30 Νοε 2020

Ἡρωικά καί εὐτράπελα

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός

«Βίος ἀνεόρταστος μακριά ὁδός ἀπανδόκευτος», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Ζωή χωρίς γιορτή, ἄχαρη, εἶναι δρόμος χωρίς πανδοχεῖο ἀνάπαυσης. Κάποτε ἀνθοῦσε σέ τοῦτον τόν τόπο καί ἡ εὐθυμογραφία, οἱ εὐτράπελες γραφές. Διέπρεψε σ’ αὐτό τό λογοτεχνικό εἶδος ὁ μεγάλος Δημήτρης Ψαθάς, συγγραφέας καί τοῦ συγκλονιστικοῦ «Γῆ τοῦ Πόντου», ἀλλά καί περίτεχνων εὐθυμογραφημάτων, ὅπως τό περίφημο «Ἡ Θέμις ἔχει κέφια», πού πρωτοεκδόθηκε τό 1937 καί ἔγινε ἀνάρπαστο. Ἀπό τόν πρόλογο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἀποσπῶ μία παράγραφο. «Ἐπειδή τό συγκινεῖν καί προκαλεῖν τά δάκρυα καλή καί ἅγια ἀσχολία εἶναι καί ὑψηλή τέχνη θεωρεῖται...

ἀλλά, βρέ ἀδελφέ, δέν εἶναι ἀπόλυτος ἀνάγκη τέλος πάντων, ὅλοι οἱ γράφοντες νά γράφουν διά τήν αἰωνιότητα, διά ταῦτα, ἀπό τά κέφια τῆς Θέμιδος θά προσπαθήσωμεν καί πάλιν νά ἀντλήσωμεν εὐθυμίαν, ὄχι διά νά δρέψωμεν δάφνας φιλολογικᾶς, ἀλλά μόνον ἕνα – ἔστω – χαμόγελο ἀπό τά χείλη σου, ὤ συνωφρυωμένε καί κατσούφη καί δύστροπε Ἕλλην ἀναγνώστα!». Ἴσως κατάντησα κουραστικός, ἀλλά ὀφείλω νά ἐπισημάνω τό ἑξῆς. Στό παλιό ἀνθολόγιο τοῦ Δημοτικοῦ Ε’ καί Στ’ τάξεων, πρό τοῦ 2006, ὑπῆρχε τό ὡραιότατο εὐθυμογράφημα τοῦ Δ. Ψαθά μέ τίτλο «ἡ τσάντα καί τό τσαντάκι». Τό διαβάζαμε καί σπαρταροῦσε καί τρανταζόταν ἀπό τά γέλια ὅλη ἡ τάξη. Ἐξοβελίστηκε ἀπό τά νέα. Γιατί; Προφανῶς καί ὁ Ψαθάς, ἀπό τόν ἐθνομηδενιστικό ἑσμό τοῦ Ἰνστιτούτου Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς κρίθηκε ὡς ἐθνοκεντρικός καί λογοκρίθηκε.

Τέλος πάντων, μία καί σήμερα ὁ Ἕλλην, ἔγκλειστος πιά στήν οἰκία του, κουρασμένος καί φοβισμένος, παρακολουθεῖ, ἐνεός, τά κεντρικά τρομοδελτία εἰδήσεων, «θά προσπαθήσωμεν νά ἀντλήσωμεν εὐθυμίαν», ὄχι ἀπό τά κέφια τῆς Θέμιδος, ἀλλά ἀπό τά κέφια τῆς Κλειοῦς. Ἡ Κλειώ, θυμίζω, εἶναι ἡ μούσα τῆς Ἱστορίας. Ἡ ἱστορική περίοδος ἀπό τήν ὁποία θά ἀντλήσουμε καί θά ἐρανιστοῦμε εὔθυμα γεγονότα καί ἀστεῖες διηγήσεις εἶναι ἀπό τό ἔνδοξο Εἰκοσιένα. Καί, πρός Θεοῦ, ὄχι γιά νά γελοιοποιήσουμε πρόσωπα καί γεγονότα, ἀλλά γιά νά φωτίσουμε καί μία ἄλλη πλευρά τῆς ἡρωικῆς ἐποχῆς, πολύ πιό ἀνθρώπινη. Πάντοτε οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τά πάθια καί τούς καημούς τους, ἀλλά δέν λείπει καί τό γέλιο, τό σκῶμμα, τό χιοῦμορ ἀπό τήν ζωή τους. (Ὡς γνωστόν ἡ ἀγγλική λέξη «χιοῦμορ», ἔχει ἑλληνική προέλευση, ἀφοῦ ἡ λατινική humor (umor) πού ἀποδίδει προέρχεται ἀπό τήν ἑλληνική λέξη «χυμός»). Πολύ περισσότερο ἔχουμε ἀνάγκη σήμερα ἀπό τό χιοῦμορ, πού κάποιοι ἀχρειοπράκτες «τῆς Ἑλλάδας τά κλέη, μετασχημάτισαν, σέ Ἑλλάδα πού κλαίει, εὐτελιζόμενη σέ καθημερινή βάση ἀπό ἕνα κράτος βαθιά νοσηρό».

Ξεκινᾶμε τήν περιήγηση. «Γέλωτα ἄσβεστο ἐπροξενοῦσε στόν Κολοκοτρώνη ἡ ἐνθύμησις τῆς ἐπιστολῆς φίλου τινός, ὅστις τοῦ ἔγραφε ἀπό τήν Εὐρώπη: Ἤ θά ἐλευθερωθοῦμε ἤ νά χαθῆτε». Κάποτε ὁ Γέρος τοῦ Μοριά πῆγε σέ χορό στό παλάτι. Μία κυρία τῶν Ἀθηνῶν, λεπτεπίλεπτη καί μέ καθωσπρέπει τρόπους, τοῦ πρότεινε νά καθίσει σέ καρέκλα, ἀλλά ἐπειδή ντρεπόταν, τάχα, νά πεῖ τό πρῶτο συνθετικό τοῦ ὀνόματός του, τοῦ λέει: καθίστε κύριε… Κοτρώνη. Ἀπάντα ὁ θυμόσοφος καί εὐφυέστατος Γέρος. Πῶς νά καθίσω, μωρή, ἀφοῦ μοῦ ἔκοψες τόν κῶλο;  

Στά χρόνια τῆς Τουρκιᾶς κάποιοι Μανιάτες ἀποφάσισαν νά γίνουν κουρσάροι. Ἒφτιαξαν μία φελούκα καί ἀνοίχτηκαν στό πέλαγος. Συνάντησαν ἕνα ἀγγλικό πολεμικό καί τοῦ ρίχτηκαν. Οἱ Ἄγγλοι ἔριξαν γάντζους κι ἀνέβασαν τήν φελούκα πάνω στό κατάστρωμά τους. Καί ὁ ἕνας «κουρσάρος» λέει στόν ἄλλο. «Τώρα τούς ἐπάραμεν ἤ μᾶς ἐπάρασι;». (Τό ἔμαθα ἀπό τόν ἀείμνηστο δάσκαλό μας Σαράντο Καργάκο).

Ἀναφέρει ὁ Γ. Βλαχογιάννης στήν Ἱστορική του Ἀνθολογία τό ἑξῆς: Συνέβη ὁ Κωλέττης, χωρίς βουλευτική πλειοψηφία νά κυβερνήσει. Ἡ ἀντιπολίτευση μάνιζε ἐναντίον του.

-Δέν σέ θέλουμε, δέν σέ θέλουμε, φώναζαν μία μέρα οἱ βουλευτές.

-Ἀγαπητοί μου, εἶπε γλυκοπόνηρα ὁ Κωλέττης, ἐσεῖς δέν μέ θέλετε, ἐγώ ὅμως σᾶς θέλω.

Ἔλεγαν ὅτι ἕνας Ἕλληνας δάνεισε σέ ἕναν φίλο του κάποιο ποσό. Σάν ἔληξε ἡ προθεσμία, ὁ ὀφειλέτης ἀρνήθηκε νά ἐπιστρέψει τό χρέος. Κατέφυγε ὁ δανειστής στόν Ἀλή πασά. Ὁ παραπονούμενος ὁρκιζόταν ὅτι ὄντως εἶχε δανείσει τόν φίλο του, ἐνῶ αὐτός τό ἀρνεῖτο. Ὁ Ἀλής πρόσταξε νά τούς ζυγίσουν καί τούς δύο καί τούς ἔδιωξε. Σέ τρεῖς μῆνες πρόσταξε νά ἐμφανιστοῦν καί πάλι μπροστά του καί τούς ξαναζύγισε. Ἐκεῖνος πού εἶχε χάσει τά χρήματα εἶχε λιώσει ἀπό τήν στενοχώρια του. Ὁ ἄλλος εἶχε γίνει τετράπαχος. Καί τό πλήρωσε μέ τήν κεφαλή του.

Γράφει ὁ Τρικούπης στήν Ἱστορία του, τόμος Ά, σελ. 353 (στίς σημειώσεις), τό ἑξῆς πού συνέβη τήν ἐποχή πού πολιορκεῖται ἀπό τούς Ἕλληνες, ἡ Τριπολιτσά. «Ἀκούσαντες οἱ ἐν Ἄργει τά περί τῆς εἰσβολῆς τοῦ Κεχαγιάμπεη καί θέλοντες νά βεβαιωθῶσιν ἄν οὕτως εἶχαν, ἔστειλαν τινά συμπατριώτην των, ἔφιππον, εἰς κατασκοπήν, δώσαντές τω καί γράμμα πρός τόν Δικαῖον, ἄν τόν ἀπῆντα. Ὁ σταλεῖς ἔτυχε νά εἶναι οἰνοπότης καί δέν ἔπαυσε πίνων, ἐν ὤ ὤδευε πρός τήν Κόρινθον, ἕως οὐ ἐμέθυσεν. Φθάσας δέ τήν νύκτα ἐπεσεν εἰς τήν ἐχθρικήν φυλακήν.

-“Ποίος εἶσαι”; τόν ἠρώτησε ὁ φύλαξ Τουρκαλβανός.

“Ἐγώ εἶμαι, ἀδέλφια”, ἀπεκρίθη, νομίζων ὅτι ἦτο μεταξύ φίλων. “Χριστός ἀνέστη καί τοῦ χρόνου τά κόκκινα αὐγά». Τότε ὁ φύλαξ τόν ἐξεπέζευσε καί τόν ἔφερεν ἐνώπιον τοῦ Κεχαγιάμπεη, τραυλίζοντα καθ’ ὁδόν ἐκ τῆς μέθης τά ἑξῆς. “Δόξα σοι ὁ Θεός! Τό κερδίσαμε, ἀδέλφια, τό ρωμαίικο, τό κερδίσαμε”. Ἰδών δέ τήν γενειάδα τοῦ Κεχαγιάμπεη τόν ὑπέλαβεν ὡς ἀρχιερέα καί τῷ εἶπε: “Προσκυνοῦμεν, ἀφέντη, δεσπότη”. Ἀλλά ὁ Κεχαγιάμπεης λαβῶν γνῶσιν τοῦ γράμματος, τόν ἐξέλαβεν ὡς ὑποκρινόμενον τόν μεθυσμένον καί διέταξε νά σουβλισθῆ καί νά ψηθῆ».

Ἀναφέρει Ὁ Παπαρρηγόπουλος στήν Ἱστορία του, βιβλίο ΙΔ’, τό κάτωθι περιστατικό. «Ὁ Μ. Τομπάζης διηγεῖτο ὅτι ὁ πατήρ του Νικόλαος, ἠναγκάσθη ποτέ ἐξ ἐναντίων ἀνέμων νά καταπλεύση εἰς Πύλον, ὅπου εὖρεν ἠγκυροβολημένον τόν φίλον του Λάμπρον ἐκ Σπετσῶν. Ἀμφότεροι οἰκειωθέντες πρός τόν ἀγᾶν τοῦ τόπου, προσεκλήθησαν ὑπ’ αὐτοῦ εἰς γεῦμα. Καί ἐν τῷ μέσῳ τῆς εὐωχίας εἶπεν ὁ Ὀσμανίδης τοπάρχης τόν Λάμπρον, νά τραγουδήση. Ὁ δέ ἤρχισε:

“Διψούν οἱ κάμποι γιά νερά

Καί τά βουνά γιά χιόνια

Διψᾶ καί ὁ δόλιο Ζαχαριάς

Γιά τούρκικα κεφάλια”.

Μετά τήν πρώτην αὐτήν στροφήν διέκοψε τό ἄσμα, ἴνα εἲπη πρός τόν ξενίζοντα ἀγά. “Μή σοῦ κακοφανῆ, ἀγά μου, τό τραγούδι τό λέγει”. “Δέν πειράζει, Νικόλα, ἑξακολούθει”, ἀπάντησε μειδιῶν ὁ Ὀσμανίδης».

Δημήτρης Νατσιός

δάσκαλος-Κιλκίς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.