17 Απρ 2019

«…τόν βλάσφημο οὔτε ἡ γῆ δέν τόν δέχεται»

Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς 

«Ἄν ὑβρίσεις τήν μάνα μου καί τόν πατέρα μου σέ συγχωρῶ, ἄν βλαστημήσεις τήν Παναγία καί τόν Χριστό, δέν ἔχω μάτια νά σέ δῶ» 
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός 

Ἀποτυχημένοι διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί μέ προσόντα ἀκρίδας, ἐκκλησιομάχοι, καντιποτένιοι νεοσταλινικοί, ἡμιμαθεῖς, μετατρέπουν τήν πατρίδα σέ «ράκος ἀσθμαῖνον», σέ ρημαδιό. 
Ἄνοιξαν τίς φυλακές -ὁ νόμος τοῦ ἀπίθανου αὐτοῦ τύπου Παρασκευόπουλου- καί ἀμόλησαν στυγερούς ἐγκληματίες γιά νά συνεχίσουν τό ἔργο τους, τίς ἀνομίες τους. 
Ὁ Κουφοντίνας, τρισάθλιο ὑποκείμενο, δολοφόνος ἀμετανόητος, λές καί ὑπηρετοῦσε τήν θητεία του σέ στρατόπεδο νεοσυλλέκτων, ἔπαιρνε ἄδειες καί προκλητικά, σεργιανοῦσε γιά ψώνια στήν ἀγορά τῆς Ἀθήνας. (Καί ὁ γιός του, τό ζαγάρ’, «νά βγάζει τήν γλώσσα» στούς διαφωνοῦντες ἤ νά ἐλεεινολογεῖ καί νά εἰρωνεύεται ὅσους συμμετεῖχαν στά ἐθνικά συλλαλητήρια κατά τῆς προδοσίας τῆς Μακεδονίας μας). 
Τώρα ἑτοιμάζονται νά καταργήσουν τά ἄρθρα τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα πού ἀφοροῦν στήν κακόβουλη βλασφημία, στήν καθύβριση θρησκευμάτων καί στήν περιύβριση τῶν νεκρῶν. Καί ποιά «θεία» βλασφημοῦνται στήν πατρίδα μας; Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μας. Οὔτε ὁ Μωάμεθ οὔτε...ὁ Βούδας βλασφημοῦνται. Καί τί θά συμβεῖ; «Χαῦνοι ὀρνεοκέφαλοι (θά) βυσσοδομοῦν. Σκυλοκοῖτες καί νεκροσιτοι κι ἐρεβομανεῖς (θά) κοπροκρατοῦν τό μέλλον». (Ἐλύτης, Τό Ἄξιόν ἐστι). Ὅλα τά κατακάθια καί τά δυσώδη περιθώρια τοῦ τόπου, ἐλεύθεροι πλέον, θά βλασφημοῦν τά ὅσια καί τά ἱερά μας. Οὔτε «φύλλο συκῆς» πλέον δέν κρατοῦν οἱ ἐχθροί τοῦ σταυροῦ «ὧν ὁ Θεός ἡ κοιλία». Ἡ Ἑλλάδα μας, ἄν συνεχιστεῖ αὐτό τό κακό, ὁδηγεῖται σέ ἱστορική εὐθανασία. 
Ξεκίνησε μέ ἕνα ἅγιο Κυβερνήτη, πού τήν ἀνέστησε, πού πίστευε πώς «…ἄν ἡ παροῦσα γενεά δέν ἐνδυναμωθεῖ ἀπό ἀνθρώπους μορφωμένους ἐν καλή διδασκαλία καί μάλιστα πρός τόν κανόνα τῆς ἁγίας ἠμῶν πίστεως καί τῶν ἠθῶν μας, θά εἶναι δυσοίωνο τό μέλλον της καί ἡ διακυβέρνησίς της ἀδύνατη». (Ι. Καποδίστρια, Κείμενα, «ΟΕΔΒ», σέλ. 75). Ἡ Ἑλλάδα μας, ἡ ὁποία, διά στόματος τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, ὁμολογοῦσε ὅτι « τόν Χριστόν φοβόμαστε καί αὐτείνη ἡ θρησκεία μας λευτέρωσεν καί βγήκαμε εἰς τήν κοινωνίαν τοῦ κόσμου», αὐτή ἡ Ἑλλάδα κατασπαράσσεται, ὁδηγεῖται στόν τάφο ἀπό τά ἀπολειφάδια τοῦ μαρξισμοῦ, ἀπό τσιράκια τοῦ διαβόλου. Ποιοί; Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, πάλε ποτέ λαός ἀρχοντικός, «διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος, κατά θείαν πρόνοιαν» (ἅγιος Νεκτάριος), xλεύη τῆς Οἰκουμένης καί παλιοψάθα τῶν ἐθνῶν. Κατήργησαν τόν Ἐθνικό Ὕμνο στό δημοτικό σχολεῖο, μετέτρεψαν τήν γιορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, σέ ἀργία, «λέρωσαν» τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τό ὁποῖο κατάντησε προπαγάνδα τῆς πανθρησκείας, πρόδωσαν τήν Μακεδονία, ξηλώνουν ἀπό τήν Ἱστορία τό Εἰκοσιένα καί τόν Μακεδονικό Ἀγώνα, τί ἔμεινε γιά νά θυμίζει ὅτι τοῦτος ὁ τόπος εἶναι τῶν Ἑλλήνων; Μαγαρίζουν τήν Παράδοσή μας καί καί μένουμε μέ τά μνημόνια καί τήν ἀνικανότητά τους. Ὅλων… 
Καί ὅμως δέν πέρασαν πολλά χρόνια πού ὁ λαός μας εἶχε σέβας. Πού θεωροῦσε ἀδιανόητη τήν βλασφημία. Θά ἀναφερθῶ σέ δύο ἐπεισόδια ἀπό τήν πρόσφατη Ἱστορία μας, πού παραπέμπουν στήν ἀδυσώπητη φράση τοῦ Σεφέρη «νά νοσταλγεῖς τόν τόπο σου, ζώντας στόν τόπο σου, τίποτε δέν εἶναι πιό πικρό». Καί τόπος εἶναι οἱ ἄνθρωποι, πού κάποτε μοσχοβολοῦσαν σάν τό Τίμιο Ξύλο καί τώρα γεμίσαμε δίποδες ἀναθυμιάσεις. Τό πρῶτο εἶναι ἀπό τό ἱστορικό βιβλίο τοῦ Χρήστου Σαμουηλίδη, Κιλκισσιώτη συγγραφέα, «τό χρονικό του Κάρς», στό ὁποῖο περιγράφει τά πάθια, τούς καημούς καί τίς σφαγές τῶν Ἑλλήνων τοῦ Καυκάσου καί τήν μετεγκατάστασής τους στήν Ἑλλάδα, ὅσων γλύτωσαν ἀπό τόν αἱμοσταγῆ Κεμάλ. 
Ἡ σκηνή εἶναι ἀπό τόν ἐρχομό τῶν πλοίων γιά τό «νόστιμον ἧμαρ». «Ἐκείνη τήν στιγμή κατέφθασαν στό λιμάνι καί δύο ἄνδρες τοῦ κλιμακίου τῆς Μίσιας (=ἡ ἑλληνική ἀποστολή πού θά μετέφερε τούς πρόσφυγες στήν πατρίδα). Ὁ ἕνας βλέποντας τήν κατάσταση ἐκνευρίστηκε τόσο πολύ ὥστε ἄρχισε νά βρίζει Χριστούς καί Παναγίες. Μόλις τόν ἄκουσαν οἱ πρόσφυγες πού δέν ἦταν συνηθισμένοι οὔτε νά λένε οὔτε νά ἀκοῦνε παρόμοιες βρισιές, ἔγιναν ἔξαλλοι καί στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ὑβριστῆ, παρ’ ὅλο πού εἶδαν ὅτι ἦταν ὑπερασπιστής τους. Τόν ἅρπαξαν καί ἄρχισαν νά τόν δέρνουν ἄγρια». (σέλ. 249). 

Οἱ ἀγαθοί ἐκεῖνοι Ρωμιοί, τί ἔκαναν; Ἐφάρμοσαν τήν ἐντολή τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου: «Καν ἀκούσης τινός ἕν ἀμφόδω (=σέ δρόμο) ἤ ἐν ἀγορά βλασφημοῦντος τόν Θεόν…ράπισον αὐτοῦ τήν ὄψιν, συντριψον τό στόμα.. ἁγίασόν σου τήν χείρα» (πρός Ἀνδριάντας, α΄ ). 

Τό δεύτερο: 
«Στόν ἐπικό πόλεμο τοῦ 1940 ὅ ἑλληνικός στρατός διακρινόταν γιά τήν εὐσέβειά του. Στό μέτωπο ἡ βλασφημία εἶχε καταργηθεῖ ἀπό τούς ἴδιους τούς στρατιῶτες μας, πού ἀγωνίζονταν μέ δυνατή πίστη στόν Θεό καί κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Δυστυχῶς ὑπῆρχαν καί οἱ θλιβερές ἐξαιρέσεις. Τό πιό κάτω περιστατικό ἀποτελεῖ φοβερό δεῖγμα παραδειγματικῆς τιμωρίας ἑνός βλάσφημου. Τό διηγεῖται ὡς αὐτόπτης μάρτυρας ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Δ. Βασιλοπουλος, πού τότε ὑπηρετοῦσε ὡς λοχίας τοῦ τάγματος τῶν εὐζώνων». 

«Ἦταν ἡ 27η Δεκεμβρίου 1940, τότε πού οἱ "Ἕλληνες ἀγωνίζονταν τόν ἐνδοξότερο ἀγώνα τῆς πατρίδας. Ἡ μάχηεμαινετο στό Τεπελένι. Μεταγωγικά μετέφεραν πυρομαχικά στούς μαχόμενους. Καθ' ὅδον συναντοῦν τραυματία μετραύμα στήν κνήμη. “Κουράγιο, συνάδελφε, τοῦ λένε. Θά γυρίσουμε καί θά σέ παρουμε”. Ἐκεῖνος βλασφήμησε τό ὄνομα τῆς Παναγίας. Στό ἄκουσμα τῆς βλασφημίας ἔφριξαν οἱ στρατιῶτες, διότι ἐκεῖ ἡ βλασφημία εἶχε κοπεῖ ἐντελῶς. “Συνάδελφε, τοῦ λένε, μή βλασφημεῖς! Πές "Παναγία βόηθα". Ἀλλά ἐκεῖνος ἐξακολούθησε νά βλασφημεῖ συνεχῶς. 

Ὅταν ἐπέστρεψαν, τόν βρῆκαν πεθαμένο. Λυπήθηκαν κατάκαρδα γιά τήν ψυχή του, διότι ἔφυγε μέ αὐτόν τόν ἀμετανόητο τρόπο. Ἐπειδή δέν ὑπῆρχε ἱερέας στό σύνταγμα, ἔσκαψαν πρόχειρα μέ τίς ξιφολόγχες τους καί τόν ἔθαψαν. Ἔκαμαν τόν σταυρό τους καί ἔφυγαν. Ἄλλα μόλις ἀπομακρύνθηκαν γύρω στά εἴκοσι μέτρα, ἔρχεται μία ὀβίδα ἀπό τό Τεπελένι, τόν ξεθάφτει καί τόν πετάει δέκα μέτρα μακριά! Ἔπεσαν οἱ ἄνδρες κάτω νά προφυλαχθοῦν. Κατάλαβαν ὅτι ἡ ὀβίδα ἦταν σταλμένη γιά τόν βλάσφημο. Τόν ἔχωσαν ξανά στόν λάκκο πού ἄνοιξε ἡ ὀβίδα καί ξεκίνησαν νά φύγουν. 

Μόλις ἔφθασαν στά εἴκοσι μέτρα, ἔρχεται δεύτερη ὀβίδα καί μέ τόν ἴδιο τρόπο τόν ξεχώνει καί τόν πετά δέκα μέτρα μακριά! Τότε κατάλαβαν ὅτι τόν βλάσφημο οὔτε ἡ γῆ δέν τόν δέχεται. Τόν παράτησαν ἄταφο καί ἔφυγαν... 

Φόβος καί τρόμος τούς κατέλαβε, ὄχι μόνο αὐτούς ἄλλα ὅλο τόν ἐκεῖ στρατό. Ὁ γράφων ἦταν ἐκεῖ αὐτόπτης μάρτυρας». 
(Βιβλίο, «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ '40»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.