7 Μαρ 2021

Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Μεγαρεὺς (7 Μαρτίου †)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ ἀττικὴ γῆ ἀνέδειξε, σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς περιόδους, μία πλειάδα ἁγίων, οἱ ὁποῖοι λαμπρύνουν τὸ ἁγιολογικὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἀπὸ τὰ Μέγαρα, κτήτορας τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μονῆς Φανερωμένης Σαλαμίνας.
Γεννήθηκε καὶ ἔζησε τὸ δεύτερο μισό του 18ου αἰώνα στὰ Μέγαρα τῆς Ἀττικῆς ἀπὸ φτωχούς, ἀλλὰ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Ὀνομαζόταν Λάμπρος Κανέλλος καὶ ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀγρότη καὶ τοῦ οἰκοδόμου. Ἦταν νυμφευμένος μὲ μία εὐσεβῆ σύζυγο, τὴ Βασίλω, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησαν δύο παιδιά, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸ Δημήτριο. Ζοῦσαν μία ἥσυχη καὶ ἐνάρετη οἰκογενειακὴ καὶ χριστιανικὴ ζωή, στὰ δύσκολα... ἐκεῖνα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Κάποτε ὁ εὐσεβὴς χωρικὸς Λάμπρος εἶδε ἕνα παράξενο ὄνειρο, τὴν Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ ζήτησε νὰ μεταβεῖ στὸ ἀπέναντι νησί, τὴ Σαλαμίνα, γιὰ νὰ οἰκοδομήσει ἕναν ναό, στὰ σωζόμενα ἐρείπια παλαιότερου ναοῦ της. Ὁ Λάμπρος ταράχτηκε, μὲν ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία. Τὸ ὄνειρο ἐπαναλήφτηκε ἄλλες δύο φορές. Τὴν τρίτη φορὰ κατάλαβε ὅτι κάτι σοβαρὸ συμβαίνει καὶ τὸν κατέλαβε ἱερὸς φόβος. Διηγήθηκε τὸ συμβὰν στοὺς δικούς του καὶ τοὺς φίλους του, οἱ ὁποῖοι τὸν συμβούλεψαν νὰ ὑπακούσει στὴν προτροπὴ τῆς Θεοτόκου.

Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ μεταβεῖ στὴ Σαλαμίνα. Κατέβηκε στὴν παραλία τοῦ Μεγάλου Πεύκου καὶ προσπάθησε νὰ βρεῖ πλεούμενο νὰ τὸν περάσει στὴν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ νησιοῦ. Ὅμως ἦταν χειμώνας καὶ ὑπῆρχε θαλασσοταραχὴ καὶ οἱ βαρκάρηδες εἶχαν ἀποσύρει τὶς βάρκες τους στὴ στεριά. Ὁ Λάμπρος στεκόταν ἀμήχανος καὶ στενοχωρημένος στὴν ἀκτή, προσευχόμενος στὴν Παναγία νὰ τὸν βοηθήσει νὰ περάσει στὸ νησί. Τότε συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο καὶ θαυμαστὸ γεγονός. Μία γλυκιὰ φωνὴ σὰν μελωδία ἀκούστηκε: «Ρίξε τὸ πανωφόρι σου στὴν θάλασσα καὶ ἀνέβα ἐπάνω σὲ αὐτό, θὰ πλεύσεις μὲ ἀσφάλεια καὶ σῶος θὰ ἀποβιβαστεῖς στὴν ἀπέναντι ἀκτὴ τοῦ νησιοῦ»!

Γεμάτος πίστη καὶ ἄκρατη συγκίνηση ὁ εὐσεβὴς Λάμπρος ὑπάκουσε στὴ μυστηριώδη ἐντολὴ καὶ χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἅπλωσε τὴν κάπα του στὰ κύματα, ἀνέβηκε σὲ αὐτὴ καὶ σὰν σὲ σχεδία, κατάφερε νὰ διασχίσει τὸ θαλάσσιο πέρασμα καὶ νὰ φτάσει στὴ βόρεια πλευρὰ τῆς Σαλαμίνας, μὲ ἀσφάλεια καὶ χωρὶς νὰ βραχεῖ καθόλου! Βγαίνοντας στὴ στεριὰ ἀντίκρισε τὰ χαλάσματα ἐρειπωμένης παλιᾶς Μονῆς.

Ἀμέσως ἄρχισε τὸ οἰκοδομικὸ ἔργο τῆς ἀνέγερσης τοῦ ναοῦ, ὅπως τὸν πρόσταξε ἡ Παναγία. Ἀλλὰ ἀνασηκώνοντας τὶς πέτρες βρῆκε μία παμπάλαια καὶ μαυρισμένη ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὴν ὑγρασία εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, τὴν Θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς «Φανερωμένης» ἢ «Νεοφανείσας». Ὁ Λάμπρος ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα χαρᾶς, διότι συνειδητοποίησε ὅτι ἀξιώθηκε νὰ γίνει ὄργανο τῆς θείας χάριτος, ταπεινὸς ὑπηρέτης τῆς Θεοτόκου. Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ μείνει στὸν ἁγιασμένο ἐκεῖνο τόπο, νὰ γίνει μοναχὸς καὶ νὰ κτίσει Ἱερὰ Μονὴ πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπου θὰ στέγαζε τὴν Θαυματουργὸ Εἰκόνα της.

Γύρισε στὴν οἰκογένειά του καὶ διηγήθηκε μὲ δέος ὅσα βίωσε. Τὰ δύο του παιδιὰ εἶχαν μεγαλώσει καὶ δὲν εἶχαν ἀνάγκη τὴν ἀρωγή του καὶ ἡ πιστή του σύζυγος τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ γίνει μοναχός. Ὁ Λάμπρος ἀποχαιρέτησε τὴν ἀγαπημένη τοῦ οἰκογένεια καὶ ἐπέστρεψε στὴ Σαλαμίνα, ὅπου ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Λαυρέντιος.

Λαυρέντιος ἄρχισε τὶς οἰκοδομικὲς ἐργασίες τὸ ἔτος 1682. Βοηθούμενος ἀπὸ εὐσεβὴς χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς, ἔκτισε ἀρχικὰ ναό, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ στὴ συνέχεια, μὲ πολλοὺς κόπους, μία περίλαμπρη Μονή, τὴν ὁποία ἀφιέρωσε στὴν Παναγία τὴν Φανερωμένη. Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν ἦρθαν καὶ ἄλλοι μοναχοὶ νὰ ἐγκαταβιώσουν ἐκεῖ. Ὁ Λαυρέντιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Μὲ τὸν προσωπικό του ἀγώνα, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, κατέστη μία ἄρτια πνευματικὴ προσωπικότητα. Οἱ ἀρετές του, ἡ σοφία του καὶ ἁγιότητά του εἶχαν γίνει γνωστὲς στὴν εὐρύτερη περιοχή, ὅπου συνέρρεαν πλήθη πιστῶν νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Ἡ εὐλάβειά του ἐπέδρασε καὶ στὴν οἰκογένειά του. Ἡ σύζυγός του, τὸν ἀκολούθησε στὴ μοναχικὴ ζωή, ἐκάρη καὶ ἐκείνη μοναχὴ καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Βασσιανή. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς γιούς του, ὁ Ἰωάννης, μιμούμενος τὸν πατέρα τοῦ Λαυρέντιο, ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἰωακεὶμ καὶ γινόμενος διάδοχός του στὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς.

Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια ἡγουμενίας ἀποφάσισε νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἔρημο τόπο, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης. Ἀφοῦ κατέστησε ἡγούμενο τὸν Ἰωακείμ, κατευθύνθηκε πρὸς τὰ νότια της νήσου καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἀπόκρημνο καὶ δυσπρόσιτο βραχῶδες μέρος. Ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μικρὸ κελί, ὅπου τὸ ἀφιέρωσε στὸν Προφήτη Ἠλία. Λάξευσε στὸ βράχο κοίλωμα γιὰ νὰ συγκεντρώνει τὸ νερὸ τῆς βροχῆς γιὰ τὶς ἀνάγκες του καὶ τρέφονταν μὲ ἄγρια χόρτα τοῦ βραχώδους βουνοῦ. Ἐκεῖ ζοῦσε στὴ γαλήνη τῆς ἐρήμου μὲ προσευχή, νηστεία καὶ ἀγρυπνία, ψάλλοντας ἀδιάκοπα αἴνους στὸ Θεὸ καὶ εὐχαριστώντας τὴν Παναγία γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε νὰ Τὴν ὑπηρετήσει.

Ἀλλὰ οἱ πιστοὶ τὸν ἀνακάλυψαν καὶ συνέρεαν στὸ δύσβατο ἐρημητήριό του νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ ζητήσουν τὴ βοήθειά του στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς τους. Μάλιστα ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελεῖ καὶ πολλὰ θαύματα. Πλῆθος ἀσθενῶν ἔτρεχαν νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους στὸν ἅγιο ἐρημίτη. Ἐκεῖνος γεμάτος καλοσύνη δὲν ἀρνοῦνταν σὲ κανέναν τὴ βοήθειά του. Χαρακτηριστικὸ γεγονὸς εἶναι ἡ θαυματουργικὴ ἴαση ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια συζύγου Ὀθωμανοῦ ἀξιωματούχου τῶν Ἀθηνῶν. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῆς τουρκάλας ἀσθενοῦς, κλήθηκε ὁ Ἅγιος στὸ σπίτι τους στὴν Ἀθήνα, τὴν ὁποία σταυρώνοντας τὴν, τὴν θεράπευσε καὶ τὴν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ὁ Ὀθωμανὸς ἀξιωματοῦχος, μαζὶ μὲ τὶς εὐχαριστίες του, ἀπέδωσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ ἔκτασή της, τὴν ὁποία παράνομα κατεῖχε ἐκεῖνος, στὴν ἀπέναντι περιοχὴ τῆς Μεγαρίδος, στὴ θέση, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα ἀποκαλεῖται Βλυχάδα.

Ὁ τραχὺς καὶ δύσκολος ἀσκητικός του ἀγώνας ἔφθειραν τὴν ὑγεία του. Ἀσθένησε καὶ στὶς 7 (κατ’ ἄλλους στὶς 9) Μαρτίου τοῦ 1707 κοιμήθηκε εἰρηνικά, παραδίδοντας τὴν ψυχή του στὸ Θεὸ καὶ στὴν Παναγία Μητέρα Του. Ἔφυγε χωρὶς νὰ δεῖ τὴν ἁγιογράφηση τοῦ καθολικοῦ της Μονῆς, τὴν ὁποία ὁλοκλήρωσε ὁ γιὸς τοῦ Ἱερομόναχος Ἰωακείμ. Τὸ ἱερό του λείψανο τάφηκε στὸ διακονικό του καθολικοῦ του παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἢ κατ’ ἄλλη πληροφορία στὸ καθολικό του παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ, μπροστὰ στὸ Ἅγιο Βῆμα.

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φανερωμένης, σεμνύνεται γιὰ τὸν ὅσιο κτήτορά της καὶ ἔχει τὴν εὐλογία νὰ κατέχει Λείψανά του, σὲ ἀργυρὲς λειψανοθῆκες. Ἡ τιμία κάρα τοῦ βρίσκεται γιὰ προσκύνηση στὴν ἁγία πρόθεση τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μπροστὰ στὴν ὁλόσωμη τοιχογραφία του καὶ δίπλα στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης.

Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στὶς 7 Μαρτίου, τὴν ἡμέρα τῆς ὀσιακῆς τοῦ κοιμήσεως.

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.