18 Οκτ 2014

Ἐλπίδα ἀναστάσεως ἢ ἀπαρχὴ αἰωνίου κολάσεως;

Γράφει  π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Γ' Λουκᾶ (Λουκ. Ζ' 11-16)
Δὲν θὰ ὑπάρξει ποτὲ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἀντιμετωπίσει τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου μέσα στὸν κύκλο τῶν φίλων καὶ συγγενῶν του, ἕως ὅτου θὰ ἔλθει ἡ ὥρα καὶ ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θὰ βρεθεῖ καὶ ὁ ἴδιος πρόσωπο πρὸς πρόσωπο μὲ τὸν ἀνεπιθύμητο αὐτὸ ἐπισκέπτη. 
Ἀλλὰ καὶ μόνο οἱ σκέψεις αὐτὲς παγώνουν τὴν καρδιά μας καὶ ἕνα κύμα λύπης καὶ ἀθυμίας καλύπτει τὴν ὅλη ὕπαρξή μας. Καὶ δικαιολογημένα. Δικαιολογημένα, ἀφοῦ ὁ θάνατος εἶναι κάτι τὸ ἀφύσικο. Εἶναι κάτι μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβιβαστεῖ, καὶ τοῦτο διότι ἐξ' ἀρχῆς ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ζωὴ καὶ ὄχι γιὰ τὸν θάνατο. 
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἀσυμβίβαστό το ἀνθρώπου μὲ τὸν μεγαλύτερό του ἐχθρό, τὸν θάνατο, τὸ βλέπουμε στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ τόσο ρεαλιστικὰ ἀλλὰ καὶ μὲ πνοὴ νικηφόρα καὶ θριαμβευτική μας περιγράφει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. 
Ἡ χαρούμενη συνοδεία τοῦ Χριστοῦ, τῶν μαθητῶν του καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀκολουθοῦσαν, συναντιέται “ὡς ἤγγισε τὴ πύλη τῆς πόλεως” μὲ μιὰ ἄλλη συνοδεία. Μὲ μιὰ συνοδεία ποὺ στὰ μάτια ὅσων ἀκολουθοῦσαν ἀποτυπωνόταν ὅλο τό....
δράμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως μετὰ τὴν παρακοή. Στὴ μιὰ συνοδεία, κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Ὁ Κύριος τς ζωῆς, καὶ στὴν ἄλλη τὸ θύμα τοῦ θανάτου, ὁ “τεθνηκῶς υἱὸς μονογενὴς τὴ μητρὶ αὐτού”. Ἀλλ' ἐνῶ ὁ ἄψυχος υἱὸς “ἐξεκομίζετο”, ἕνα ἄλλο τραγικὸ πρόσωπο ποὺ τὸν συνόδευε, ἡ μητέρα του μὲ τὴν παρουσία της, σερνάμενη πίσω ἀπὸ τὸν νεκρό της μονογενῆ, μεταβαλλόταν σὲ πολλαπλασιαστῆ τῆς λύπης καὶ τοῦ ὀδυρμοῦ. Τώρα πλέον ὡς χήρα ποὺ ἦταν ἀπὸ πρίν, δὲν θὰ εἶχε κανέναν νὰ τὴ στηρίξει στὴν ζωὴ καὶ νὰ τὴ συντροφεύσει στὰ σκληρὰ γεράματα ποὺ σιγὰ σιγὰ θὰ ἔρχονταν ἐπάνω της. 
Ὅσο σκληρὸς καὶ ἂν εἶναι κανεὶς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ λυγίζει μπροστά σε τέτοια περιστατικά. Ὅταν μάλιστα σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ καθημερινότητα ποὺ ζοῦμε εἶναι μεστὴ τέτοιων ὀδυνηρῶν γεγονότων, τότε, ἐὰν τοῦ λείπει ἡ πίστις, θὰ καταντήσει εἴτε στὸ ἄκρο τῆς ἀναλγησίας, εἴτε στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς ἀπελπισίας. Κινδυνεύει νὰ πέσει στὸ βάραθρο τοῦ μαρασμοῦ καὶ τῆς ἀπογοητεύσεως καὶ τὸ ἀκόμα χειρότερο νὰ ἐπιλέξει τὴν ζοφερὴ κατάσταση τοῦ ἐκμηδενισμοῦ. 
Μακριὰ ὅμως ἀπὸ ἐμᾶς τέτοιες καταστάσεις ποὺ ἀρρωσταίνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ διὰ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἀπιστίας τὸν ὁδηγοῦν στὸν τάφο “πρὶν ἔλθει ἡ ὥρα τού”. 
Ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ χριστιανοί, ὅλα τα θλιβερὰ περιστατικά, πόσο μᾶλλον τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὴν ἐλπίδα ποὺ οἰκοδομεῖται στὸ ἀραγὲς θεμέλιό τς πίστεως. Γι' αὐτὸ καὶ μὲ διάθεση μαθητείας καὶ πνεῦμα ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης παρακολουθοῦμε τὰ ὅσα μᾶς περιγράφει τὸ εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα. “Και ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτὴ καὶ εἶπεν αὐτή• μὴ κλαῖε”. Ἀλλά, ὑπάρχει ἔστω καὶ ἡ ἐλαχίστη ἀμφιβολία περὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου; Ἀκόμα κι ὅταν τὰ πράγματα φαίνονται κατ' ἄνθρωπον νὰ ἐξελίσσονται διαφορετικὰ ἀπ' ὅ,τι κανεὶς ἀναμένει, εἶναι δυνατὸν ὁ Ἰησοῦς νὰ παύει νὰ μᾶς πονᾶ, νὰ μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καὶ φυσικὰ νὰ μᾶς ἐνισχύει; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγνοεῖ ποῖο εἶναι τὸ συμφέρον μας στὴν κάθε περίσταση; Ἀλλοίμονο ἀδελφοί μου ἐὰν ὁ ὄγκος τῆς θλίψεως ποὺ κάθε φορᾶ ἀντιμετωπίζουμε, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ νὰ προσδώσουμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τέτοιου εἴδους κατηγορία. Γι' αὐτὸ καὶ ἀφοῦ τὴν προτρέπει τὴν χαροκαμένη μητέρα νὰ παύσει νὰ κλαίει, εὐθὺς ἀμέσως “ἤψατο τῆς σοροῦ• οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε• νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι”. Νέε μου, σ' ἐσένα μιλάω. Σήκω! 
Αὐτὸ ἦταν. Δὲν θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ συμβεῖ διαφορετικὰ ἀφοῦ προστάζει ὁ παντοκράτωρ, “ζωῆς ὁ κυριεύων καὶ τοῦ θανάτου”! Καὶ ὁ ἱερὸς Λουκᾶς μὲ τὴν ὀξυτάτη ἰατρικὴ του παρατηρητικότητα, σημειώνει: “Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τὴ μητρὶ αὐτο”! 
Τὸ κύμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ “νεανίσκου” πλημμύρισε τὴν καρδιὰ τῆς μητέρας του ἀλλὰ καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ παρευρίσκονταν ἐνώπιόν το συγκλονιστικοῦ καὶ ἀναπάντεχου αὐτοῦ γεγονότος. Τοῦ γεγονότος ποὺ μαζὶ μὲ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, φανερώνει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι παρὰ ἕνα προσωρινὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ναί, προσωρινό, ἀφοῦ ὄχι μόνο “προσδοκοῦμεν ἀνάστασιν νεκρών”, ἀλλὰ “καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰώνος”. 
Δόξα τῷ Θεῶ, ὁ θάνατος, τὸ ὄντως φοβερὸ αὐτὸ γεγονὸς δὲν εἶναι παρὰ κάτι τὸ προσωρινό, καὶ τοῦτο διότι διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἀθάνατος. 
Ἔρχεται καὶ γι' αὐτὸν τὸ τέλος του. Ὅμως σημασία δὲν ἔχει ὁ θάνατος τοῦ σώματος ἀλλὰ ὁ “θάνατος τῆς ψυχής”. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ δὲν πεθαίνει, ὄχι βεβαίως ἀπὸ δική της ἱκανότητα, ἀλλὰ διότι ἔτσι τὴν δημιούργησε ὁ Τριαδικὸς Θεός, μὲ τὸν ὄρο “θάνατος τῆς ψυχής” δὲν ἐννοοῦμε παρὰ τὴν ἁμαρτία ἡ ὁποία τελικῶς ἀποξενώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν δημιουργό της μὲ ὅλες βεβαίως τὶς φοβερὲς συνέπειες ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. 
Τὸ πῶς τώρα ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ ἀναπόφευκτο γεγονὸς τοῦ θανάτου, τοῦτο ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὸ ἐπίπεδό το πιστεύω του ἢ τῆς ἀπιστίας του. 
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποδεχθεῖ τὴν χάρη καὶ ἔχει λάβει τὴν εὐλογία νὰ ἐκτρέφει μέσα στὴν ὕπαρξή του τὴν πίστη πρὸς τὸν Χριστό, ἐὰν δηλ. πιστεύει ἀλλὰ καὶ ἐφαρμόζει ὂλ' αὐτὰ τὰ ὁποῖα διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τὸ ἀναμένει εἰρηνικώς. Τὸ ἀναμένει χωρὶς σύγχυση καὶ ταραχή, γνωρίζοντας ὅτι ἡ μὲν ψυχὴ θὰ μεταφερθεῖ ὑπὸ τοῦ φύλακος Ἀγγέλου στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ κατόπιν θὰ καταταγεῖ ἐκεῖ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος προετοιμάστηκε καθ' ὅλη τὴ ζωή του, τὸ δὲ σῶμα θὰ τὸ καλύψει ἡ γῆ “ἐξ' ἧς ἐλήφθη”. 
Ἐὰν ἀντιθέτως ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ἔχει περάσει στὸ ἀπέναντι στρατόπεδο τοῦ ἐχθροῦ, ἐὰν δηλ. εἶναι ἄθεος καὶ ἄπιστος – ὢ τῆς ἀνοησίας του - τότε παρὰ τοὺς ἐξωτερικοὺς καὶ θεατρινίστικους παλικαρισμοὺς ποὺ ἐπιδεικνύει στὸ περιβάλλον του, ἐπὶ τῆς οὐσίας τρέμει σὰν τὸ φθινοπωρινὸ φύλλο στὴ σκέψη ὅτι ὁσονούπω τὸ δρέπανον τοῦ θανάτου θὰ τοῦ θερίσει τὴν ζωή. 
Καὶ βεβαίως τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ μιὰ φοβερὴ πραγματικότητα, ἀφοῦ τὸ θεοτευκτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα, ἐξευτελισμένο καὶ βασανισμένο ἀπὸ τὴν ποικίλη ἁμαρτία ποὺ περιλαμβάνει ἡ ἀθεΐα, καὶ ξεχειλισμένο ἀπὸ τὸ μίσος κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς σαρακοφαγωμένο ροῦχο καὶ ὡς μολυσμένο ἱμάτιο θὰ πεταχθεῖ, νεκρὸ πλέον μέσα στὸν κλίβανο καὶ στὴν φωτιὰ τοῦ ἀποτεφρωτήρα ἡ ὁποία προφανῶς προεικονίζει καὶ τὰ βάσανα ποὺ ἀναμένουν τὴν ψυχή.  
Ἀπὸ πολλὰ σημεῖα κρίνεται ἡ ὅλη στάση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντί της μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁπωσδήποτε ὅμως, ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀντιμετώπισίς του εἶναι ἕνα κριτήριο ὄχι μόνο γιὰ τὸ τί ἀναμένει τὴν ψυχὴ μετὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἡ ἐπιλογὴ τῆς τελευταίας κατοικίας κατὰ τὸν εὐλογημένο τρόπο τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ πάντων των Ἁγίων, ἢ ἀντιθέτως ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἀποτέφρωσης, ἀποκαλύπτει τὴν σοβαρότητα ἢ τὴν ἀνοησία μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος κατέγραψε τὸν βίον του καὶ τὴν πολιτεία του σὲ αὐτὴ τὴν μοναδικὴ καὶ ἄνευ ἄλλης εὐκαιρίας ζωή. Θὰ λέγαμε ὅτι ἡ ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο τῆς τελευταίας πράξεως ποὺ θὰ ἐφαρμόσουν στὸ ἄψυχο σῶμα του οἱ ἄλλοι, ἀποτελεῖ καὶ τὴν ὑπογραφὴ εἴτε γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, εἴτε τὴν αὐτοπαράδοση στὰ φοβερὰ τελώνια ποὺ μὲ θανάσιμο μίσος προσπαθοῦν νὰ ἀποσπάσουν τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὸ σκοτεινὸ καὶ ὀδυνηρό τους βασίλειο. 
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς ὁ στίχος μὲ τὸν ὁποῖο κλείνει τὸ εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα. “Έλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἠμίν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτού”.
Ναί, ὡς πιστοὶ παρὰ τὶς ἀδυναμίες μᾶς δοξάζουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ὅτι μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ ἑνωθοῦμε μαζί του καὶ ταυτοχρόνως δεόμεθα ἐκ μέσης καρδίας “χριστιανᾶ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἠμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, αἰτησώμεθα”.
Εἴθε νὰ μᾶς τὰ χαρίσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.