9 Απρ 2018

Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγείγερται…

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοὺ 
Ἡ βεβαῖα πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴν λαμπροφόρο ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή Της. Τὸ μέγα καὶ ἀνεπανάληπτο αὐτὸ γεγονὸς εἶναι τὸ ἀκράδαντο θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι θεμελιωμένη καὶ ἑδραιωμένη. Τὸ Θεῖο πρόσωπο τοῦ Ἀναστάντα Ἱδρυτῆ Τῆς εἶναι ἡ ἀκατανίκητη δύναμη, ποὺ τὴ συγκροτεῖ, τὴ συντηρεῖ καὶ τὴν ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὸ σωτήριο προορισμό Της. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀποφάνθηκαν «ἐν ἐνὶ στόματι» πὼς ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀκατάπαυτη βίωση τοῦ ὑπερτάτου γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Εἶναι μία διαρκῆς συμμετοχὴ καὶ πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ζωοδόχο Τάφο τοῦ Χριστοῦ. 
Ὅμως ὑπάρχει καὶ ὁ κακόδοξος ἀντίλογος γι’ αὐτὴ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ κάνουν ὑπεράνθρωπες προσπάθειες νὰ πείσουν γιὰ τὶς... μικρονοες ἀπόψεις τους. Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ κατ’ ὄνομα χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν τὸ ὕψιστο γεγονὸς ὡς δῆθεν συμβολικὸ λόγο! Ὅλοι αὐτοὶ καλλιεργοῦν τὴν προσωπική τους «ἀδιάληπτον ὀδύνην» (Ρώμ.9,2) καὶ «τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου» (Β΄,Θέσ.1,8), διότι σφραγίζουν ἐθελούσια τους ὀφθαλμούς τους νὰ μὴν ἀντικρύσουν τὸ ἀναστάσιμο φῶς. 

Φαίνεται πὼς ἀρνητὲς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχαν καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ μάλιστα στὴν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀφιερώνει ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο στὴν Ἃ΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του, γιὰ νὰ πείσει γιὰ τὸ ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου «Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πὼς λέγουσι τινὲς ἐν ὑμὶν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν΄ εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται΄ εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἠμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν. Εὐρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὂν οὐκ ἤγειρεν, εἶπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται΄ εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται. Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαῖα ἡ πίστις ὑμῶν΄ ὅτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. Ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο. Εἰ ἐν τὴ ζωὴ ταύτη ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνο, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμὲν» (Ἃ΄Κόρ.15,12-18). 

Εἶναι ὄντως φοβερὸς ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Παραλληλα ξεχειλίζει ἀπὸ τὴ βεβαῖα πίστη του στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀποπνέοντας ἄρρητο ἄρωμα αἰσιοδοξίας. Δὲ διστάζει νὰ χαρακτηρίσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ψεύτη, ἀπατεώνα καὶ ἐλεεινὸ ἄνθρωπο ἂν τὸ κήρυγμά του ἦταν ἀπογυμνωμένο ἀπὸ τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ πίστη τοῦ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ σαρκωμένος Θεός. Εἶναι ὂ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει» (Ρώμ.8,1,4). Εἶναι ὁ Υἱός «τῆς ἀγάπης αὐτοῦ… εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως… αὐτὸς ἐστιν πρὸ πάντων, καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῶ συνέστηκε» (Κόλ.1,13-17). Φύσει Θεὸς ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Ἀρχηγὸς καὶ δοτήρ τῆς ζωῆς, ἔχοντας τὴ ζωὴ ἀφ’ ἑαυτοῦ. Ὁ θάνατος ὄχι μόνο δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴ θεία φύση Του, ἀλλὰ εἶναι τὸ φρικτὸ καὶ ὀλέθριο ἀποτέλεσμα ἀλλότριας ἐπιλογῆς τῶν κτισμάτων Του ἀπὸ τὸ δικό Του θέλημα. Κατὰ συνέπεια ἡ ἀνάστασή Του ἦταν ἡ πιὸ ἀναγκαστικὴ νομοτέλεια ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πίστη ἀπορρέει ἡ βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, διακηρύττοντας πὼς ἡ πίστη αὐτὴ«καταγγέλεται ἐν ὄλω τῷ κόσμω. Μάρτυς μου (δὲ) ἐστιν ὁ Θεός, ὢ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν τῷ εὐαγγελίω τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρώμ.1,8-9). 

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ περιγράφει μὲ τὸν πιὸ ἀπαισιόδοξο τρόπο τὴν ἄρνηση κάποιων στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἀπογυμνωμένο τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση τὸ θεωρεῖ ὄχι μόνον ἀνώφελο ἀλλὰ καὶ ἐπιζήμιο γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, διότι ἔτσι ὁ Χριστὸς ὑποβιβάζεται στὴν κατηγορία τῶν πάμπολλων ἄλλων ἱδρυτῶν θρησκειῶν, στὴν κατηγορία τῶν θνητῶν νομοθετῶν καὶ κοινωνικῶν ἀναμορφωτῶν καὶ ἡ Ἐκκλησία Τοῦ ἐντάσσεται στὶς τόσες ἄλλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Λησμονοῦν ὅμως πὼς παρὰ τὴν παρουσία πλειάδων θρησκειῶν στὸν προχριστιανικὸ κόσμο, ἡ κακοδαιμονία ἦταν ἡ μόνιμη τραγικὴ κατάσταση. «Οὐκ ἔστιν ἀλήθεια, οὐδὲ ἔλεος, οὐδὲ ἐπίγνωσις Θεοῦ ἐπὶ τῆς γής. Ἄρα καὶ ψεῦδος καὶ φόνος καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία κέχυται ἐπὶ τῆς γής, καὶ αἵματα ἀφ’ αἵμασιν μίσγουσιν» (Ὤσ.4,2. βλ. Ἤσ.1,17.Ἀμώς41.Μίχ.2,1). Ἡ θρησκεῖες δὲ μποροῦσαν νὰ προσφέρουν τίποτε τὸ οὐσιαστικὸ στὸ ταλαίπωρο ἀνθρώπινο γένος. 

Ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἦρθε στὴ γῆ νὰ ἱδρύσει μία ἀκόμη θρησκεία, ἔστω τὴν πιὸ τέλεια διότι. ὁ κόσμος εἶχε χορτάσει ἀπὸ θρησκεῖες, τελετουργικά, ἠθικιστικὲς διδασκαλίες καὶ κοινωνικὲς ἀναμορφώσεις. Δὲν ἀποζητοῦσε πιὰ νέα θρησκεία, ἀλλὰ καθολικὴ σωτηρία, τὴν ὁποία προσέφερε μόνον ὁ Χριστός. 

To γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὸ θριαμβευτικὸ πέρας τοῦ ἐπὶ γὴς σωτηριώδους ἔργου Του. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὄχι ἁπλὰ νὰ γίνει κοινωνὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ νὰ προσφέρει βοήθεια στὸν πεσόντα ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσει ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴ δίνη τοῦ κακοῦ καὶ τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Ἦρθε προπάντων νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χειρότερο ἐχθρό του, τὸν πικρὸ θάνατο, ὁ ὁποῖος κατέστη, μετὰ τὴν πτώση, νομοτέλεια στὴ θεία δημιουργία (Γέν.2,17). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θέλοντας νὰ ἐκφράσει δυναμικὰ τὸ φοβερὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἀναφώνησε: «ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος, τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρώμ.7,24). Προορισμὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἦταν ὁ Ἅδης, ἡ κοινὴ «οἰκία παντὶ θνητῶ» (Ἰώβ30,23), «τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, (ὅπου) ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Μάτθ.25,30). Ὁ ἀπαράβατος νόμος τῆς θνητότητας καὶ ὁ ἀπόλυτος προορισμὸς κάθε ἀνθρωπίνης ὕπαρξης στὸν παμφάγο Ἅδη, καθιστοῦσε τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ τραγικότερο ὂν τῆς δημιουργίας. 

Μοναδικὸ ἀντίδοτο κατέστη ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θανάτωσε τὸ δικό μας θάνατο, ἀφοὺ «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Ἃ΄Κόρ.15,26). Ὁ Χριστός «ἠμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου, γενώμενος ὑπὲρ ἠμῶν κατάρα» (Γάλ.3,13). Δηλαδὴ ὑποτάχτηκε ἐθελούσια στὴν νομοτέλεια τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ θάνατο. Δέχτηκε νὰ κατέβη στὸν ἀνήλιο τόπο τῆς βασάνου, τὸν Ἅδη, γιὰ νὰ καταλύσει τὸ αἰώνιο βασίλειό του. «Ὁ Θεὸς ἐρρύσατο ἠμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους, καὶ μετέστησεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἐν ὢ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσιν» (Κόλ.1,13). Μετὰ τὴν τιτάνια μάχη καὶ τὴν περιφανῆ νίκη Τοῦ κατὰ τοῦ Ἅδη, ἀνέστη θριαμβευτικὰ διαλύοντας τὴν ἀχλὴ καὶ τὴ σκοτοδίνη τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀνοίγοντας μία καινούρια σελίδα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. «Ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῶ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἴνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πάσα γλώσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρὸς»(Φιλιπ.2,9-11). 

Ὁ θάνατος δὲν ἔχει πιὰ καμιὰ δύναμη καὶ ἐπιβολὴ στοὺς πιστοὺς χάρη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, διότι πιστεύουμε ὄτι «ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ τῶν νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ἠμῶν» (Ρώμ.8,11). Μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμὶν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντι μὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν εκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν.5,24). Πιὸ ἐλπιδοφόρος λόγος ἀπὸ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει! Ὁ φυσικός μας θάνατος εἶναι ἕνα ἀσήμαντο πιὰ γεγονός, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει καμιὰ οὐσιαστικὴ ἐπίπτωση στὴν ὕπαρξή μας. Εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος, ὥσπου νὰ μᾶς ξυπνήσει ὁ Ἀναστημένος Κύριός μας, καθ’ ὄτι «οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (Ἰωάν.5,25)! 

Ἡ ἄρνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πιὸ ἐκφραστικὴ ὄψη τῆς τραγικότητας, τὴν ὁποία συνεχίζει νὰ βιώνει ἡ ἀποστατοῦσα ἀνθρωπότητα. Ἄνθρωποι θλιβεροί, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νὰ αὐτοαποκαλοῦνται «προοδευτικοὶ» καὶ «θεραπευτὲς τοῦ ὀρθοῦ λόγου», βασανίζονται νὰ ἀπογυμνώσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἀπὸ τὴ θεία τοῦ φύση καὶ ὡς ἐκ τούτου πασχίζουν νὰ «ἀποδείξουν» ὅτι ἡ ἔνδοξη Ἀνάστασή Του εἶναι μύθος! Στὴν πραγματικότητα ὅμως φανερώνουν τὴν ἐμμονή τους στὴν προχριστιανικὴ κακοδαιμονία καὶ ὁμολογούν τὴν πορεία τους στὸν μηδενιστικὸ ἀφανισμό. Χαίρονται νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ πέρας τοῦ βίου τοὺς εἶναι ὁ ὑγρὸς τάφος καὶ συνένοικοί τους τὰ ἀδηφάγα σκουλήκια! Πιὸ ἀκραῖος παραλογισμὸς ἀπὸ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει! Σὲ τέτοιες ἔσχατες μορφὲς κατάντιας ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ παραζάλη τῆς ἁμαρτίας! 

Ἡ πνευματική τους μυωπία τοὺς ἐμποδίζει νὰ δοῦν τὴν ὑπέρτατη κοσμοϊστορικὴ ἀνατροπὴ ποὺ συντελέσθηκε χάρις στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ νικήθηκε κατὰ κράτος ὁ διάβολος, ἡ πηγὴ καὶ ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ, «ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου» (Β΄Κόρ.4,4), ἤρθη ἀπὸ τὸν κόσμο τὸ κακὸ καὶ θεμελιώθηκε ἡ ἀτέρμονη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ.5,5), ἢ «καινὴ ἀνθρωπότης» (Ἐφεσ.2,15), ἡ νέα κοινωνία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συναδελφώσεως τῶν ἀνθρώπων, ὁ λαὸς ὁ ἅγιος «πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους» (Ἀποκ.5,9). 

Στὴ μεταναστάσιμη ἱστορικὴ περίοδο τοῦ κόσμου τὸ κακὸ ὑπάρχει καὶ διαιωνίζεται χάρη στοὺς ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐντολοδόχοι τοὺ «ἄρχοντος τοῦ κακοῦ» (Ἰωάν.16,11), δίνουν παράταση στὴν ἀνθρώπινη κακοδαιμονία. Αὐτοὶ «οὐ δύνανται ἀκούειν τὸν λόγον» τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν.8,44) καὶ «μὴ ὑπακούοντες τῷ εὐαγγελίω» (Β΄Θέσσ.1,8). Στρέφουν τὸ πρόσωπό τους ἀπὸ τὸ ἄσβεστο ἀναστάσιμο φῶς, διότι ἡ ἐκτυφλωτικὴ πνευματικὴ λαμπρότητα καταδεικνύει τὴν ὁλοσκότεινη ψυχική τους κατάσταση. 

Γιὰ μᾶς τοὺς πιστούς του ἀναστημένου Χριστοῦ δὲν τίθεται οὔτε ὡς ἁπλὴ σκέψη τὸ δίλημμα «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγείγερται» (Ἃ΄Κόρ.15,13), διότι ἡ πίστη μᾶς στον ἀναστημένο Λυτρωτὴ μας εἶναι τόσο φυσικὴ καὶ ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ὕπαρξή μας, ὅσο ἡ ἀναπνοή μας! Μαρτυροῦμε στὸ σύγχρονο ἀποστατημένο κόσμο πως «ἐν αὐτῶ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν… γένος οὒν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ» (Πράξ.17,28) καὶ κατὰ συνέπεια διακηρύττουμε μὲ σθένος πὼς καμιὰ δύναμη δὲ μπορεῖ νὰ μας «χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, (οὔτε) θλίψις ἢ στενοχωρία, ἢ διωγμός, ἢ λιμός, ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μαχαίρα… ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἠμᾶς», διότι ὂ «Χριστὸς ὁ ἀποθανῶν, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθεῖς, ὃς καὶ ἐστιν ἐν δεξιὰ τοῦ Θεοῦ… ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἠμῶν» (Ρώμ.8,34-38). 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.