12 Ιουν 2021

Βίος Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου - Ποίημα

Ἀπό τοὺς πρώτους ἀσκητὲς ποὺ κατοίκησαν στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἦταν καὶ ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης, τὸν 9ον αιώνα μ.Χ.
Πρὶν γίνει Μοναχὸς κι ἔρθει στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἦταν στρατιωτικὸς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ κάποια μάχη μὲ τοὺς Ἀγαρηνούς, αἰχμαλωτίστηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὴν χειρότερη φυλακή τῆς τότε ἐποχῆς, τὴν λεγομένη τοῦ “Σαμαρᾶ”.
Εὐλαβὴς ὅπως ἦταν ὁ Ὅσιος, προσεύχονταν στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς φυλακῆς, ὅμως αἰσθανόταν καὶ ἔνοχος, διότι εἶχε τάξει πολλὲς φορὲς στὸν Θεὸ νὰ γίνει Μοναχός, ἀλλὰ δὲν ἔγινε.
Εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὸν Ἅγιο Νικόλαο, στὸν ὁποῖο εἶχε ἐναποθέσει ὅλες του τὶς ἐλπίδες καὶ τὸν ἐπικαλοῦνταν μὲ πολλὴ θέρμη, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὶς δυσκολίες ποὺ περνοῦσε μέσα στὴν φυλακή.
Πράγματι ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἄκουσε τὶς προσευχές του καὶ τοῦ ἐμφανίστηκε στὸ κελλί του, ἀλλὰ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει, διότι εἶχε ἀθετήσει πολλὲς... φορὲς τὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει στὸν Θεὸ ὅτι θὰ γίνει Μοναχός. Ὁ Ὅσιος ὅμως, μὲ περισσότερη ἀκόμη θέρμη, παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο νὰ τὸν βοηθήσει. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ τοῦ ἐμφανιστεῖ ὁ Ἅγιος πάλι καὶ νὰ τοῦ πεῖ τὰ ἑξῆς: “ἐπειδὴ εἶναι δύσκολο νὰ κάμψω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μόνος μου, πρέπει νὰ παρακαλέσεις καὶ τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, ὁ ὁποῖος ἔχει μεγάλη παρρησία στὸν Θεὸ καὶ δύναται νὰ δώσει λύση στὸ αἴτημά σου”.

Χωρὶς νὰ χάσει χρόνο ὁ Ὅσιος Πέτρος ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Ἅγιο καὶ Δίκαιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο καὶ νὰ τὸν παρακαλάει νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμά.

Πράγματι, μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος καὶ τὸν ρώτησε: “ἐὰν σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰ δεσμά, θὰ κρατήσεις τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσες στὸν Θεὸ ὅτι θὰ γίνεις Μοναχός;” ὁ Ὅσιος Πέτρος δεσμεύτηκε μὲ ὅρκους πλέον, ὅτι θὰ κρατήσει τὴν ὑπόσχεσή του κι ἔτσι ὁ Ἅγιος Συμεών, ἀκουμπώντας μὲ τὴν ράβδο του τὰ σιδερένια δεσμὰ τοῦ Πέτρου, τὸν ἐλευθέρωσε. Ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἄνοιξε μόνη της καὶ ὁ Ὅσιος δραπέτευσε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν φρουροί.

Χωρὶς νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κωνσταντινούπολη, μετέβηκε στὴν Ρώμη, ὅπου ἔγινε Μοναχός, κρατώντας ἔτσι τὴν ὑπόσχεσή του.

Ἀπ’ ἐκεῖ ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο μὲ ἄγνωστο προορισμό, μὴ ξέροντας ποὺ νὰ πάει νὰ μονάσει. Καθὼς καθόταν μόνος του στὸ κατάστρωμα καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος ἀπὸ τὴν κούραση, βλέπει πάλι ἐν ὀράματι τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἀλλὰ αὐτὴν τὴν φορὰ μαζὶ μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὸ ποὺ πρέπει νὰ μονάσει καὶ σὲ ποιὸν τόπο. Στὴν συνομιλία τους ἄκουσε καθαρὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ λέει στὸν Ἅγιο Νικόλαο τὰ ἑξῆς: “Εἶναι ἕνας τόπος ποὺ τὸν ἔχω διαλέξει ἀπὸ ὅλη τὴν Γῆ καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸν Υἱό μου νὰ εἶναι κλῆρος δικός μου καὶ περιβόλι μου. Μπαίνει κατὰ πολὺ μέσα στὴν θάλασσα καὶ ἔχει ὅρος ὑψηλό. Θὰ τὸν παραδώσω στὸν ἀνδρῶο μοναχισμὸ καὶ θὰ εἶναι ἄβατος γιὰ τὶς γυναῖκες. Ὅποιος μονάσει σ’ αὐτὸ τὸ Ὅρος καὶ μείνει ὅλη του τὴν ζωὴ ἐν μετανοία, ἐγὼ θὰ πρεσβεύσω γιὰ τελεία ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἐγὼ θὰ εἶμαι τροφός, ἰατρὸς καὶ παραμυθία, σύμβουλος γι’ αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουν καὶ γι’ αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει. Ἐγὼ θὰ προστατεύω αὐτὸ τὸ Ὅρος, τὸ ὁποῖο θὰ ὀνομαστεῖ Ἅγιο καὶ θὰ εἶναι περιβόλι δικὸ μου”. Αὐτὰ ἄκουσε ὁ Ὅσιος Πέτρος νὰ λέει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ ἀμέσως συνῆλθε ἀπὸ τὴν ὀπτασία. Συνεχίζοντας τὸ πλοῖο τὴν πορεία του, περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ πρὸς ἔκπληξη ὅλων τό πλοῖο σταμάτησε νὰ πλέει καὶ ἀκινητοποιήθηκε. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦτες δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ γεγονός, ὅμως ὁ Ὅσιος Πέτρος κατάλαβε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἀφοῦ ἔπεισε τὸν καπετάνιο καὶ τοὺς ναῦτες, τὸν κατέβασαν στὴν ξηρὰ καὶ τὸ πλοῖο ἀμέσως συνέχισε τὴν πορεία του. Ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε πρὸς τοὺς πρόποδες τοῦ Ἄθωνα καὶ κατοίκησε μέσα σὲ σπηλιά, ὅπου ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τρώγοντας μόνο ἄγρια χόρτα.

Οἱ μεγάλοι ἀσκητικοί του ἀγῶνες μέσα στὸ σπήλαιο, ἐπιβραβεύτηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι ἔφτασε σὲ μέτρα πνευματικῆς τελιότητος. Λίγο πρὶν τὴν ὀσιακὴ του κοίμηση, τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιος κυνηγός, στὸν ὁποῖο καὶ διηγήθηκε ὅλα τά προαναφερθέντα γεγονότα. Ὁ κυνηγὸς μὲ τὴν σειρὰ του τὰ κατέγραψε καὶ παρέδωσε τὸ χειρόγραφο (το ὁποῖο σώζεται μέχρι σήμερα σὲ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους) στοὺς πρώτους Μοναχοὺς ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ συνάζονται στὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων. Ἀργότερα ἀπ’ αὐτὸ τὸ χειρόγραφο, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὸν 14ον αιώνα, συνέγραψε τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν τιμᾶ στὶς 12 Ἰουνίου.

Τὰ ὅσα ἄκουσε ὁ Ὅσιος Πέτρος ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐπαληθεύτηκαν ὅλα, στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Τὸ Ὅρος ὀνομάστηκε Ἅγιο καὶ γέμισε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη μὲ Μοναχούς. Χτίστηκαν Μοναστήρια, Σκῆτες, Καλύβες καὶ κατοχυρώθηκε τὸ Ἄβατο μὲ Αὐτοκρατορικὰ χρυσόβουλα. Ἡ ἴδια ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος προστάτευσε αὐτὸ ἀπὸ πειρατές, Τούρκους, Γερμανοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐχθρούς. Δὲν ἔλειψε ποτὲ τὸ σιτάρι καὶ τὸ λάδι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς Παναγίας, ποὺ εἶπε ὅτι Αὐτὴ θὰ εἶναι Τροφός. Πάντα μὲ θαυματουργικὸ τρόπο γέμιζαν οἱ ἀποθῆκες τροφίμων τῶν Μονῶν, μὲ τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα. Καὶ σὰν ἀπόδειξη ὅτι πρεσβεύει γιὰ τελεία ἄφεση ἁμαρτιῶν, εἶναι ὅτι οἱ Μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος ὅταν πεθαίνουν δὲν παγώνουν, ἀλλὰ παραμένουν εὔκαμπτοι καὶ μὲ θερμοκρασία σώματος, μέχρι τὴν ἄλλη ἡμέρα ὅπου καὶ τοὺς θάπτουν στὸν τάφο.

Μέχρι σήμερα ἡ ἴδια ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, στέκεται φρουρὸς ἀπροσπέλαστος γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀλίμονο σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ τολμήσει νὰ βλάψει μὲ τὸν ὁποιονδήποτε τρόπο αὐτὸν τὸν τόπο.

agioreitika

Ποίημα - Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης:

12 Ἰουνίου

Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος στοῦ Κωνσταντίνου Πόλι,
ἕνας ἀγώνας ἱερὸς ἦν ἡ ζωή του ὅλη.

Μεγάλωσε καὶ ὁ βασιλιὰς εἰς τὸν στρατὸ τὸν βάζει,
ἦταν σοφὸς καὶ σώφρονας γ᾿ αὐτὸ τόνε θαυμάζει.

Ἔγινε τότε πόλεμος, τὸν πιάσαν οἱ βάρβαροι,
μὲ παραχώρησι Θεοῦ μαζὶ τὸν εἶχαν πάρει.

Σὲ φρούριο ἀραβικὸ τὸν εἴχανε κλεισμένο,
καὶ σὲ ἀθλία φυλακὴ βαριὰ ἁλυσοδεμένο.

Ὁ Πέτρος ἐκαταλαβε γ᾿ αὐτὰ ποὺ εἶχε πάθει,
τὸν ἑαυτόν του ἐξέταζε μὲ προσοχὴ νὰ μάθῃ.

Ἔκλαιγε καὶ μετάνιωσε γιατὶ εἶχε ἀθετήσει,
ποὺ ἔταζε ὡς μοναχὸς Θεὸν νὰ ὑπηρετήσῃ.

Ἐπέρασε πολὺν καιρὸ στὴ φυλακὴ κλεισμένος,
δὲν τὸν λυπήθηκε κανεὶς ἦν στενοχωρημένος.

Τὸν ἅγιο Νικόλαο στὴ θλίψη του τὴν τόση,
προσεύχονταν καὶ δέονταν νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ.

Στὸν ἅγιο Νικόλαο εἶπε τὴν ἁμαρτία,
τοὖπε νὰ κάνῃ προσευχή γιὰ ναὕρῃ ἐλευθερία.

Ὅταν τὸν παρακάλεσε τοῦ εἶχε πεῖ ἀκόμη,
ὅτι θὰ γίνῃ μοναχὸς στὴν ἐκκλησιὰ στὴ Ρώμη.

Μιὰ ἑβδομάδα προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνοῦσε,
μὲ πόνο καὶ μὲ δάκρυα Θεὸν παρακαλοῦσε.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εὐθὺς κοντά του τρέχει,
τοὖπε Θεοῦ ὑπόσχεσι ἔπρεπε νὰ προσέχει.

Ἀκόμα τοὖπε ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ παρακαλέσῃ,
τὸν Θεοδοχον Συμεὼν καὶ αὐτὸς νὰ μεσιτεύσῃ.

Οἱ ἅγιοι Νικόλαος καὶ Συμεὼν στὴ φυλακὴ πηγαίνουν,
ἀφοῦ τὸν ἐλευθέρωσαν οἱ τρεῖς μαζὶ πηγαίνουν.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τὸν ὁδηγεῖ στὴ Ρώμη,
τοῦ ἔδωσε στὴν πείνα του ξηροὺς καρποὺς ἀκόμη.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἰδοποιεῖ τὸν Πάπα,
ποὺ ἤτανε Ὀρθόδοξος, τοῦ Πέτρου τὰ μαντάτα.

Ὁ Πάπας τὸν ἐκούρευσε, καλόγερο τὸν κάνει,
νὰ ὑπηρετήσῃ τὸν Θεό, νὰ πάρῃ τὸ στεφάνι.

Ὁ Πέτρος τότε ἔφυγε εὐθὺς ἀπὸ τὴ Ρώμη,
σ᾿ ἕνα χωριὸ ἐγιάτρευσε καὶ ἄρρωστους ἀκόμη.

Τριάντα δύο γραμμάρια ψωμὶ ἦν ἡ τροφή του,
νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα ποτήριον μαζί του.

Καὶ εὐθὺς κατόπιν ἄραξαν σὲ ἥσυχο λιμάνι,
τὴν Παναγιὰ σὲ ὅραμα ἔβλεπε μάνι-μάνι.

Ὄμορφα ταξιδεύανε στὴ θέσι ὅμως περδίκι,
τ᾿ Ἁγίου Ὄρους ὅρια στάθηκε τὸ καΐκι.

Οἱ ναῦτες τότε ἀπόρησαν σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
τὴν ἀπορία ἔλυσε ὁ Πέτρος ἐν τῷ ἅμα.

Τοὺς εἶπε ὅτι ἔπρεπε ἐκεῖ νὰ τὸν ἀφήσουν,
κι ἐλεύθεροι οἱ ναυτικοὶ γιὰ νὰ ἀναχωρήσουν.

Οἱ ναῦτες ἐλυπηθηκαν διὰ τὴν συντροφιά του,
ποὺ ἦταν ἄνθρωπος Θεοῦ, τὸν ἤθελαν κοντά τους.

Ἀφοῦ ἐκεῖ τὸν ἄφησαν, τοὺς εἶχε εὐλογήσει,
ἐσταύρωσε τὸ πλοῖο τους, ποὖχε ἀναχωρήσει.

Ὁ Πέτρος μόνος ἔμεινε κάνει τὴν προσευχή του,
ἐβάδιζε μέσ᾿ στὰ βουνά, ἦν ὁ Θεὸς μαζί του.

Εὑρῆκε ἕνα σπήλαιο μὲ ἄγρια θηρία,
μὰ εἶχαν καὶ οἱ δαίμονες ἐκεῖ τὴν κατοικία.

Κάθισε ἐκεῖ ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του,
μέρα καὶ νύκτα δέεται, ἦν ὁ Θεὸς μαζί του.

Τὴν τόλμη, τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν ὑπομονή του,
ὁ διάβολος ταράχτηκε, πολέμησε μαζί του.

Ξεσήκωσε τοὺς δαίμονες μὲ τόξα καὶ μὲ βέλη,
νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπήλαιο, μὲ δίχως νὰ τὸ θέλῃ.

Ὁ Ἅγιος ἐσήκωσε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του,
τὴν Παναγιὰ παρακαλεῖ νὰ βρίσκεται μαζί του.

Σὰν ἄκουσαν οἱ δαίμονες ὄνομα Παναγία,
ὅλοι ἐξαφανίστηκαν καὶ ἦρθε ἡ ἠρεμία.

Καὶ πάλι προσευχήθηκε εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα,
καλὸ ἀγώνα ἀσκήσεων ἔκανε πᾶσα ἡμέρα.

Πενήντα ἡμέρες πέρασαν, ἦρθαν μὲ ἄλλο τρόπο,
οἱ πονηροὶ οἱ δαίμονες εἰς τοῦ σπηλαίου τόπο.

Στὸν Ὅσιο ὁρμήσανε γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν,
σὰν ὄφεις καὶ σὰν δράκοντες γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν.

Κάνει σημεῖο τοῦ σταυροῦ εὐθὺς στὸ πρόσωπό του,
οἱ δαίμονες ἐξαφνικὰ χάθηκαν ἀπὸ μπρός του.

Ξανὰ παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς ἐμπρός του,
σὰν πρῶτος του ἐξάδελφος καὶ λέει γιὰ καλό του.

Νὰ φύγῃ ἀπ᾿ τὸ σπήλαιο, στὸν κόσμο νὰ γυρίσῃ,
ποὺ κλαῖνε ὅλοι οἱ συγγενεῖς, νὰ τοὺς παρηγορήσῃ.

Ἀκόμα καὶ μὲ κήρυγμα κόσμο θὰ ὠφελήσῃ,
καὶ μοναστήρια ἔχει ἐκεῖ, θεάρεστα νὰ ζήσῃ.

Κλονίστηκε ὁ Ἅγιος, ταράχτηκε ἡ ψυχή του,
δύο λόγια τώρα ἄρχισε καὶ μίλησε μαζί του.

Τοῦ λέγει· ἐδῶ μὲ ἔφερε ἡ Παναγιὰ Μητέρα,
πρέπει νὰ πάρω ἄδεια νὰ φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ πέρα.

Σὰν ἄκουσε ὁ δαίμονας ὄνομα Παναγία,
εὐθὺς ἐξαφανίστηκε καὶ ἔγινε ἡσυχία.

Καὶ πάλι σὰν ἐπέρασαν ἑπτὰ περίπου ἔτη,
σὰν ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν Θεὸν στὸν Ὅσιο εἶχε ἔρθει.

Τοῦ λέγει· εἶμαι ἀρχάγγελος, Θεὸς σοῦ παραγγέλνει,
νὰ πᾶς νὰ κάνῃς κήρυγμα σ᾿ ὅλη τὴν οἰκούμενη.

Δὲν φεύγω, λέγει, ἀπ᾿ ἐδῶ ποὺ ἔχω κατοικία,
ἂν δὲν τὸ πῇ ἡ Δέσποινα, κυρία Παναγία.

Ὁ διάβολος σὰν ἤκουσε ὄνομα Παναγία,
εὐθὺς ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν κατοικία.

Ὁ Πέτρος ὁ μακάριος γνώρισε πονηρία,
ποὺ εἶχε τότε ὁ δαίμονας, μὰ καὶ ἀδυναμία.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος μαζὶ καὶ ἡ Παναγία,
ἐφάνηκαν στὸν ὕπνο του, δίνουν παραγγελία.

Τοῦ λένε· τώρα καὶ ἑξῆς διάβολο μὴ φοβᾶται,
καὶ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ θὰ τὸν περιποιᾶται.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἄγγελος φέρνει μάννα,
ὅπως τοῦ εἶπε ἡ Παναγιά, Χριστοῦ καὶ κόσμου Μάνα.

Ὁλόγυμνος ἐγύριζε τὴν γῆ τὴν εἶχε κλίνη,
τὸν οὐρανὸ γιὰ σκέπασμα ἄγγελος εἶχε γίνει.

Ὑπέμεινε τὰ λυπηρὰ στὴν ἀνθρωπίνη φύσι,
μὲ ἀνδρεία εἰς τὴν μέλλουσα ζωὴ γιὰ νὰ κερδίσῃ.

Κάποτε κάποιος κυνηγὸς πῆγε νὰ κυνηγήσῃ,
ἕνα ἐλάφι ἕτοιμος θέλησε νὰ κτυπήσῃ.

Ἡ ἔλαφος ἐστάθηκε στὸ σπήλαιο Ὁσίου,
καὶ ὁ κυνηγὸς δὲν ἔριξε βέλος τοῦ κυνηγίου.

Ὁ κυνηγὸς τὸν ἀσκητὴ εἶδε καὶ ἐφοβήθη,
τοῦ μίλησε ὁ Ὅσιος καὶ ἐπαρηγορήθη.

Ἄνθρωπος εἶμαι ἁμαρτωλός, τοῦ εἶπε, σὰν ἐσένα,
τότε τοῦ διηγήθηκε ὅσα εἶχε περασμένα.

Συγκίνησε τὸν κυνηγὸ καὶ ἤθελε μαζί του,
νὰ κάτσῃ νὰ μονάσῃ ἐκεῖ, νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.

Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος στὸ σπίτι του νὰ πάῃ,
νὰ ἐγκρατεύεται ποτὸ καὶ κρέας νὰ μὴ φάῃ.

Καὶ τὴν περιουσία σου δῶσ᾿ ἐλεημοσύνη,
σὲ ἕνα χρόνο ἔλα ἐδῶ, ἂν θέλει ὁ Θεὸς θὰ γίνῃ.

Τὸ ἔτος ὅταν πέρασε ὁ κυνηγὸς διαβαίνει,
μαζὶ μὲ δύο μοναχοὺς στ᾿ Ἅγιον Ὄρος φέρνει.

Πρῶτος πῆγε στὸ σπήλαιο ὁ κυνηγὸς κατόπι,
ἔφτασαν καὶ οἱ μοναχοί, ὅλοι Θεοῦ ἀνθρῶποι.

Τὸν ζήτησε ὁ κυνηγός, τὸν βλέπει ἀποθαμένο,
τὸ σῶμα του σὲ προσευχὴ εἶχε προσηλωμένο.

Καὶ τότε ἐλυπήθηκε ὁ κυνηγὸς καὶ κλαίει,
καὶ εἰς τοὺς δύο μοναχοὺς τὸν βίο του τοὺς λέει.

Ἦν καὶ ἀδελφὸς τοῦ κυνηγοῦ τὸν εἴχανε μαζί τους,
τὸν πείραζε δαιμόνιο στὴ συναναστροφή τους.

Ἄγγιξε τ᾿ ἅγιο λείψανο τότε ὁ δαιμονισμένος,
ὁ σατανᾶς ἐφώναζε πολὺ ἀγριεμένος.

«Πέτρε, γυμνέ, ξυπόλητε, πενήντα τρία χρόνια,
ἦν τώρα ποὺ μὲ πολεμᾶς, δὲν χόρτασες ἀκόμα;»

Οἱ ἄλλοι ὅταν ἄκουσαν δαίμονας νὰ μιλάει,
φοβήθηκαν καὶ τρόμαξαν, Θεὸς νὰ τοὺς φυλάῃ.

Σὲ λίγη ὥρα ἔλαμψε Ὁσίου λείψανό του,
καὶ βγῆκε τὸ δαιμόνιο ὡσὰν καπνὸς ἐμπρός του.

Ὁ ἄνθρωπος κάτω στὴ γῆ ἦταν σὰν πεθαμένος,
μὲ προσευχὴ τῶν μοναχῶν ἦταν θεραπευμένος.

Ὁ ἀσθενὴς τότε εὐθὺς κάνει εὐχαριστία,
στὸν ἀδελφὸ τὸν κυνηγὸ ποὺ βρῆκε θεραπεία.

Οἱ μοναχοὶ μὲ δάκρυα τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου,
τὸ πῆραν καὶ τὸ ἔβαλαν σὲ θέσι τώρα πλοίου.

Τὸ πλοῖο ἐσταμάτησε εἰς τὴν μονὴν Ἰβήρων,
οἱ μοναχοὶ μὲ σεβασμὸ ἐψάλανε τριγύρω.

Στὴν ἐκκλησία τὄβαλαν καὶ θαύματα τελοῦσε,
καὶ ἔκανε ἄρρωστους καλά, καθένα ποὺ πονοῦσε.

Ὁ κυνηγὸς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐπῆραν εὐλογία
τότε ἀπ᾿ τὸν ἡγούμενο, πῆγαν στὴν κατοικία.

Τὸ ἱερόν του λείψανο τοῦ Πέτρου τοῦ Ὁσίου,
θαύματα ἔκανε πολλὰ εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου.

Ὦ Ἀθωνίτη Ἅγιε κάνε τὴν προσευχή σου,
μὲ Πέτρο τὸν Ἀπόστολο νἄχωμε τὴν εὐχή σου.

nektar

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.