3 Ιαν 2019

Ὁ Ἀϊνστάϊν ὑποστηρικτὴς ἢ ἐπικριτὴς τοῦ ἀθεϊσμοῦ;

Ἡ «Ἐπιστολὴ τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἐκτέθηκε στὸν οἶκο Christie’s στὴν Νέα Ὑόρκη
Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Ὅπως ἔχουμε κατ’ ἐπανάληψη ἐπισημάνει, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της μέχρι σήμερα, ἐπὶ 20 αἰῶνες καὶ πλέον, πολεμήθηκε καὶ πολεμεῖται μὲ ἕνα πρωτοφανὲς μίσος καὶ μανία ἀπὸ τὰ ποικίλα συστήματα τῆς ἀθεΐας, εἴτε αὐτὰ ἐμφανίστηκαν ὑπὸ τὴν μορφὴ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, εἴτε τοῦ ἄθεου Οὐμανισμοῦ, εἴτε τοῦ Διαλεκτικοῦ Ὑλισμοῦ καὶ Μαρξισμοῦ, εἴτε ὑπὸ ἄλλες μορφὲς καὶ προσωπεῖα, πίσω ἀπὸ τὰ ὁποία, βέβαια, κρύβεται ὁ ἐμπνευστὴς των, ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους, ὁ διάβολος. Μεταξὺ Χριστοῦ καὶ Ἀντιχρίστου, πίστεως καὶ ἀπιστίας, ἀληθείας καὶ ψεύδους, φωτὸς καὶ σκότους, διεξάγεται ἕνας ἀδιάλειπτος καὶ τιτάνιος ἀγώνας, ὁ ὁποῖος θὰ συνεχίζεται μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Στὸν ἀγώνα αὐτὸν ἡ ἀπιστία καὶ ὁ ἀθεϊσμὸς ἀνέκαθεν στρατολόγησε ὅλα τὰ μέσα ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του. Μὲ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο στράφηκε πρὸς τὴν ἐπιστήμη, στὴν ὁποία ἀναζήτησε στηρίγματα, γιὰ νὰ δικαιωθεῖ. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ...
σπουδαιότερα ἐπιχειρήματα τὰ ὁποῖα προέβαλε ἦταν ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ὁ μεγάλος πολέμιος τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅτι οἱ μεγάλοι ἐπιστήμονες τῆς ἀνθρωπότητος μὲ τὶς ἐπιστημονικές τους ἀνακαλύψεις ἔρχονται δῆθεν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ καταρρίπτουν τὸν «μύθο περὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ».  

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς προσπάθειας θὰ πρέπει νὰ ἐντάξουμε ἕνα πρόσφατο δημοσίευμα στὴν ἐφημερίδα «Καθημερινή», (6-12-2018), μὲ τίτλο: «Ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Θεοῦ». Ὁ ὀρθότερος τίτλος θὰ ἦταν κατὰ τὴ γνώμη μας «Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀϊνστάιν περὶ τοῦ Θεοῦ», διότι ἔτσι ὅπως διατυπώνεται, τὴ θέση τοῦ Θεοῦ παίρνει ὁ ἐπιστολογράφος, φυσικὸς ἐπιστήμονας, ὁ ὁποῖος ὡς «θεός», ἀποφαίνεται γιὰ τὴν ὕπαρξη, ἢ μὴ τοῦ Θεοῦ, κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι βλασφημία. Ἀλλὰ καὶ ἀσέβεια πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ μεγάλου ἐπιστήμονα, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν χρησιμοποίησε τέτοιες ἐκφράσεις στὴν ἐπιστολή του καὶ γενικὰ στὸ ἔργο του. 

Σύμφωνα μὲ τὸ δημοσίευμα, «Τὸ ποσὸν τῶν 2,89 ἑκατ. δολαρίων ἐξασφάλισε σὲ πλειστηριασμὸ τοῦ οἴκου Christie’s ἐπιστολὴ τοῦ Ἄλμπερτ Ἀϊνστάιν, στὴν ὁποία ἐκθέτει τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὸν Θεό. Ἡ χειρόγραφη ἐπιστολή, γνωστὴ ὡς ‘Ἐπιστολὴ τοῦ Θεοῦ’, ἔκτασης 1,5 σελίδας, συντάχθηκε τὸ 1954 στὰ γερμανικὰ καὶ εἶχε παραλήπτη τὸν Γερμανὸ φιλόσοφο Ἔρικ Γκούτκιντ. Θέμα της εἶναι οἱ σκέψεις τοῦ Ἀϊνστάιν γιὰ τὸν Θεό, τὴ Βίβλο καὶ τὸν Ἰουδαϊσμό». Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ φέρεται νὰ ἔγραψε ὅτι: «Ἡ λέξη Θεὸς δὲν εἶναι γιὰ μένα τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὴν ἔκφραση καὶ τὸ προϊόν τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Ἡ Βίβλος εἶναι μία συλλογὴ ἔντιμων, ἀλλὰ ἀκόμη πρωτόγονων μύθων, ποὺ παραμένουν ἀρκετὰ παιδαριώδεις». Ὡστόσο σύμφωνα καὶ πάλι μὲ τὸ δημοσίευμα: «Ἡ φράση αὐτὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἐπιστολή, σὲ μία προσπάθεια νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Ἀϊνστάιν ὡς ἄθεος. Ὁ Γερμανὸς φυσικός, ὅμως, εἶχε δηλώσει ὅτι δὲν ἦταν ἄθεος καὶ ὅτι διαφωνοῦσε μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ του αὐτόν».

Ὑπάρχουν πολλὲς μαρτυρίες, ὅτι ὁ Ἀϊνστάιν δὲν ὑπῆρξε ἄθεος, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίδουν στὴ λέξη αὐτὴ οἱ Μαρξιστές. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα, χρησιμοποιοῦσε συχνὰ στὶς δημόσιες ὁμιλίες του τὴ λέξη Θεός. Ὑπάρχει μάλιστα καὶ ἕνα ξεχωριστὸ περιστατικὸ τῆς ζωῆς του, ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν φοιτητής, ὅπου ἀντέκρουσε σθεναρὰ καὶ μὲ ἐπιχειρήματα τὴν ἀθεΐα κάποιου καθηγητῆ του, ὁ ὁποῖος, θέλοντας νὰ περιπαίξει τὴν πίστη στὸ Θεό, Τὸν παρουσίαζε ὡς «δημιουργὸ (καὶ) τοῦ κακοῦ». Ὁ Ἀϊνστάιν τοῦ ἀπάντησε: «Τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει, κύριε, ἢ τουλάχιστον δὲν ὑπάρχει ἀπὸ μόνο του. Τὸ κακὸ εἶναι ἁπλὰ ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ σκοτάδι καὶ τὸ κρύο, μία λέξη ποὺ τὸ ἄτομο ἔχει δημιουργήσει γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἀπουσία Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸ κακό. Τὸ κακὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ συμβαίνει ὅταν τὸ ἄτομο δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παροῦσα στὴν καρδιά του. Εἶναι ὅπως τὸ κρύο ποὺ ἔρχεται, ὅταν δὲν ὑπάρχει καμία θερμότητα, ἢ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔρχεται, ὅταν δὲν ὑπάρχει κανένα φῶς» (https://www.sakketosaggelos.gr/Article/1181/)! 

Ἐπίσης ἔλεγε συχνά, προκειμένου νὰ ἐκφράσει τὸ θαῦμα τῆς παγκοσμίου ἁρμονίας καὶ τῶν αἰωνίων νόμων, ποὺ συγκρατοῦν τὸ σύμπαν ὅτι «Ὁ Θεὸς δὲν παίζει ζάρια μὲ τὸ Σύμπαν»! Σώζεται ἐπίσης μία ἀκόμη μαρτυρία γι’ αὐτὸν στὴν ὁποία ἐκφράζεται γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς σχέσεως μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ θρησκείας: «Ποτὲ δὲν βρῆκα τίποτε στὴν ἐπιστήμη μου, ποὺ νὰ μπορῶ νὰ ἀντιτάξω στὴ θρησκεία», (Ph. Frank, «Einstein, sa vie et son temps», παρὰ Εὐδοκίμωφ, «Ἡ πάλη μὲ τὸν Θεόν», σελ. 37). 

Σχετικὰ μὲ τὸ ἐρώτημα, τί εἴδους θρησκευτικὴ πίστη εἶχε ὁ Ἀϊνστάιν, μᾶς δίνει μία ἀπάντηση ὁ συντάκτης τοῦ δημοσιεύματος: «Σύμφωνα μὲ βιογραφία τοῦ Ἀϊνστάιν ἀπὸ τὸ 1996, ὁ φυσικὸς ἦταν βαθιὰ θρησκευόμενος μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν, ὅταν ‘ἐγκατέλειψε τὴν πίστη του, νιώθοντας ὅτι εἶχε πέσει θύμα ἀπάτης’. Ὁ φυσικὸς ἐπέμενε ὅτι συνέχιζε νὰ πιστεύει στὸν ‘Θεὸ τοῦ Σπινόζα’, ἀναφερόμενος στὸν Ὀλλανδὸ φιλόσοφο τοῦ 17ου αἰώνα, ὁ Ὁποῖος ἀποκαλύπτεται στὴ νομοτελειακὴ ἁρμονία τοῦ κόσμου καὶ ὄχι σὲ ἕναν Θεό, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴ μοίρα καὶ τὰ δρώμενα τῆς ἀνθρωπότητας». Σὲ ἄλλη στιγμή, ὁ Ἀϊνστάιν ἐπέκρινε τοὺς ‘φανατικοὺς ἄθεους, τῶν ὁποίων ἡ μισαλλοδοξία εἶναι ὅμοια μὲ ἐκείνη τῶν φανατικῶν θρήσκων’. Ὁ Νίκ. Σπένσερ, στέλεχος τοῦ χριστιανικοῦ ἰνστιτούτου Theos εἶπε στὴν ἐφημερίδα Guardian: ‘Ὁ Ἀϊνστάιν καταδικάζει καὶ τὶς δύο πλευρὲς στὴν ἀντιπαράθεση αὐτή. Ἡ συμπαντική του πίστη καὶ ὁ ἀπόμακρος “θεϊστής” Θεός του δὲν ταιριάζει στὰ λεγόμενα τῶν εὐσεβῶν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τῶν ἂθεων’».

Ὁ μεγάλος φυσικὸς ἐπιστήμονας ἀσκεῖ ἐπίσης δριμεία κριτικὴ καὶ στὴν ἰουδαϊκὴ περὶ Θεοῦ ἀντίληψη καὶ γενικὰ τὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία, τὴ θρησκεία τῶν πατέρων του: «Στὴν ἐπιστολή, ὁ Ἑβραῖος Ἀϊνστάιν ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευσή του μὲ τὸν Ἰουδαϊσμό. ‘Για ἐμένα, ἡ ἑβραϊκὴ θρησκεία, ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἄλλες, ἐνσαρκώνει τὶς πλέον παιδαριώδεις δεισιδαιμονίες. Ὁ ἑβραϊκὸς λαός, στὸν ὁποῖο μὲ χαρὰ ἀνήκω καὶ μὲ τοῦ ὁποίου τὸν τρόπο σκέψης σχετίζομαι, δὲν ἔχει ξεχωριστὲς ἰδιότητες ἀπὸ ἐκεῖνες ὅλων τῶν ἄλλων λαῶν’, γράφει ὁ Ἀϊνστάιν στὴν ἐπιστολή του». Νομίζουμε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει εὐστοχότερη κριτικὴ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἔτσι ὅπως αὐτὸς κατάντησε στὴν μετὰ Χριστὸν ἐποχή,  ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ Ἀϊνστάιν. 

Εἶχε ἀκόμη τὴν ἱκανότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν τόλμη νὰ ἀρνηθεῖ τὴν ἄκρως λαθεμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ ἑβραϊκὸς λαὸς δῆθεν «ἔχει ξεχωριστὲς ἰδιότητες ἀπὸ ἐκεῖνες ὅλων τῶν ἄλλων λαῶν». Ἀναμφίβολα μὲ αὐτὴ του τὴ θέση, ὄχι ἁπλὰ διαφοροποιήθηκε ἀπὸ τὴν σιωνιστικὴ ἰδέα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντέκρουσε! Γράφοντας ὅτι «ἡ ἑβραϊκὴ θρησκεία, ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἄλλες, ἐνσαρκώνει τὶς πλέον παιδαριώδεις δεισιδαιμονίες», θέλουμε νὰ πιστεύουμε ὅτι δὲν συμπεριλαμβάνει τὸ θεόπνευστο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἑπομένως δὲν ἀγγίζει τὴ δική μας Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ὁποία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὶς πίστεις τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου. Διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὶς πάμπολλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου, στὶς ὁποῖες θέλουν κάποιοι νὰ τὴν «τσουβαλιάσουν», δὲν εἶναι καν θρησκεία.

Κλείνοντας, θὰ λέγαμε ἀπὸ τὴν πλευρά μας, ὅτι θὰ ἦταν ὑπερβολὴ ἂν περιμέναμε νὰ ἔχει ὁ Ἀϊνστάιν τὴν περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη, τὴν ὁποία προφανῶς δὲν εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ποτέ. Τὸ μᾶλλον πιθανὸν εἶναι ὅτι ἡ περὶ Θεοῦ ἀντίληψη τοῦ Ἀϊνστάιν εἶναι βαθύτατα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ καὶ παρεφθαρμένο Χριστιανισμὸ τῆς Δύσεως. Δὲν ἀποκλείεται ἡ πίστη του γιὰ τὸ Θεὸ νὰ εἶχε καὶ δεϊστικὸ ὑπόβαθρο, ἀλλὰ σίγουρα δὲν ὑπῆρξε ἀρνητὴς τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸν θέλουν οἱ Μαρξιστές, οὔτε ὑποστήριξε ποτὲ ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀποδεικνύει δῆθεν τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ.

Πάντως πέρα ἀπὸ τὸ ἐρώτημα, πόσο ἄθεος, ἢ πόσο πιστὸς ἦταν ὁ Ἀϊνστάιν καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ποιότητα τῆς πίστεώς του, ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ἐδῶ, εἶναι ὅτι ὁ κορυφαῖος αὐτὸς φυσικὸς ἐπιστήμονας μὲ τὶς πρωτοποριακὲς ἔρευνές του πάνω στὴν θεωρία τῆς Σχετικότητος, ἄνοιξε νέους ὁρίζοντες στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, μὲ τὶς ὁποῖες ἐπέφερε καίριο πλῆγμα στὸν μέχρι τότε ἀκλόνητο, νόμο τῆς αἰτιότητος. 

Ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ διακεκριμένος ἐρευνητὴς καὶ θεολόγος ἀείμνηστος κυρὸς Νικόλαος Βασιλειάδης: «Ὁ νόμος τῆς αἰτιότητος, τὸν ὁποῖον ἡ ἄρνησις, [οἱ ἄθεοι Μαρξιστές], εἶχε περὶ πολλοῦ, ὑφίστατο καίριον πλῆγμα. Ἀντικαθίστατο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀβεβαιότητος. Οἱ ἄθεοι Μαρξισταὶ ἀνησύχησαν. Αἱ ἀπόψεις αὐταί, εἶπαν, ἐνθαρρύνουν τὸν… ἰδεαλισμὸν μεταξὺ τῶν φυσικῶν ἐπιστημόνων. Διὰ τοῦτο ἡ Ρωσικὴ Ἀκαδημία τῶν Ἐπιστημῶν ἀπέρριψε, ὅπως ἀναφέραμεν ἀνωτέρω, τὴν θεωρίαν τῆς Σχετικότητος, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν θεωρίαν τῶν κβάντα καὶ τὰς θεωρίας τῶν Μπὸρ καὶ Χάϊζενμπεργκ, τοὺς ὁποίους ἐχαρακτήρισεν ὡς… ‘σκοταδιστές, ἐχθρούς τῆς μαθήσεως καὶ τῆς ἐπιστήμης, ἢ μεταφυσικοὺς μπουρζουαζίας’». («Ἡ Χριστιανικὴ Πίστις στὸν Αἰώνα τῆς Ἐπιστήμης», Ἔκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι, Ἰούλιος 1997, σελ. 40). 

Ἂς μὴν προσπαθοῦν ἑπομένως οἱ λογὶς ἀθεϊστὲς τοῦ Μαρξισμοῦ νὰ τὸν «καπελώσουν» ὡς ἄθεο, ἀφοῦ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν ἀπέρριψαν ὡς «σκοταδιστὴ καὶ ἐχθρό τῆς μαθήσεως».

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 3ῃ Ἰανουαρίου 2019

1 σχόλιο:

  1. Από πότε μας απασχολεί ο Ορθολογισμός; Είχα μια σκασίλα για τον Αϊνστάιν και τον κάθε Αϊνστάιν.

    Β.Π

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.