10 Μαΐ 2014

«Μεμψιμοιρία καὶ συμβιβασμὸς ἢ προσφορὰ ἀγάπης;»

Γράφει ὁ πατὴρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Εὐαγγελικὸ Ἀναγνωσμα Κυριακὴς τοῦ Παραλύτου
(Ἰωάννου Ε΄ 5-15)
Καὶ μόνο στὴ σκέψη ὅτι ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη παράλυτος καὶ δεμένος στὸ κρεβάτι τῆς ἀσθενείας ἡ καρδιὰ συγκλονίζεται.
Πῶς ἀλήθεια ἀντέχουν κάποιοι ἀδελφοί μας καρφωμένοι σ’ αὐτὸν τὸν σταυρὸ τῆς ἀναπηρίας! Τί εἴδους ὑπομονὴ χρειάζεται, ὅταν κανεὶς κοντεύει νὰ ἀγανακτήσει, σὰν χρειασθεῖ ἀπὸ μία ἁπλὴ γρίπη νὰ κλεισθεῖ γιὰ λίγες ἡμέρες στὸ σπίτι.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ κάνει νὰ πονᾶ κανεὶς περισσότερο εἶναι ὄχι γιατί εἶναι ἄρρωστος, ἀλλὰ γιατί νὰ μὴν ἔχει δίπλα του ἕναν ἄνθρωπο, μία ψυχὴ ποὺ θὰ τοῦ σπογγίσει τὸν ἱδρώτα τοῦ μετώπου ἢ θὰ τὸν δροσίσει μὲ ἔνα «ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος». Και βγαίνει δικαίως τὸ παράπονο ἀναμεμιγμένο μὲ τὴν ἔμπονη προσευχὴ ἀπὸ τὰ τρεμάμενα χείλη τοῦ χτυπημένου κoρμιοῦ: «Κύριε ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»! Ἕνα παράπονο διαχρονικὸ καὶ παγκόσμιο. Ἕνα παράπονο ποὺ ξεπερνᾶ τοὺς φυλετικοὺς καὶ ἐθνικοὺς διαχωρισμούς. Μία φράση κοινὴ μέσα στοὺς χώρους τῶν ποικίλων θρησκευμάτων μὰ ἀλίμονο ἕνα παράπονο ποὺ ἀντηχεῖ καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν μάλιστα κατὰ καιροὺς ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ κατέρχεται γιὰ ν’ «ἀναταράξει τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας» ὅταν δηλ. ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προσφέρει κατὰ καιροὺς καὶ γιὰ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους ὁ Ἴδιος γνωρίζει σὲ κάποιες ἀνήμπορες ὑπάρξεις τὴν θεραπεία Του, ὁπωσδήποτε ὁ Ἅγιος Ἄγγελος ἐπιστρέφοντας στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ θὰ μεταφέρει...
γεμάτη τὴν «χρυσὴ φιάλη μὲ τὶς προσευχὲς» (Ἀποκ. Ε΄ 8), καὶ κυρίως τὸ παράπονο «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
Φυσικά, ὁ Κύριος λυπήθηκε τὸν ἔρημο καὶ ἀβοήθητο ἐκεῖνον ἄνθρωπο τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, τοῦ χάρισε ἀμέσως τὴν ὑγεία καὶ τοῦ συνέστησε νὰ πάρει στὸν ὦμο τὸ κρεβάτι του καὶ νὰ βαδίζει ὑγιὴς πλέον καὶ ἐλεύθερος.
Τὸ θαῦμα ἦταν καταπληκτικό. Ὁ πρώην παραλυτικὸς μπροστὰ σὲ ὅλους, ἐντελῶς ὑγιής, ἔλαβε τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ ἔφυγε. Δεῖγμα αὐτὸ τῆς Θεότητος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἀλλά, ἀκόμα καὶ ὅταν φαίνεται, πὼς ὁ Θεὸς ἀργεῖ νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦμε, τοῦτο δὲ σημαίνει ὅτι δὲν μᾶς ἀκούει ἢ ὅτι, ἀλλοίμονο, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίσει ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ζητοῦμε, ἀλλὰ ὅτι θὰ μᾶς τὸ δώσει ἐὰν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον μας, ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ κρίνει.
Καὶ αὐτὸ μὲν ἀφορᾶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖο ἐμεῖς ὀφείλουμε εἶναι, ἐὰν βρισκόμαστε στὴν περίπτωση, ἢ σὲ παραπλήσια το παραλυτικοῦ, νὰ δείχνουμε ὑπομονή, πίστη καὶ ἐλπίδα. Ἐὰν πάλι ἔχουμε ἀκόμα τὴν ὑγεία, νὰ γινόμαστε, ὅσο τὸ δυνατὸν φύλακες ἄγγελοι στοὺς ἀνήμπορους ἀδελφούς μας, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί.
Αὐτὸς ποὺ ὁμίλησε περισσότερο ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ ἐκήρυξε κατὰ μοναδικὸ τρόπο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέσα σὲ μία ζωντανὴ καὶ ρεαλιστική του ὁμιλία, ἀκριβῶς ἐπάνω στὸ θέμα αὐτὸ θὰ ρωτήσει: «Εἶσαι πτωχὸς καὶ δὲν ἔχεις τίποτε νὰ προσφέρεις στὸν ἀσθενῆ; Τότε, πρόσφερε τὸν ἑαυτό σου, κάμε μία ἐπίσκεψη καὶ μὲ τὰ λόγια τς ἀγάπης σου δὸς του παρηγορίαν. Δὲν διαθέτεις χρήματα; Ἔχεις ὅμως πόδια, διὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖς, λόγια διὰ νὰ τὸν παρηγορήσεις. Ἔμπα μέσα στὸ σπίτι, πὲς του δύο λόγια παρηγοριᾶς, διῶξε τὴν ἀθυμίαν του, κάμε τὸν εὔθυμον καὶ περισσότερο ὑπομονετικόν».

Αὐτὰ κηρύττει ὁ Ἅγιος, ποὺ βίωνε τὴν Εὐαγγελικὴ ἀγάπη καὶ ὁμολογουμένως ἡ φλόγα τοῦ κηρύγματός του λιώνει τοὺς πάγους τῆς ἀδιαφορίας καὶ ζεσταίνει «τὰ πνευματικὰ λάδια τῆς καρδιᾶς», γιὰ νὰ μνησθοῦμε στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ τῶν λόγων τοῦ Ὁσίου Γέροντος Παϊσίου.
Ὄντως, ἡ διαλεκτικὴ αὐτὴ μας ἀφήνει ὅλους ἀναπολόγητους, εἴτε βρισκόμαστε στὶς περιπτώσεις τῶν κατεχόντων ὑλικὰ ἀγαθά, εἴτε ἀκόμα καὶ στὶς ἀκραῖες περιπτώσεις τῶν μὴ ἐχόντων «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλεῖναι».
Ἀλλ' ἂς περάσουμε στὴ συνέχεια νὰ δοῦμε τὸ θέμα τῆς ἀγάπης, προσφορᾶς καὶ διακονίας τῶν ἀδελφῶν, μέσα ἀπὸ ἕνα ὑψηλότερο ὀπτικὸ πεδίο τῆς χάριτος. Ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς προσφορᾶς τῆς Ἴδιας της ἀλήθειας. Ὅταν δηλ. ὁ ἄνθρωπος προσφέρει στὸν συνάνθρωπο Αὐτὸν τὸν Ἴδιον τὸν Χριστό!
Πρόκειται γιὰ τὶς ἐλάχιστες, ἀλλὰ φωτεινὲς ἐκεῖνες τῶν περιπτώσεων ποὺ κάποιοι ἄνθρωποι, φέροντας στὴν ὕπαρξή τους τὴν «σφραγίδα τῆς δωρεᾶς», ἀνοίγονται στὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὡς ἄλλοι ἄγγελοι, μεταφέρουν  στοὺς διψασμένους καὶ κατατσακισμένους ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπους, τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται κάποια ἀνάγκη, ἀκόμα καὶ αὐτοῦ του ἄρτου καὶ ὕδατος, δὲν λαχταρᾶ, παρὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Καὶ τέτοιες ἐξαιρετικὲς προσωπικότητες μέσα στὶς χρυσὲς σελίδες τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, εἶναι οἱ ἑορταζόμενοι στὶς 11 τοῦ μηνὸς Μαΐου, Θεσσαλονικεῖς αὐτάδερφοι ἅγιοι, Ἰσαπόστολοι καὶ φωτιστὲς τῶν Σλάβων, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος.

Ἀξίζει νὰ μελετήσει κάνεις τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τους. Ἐκεῖ θὰ θαυμάσει ὄχι μόνο τὸ καθ' αὐτὸ Ἱεραποστολικό τους ἔργο, τὴν διάδοση δηλ. τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας στὰ μέρη ποὺ πέρασαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἐκπολιτιστικό τους ἔργο, ἀφοῦ ἔφερναν μαζί τους καὶ σκόρπιζαν τὴν κορυφὴ τοῦ αὐθεντικοῦ Ἑλληνικοῦ-Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ.
Ἐπίσης σ' αὐτοὺς ὀφείλεται καὶ τὸ ὅτι ἔδωσαν στοὺς λαοὺς ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸ ἀλφάβητο. Ὅτι ἔβαλαν τὴ σλαβικὴ γλώσσα στὴ θεία λατρεία καὶ ἀκόμα ὅτι μετέφεραν στὰ σλαβικὰ τὴν Ἁγία Γραφή, τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες καὶ τὴ Θεία Λειτουργία. Ὅλα αὐτά, ὅπως κατανοοῦμε, ἀποτελοῦν ἕνα πολὺ μεγάλο ἔργο καὶ κατόρθωμα. Ἐκκλησιαστικὸ καὶ πολιτιστικό, ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ ἐκτιμήσουμε στὶς πραγματικές του διαστάσεις.
Ὅταν μάλιστα προστεθεῖ ὅτι ὁ δρόμος τους δὲν ἦταν στρωμένος μὲ ροδοπέταλα, ἀλλὰ γεμάτος ἀπὸ τὰ ἀγκάθια τῶν ἐμποδίων καὶ τῶν πειρασμῶν, τότε κάπως αἰσθανόμαστε τί φλόγα  ἦταν ἐκείνη ποὺ ἐφλόγιζε τὴν Ὀρθόδοξη καὶ Ἑλληνική τους καρδιά, τόσο γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ διακονία τῶν ἀδελφῶν.

Καθὼς μελετάει τώρα κανεὶς τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀπὸ τὴν μία αἰσθάνεται νὰ χτυποῦν τὴ συνείδηση τοὺ  τὰ καρφιὰ τοῦ παραπόνου «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ρίχνοντας τὸ βλέμμα του στὰ βάθη τῆς ἔνδοξης Βυζαντινῆς Ἱστορίας μὲ τὴν παγκόσμια προσφορά, ἕνα κύμα θλίψεως αἰσθάνεται νὰ ἀνέρχεται μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ κι ἕνα ἐρώτημα ἐξέρχεται ἀπ' τὰ χείλη: «Γιατί σήμερα αὐτὴ ἡ μιζέρια; Γιατί κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὴν πορεία μας καὶ τὸν στόχο μας, μέσα στὶς μικρότητες καὶ στὴν ἀδιαφορία πρὸς τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὴν ὑπαρξιακὴ δίψα;».
Καὶ γιατί ἡ ποιμένουσα Ἐκκλησία, δείχνει μία τέτοια στενοκαρδία, μεταθέτοντας τὴν ἀξία ἀπὸ τὰ πρώτιστα στὰ ἥσσονος σημασίας θέματα; Ἔφυγαν οἱ ἀετοὶ τοῦ πνεύματος ἀπὸ τὴν Πατρίδα μας καὶ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος; Μήπως κάποιοι αἰσθάνθηκαν ὅτι ἡ «ἀδελφικὴ καὶ πατρικὴ ἀγάπη» τοὺς ψαλιδίζει τὰ φτερὰ καὶ ἀναγκάζονται πρὸς καιρὸν νὰ διαβιούν «ὡς νυκτικόρακες ἐν οἰκοπέδω» ἢ νὰ ἀγρυπνοῦν «ὡς στρουθία μονάζοντες ἐπὶ δώματι»; (Ψαλμ. ΡΑ' 7-8).
Μήπως καὶ πάλι ὁ Ἰούδας ἐργάζεται «σχέδιον ἄνομον» καὶ ἡ κλίκα του νομίζει ὅτι θὰ κυριαρχήσει ἢ ὅτι θὰ ἀλλοιώσει τὸ ἀγωνιστικό, τὸ μοναχικό, τὸ ποιμαντικὸ καὶ Ἱεραποστολικὸ  στόχο καὶ σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας;
Ἐὰν ναί, τὸ μόνο ποὺ θὰ κατορθώσουν ὁρισμένοι ν΄ ἀποδείξουν γιὰ ἀκόμα μία φορὰ εἶναι τὸ πόσο φαντασμένοι καὶ κυρίως ἀνόητοι εἶναι.

Ἀφοῦ λοιπὸν συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀνάγκη τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ  ἰδίως πρὸς τοὺς πάσχοντας, ἀφοῦ διώξουμε τὴν ἀχλὴν τῆς μεμψιμοιρίας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς στενοκαρδίας γιὰ τὰ τρέχοντα καὶ τὴν θλίψη γιὰ τὴν ἔνοχη σιωπὴ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, ἀφοῦ θρηνήσουμε γιὰ τὸ κατάντημα τῆς ἐλλείψεως αὐθεντικῆς Ἱεραποστολικῆς διαθέσεως  τῆς Ἐκκλησίας μας, ἂς κλείσουμε τὸ πτωχό μας κείμενο μὲ τὶς φωτεινὲς μορφὲς τῶν δύο Ἁγίων Ἱεραποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ I. Leger: «Ὅποιος ἀσχολήθηκε λίγο μὲ τὴν Ἱστορία τῶν Σλάβων, ὅποιος ταξιδεύει στὶς χῶρες τους, γνωρίζει ὅτι πάντοτε εὑρίσκουμε τὸν Κύριλλο καὶ τὸν Μεθόδιο νὰ περιΐπτανται, τρόπον τινά, ἐπάνω ἀπὸ τὶς ρίζες τοῦ σλαϋισμοῦ. Ἐκτὸς ἴσως τῆς Πολωνίας, ἡ ὁποία ἐκυριαρχεῖτο ἀπὸ τὶς δυτικὲς ἐπιδράσεις, σὲ ὅλες τὶς σλαβικὲς χῶρες, στὸ Ἀγρὰμ καὶ στὴν Πράγα, στὸ Βελιγράδι καὶ στὴ Μόσχα, ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μεθόδιος θεωροῦνται ὡς ἐθνικοὶ προστάτες. Οἱ ἐπιστήμονες γράφουν τὴν Ἱστορία τους, ὁ λαὸς τοὺς σέβεται, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καυχᾶται, (ὁ Παπισμὸς τοὺς ἐκμεταλλεύεται, ἡ παρένθεση δική μας), οἱ πολιτικοὶ ἀναπολοῦν τὴν μνήμη τους καὶ βλέπουν σ' αὐτοὺς τὸ σύμβολο τῆς ἠθικῆς ἑνότητος, τὴν ὁποίαν ὁραματίζονται γιὰ τὴν φυλή τους».

Εἴθε οἱ εὐχές τους νὰ μᾶς ἀφυπνίσουν καὶ νὰ μᾶς συνοδεύουν πάντοτε. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.