4 Ιαν 2016

Σχόλιο σὲ βιβλιοκρισία ἀντορθόδοξου βιβλίου

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, 
Γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Τὰ δραματικὰ γεγονότα στὸν χῶρο τοῦ Διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καταιγιστικὰ καὶ ἔρχονται δυστυχῶς νὰ ἐπιβεβαιώσουν τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀνησυχίες μας, ὅτι ὄντως κινδυνεύει ἡ γνησιότητα τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας μας. Ἔρχονται οἱ πλέον ἐπίσημοι ἐκπρόσωποί του νὰ κηρύξουν μία ἄλλη «Ὀρθοδοξία», ὄχι αὐτὴ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων, ἀλλὰ τοῦ διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ, ἡ ὁποία θὰ στηρίζεται στὶς ποικίλες αἱρετικὲς θεωρίες του, δηλαδὴ θὰ εἶναι κράμα ἀλήθειας καὶ ψεύδους. Ἔρχονται νὰ προσαρμόσουν καὶ ἐναρμονίσουν τὴν σώζουσα διδασκαλία της μὲ τὶς πλάνες τῶν αἱρετικῶν, γιὰ νὰ γίνει ἡ πολυπόθητη «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν»!
Ἀφορμὴ γιὰ τὸ παρὸν σχόλιό μας πήραμε ἀπὸ μία ἐκτενῆ βιβλιοκριτικὴ σὲ ἕνα, κατὰ τὴ γνώμη μας, κακόδοξο βιβλίο, τοῦ γνωστοῦ καθηγητῆ τῆς Φιλοσοφίας στὸ Κολλέγιο τοῦ Τίμιου Σταυροῦ στὸ Γοῦστερ (Worcester) τῶν Η.Π.Ά, π. Παντελεήμονος Μανουσάκη, μὲ τίτλο: «Ὑπὲρ τῆς τῶν Πάντων Ἑνώσεως». Τὴ βιβλιοκριτικὴ ἔκανε ὁ κ. Νικόλαος Ἀσπρούλης, Μάστερ θεολογίας, π. Δρ. Φιλοσοφίας ΕΑΠ, Ἐπιστημονικὸς Συνεργάτης Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου καὶ...
περιοδικοῦ «Θεολογία», ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὸ Ἰστολόγιο «Άμεν». Μὲ βάση τὴν βιβλιοκριτικὴ αὐτὴ καὶ παίρνοντας ὡς δεδομένο, ὅτι αὐτὴ ἀποδίδει μὲ τρόπο ἀξιόπιστο καὶ γνήσιο τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου, θὰ προχωρήσουμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν σὲ ὁρισμένα σχόλια προκειμένου νὰ καταδειχθεῖ, πόσο ἐπικίνδυνο εἶναι καὶ σὲ ποιὲς πλάνες μπορεῖ νὰ πέσει ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν προσπαθεῖ νὰ θεολογήσει ἔχοντας ὡς ἐφόδιο καὶ ἐργαλεῖο τὴν φιλοσοφία τῆς «κενῆς ἀπάτης κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστὸν» (Κολ.2,8) καὶ μὴ ἔχοντας τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Μία ἐμπειρία  ἡ ὁποία ἀποκτᾶται διὰ τῆς ἀσκητικῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, στὸν φωτισμὸ καὶ στὴν θέωση.

Ὅπως ἀναφέρει ὁ κ. Ν. Ἀσπρούλης στὴ βιβλιοκρισία του, ὁ συγγραφέας στὸ πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου του καταπιάνεται μὲ τέσσερα θεολογικὰ ζητήματα, τὰ ἑξῆς: «τὸ ζήτημα τῆς ἄσπιλης σύλληψης τῆς Θεοτόκου, ἡ ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὸ πρωτεῖο τοῦ Πέτρου καὶ τὸ Διάταγμα τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου Unitatis Redintegratio», ποὺ καὶ τὰ τέσσερα ἀποτελοῦν αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ, ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ Παράδοση. Τὸ δεύτερο μέρος «ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μελέτες ὅπου ἐξετάζονται οἱ διαφορὲς στὸ θεολογικὸ ὕφος μεταξὺ τῶν δύο παραδόσεων, σὲ σχέση μὲ τὸν κτιστὸ καὶ ἄκτιστο χαρακτήρα τοῦ θείου φωτός, τὴ σχέση μεταξὺ θελήσεως καὶ χάριτος, μὲ ἐπίκεντρο τὴ σκέψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ καὶ Γρηγορίου Παλαμᾶ». 

Στὴ συνέχεια δίνει τὸ «στίγμα» τῶν προθέσεων τοῦ συγγραφέα: «ὁ Μανουσάκης ξεκαθαρίζει ἐξ ἀρχῆς τὴ θέση του, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἡ ὑπεράσπιση ὁρισμένης ὁμολογιακῆς ταυτότητας, ἀλλὰ ἡ διακονία τῆς ἑνότητας. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ὁ συγγραφέας διευκρινίζει ὅτι υἱοθετεῖ ἕνα εἶδος «οἰκουμενικῆς θεολογίας», (υἱοθετώντας τὸ σχετικὸ ὁρισμὸ τοῦ κορυφαίου λειτουργιολόγου R. Taft), ἡ ὁποία δίνει ἔμφαση καὶ προτεραιότητα σὲ ὅ,τι ἑνώνει καὶ ὄχι σὲ αὐτὰ ποὺ χωρίζουν»! Εἶναι ξεκάθαρος ὁ προσανατολισμός του: Παρ’ ὅτι ὀρθόδοξος κληρικός, ὁ ὁποῖος ὀφείλει, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις του κατὰ τὴ χειροτονία του, νὰ διαφυλάττει ἀκαινοτόμητη τὴν Παρακαταθήκη, τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, προτιμᾶ νὰ μὴν εἶναι «ὑπερασπιστὴς ὁρισμένης ὁμολογιακῆς ταυτότητας, ἀλλὰ τῆς διακονίας τῆς ἑνότητας». Νὰ υἱοθετεῖ μία «οἰκουμενικὴ θεολογία», ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία κακόδοξη «θεολογία», καὶ νὰ προβάλλει ὅσα εἶναι κοινὰ σὲ ὅλες τὶς «ἐκκλησίες»! Ἀπὸ κήρυκας τῆς σώζουσας Ὀρθοδόξου πίστεως, νὰ γίνει κήρυκας τοῦ συγκερασμοῦ μεταξὺ ἀλήθειας καὶ πλάνης, «μεταξὺ Χριστοῦ καὶ Βελίαλ» (Β΄ Κορ.6,15)!

Κατ’ ἀρχὴν τὰ θέματα τῆς ἄσπιλης σύλληψης τῆς Θεοτόκου, τῆς ἐκπόρευσης τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ πρωτείου τοῦ Πέτρου ἀποτελοῦν αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ τὶς ὁποῖες ἔχει ἀνατρέψει καὶ καταδικάσει ἡ Ἐκκλησία μας διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων μας οἱ ὁποῖοι μὲ τοὺς θεοφώτιστους λόγους τους ἔχουν δώσει αὐθεντικὲς ἀπαντήσεις ὥστε τὰ θέματα αὐτὰ νὰ εἶναι λελυμένα ἅπαξ διὰ παντός. Πιὸ συγκεκριμένα τὸ δόγμα περὶ τῆς ἄσπιλης σύλληψης τῆς Θεοτόκου ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο τοῦ 1895. Τὸ δόγμα τῆς ἐκπόρευσης τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀπὸ τὴν ἐπὶ μεγάλου Φωτίου Σύνοδο τοῦ 879/80, (Η΄ Οἰκουμενική). Τὸ δόγμα τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἀπὸ τὴν ὅλη λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅλη τὴν περίοδο τῆς πρώτης χιλιετίας, τὸ ὁποῖο (Συνοδικὸ πολίτευμα), ἀναγνωρίσθηκε στὴν ἐν λόγω περίοδο, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς Δυτικούς, (ἔστω καὶ παρὰ τὴν θέλησή τους), ὡς ἡ ἀνωτάτη ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκκλησιαστικὴ αὐθεντία. Ἐπίσης ἀπὸ εἰδικοὺς Κανόνες τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀναφέρονται στὸν τρόπο διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τέλος ἀπὸ τὶς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους τῶν ἐτῶν 869-870 καὶ 879-880 ἐκ τῶν ὁποίων ἡ δευτέρα, συγκληθεῖσα ἐπὶ μεγάλου Φωτίου θεωρεῖται ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική.

Ὡστόσο ὁ κ. Μανουσάκης δὲν φαίνεται νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος καὶ «ἀναπαυμένος» μὲ τὶς θεοφώτιστες αὐτὲς ἀπαντήσεις καὶ ἐπιθυμεῖ, ὑπερβαίνοντας τοὺς ἁγίους Πατέρες, καὶ βασιζόμενος στὶς φιλοσοφικές του γνώσεις νὰ δώσει καὶ αὐτὸς τὶς δικές του ἀπαντήσεις. Μὴ ἔχοντας δὲ τὸν θεῖο φωτισμὸ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐπιχειρεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὰ μυστήρια τῆς θεολογίας, μὲ ἀποτέλεσμα τελικὰ νὰ πέφτει σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις, ποὺ μᾶς θυμίζουν τὶς πλάνες τοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἐπιχειροῦσε νὰ θεολογήσει μὲ ἀνάλογο τρόπο, δηλαδὴ μὲ ἐφόδιο τὰ φιλοσοφικὰ ἀξιώματα τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση τῆς ἐποχῆς του. Πιὸ συγκεκριμένα προσπαθεῖ, τηρώντας ἴσες ἀποστάσεις ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν πλάνη τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, (ὡς δῆθεν ἀντικειμενικὸς καὶ ἀμερόληπτος κριτὴς καὶ τῶν δύο), νὰ συγκεράσει, ἢ καλύτερα νὰ «ὀρθοδοξοποιήσει» τὶς παπικὲς πλάνες μὲ ἀπίστευτους πραγματικὰ θεολογικοὺς ἀκροβατισμούς.

Δὲν θὰ μποῦμε στὴ διαδικασία νὰ ἀνατρέψουμε καὶ πάλι τὶς παραπάνω αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, διότι τὸ ἔχουμε ἤδη πράξει σὲ παλιότερες δημοσιεύσεις μας. Γιὰ ὅσους ἐπιθυμοῦν περισσότερα γύρω ἀπὸ τὶς παρὰ πάνω αἱρετικὲς διδασκαλίες, παραπέμπουμε τοὺς ἀναγνῶστες στὰ περισπούδαστα συγγράμματα τοῦ ἀειμνήστου ἀρχ. κυροῦ Σπυρίδωνος Μπιλάλη μὲ τίτλο «Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμὸς» (Τόμ. Β΄), ὡς καὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. κ. Σεραφεὶμ μὲ τίτλο «Αἱ αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ». Ἔχουμε ἐπίσης ἀναφερθεῖ καὶ στὸ περιβόητο διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ (Unitatis Redintegratio) τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδουμε τὸ ὁποῖο ἡ ἐν λόγω αἱρετικὴ Σύνοδος υἱοθετεῖ καὶ νομοθετεῖ μία καινοφανῆ, οἰκουμενιστικῶν προδιαγραφῶν, δογματικὴ διδασκαλία περὶ Ἐκκλησίας, πέρα γιὰ πέρα ξένη πρὸς τὴν δογματικὴ περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου του ὁ συγγραφέας προσπαθεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ «ὀρθοδοξοποιήσει» τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ, περὶ «κτιστοῦ Θείου Φωτὸς» καὶ περὶ «κτιστῆς Χάριτος»! Πιὸ συγκεκριμένα προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχει μία «συνθετικὴ θεώρηση τῆς αὐγουστίνειας καὶ παλαμικῆς προσέγγισης τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτήρα τοῦ θείου φωτός, μὲ ἄλλα λόγια τῆς φύσης καὶ τοῦ χαρακτήρα τῶν θεοφανειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης». Μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου βλέπει μία φαινομενικὴ ἀντίθεση, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ ὑπερβεῖ ἔχοντας «ὡς ὁδηγὸ ἕνα σημαντικὸ ρωμαιοκαθολικὸ θεολόγο τὸν Hansursvon Balthasar». Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ καταφύγει στὴν κρυστάλλινη περὶ θεώσεως καὶ περὶ τῆς φύσεως τοῦ θείου φωτὸς διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἑνὸς ἀποδεδειγμένα κορυφαίου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νὰ φθάσει σὲ ὑψηλότατα μέτρα ἀρετῆς καὶ θεώσεως καὶ εἶχε ἀξιωθεῖ τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, αὐτὸς καταφεύγει σ’ ἕναν αἱρετικὸ ρωμαιοκαθολικὸ θεολόγο. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι φθάνει σέ ἕνα αὐθαίρετο «θεολογικὸ» συμπέρασμα, ὅτι δῆθεν «οἱ δύο παραδόσεις συμφωνοῦν» ἐπειδή, αὐτὸς ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς «Θεοφάνειες» εἶναι ὁ Θεός, ἀνεξάρτητα ἂν φανερώνεται μὲ κτιστὰ ἢ ἄκτιστα μέσα! Ἔτσι, κατ’ οὐσίαν, ἀπορρίπτει τὴν Θεολογία τῶν Ἡσυχαστῶν Πατέρων καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Συνόδων 1341, 1347, 1351, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ τελευταία θεωρεῖται, στὴ συνείδηση τῆς  Ἐκκλησίας μας, ὡς ἡ Θ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος!

Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καὶ μέσα στὰ πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου νὰ ἀναπτύξουμε καὶ νὰ παραθέσουμε τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, σχετικὰ μὲ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν γραφεῖ τόμοι ὁλόκληροι. Περιοριζόμαστε ἁπλῶς νὰ παραθέσουμε, (καὶ μὲ αὐτὴ τὴν παράθεση κλείνουμε), ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν πραγματεία τοῦ ἐν λόγω θεοφόρου Πατέρα, μὲ τίτλο «Ὅτι Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνος εἰσὶν οἱ διχοτομοῦντες», στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἄκτιστον, τόσον τῆς φύσεως ὅσον καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ θεοπρεπῆς διάκρισις μεταξὺ αὐτῶν:

«Ἀλλὰ τὶς ἂν ἀπαριθμῆσαι τὸ πάσας τὰς τῶν ἁγίων φωνᾶς, δι’ ὧν καὶ τῇ τοῦ Θεοῦ οὐσία καὶ ταῖς τοῦ Θεοῦ δυνάμεσι καὶ ἐνεργείαις τὸ ἄκτιστον προσμαρτυρεῖται καὶ τὸ διαφέρειν πρὸς ἀλλήλας δείκνυται, καὶ μίαν εἶναι ταῦτα πάντα, θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρίσταται, συνιόντα εἰς ἐν ὡς ἄκτιστα, μᾶλλον δὲ συνειλημμένως τὲ καὶ ἑνιαίως ἐξ’ ἀϊδίου ὄντα καὶ περὶ ἑκάστην ἐπίσης τῶν ἁγίων ὑποστάσεων, ὡς ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἐδίδαξε, θεωρούμενα τὲ καὶ θεολογούμενα καὶ μίαν καὶ ἴσην καὶ τὴν αὐτὴν καὶ τελείαν τὴν τοῦ Θεοῦ θεότητα δεικνύναι;» (ΕΠΕ, 3,462).

Μεταφράζουμε: «Ἀλλὰ ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαριθμήσει ὅλα τὰ χωρία τῶν ἁγίων, τὰ ὁποία μαρτυροῦν, ὅτι τὸ ἄκτιστο ἀναφέρεται τόσο στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ στὶς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, καὶ φαίνεται ἡ διαφορὰ μεταξύ τους καὶ γίνεται φανερό, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι μία θεότης τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνερχόμενα εἰς ἕνα, ὡς ἄκτιστο, μᾶλλον δὲ συνημμένα καὶ ἑνωμένα ἀϊδίως καὶ ἐξ’ ἴσου μὲ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἅγιες ὑποστάσεις, ὅπως ἐδίδαξε ὁ μέγας Ἀθανάσιος, θεωρούμενα καὶ θεολογούμενα καὶ ποὺ δείχνουν μία καὶ ἴση καὶ τέλεια τὴν θεότητα τοῦ Θεοῦ;».

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.