντες, εἶναι ὀρθοδοξότατοι, ἀγαπητοὶ στὸ ποίμνιό τους, μὲ τὴν «καλὴ ἀνησυχία» γιὰ τὴν κατρακύλα τῆς πατρίδας, εἶναι μητροπολῖτες μὲ τὸ ἦθος ποὺ διέκρινε τὰ ράσα τοῦ ’21, τῶν καπεταναίων Μακεδονομάχων δεσποτάδων, τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ λαοῦ κατὰ τὴν φρικτὴ Κατοχὴ καὶ τὴν μετέπειτα ἐπίθεση τῆς ἀνταρσίας τοῦ «κόκκινου τέρατος». Ὅσοι δὲν τοὺς ξέρουν θὰ τὰ θεωρήσουν ὑπερβολικά, ὅσοι τοὺς γνωρίζουν ἐκ τοῦ σύνεγγυς, θὰ τὰ θεωρήσουν ὑποδεέστερά τῆς προσφορᾶς τους. Δὲν θὰ γράψω τίποτε γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη δίωξη. Δὲν ἔχουν ἀνάγκη ὑπερασπίσεως οἱ σεπτοὶ ἱεράρχες. «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὅρους κειμένη». Ἔπραξαν σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἀταλάντευτους καὶ ἀμετάθετους κανόνες της. «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις». Ὁ λαὸς ξέρει, βλέπει καὶ κρίνει.

Δυσμενῆ ὅμως ἐντύπωση προκαλοῦν ἀρχιερεῖς ποὺ μοιράζουν «δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ» ποινὲς σὲ πολιοὺς λευῖτες, διότι «ἐγκλημάτισαν» λειτουργώντας τὴν Κυριακή του Πάσχα ἢ ἄλλοι ποὺ «μητσοτακίζουν» ἀσυστόλως, ἐφευρίσκοντας καινὲς (ἢ κενές), «ἁμαρτίες» τοῦ τύπου "ἀνεμβολίαστος πιστός", θέτοντας, μὲ τέτοιες ἀκατανόητες παραινέσεις, σοβαρὴ ὑποψηφιότητα γιὰ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο, ὅταν χηρέψει. (Εἶναι κοινὸ μυστικὸ πὼς χωρὶς πλάτες καὶ εὔνοια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας δὲν «βαπτίζεσαι» δελφῖνος. Ὁ ἀνάδειξη στὸν «θρόνο» τῶν Ἀθηνῶν πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ πιστοποιητικὰ «καλῆς διαγωγῆς», συμπόρευσης μὲ τὴν ἐξουσία καὶ διαπιστευτήρια «προοδευτικότητας»). Ἡ ἐκκλησία, κατὰ τὸν ἀειθαλῆ ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, εἶναι «σιωπώσα παραίνεσις πρὸς τὸ καλὸ καὶ δεν ἀπειλεῖ οὔτε ἐκβιάζει. Αὐτὰ ἂς τὰ ἀφήσουν γιὰ τοὺς λαλίστατους τηλελοιμωξιολόγους καὶ τοὺς πολιτικούς.

Θὰ περιμέναμε, ὁ συγκεκριμένος ἐπισκοπικὸς ἄμβωνας, νὰ ἀστράψει καὶ νὰ βροντήξει μὲ τὸ ἴδιο σθένος, ὅταν ξεπουλιόταν ἡ Μακεδονία, ὅταν ὑπέγραφαν, οἱ προσκυνημένοι πολιτικοί, μὲ χέρια καὶ ποδάρια τὰ καταστροφικὰ Μνημόνια ποὺ βύθισαν στὴν ἀνυποληψία τὴν πατρίδα καὶ ἐδίωξαν 500.000 Ἑλληνόπουλα στὰ ξένα. (‘Ηταν ἀντίθετος μὲ τὰ συλλαλητήρια ὁ ἐν λόγῳ μητροπολίτης, θεωρώντας ὅτι ἔτσι «ἡ ἐκκλησία καταντᾶ θεραπαινίδα διαφόρων ὁμάδων, πολλὲς φορὲς ἄγνωστης ἰδεολογίας», ὅπως γράφει σὲ ἄρθρο του στὶς 31-1-2018, στὴν «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ». Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει τὸ πρῶτο ἐπεισόδιο ποὺ φιλοξενῶ στὸ παρὸν ἄρθρο).
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.