27 Αυγ 2020

Ὁ μασκοφορεμένος ἀσπασμὸς τῶν Εἰκόνων



Γράφει ὁ Ἀναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης στὴν Romfea.gr
Δρ. pd. Θεολογίας ΑΠΘ

Σύγχρονη Εἰκονομαχία
Σὲ κεντρικὸ ναὸ μεγάλου ἀστικοῦ κέντρου ὑπάρχουν ἀναρτημένες περισσότερες ἀνακοινώσεις περὶ τῆς ὑποχρεωτικότητας εἰσόδου μὲ μάσκα παρὰ εἰκόνες.

Τοῦτο καὶ μόνο ὡς θέαμα προβάλλει ἀποκρουστικό. Εἰσέρχονται, λοιπόν, ἄνθρωποι μασκοφορούντες, ἀσπαζόμενοι τὶς εἰκόνες.

Μὲ τὴ στάση αὐτὴ φανερώνεται ὅτι βρισκόμαστε σὲ μιὰ νέα εικονομαχική περίοδο, ὅπου ἡ τιμὴ δὲν ἀποδίδεται στὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο, ἀλλὰ στὸ ὑλικὸ μέσο.

Ἔχουμε, δηλαδὴ ἐνώπιόν μας, τὴ νέου τύπου «θεολογία», ἐκείνη τῶν κλειστῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὴν περὶ εἰκόνων διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου ἀναφέρεται ρητὰ...
μαζὶ μὲ τὴν προσκύνηση καὶ ὁ ἀσπασμός.

Ὁ φραγμὸς ὅμως μεταξὺ εἰκόνας καὶ «πιστοῦ» ἀποτελεῖ φραγμὸ μετοχῆς στὸ μυστήριο τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ «εἶναι ἡ κλεῖδα τῆς ἑρμηνείας πάντων τῶν φαινομένων» (Ν.Γ.Πεντζίκης, Ἀρχεῖον, Οἱ Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1974, σ. 185).

Ἡ Εἰκονομαχία, δηλαδή, εἶναι ξεκάθαρα αἵρεση Χριστολογική. Ὁπότε, ὁ μασκοφόρος, ἔναντι τῆς εἰκόνος, «πιστὸς» βάζει ἀστερίσκους στὴν Ἐνσάρκωση.

Ἀλλάζει τὴ θεολογία, κάνοντας τὴ θεϊκὴ συγκατάβαση, μετάβαση τοπική, ἀκυρώνοντας, δηλαδή, τὸ σχετικὸ Οἶκο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου (Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ι.Μ. Ιβήρων, Ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης, Ι.Μ.Ιβήρων 2018, σ. 126).

Ἀντίθετα, ὁ μεγάλος τῶν νεοελληνικῶν μας γραμμάτων, ὁ Ν.Γ.Πεντζίκης βιώνοντας ἀληθῶς τα τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ γράφει χαρακτηριστικά:

«Τὸ κοινὸ ὅλων σῶμα, εἶναι ἡ στολὴ ποὺ ἐνεδύθη ὁ Χριστός. διδάσκοντας τὴν κοινὴ ἀνάσταση, μὲ τὴν εἰς Ἅδου Κάθοδο.

Λόγια καὶ ἰδέες πολὺ ὀλίγο βοηθοῦν τὴν κατανόηση τοῦ σώματος ὡς στολῆς Ἀναστάσεως [...]

Τὸ γεγονὸς πραγματοποιεῖται μόνο λειτουργικὰ καὶ λατρευτικὰ στὴν Ἐκκλησία.

Ἀνοίγω τὴν πύλη καὶ εἰσέρχομαι.

Ἀσπάζομαι κατὰ σειρὰ ὅλα τὰ ἅγια εἰκονίσματα.

Ἡ ἄνευ δισταγμοῦ ἀναγνώριση τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτημάτων μου, δὲν μὲ απομακραίνει, ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ φέρνει περισσότερο κοντὰ στὴν Ἐκκλησία.

Γυρνάω καὶ βλέπω τὴν φλόγα τοῦ κεριοῦ ποὺ ἄναψα κοντά σε ὅλα τ' ἄλλα στὸ μανουάλι, μπροστὰ στὸ προσκυνητάρι.

Ἀναγνωρίζω, ὅτι ἡ φτωχειά μικρή του φλόγα, ἔχει μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὸν ἥλιο της κάθε ἡμέρας».

Καὶ ὁ φαρμακοποιὸς ὁλοκληρώνει τὸν λόγο τοῦ προσευχητικά:

«Μετασχημάτισε τὸ σῶμα μου, σὲ ἐκκλησιὰ κατάφωτη, σῶμα μοναδικό, ὅπου μὲ γνώριμους ἀνταμώνω καὶ ἄγνωστους, μὲ νεκροὺς καὶ ζῶντες» (Ν.Γ.Πεντζίκης, «Ἀναφορὰ στὸ Σῶμα», περ. Εὐθύνη, τχ 208, Ἀθήνα, Ἀπρίλιος 1989, σ. 176-177).

Πόσα ὄμορφα, λοιπόν, τὰ λέγει ὁ θεσσαλονικιός δημιουργὸς καὶ πόσο ὁ ἀντίδικος στὶς μέρες μας προσπαθεῖ νὰ θεμελιώσει τὴν ἀπιστία ὡς πρὸς τὸν ἀσπασμὸ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀκόμη καὶ ἁγιογραφικῶς.

Ἐνῶ, λοιπόν, ἡ Παναγία γκρέμισε ὁριστικὰ τὸ μεσότοιχο τῆς ἔχθρας, τώρα ἐκεῖνος προσπαθεῖ -χωρὶς βεβαίως ἐλπίδα- νὰ τὸ ξαναϋψώσει, μὲ ἕναν ἄκρως «διακριτικὸ» τρόπο, προβαλλόμενο ἀπολύτως ὡς λογικοφανή, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἀκολουθεῖ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Μτθ. 4,7).

Τὸ μόνο ποὺ δὲν ἀκούσθηκε ἀκόμη, στὴν περίοδο τοῦ κορωναϊού, εἶναι ὅτι ἡ Γραφὴ λέγει πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός, «οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 52,2). Τὴν ἐπιμέρους φράση, δηλαδή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ νοηματικὴ ὁλότητα: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός».

Στὴν ἴδια συνάφεια μὲ τὴν εἰκονομαχία καὶ τὴ «θεολογία» τῶν κλειστῶν ἐκκλησιῶν τοποθετεῖται καὶ ὁ φόβος τοῦ κληρικοῦ ἐκείνου, ποὺ ἀρνεῖται νὰ δώσει τὸ χέρι του πρὸς ἀσπασμό.

Διότι, τὸ χέρι τοῦ ἱερέως δὲν ἀνήκει στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὸν Θεό. Γιὰ αὐτὸ καὶ τὸ φελώνιο, σύμφωνα μέ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δὲ φέρει μανίκια.

Γιὰ νὰ δείξει ὅτι ὁ ἱερεὺς δὲν κάνει μόνος του τίποτα, ἀλλὰ ὅλα τὰ τελεῖ διὰ αὐτοῦ, ὁ Θεὸς (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας, μτφ. Ἀντ. Γ. , ἐκδόσεις «Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991 -2η ἔκδοση-, σ. 173).

Ἀντὶ λοιπὸν πλέον νὰ ἀσπαζόμαστε καὶ νὰ λιτανεύουμε τὶς εἰκόνες γιὰ νὰ σταματήσει τὸ ποικιλόμορφο κακό, λιτανεύουμε τὴν ἀπιστία μας μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς σχετικῆς ἀπαγόρευσης (τῶν λιτανευτικών πομπῶν), γεγονὸς πρωτόγνωρο καὶ ἀντίθετο πρὸς τὴν Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἕν Ἑλλάδι, μάλιστα, ἡ Παράδοση αὐτὴ θεμελιώνεται καὶ Συνταγματικῶς. Δυστυχῶς, ὅμως ἡ πλειοψηφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς ὑποχώρησε καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κρατικὸ κέλευσμα.

Πόσο, λοιπόν, ἀπέχουν ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴν εμπερία τῆς ἁγιότητας, ὅπως ἐκείνη καταγράφεται καὶ στὸν λόγο του, προσφάτως ἀναγνωρισθέντος, ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, «ἡ Ἐκκλησία» τονίζει «εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ὅλων τῶν κτιστῶν κόσμων, θαῦμα τὸ ὁποῖον θαυμάζουν καὶ οἱ Ἄγγελοι εἰς τοὺς οὐρανούς» (Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ἀρχιμανδρίτης, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 78).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.