Ὁ Δρόμος τῆς Σιωπῆς,
Ἡ Παρακμὴ τῆς Δημοκρατίας στὴ Σκιὰ τοῦ Ὁλοκληρωτισμοῦ
Γράφει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξῶν καὶ διαποντίων νήσων
Σὲ καιροὺς ψευδοῦς ἐλευθερίας καὶ πνευματικῆς ραθυμίας, οἱ σπόροι τῆς πλάνης καὶ τοῦ πνευματικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ σπέρνονται σιωπηλὰ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἀκούγονται πιὰ ἑρπύστριες στοὺς δρόμους οὔτε κραυγὲς καὶ διαμαρτυρίες· οἱ μορφὲς κυριαρχίας ἔχουν ἐκλεπτυνθεῖ, οἱ μηχανισμοὶ πειθάρχησης φοροῦν τὴ μάσκα τῆς κανονικότητας. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ δημοκρατία καταρρέει ὄχι μὲ θόρυβο, ἀλλὰ μὲ ἕναν ἤπιο καὶ σχεδὸν ἀποδεκτὸ λυγμό.
Ὁ σύγχρονος κόσμος, κυριαρχούμενος ἀπὸ δυνάμεις ποὺ λειτουργοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ πολύμορφη ἐξάντληση, σωματική, νοητικὴ καὶ πνευματική. Ἡ οἰκονομικὴ πίεση, ἡ ἀβεβαιότητα, τὸ ἄγχος... τῆς ἀπόδοσης καὶ τὰ συσσωρευμένα χρέη συνθέτουν μιὰ πραγματικότητα ποὺ φθείρει τὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο ὡς πολίτη, ἀλλὰ καὶ ὡς εἰκόνα Θεοῦ. Παράλληλα, ἡ ἀτέρμονη ροὴ πληροφοριῶν καὶ ἡ φαινομενικὰ ἀθώα ἐνασχόληση μὲ τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης ὁδηγοῦν σὲ διάσπαση τοῦ νοῦ, κόπωση τῆς καρδιᾶς καὶ ἀπώλεια τῆς πνευματικῆς ἐγρήγορσης. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει πλέον χρόνο νὰ εἰσέλθει ἐντὸς τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ προσευχηθεῖ, νὰ σιωπήσει, νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἡ χειραγώγηση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ παγκόσμιο σύστημα καὶ τοὺς τοπικοὺς ἐντολοδόχους του στοχεύει στὴν διατήρηση καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς ἐξουσίας καὶ τὸν ἔλεγχο πάνω στὴν κοινωνία. Βασίζεται σὲ οἰκονομικές, πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς δομὲς ποὺ εὐνοοῦν συγκεκριμένες ἐλίτ, οἱ ὁποῖες χρειάζεται νὰ προστατεύσουν τὸ κατεστημένο ἀπὸ ἀμφισβητήσεις καὶ ἀναταραχές, ἐνῷ λειτουργεῖ ὡς ἐργαλεῖο γιὰ νὰ κατευθύνονται οἱ σκέψεις καὶ οἱ συμπεριφορὲς τῶν μαζῶν, ὥστε νὰ μὴν ἀμφισβητοῦνται οἱ ὑπάρχουσες ἀνισότητες καὶ δομὲς ἐξουσίας. Ὅμως, καὶ αὐτὸ συχνὰ μᾶς διαφεύγει, ἡ σύγχρονη χειραγώγηση τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι ἁπλῶς πολιτικὴ ἢ οἰκονομικὴ· εἶναι βαθέως καὶ πρωτίστως πνευματική.
Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ἐπιτακτικά, φιλοσοφικὰ καὶ ὑπαρξιακά, εἶναι: γιατί δὲν ἀντιδροῦμε; Πῶς γίνεται ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση, ἐξοπλισμένη μὲ παιδεία, πληροφορία, ἱστορικὴ μνήμη καὶ τεχνολογικὰ μέσα, νὰ ἀδρανεῖ μπροστὰ στην ίδια της τήν καθυπόταξη;
Μιὰ πρώτη προσέγγιση ἀφορᾶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὑφίσταται σὲ λήθη ὁ πολιτικὸς χαρακτῆρας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀριστοτέλης περιέγραψε τὸν ἄνθρωπο ὡς «ζῷον πολιτικόν». Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὅμως, φαίνεται νὰ ἔχει λησμονήσει αὐτὴ τὴν ἰδιότητά του. Ἀπὸ πολίτης, ἔγινε καταναλωτὴς· ἀπὸ μέτοχος τοῦ κοινοῦ λόγου, παθητικὸς ἀποδέκτης εἰκόνων καὶ εἰδήσεων· ἀπὸ φορέας εὐθύνης, ἰδιώτης στὸ ἀρχαιοελληνικὸ νόημα τοῦ ὅρου: ἀ-πολιτικός, ἀμέτοχος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σημειώνει πὼς «καὶ σιγὴ ἐν καιρῷ λαλιᾶς ἀμαρτία ἐστίν». Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν εὐθύνη τοῦ λόγου καὶ τῆς πράξης ἀποτελεῖ πνευματικὴ ἀστοχία.
Μεγάλοι φιλόσοφοι ὅπως ὁ Χάϊντεγγερ εἶχαν μιλήσει γιὰ τὴν «καθημερινότητα τῆς ἀπρόσωπης ἀνωνυμίας» ὅπου ὁ ἄνθρωπος χάνεται στὸ πλῆθος του — «λένε ὅτι», «εἶναι γνωστὸ πώς», «συνηθίζεται νὰ» — παραδίδοντας τὴ βούλησή του στὴν ἀσφάλεια τοῦ πλήθους. Αὐτὴ ἡ μετατόπιση τῆς εὐθύνης σὲ ἕνα ἀόριστο «ἄλλο» εἶναι θεμελιακὴ στὴ μαζικὴ ἀπάθεια. Δὲν νιώθουμε ὅτι μᾶς ἀφορᾶ.
Γιατί ὅμως οἱ ἄνθρωποι ὑποτάσσονται σὲ ἐξουσίες ποὺ εἶναι ἀριθμητικὰ ἀδύναμες; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι μόνο πολιτική, ἀλλὰ βαθύτατα ψυχολογικὴ καὶ ὑπαρξιακή: ἡ ἐλευθερία ἀπαιτεῖ κόπο, ἐπιλογή, εὐθύνη. Ἡ ὑποταγή, ἀντίθετα, προσφέρει ἀσφάλεια καὶ ἀνάπαυση. Πολλοὶ ἐπιλέγουν, ἔστω ἀσυνείδητα, τὸ δεύτερο.
Στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι αὐτονόητη κατάσταση, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα ἀγῶνα· εἶναι ὁ καρπὸς τῆς χάριτος σὲ συνεργασία μὲ τὴ βούληση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀναφέρει: «ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀπάθεια κατὰ τὰ πάθη». Δηλαδή, ἐλεύθερος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ὑποτάσσεται σὲ πάθη, φόβους καὶ συμφέροντα, ἀλλὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ πράξει τὸ ἀγαθό, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὸ σημαίνει σύγκρουση μὲ τὸ περιβάλλον ἢ τὴν ἐξουσία.
Οἱ σύγχρονες κοινωνίες, παρὰ τὴν τεχνικὴ πρόοδο, λειτουργοῦν πάνω στὴν παραγωγὴ φόβου καὶ ἐπιθυμίας: φόβου γιὰ τὸ μέλλον, ἐπιθυμίας γιὰ κατανάλωση, ἐπιτυχία, διαρκῆ ἐπιβεβαίωση. Ἡ ὑπερπληροφόρηση δὲν μᾶς ἀφυπνίζει, ἀλλὰ μᾶς ἀποχαυνώνει. Δὲν μᾶς μορφώνει, μᾶς κουράζει. Τὸ ἄτομο παγιδεύεται σὲ μιὰ ὑπαρξιακὴ ἀδράνεια, παραδομένο σὲ ἕνα παρὸν χωρὶς προοπτική, χωρὶς λόγο γιὰ ἀγῶνα.
Ἡ οἰκονομία δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕναν οὐδέτερο μηχανισμὸ διαχείρισης πόρων, ἀλλὰ ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς πυλῶνες μέσῳ τῶν ὁποίων μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ ἐξουσία καὶ κοινωνικὸς ἔλεγχος. Στὸν σύγχρονο κόσμο, ἡ πρόσβαση στὰ βασικὰ ἀγαθά – τροφή, στέγαση, ἐργασία, ὑγεία – ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὴ θέση τοῦ κάθε προσώπου στὸ οἰκονομικὸ σύστημα. Αὐτὸ δημιουργεῖ μιὰ σχέση ἐξάρτησης, ἡ ὁποία γίνεται ἀντικείμενο χειραγώγησης, ἰδίως σὲ περιόδους κρίσης ἢ ἀνασφάλειας.
Ἡ ἀνεργία καὶ ἡ ἐργασιακὴ ἀνασφάλεια, ποὺ συχνὰ προκύπτουν ὡς συνέπειες οἰκονομικῶν πολιτικῶν, δὲν πλήττουν μόνο τὸ εἰσόδημα ἀλλὰ καὶ τὴν αὐτοαντίληψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας ἄνθρωπος οἰκονομικὰ ἐξαρτημένος ἢ ἀποξενωμένος ἀπὸ τὸ παραγωγικὸ σύστημα εἶναι πιὸ εὐάλωτος στὸν φόβο καὶ στὴν ἀνάγκη γιὰ σταθερότητα. Ἔτσι, γίνεται πιὸ πρόθυμος νὰ δεχθεῖ πολιτικὲς ἢ κοινωνικὲς θέσεις ποὺ ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες θὰ ἀμφισβητοῦσε. Ἡ χειραγώγηση μέσῳ τοῦ φόβου τῆς φτώχειας εἶναι πάντα μιὰ πρακτικὴ ἐξαιρετικὰ ἀποτελεσματική.
Ἐπιπλέον, ἡ κουλτούρα τοῦ καταναλωτισμοῦ, ποὺ συνδέεται στενὰ μὲ τὸ οἰκονομικὸ σύστημα, δημιουργεῖ τεχνητὲς ἀνάγκες καὶ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ταυτίζει τὴν εὐτυχία μὲ τὴν κατανάλωση. Ὁ «ἰδανικὸς πολίτης /ἄνθρωπος» στὰ μάτια τῆς σύγχρονης οἰκονομίας εἶναι αὐτὸς ποὺ καταναλώνει χωρὶς νὰ ἀμφισβητεῖ. Μέσῳ τῶν διαφημίσεων καὶ τῆς ἀγορᾶς ἐπιβάλλεται ἕνα σύστημα ἀξιῶν ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὴν κριτικὴ σκέψη μὲ τὸν μιμητισμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία γιὰ κοινωνικὴ ἀποδοχή. Ἔτσι, τὸ ἄτομο χειραγωγεῖται ὄχι διὰ τῆς καταπίεσης, ἀλλὰ μέσῳ τῆς ἐπιθυμίας του.
Ἕνα ἄλλο κρίσιμο ἐργαλεῖο εἶναι τὸ χρέος. Ἡ ὑπερχρέωση – εἴτε σὲ ἐπίπεδο προσώπου εἴτε κρατῶν – λειτουργεῖ ὡς μηχανισμὸς ἐλέγχου. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρωστάει εἶναι λιγότερο ἐλεύθερος νὰ διαμαρτυρηθεῖ, νὰ ρισκάρει, νὰ ἀμφισβητήσει. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ χῶρες: ἡ οἰκονομικὴ ἐξάρτηση ὁδηγεῖ πολλὲς φορὲς σὲ ὑποχωρήσεις πολιτικὲς ἢ κοινωνικές.
Τέλος, ἡ συγκέντρωση τοῦ πλούτου σὲ μικρὴ μερίδα τῆς κοινωνίας δὲν εἶναι ἁπλῶς κοινωνικὰ ἄδικη· δημιουργεῖ μιὰ τεράστια ἀνισορροπία ἐξουσίας. Ὅταν οἰκονομικὰ συμφέροντα ἐλέγχουν ΜΜΕ, πολιτικὲς ἀποφάσεις ἢ τεχνολογικὲς πλατφόρμες, ἡ χειραγώγηση γίνεται θεσμικὴ καὶ βαθιὰ ριζωμένη.
Ἡ Ἱστορία ὅμως μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι οἱ διανοούμενοι — ὅταν παραμένουν πιστοὶ στὴν ἀποστολή τους — μποροῦν νὰ εἶναι τὰ μάτια μιᾶς τυφλῆς κοινωνίας. Σήμερα, ὅμως, μεγάλο μέρος τῆς διανόησης μοιάζει νὰ ἔχει ἀποσυρθεῖ στὴ σφαῖρα τῆς οὐδετερότητας ἢ — ἀκόμη χειρότερα — νὰ ἔχει μετατραπεῖ σὲ ὑπηρέτη τῆς ἐξουσίας. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τονίζει ὅτι «ὁ ἀληθινὸς διανοούμενος εἶναι προφήτης, καὶ ὁ προφήτης δὲν ὑποτάσσεται, ἀλλὰ ἐλέγχει». Ἡ διανόηση ποὺ ἐγκαταλείπει τὸν ρόλο της ὡς ἐλεγκτικὴ φωνὴ καταλήγει νὰ συντηρεῖ τὸ ὑπάρχον σύστημα, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὸ εἶναι ἄδικο ἢ ἀπάνθρωπο.
Πολλοὶ σύγχρονοι στοχαστὲς καὶ ἀκαδημαϊκοὶ προτιμοῦν τὴν ἀσφάλεια τῶν θεωρητικῶν πανεπιστημιακῶν διαλέξεων ἢ τῶν τηλεοπτικῶν πάνελ ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἀμφισβήτησης. Ὁ φιλοσοφικὸς λόγος ἀποστειρώνεται, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ μετατρέπεται σὲ στεῖρα τεχνική. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁ δημόσιος διάλογος στερεῖται βαθύτερης ἠθικῆς καὶ ὑπαρξιακῆς κριτικῆς· ἀφήνει τὸ πεδίο ἐλεύθερο στοὺς δημαγωγοὺς καὶ στοὺς τεχνοκράτες.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἱστορικὰ ὑπῆρξε φωνὴ ὑπεράσπισης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐλευθερίας, δείχνει συχνὰ μιὰ ἀμήχανη ἢ σιωπηλὴ στάση. Ὁ Χριστὸς δὲν σταυρώθηκε γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν ἑκάστοτε ἐξουσία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι σὲ κάθε εἴδους κυριαρχία. Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν ἦταν γραφειοκράτες, ἦταν φορεῖς σκληροῦ ἐλέγχου καὶ ἀφύπνισης. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ: «Οὐδὲν ψυχῆς ἴσον, ὅτε βούλεται ἐγείρεσθαι». Τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἰσχυρὸ ὅσο μιὰ ψυχὴ ποὺ ἀποφασίζει νὰ ξυπνήσει. Ὅταν, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία δὲν προτρέπει στὴν πνευματικὴ ἐγρήγορση, ὅταν ἀποφεύγει τὸν ἔλεγχο τῆς ἀδικίας γιὰ νὰ διατηρήσει τὴν εἰρήνη μὲ τὶς κοσμικὲς ἀρχές, τότε προδίδει τὴν ἀποστολή της. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀπευθυνόμενος στοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς του, δὲν φοβόταν νὰ πεῖ: «Οὐκ ἀνέχομαι σιγᾶν τὴν ἀλήθειαν». Αὐτὴ ἡ πατερικὴ παρρησία λείπει σήμερα. Ὁ πιστὸς λαὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολιτικὰ εὐχολόγια, ἀλλὰ ἀπὸ ἱερατικὴ φωνὴ ποὺ ἐλέγχει, ἀφυπνίζει καὶ ἐμπνέει. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει πὼς «οὐκ ἔστιν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας ἡ σιωπή, ἀλλὰ ἡ ὁμολογία». Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ μιλᾶ, ὄχι γιὰ νὰ σιωπᾶ.
Ὅλοι οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι εἶχαν φοβηθεῖ ἕναν κόσμο ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἤθελαν νὰ ἐπαναστατήσουν, γιατί θὰ ἦταν εὐχαριστημένοι μὲ τὶς ἁλυσίδες τους. Τὸ μέλλον ποὺ ζοῦμε μοιάζει περισσότερο μὲ αὐτό: δὲν καταστέλλεται ἡ ἐλευθερία μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπο/παρα-πλάνηση. Δὲν ἀπαγορεύεται ἡ σκέψη, ἀλλὰ γίνεται περιττή. Δὲν φυλακίζονται οἱ σκεπτόμενοι διαφορετικὰ· ἁπλῶς παύουν νὰ ἀκούγονται. Ἡ τεχνολογία, ἀντὶ νὰ χειραφετεῖ, συχνὰ κατευθύνει. Ἡ δημοκρατία, ἀντὶ νὰ ἐνεργοποιεῖ, παθητικοποιεῖ. Ἡ δημόσια σφαῖρα, ἀντὶ νὰ μορφώνει, διασπᾶ καὶ ἀποπροσανατολίζει. Στὴν πραγματικότητα, ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ ἕνας πολιτισμὸς ἀδιαφορίας· καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ νέος ὁλοκληρωτισμός: ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀλλοτρίωσης ὡς φυσικῆς κατάστασης. Ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «ὁ φωτισμὸς τοῦ νοὸς εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ νὰ γνωρὶσῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια». Ἡ πνευματικὴ ἀδιαφορία εἶναι θεμέλιο τῆς χειραγώγησης κάθε εἴδους.
Τὸ ἐρώτημα ὅμως παραμένει: τί μπορεῖ νὰ γίνει; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι εὔκολη. Δὲν ὑπάρχουν συνταγὲς σωτηρίας. Ἀλλὰ ἴσως ὑπάρχει μιὰ ἀρχή: ἡ ἀφύπνιση τῆς συνείδησης. Ὅσο ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι ποὺ ἀναρωτιοῦνται, ποὺ ἀμφισβητοῦν, ποὺ ἀντιστέκονται ἐσωτερικά, ἡ κάθε εἴδους ἐξουσία δὲν ἔχει θριαμβεύσει ὁλοκληρωτικά.
Χρειαζόμαστε ξανὰ στοχαστὲς ποὺ δὲν θὰ φοβοῦνται τὴν ἀλήθεια· ἱερεῖς ποὺ θὰ λένε «ναὶ» στὸν Χριστὸ καὶ «ὄχι» στὴν πλάνη· πολῖτες ποὺ θὰ ἀπορρίψουν τὸν ρόλο τοῦ θεατῆ καὶ θὰ ξαναγίνουν δημιουργοὶ τοῦ πολιτικοῦ κόσμου.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ὑπενθυμίζει: «Ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι ἀδράνεια, ἀλλὰ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἐνέργεια τῆς ἀρετῆς». Ἀληθινὴ ἀπάθεια εἶναι ἡ ἐλευθερία νὰ πράξεις τὸ καλό. Ἄρα, ἡ λεγόμενη σημερινὴ «ἀπάθεια» δὲν εἶναι ἀρετή, ἀλλὰ δειλία. Καὶ μόνο ἡ μετάνοια, ἡ ἐσωτερικὴ μεταστροφή, μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴ λήθη.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ἄσκηση, μιὰ πνευματικὴ ἐγρήγορση, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸ νὰ μὴν δεχόμαστε τὸ ψέμα, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι πιὸ βολικὸ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος: «Ὁ μὴ γινώσκων τὴν ἀλήθειαν, ἐξ ἀγνοίας ζῇ· ὁ γινώσκων καὶ μὴ πράττων, ἐκ κακίας ἀναιδεύεται». Δὲν μᾶς σώζει ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ἡ ἐφαρμογή της. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ κάθε ἀληθινῆς ἐπίγνωσης.
Ὁ σύγχρονος κόσμος, κυριαρχούμενος ἀπὸ δυνάμεις ποὺ λειτουργοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ πολύμορφη ἐξάντληση, σωματική, νοητικὴ καὶ πνευματική. Ἡ οἰκονομικὴ πίεση, ἡ ἀβεβαιότητα, τὸ ἄγχος... τῆς ἀπόδοσης καὶ τὰ συσσωρευμένα χρέη συνθέτουν μιὰ πραγματικότητα ποὺ φθείρει τὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο ὡς πολίτη, ἀλλὰ καὶ ὡς εἰκόνα Θεοῦ. Παράλληλα, ἡ ἀτέρμονη ροὴ πληροφοριῶν καὶ ἡ φαινομενικὰ ἀθώα ἐνασχόληση μὲ τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης ὁδηγοῦν σὲ διάσπαση τοῦ νοῦ, κόπωση τῆς καρδιᾶς καὶ ἀπώλεια τῆς πνευματικῆς ἐγρήγορσης. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει πλέον χρόνο νὰ εἰσέλθει ἐντὸς τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ προσευχηθεῖ, νὰ σιωπήσει, νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἡ χειραγώγηση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ παγκόσμιο σύστημα καὶ τοὺς τοπικοὺς ἐντολοδόχους του στοχεύει στὴν διατήρηση καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς ἐξουσίας καὶ τὸν ἔλεγχο πάνω στὴν κοινωνία. Βασίζεται σὲ οἰκονομικές, πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς δομὲς ποὺ εὐνοοῦν συγκεκριμένες ἐλίτ, οἱ ὁποῖες χρειάζεται νὰ προστατεύσουν τὸ κατεστημένο ἀπὸ ἀμφισβητήσεις καὶ ἀναταραχές, ἐνῷ λειτουργεῖ ὡς ἐργαλεῖο γιὰ νὰ κατευθύνονται οἱ σκέψεις καὶ οἱ συμπεριφορὲς τῶν μαζῶν, ὥστε νὰ μὴν ἀμφισβητοῦνται οἱ ὑπάρχουσες ἀνισότητες καὶ δομὲς ἐξουσίας. Ὅμως, καὶ αὐτὸ συχνὰ μᾶς διαφεύγει, ἡ σύγχρονη χειραγώγηση τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι ἁπλῶς πολιτικὴ ἢ οἰκονομικὴ· εἶναι βαθέως καὶ πρωτίστως πνευματική.
Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ἐπιτακτικά, φιλοσοφικὰ καὶ ὑπαρξιακά, εἶναι: γιατί δὲν ἀντιδροῦμε; Πῶς γίνεται ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση, ἐξοπλισμένη μὲ παιδεία, πληροφορία, ἱστορικὴ μνήμη καὶ τεχνολογικὰ μέσα, νὰ ἀδρανεῖ μπροστὰ στην ίδια της τήν καθυπόταξη;
Μιὰ πρώτη προσέγγιση ἀφορᾶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὑφίσταται σὲ λήθη ὁ πολιτικὸς χαρακτῆρας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀριστοτέλης περιέγραψε τὸν ἄνθρωπο ὡς «ζῷον πολιτικόν». Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὅμως, φαίνεται νὰ ἔχει λησμονήσει αὐτὴ τὴν ἰδιότητά του. Ἀπὸ πολίτης, ἔγινε καταναλωτὴς· ἀπὸ μέτοχος τοῦ κοινοῦ λόγου, παθητικὸς ἀποδέκτης εἰκόνων καὶ εἰδήσεων· ἀπὸ φορέας εὐθύνης, ἰδιώτης στὸ ἀρχαιοελληνικὸ νόημα τοῦ ὅρου: ἀ-πολιτικός, ἀμέτοχος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σημειώνει πὼς «καὶ σιγὴ ἐν καιρῷ λαλιᾶς ἀμαρτία ἐστίν». Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν εὐθύνη τοῦ λόγου καὶ τῆς πράξης ἀποτελεῖ πνευματικὴ ἀστοχία.
Μεγάλοι φιλόσοφοι ὅπως ὁ Χάϊντεγγερ εἶχαν μιλήσει γιὰ τὴν «καθημερινότητα τῆς ἀπρόσωπης ἀνωνυμίας» ὅπου ὁ ἄνθρωπος χάνεται στὸ πλῆθος του — «λένε ὅτι», «εἶναι γνωστὸ πώς», «συνηθίζεται νὰ» — παραδίδοντας τὴ βούλησή του στὴν ἀσφάλεια τοῦ πλήθους. Αὐτὴ ἡ μετατόπιση τῆς εὐθύνης σὲ ἕνα ἀόριστο «ἄλλο» εἶναι θεμελιακὴ στὴ μαζικὴ ἀπάθεια. Δὲν νιώθουμε ὅτι μᾶς ἀφορᾶ.
Γιατί ὅμως οἱ ἄνθρωποι ὑποτάσσονται σὲ ἐξουσίες ποὺ εἶναι ἀριθμητικὰ ἀδύναμες; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι μόνο πολιτική, ἀλλὰ βαθύτατα ψυχολογικὴ καὶ ὑπαρξιακή: ἡ ἐλευθερία ἀπαιτεῖ κόπο, ἐπιλογή, εὐθύνη. Ἡ ὑποταγή, ἀντίθετα, προσφέρει ἀσφάλεια καὶ ἀνάπαυση. Πολλοὶ ἐπιλέγουν, ἔστω ἀσυνείδητα, τὸ δεύτερο.
Στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι αὐτονόητη κατάσταση, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα ἀγῶνα· εἶναι ὁ καρπὸς τῆς χάριτος σὲ συνεργασία μὲ τὴ βούληση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀναφέρει: «ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀπάθεια κατὰ τὰ πάθη». Δηλαδή, ἐλεύθερος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ὑποτάσσεται σὲ πάθη, φόβους καὶ συμφέροντα, ἀλλὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ πράξει τὸ ἀγαθό, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὸ σημαίνει σύγκρουση μὲ τὸ περιβάλλον ἢ τὴν ἐξουσία.
Οἱ σύγχρονες κοινωνίες, παρὰ τὴν τεχνικὴ πρόοδο, λειτουργοῦν πάνω στὴν παραγωγὴ φόβου καὶ ἐπιθυμίας: φόβου γιὰ τὸ μέλλον, ἐπιθυμίας γιὰ κατανάλωση, ἐπιτυχία, διαρκῆ ἐπιβεβαίωση. Ἡ ὑπερπληροφόρηση δὲν μᾶς ἀφυπνίζει, ἀλλὰ μᾶς ἀποχαυνώνει. Δὲν μᾶς μορφώνει, μᾶς κουράζει. Τὸ ἄτομο παγιδεύεται σὲ μιὰ ὑπαρξιακὴ ἀδράνεια, παραδομένο σὲ ἕνα παρὸν χωρὶς προοπτική, χωρὶς λόγο γιὰ ἀγῶνα.
Ἡ οἰκονομία δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕναν οὐδέτερο μηχανισμὸ διαχείρισης πόρων, ἀλλὰ ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς πυλῶνες μέσῳ τῶν ὁποίων μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ ἐξουσία καὶ κοινωνικὸς ἔλεγχος. Στὸν σύγχρονο κόσμο, ἡ πρόσβαση στὰ βασικὰ ἀγαθά – τροφή, στέγαση, ἐργασία, ὑγεία – ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὴ θέση τοῦ κάθε προσώπου στὸ οἰκονομικὸ σύστημα. Αὐτὸ δημιουργεῖ μιὰ σχέση ἐξάρτησης, ἡ ὁποία γίνεται ἀντικείμενο χειραγώγησης, ἰδίως σὲ περιόδους κρίσης ἢ ἀνασφάλειας.
Ἡ ἀνεργία καὶ ἡ ἐργασιακὴ ἀνασφάλεια, ποὺ συχνὰ προκύπτουν ὡς συνέπειες οἰκονομικῶν πολιτικῶν, δὲν πλήττουν μόνο τὸ εἰσόδημα ἀλλὰ καὶ τὴν αὐτοαντίληψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας ἄνθρωπος οἰκονομικὰ ἐξαρτημένος ἢ ἀποξενωμένος ἀπὸ τὸ παραγωγικὸ σύστημα εἶναι πιὸ εὐάλωτος στὸν φόβο καὶ στὴν ἀνάγκη γιὰ σταθερότητα. Ἔτσι, γίνεται πιὸ πρόθυμος νὰ δεχθεῖ πολιτικὲς ἢ κοινωνικὲς θέσεις ποὺ ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες θὰ ἀμφισβητοῦσε. Ἡ χειραγώγηση μέσῳ τοῦ φόβου τῆς φτώχειας εἶναι πάντα μιὰ πρακτικὴ ἐξαιρετικὰ ἀποτελεσματική.
Ἐπιπλέον, ἡ κουλτούρα τοῦ καταναλωτισμοῦ, ποὺ συνδέεται στενὰ μὲ τὸ οἰκονομικὸ σύστημα, δημιουργεῖ τεχνητὲς ἀνάγκες καὶ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ταυτίζει τὴν εὐτυχία μὲ τὴν κατανάλωση. Ὁ «ἰδανικὸς πολίτης /ἄνθρωπος» στὰ μάτια τῆς σύγχρονης οἰκονομίας εἶναι αὐτὸς ποὺ καταναλώνει χωρὶς νὰ ἀμφισβητεῖ. Μέσῳ τῶν διαφημίσεων καὶ τῆς ἀγορᾶς ἐπιβάλλεται ἕνα σύστημα ἀξιῶν ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὴν κριτικὴ σκέψη μὲ τὸν μιμητισμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία γιὰ κοινωνικὴ ἀποδοχή. Ἔτσι, τὸ ἄτομο χειραγωγεῖται ὄχι διὰ τῆς καταπίεσης, ἀλλὰ μέσῳ τῆς ἐπιθυμίας του.
Ἕνα ἄλλο κρίσιμο ἐργαλεῖο εἶναι τὸ χρέος. Ἡ ὑπερχρέωση – εἴτε σὲ ἐπίπεδο προσώπου εἴτε κρατῶν – λειτουργεῖ ὡς μηχανισμὸς ἐλέγχου. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρωστάει εἶναι λιγότερο ἐλεύθερος νὰ διαμαρτυρηθεῖ, νὰ ρισκάρει, νὰ ἀμφισβητήσει. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ χῶρες: ἡ οἰκονομικὴ ἐξάρτηση ὁδηγεῖ πολλὲς φορὲς σὲ ὑποχωρήσεις πολιτικὲς ἢ κοινωνικές.
Τέλος, ἡ συγκέντρωση τοῦ πλούτου σὲ μικρὴ μερίδα τῆς κοινωνίας δὲν εἶναι ἁπλῶς κοινωνικὰ ἄδικη· δημιουργεῖ μιὰ τεράστια ἀνισορροπία ἐξουσίας. Ὅταν οἰκονομικὰ συμφέροντα ἐλέγχουν ΜΜΕ, πολιτικὲς ἀποφάσεις ἢ τεχνολογικὲς πλατφόρμες, ἡ χειραγώγηση γίνεται θεσμικὴ καὶ βαθιὰ ριζωμένη.
Ἡ Ἱστορία ὅμως μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι οἱ διανοούμενοι — ὅταν παραμένουν πιστοὶ στὴν ἀποστολή τους — μποροῦν νὰ εἶναι τὰ μάτια μιᾶς τυφλῆς κοινωνίας. Σήμερα, ὅμως, μεγάλο μέρος τῆς διανόησης μοιάζει νὰ ἔχει ἀποσυρθεῖ στὴ σφαῖρα τῆς οὐδετερότητας ἢ — ἀκόμη χειρότερα — νὰ ἔχει μετατραπεῖ σὲ ὑπηρέτη τῆς ἐξουσίας. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τονίζει ὅτι «ὁ ἀληθινὸς διανοούμενος εἶναι προφήτης, καὶ ὁ προφήτης δὲν ὑποτάσσεται, ἀλλὰ ἐλέγχει». Ἡ διανόηση ποὺ ἐγκαταλείπει τὸν ρόλο της ὡς ἐλεγκτικὴ φωνὴ καταλήγει νὰ συντηρεῖ τὸ ὑπάρχον σύστημα, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὸ εἶναι ἄδικο ἢ ἀπάνθρωπο.
Πολλοὶ σύγχρονοι στοχαστὲς καὶ ἀκαδημαϊκοὶ προτιμοῦν τὴν ἀσφάλεια τῶν θεωρητικῶν πανεπιστημιακῶν διαλέξεων ἢ τῶν τηλεοπτικῶν πάνελ ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἀμφισβήτησης. Ὁ φιλοσοφικὸς λόγος ἀποστειρώνεται, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ μετατρέπεται σὲ στεῖρα τεχνική. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁ δημόσιος διάλογος στερεῖται βαθύτερης ἠθικῆς καὶ ὑπαρξιακῆς κριτικῆς· ἀφήνει τὸ πεδίο ἐλεύθερο στοὺς δημαγωγοὺς καὶ στοὺς τεχνοκράτες.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἱστορικὰ ὑπῆρξε φωνὴ ὑπεράσπισης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐλευθερίας, δείχνει συχνὰ μιὰ ἀμήχανη ἢ σιωπηλὴ στάση. Ὁ Χριστὸς δὲν σταυρώθηκε γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν ἑκάστοτε ἐξουσία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι σὲ κάθε εἴδους κυριαρχία. Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν ἦταν γραφειοκράτες, ἦταν φορεῖς σκληροῦ ἐλέγχου καὶ ἀφύπνισης. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ: «Οὐδὲν ψυχῆς ἴσον, ὅτε βούλεται ἐγείρεσθαι». Τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἰσχυρὸ ὅσο μιὰ ψυχὴ ποὺ ἀποφασίζει νὰ ξυπνήσει. Ὅταν, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία δὲν προτρέπει στὴν πνευματικὴ ἐγρήγορση, ὅταν ἀποφεύγει τὸν ἔλεγχο τῆς ἀδικίας γιὰ νὰ διατηρήσει τὴν εἰρήνη μὲ τὶς κοσμικὲς ἀρχές, τότε προδίδει τὴν ἀποστολή της. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀπευθυνόμενος στοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς του, δὲν φοβόταν νὰ πεῖ: «Οὐκ ἀνέχομαι σιγᾶν τὴν ἀλήθειαν». Αὐτὴ ἡ πατερικὴ παρρησία λείπει σήμερα. Ὁ πιστὸς λαὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολιτικὰ εὐχολόγια, ἀλλὰ ἀπὸ ἱερατικὴ φωνὴ ποὺ ἐλέγχει, ἀφυπνίζει καὶ ἐμπνέει. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει πὼς «οὐκ ἔστιν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας ἡ σιωπή, ἀλλὰ ἡ ὁμολογία». Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ μιλᾶ, ὄχι γιὰ νὰ σιωπᾶ.
Ὅλοι οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι εἶχαν φοβηθεῖ ἕναν κόσμο ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἤθελαν νὰ ἐπαναστατήσουν, γιατί θὰ ἦταν εὐχαριστημένοι μὲ τὶς ἁλυσίδες τους. Τὸ μέλλον ποὺ ζοῦμε μοιάζει περισσότερο μὲ αὐτό: δὲν καταστέλλεται ἡ ἐλευθερία μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπο/παρα-πλάνηση. Δὲν ἀπαγορεύεται ἡ σκέψη, ἀλλὰ γίνεται περιττή. Δὲν φυλακίζονται οἱ σκεπτόμενοι διαφορετικὰ· ἁπλῶς παύουν νὰ ἀκούγονται. Ἡ τεχνολογία, ἀντὶ νὰ χειραφετεῖ, συχνὰ κατευθύνει. Ἡ δημοκρατία, ἀντὶ νὰ ἐνεργοποιεῖ, παθητικοποιεῖ. Ἡ δημόσια σφαῖρα, ἀντὶ νὰ μορφώνει, διασπᾶ καὶ ἀποπροσανατολίζει. Στὴν πραγματικότητα, ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ ἕνας πολιτισμὸς ἀδιαφορίας· καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ νέος ὁλοκληρωτισμός: ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀλλοτρίωσης ὡς φυσικῆς κατάστασης. Ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «ὁ φωτισμὸς τοῦ νοὸς εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ νὰ γνωρὶσῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια». Ἡ πνευματικὴ ἀδιαφορία εἶναι θεμέλιο τῆς χειραγώγησης κάθε εἴδους.
Τὸ ἐρώτημα ὅμως παραμένει: τί μπορεῖ νὰ γίνει; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι εὔκολη. Δὲν ὑπάρχουν συνταγὲς σωτηρίας. Ἀλλὰ ἴσως ὑπάρχει μιὰ ἀρχή: ἡ ἀφύπνιση τῆς συνείδησης. Ὅσο ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι ποὺ ἀναρωτιοῦνται, ποὺ ἀμφισβητοῦν, ποὺ ἀντιστέκονται ἐσωτερικά, ἡ κάθε εἴδους ἐξουσία δὲν ἔχει θριαμβεύσει ὁλοκληρωτικά.
Χρειαζόμαστε ξανὰ στοχαστὲς ποὺ δὲν θὰ φοβοῦνται τὴν ἀλήθεια· ἱερεῖς ποὺ θὰ λένε «ναὶ» στὸν Χριστὸ καὶ «ὄχι» στὴν πλάνη· πολῖτες ποὺ θὰ ἀπορρίψουν τὸν ρόλο τοῦ θεατῆ καὶ θὰ ξαναγίνουν δημιουργοὶ τοῦ πολιτικοῦ κόσμου.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ὑπενθυμίζει: «Ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι ἀδράνεια, ἀλλὰ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἐνέργεια τῆς ἀρετῆς». Ἀληθινὴ ἀπάθεια εἶναι ἡ ἐλευθερία νὰ πράξεις τὸ καλό. Ἄρα, ἡ λεγόμενη σημερινὴ «ἀπάθεια» δὲν εἶναι ἀρετή, ἀλλὰ δειλία. Καὶ μόνο ἡ μετάνοια, ἡ ἐσωτερικὴ μεταστροφή, μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴ λήθη.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ἄσκηση, μιὰ πνευματικὴ ἐγρήγορση, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸ νὰ μὴν δεχόμαστε τὸ ψέμα, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι πιὸ βολικὸ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος: «Ὁ μὴ γινώσκων τὴν ἀλήθειαν, ἐξ ἀγνοίας ζῇ· ὁ γινώσκων καὶ μὴ πράττων, ἐκ κακίας ἀναιδεύεται». Δὲν μᾶς σώζει ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ἡ ἐφαρμογή της. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ κάθε ἀληθινῆς ἐπίγνωσης.
- Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, PG 35, 517a: «Καὶ σιγὴ ἐν καιρῷ λαλιάς ἀμαρτία ἐστίν.», Πηγή: Patrologia Graeca, Migne.
- Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, PG 61, 471: «Οὐδὲν ψυχῆς ἴσον, ὅτε βούλεται ἐγείρεσθαι.», Πηγή: Homiliae in Matthaeum.
- Μέγας Βασίλειος, Epistulae 90: «Οὐκ ἀνέχομαι σιγᾶν τὴν ἀλήθειαν.»
- Πηγή: PG 32, 488c., Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Πηγή: PG 46, 557: «Οὐκ ἔστιν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας ἡ σιωπή, ἀλλὰ ἡ ὁμολογία.»
- Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, 400 Κεφάλαια περὶ ἀγάπης: «Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀπάθεια κατὰ τὰ πάθη.»
- Ambigua: περὶ ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ ἐνέργειας τῆς ἀρετῆς.
- Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος: σκέψεις γιὰ τὸν προφητικὸ ρόλο τοῦ χριστιανοῦ καὶ τοῦ διανοούμενου.
- Ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος, Κατηχήσεις: «Ὁ φωτισμὸς τοῦ νοὸς εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ νὰ γνωρίσῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια.»
- Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Λόγοι Ἀσκητικοί: «Ὁ μὴ γινώσκων τὴν ἀλήθειαν, ἐξ ἀγνοίας ζῇ· ὁ γινώσκων καὶ μὴ πράττων, ἐκ κακίας ἀναιδεύεται.»
- Martin Heidegger, Sein und Zeit (1927) – γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ «Man» καὶ τῆς καθημερινῆς ἀλλοτρίωσης.
- Étienne de La Boétie, Discours de la servitude volontaire (1576) – γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἐθελοδουλείας.
- George Orwell, 1984 – γιὰ τὴ βία καὶ τὴν παρακολούθηση ὡς μορφὴ ὁλοκληρωτισμοῦ.
- Aldous Huxley, Brave New World – γιὰ τὴν ἤπια, ἡδονιστικὴ ἀλλοτρίωση.
- Albert Camus, L’homme révolté – γιὰ τὴν ἠθικὴ ἀνάγκη τῆς ἀντίστασης.
- Walter Benjamin, Θέσεις γιὰ τὴ Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας – ἡ εὐθύνη τοῦ στοχαστῆ στὴν κρίση.
- Jean-Paul Sartre, L’existentialisme est un humanisme – γιὰ τὴν εὐθύνη τοῦ ὑποκειμένου.
Υπάρχει, λοιπόν, έστω και ένα, ελάχιστο σε αξία, σημασία και περιεχόμενο, θέμα της ζωής του ανθρώπου, το οποίο να μην άπτεται και της πνευματικής διαστάσεως; Όχι, δεν υπάρχει! Και δεν είναι καθόλου άσχετη η ως άνω ερώτηση, όσον αφορά την στάση αυτού του επισκόπου και της διοικούσης Εκκλησίας εν συνόλω στον καιρό της "πανδημίας". Γιατί; Διότι ακριβώς ἡ (διοικούσα) Ἐκκλησία δὲν προέτρέψε στὴν πνευματικὴ ἐγρήγορση και ἀπέφυγε τὸν ἔλεγχο τῆς ἀδικίας, γιὰ νὰ διατηρήσει τὴν εἰρήνη μὲ τὶς κοσμικὲς ἀρχές και πρόδωσε τὴν ἀποστολή της, όπως καταφατικώς αποδιδόμενος, περιγράφει ο τίτλος το κειμένου. Αδίκησε κατάφορα! Και το γνωρίζει και σιωπά ενόχως!
ΑπάντησηΔιαγραφή