23 Απρ 2013

Νεομάρτυς Γεώργιος ὁ ἐν Πτoλεμαΐδα μαρτυρήσας

Στὶς 23 Ἀπριλίου 1752, μαρτύρησε στὴν πόλη τῆς  Πτολεμαΐδας ὁ Ἅγιος Γεώργιος
(Ἀπὸ τὸ νέο Μαρτυρολόγιο τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου).
Αὐτὸς ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος, ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή, νέος στὴν ἡλικία, ὡραῖος στὴν ἐμφάνιση, φρόνιμος στὸν νοῦ καὶ συνετὸς στὰ ἤθη. Ἀφοῦ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, πῆγε στὴν Πτολεμαΐδα, ποὺ τώρα λέγεται Ἄκρι, καὶ βρέθηκε ὑπηρέτης κοντὰ σὲ κάποιον Κόνσουλα Εὐρωπαῖο. Εἶχε λοιπὸν τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνει σὲ μία φτωχὴ γυναίκα τουρκάλα, γιὰ νὰ ἀγοράζει ἀπὸ αὐτὴν αὐγὰ γιὰ τὸ σπίτι τοῦ ἀφέντη του. Αὐτὴ λοιπὸν εἶχε μία κόρη σὲ ἡλικία γάμου. Καὶ καθὼς περνοῦσε ὁ καιρὸς καὶ ὁ νέος συχνὰ πήγαινε ἐκεῖ γιὰ αὐγά, τὸν ἀκολουθοῦσε πολλὲς φορὲς καὶ ἔβγαινε καὶ συνομιλοῦσε μαζί του ἐλεύθερα, ἀκόμα κι ἂν ἀπουσίαζε ἡ μητέρα της. Μερικὲς ὅμως ἄλλες γειτόνισσες τουρκάλες βλέπουν ὅτι ὁ νέος ἀγοράζει αὐγὰ μόνο ἀπὸ ἐκείνη (ἐπειδὴ αὐτὴ εἶχε ἀρκετά), ἐνῶ ἀπὸ ἐκεῖνες δὲν ἀγοράζει, ζήλεψαν καὶ συμφώνησαν μεταξύ τους, γιὰ νὰ τοῦ προξενήσουν κακό. Λοιπόν, μία μέρα πῆγε ὁ νέος, ὅπως συνήθιζε, νὰ πάρει πάλι αὐγά, ἐνῶ ἀπουσίαζε ἡ μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ, καὶ ἀμέσως μόλις τὸν εἶδαν καὶ μπῆκε μέσα στὸ σπίτι, ἔτρεξαν οἱ μιαρὲς καὶ ἐπίασαν τὸν νέο φωνάζοντας δυνατὰ ὅτι εἶπε πὼς θὰ τουρκέψει καὶ θὰ πάρει τὴ νέα γιὰ γυναίκα του, κατηγορώντας ἄδικα τὸν ἀθῶο. 
Μαζεύτηκε ἀμέσως μεγάλο πλῆθος Ἀγαρηνῶν καὶ ἀφοῦ ἅρπαξαν τὸν νέο, τὸν πῆγαν στὸ δικαστήριο φωνάζοντας καὶ αὐτοὶ τὰ ἴδια καὶ ψευδομαρτυρώντας ἐνάντια στὸν Ἅγιο. Ρώτησε ὁ δικαστὴς τὸν Ἅγιο ἂν ἴσως εἶναι ἀληθινὰ ὅσα λέγονται. Καὶ αὐτὸς μὲ θάρρος ἀπάντησε ὅτι...
ποτὲ δὲν εἶπε τέτοια λόγια, οὔτε τὰ ὑπονόησε, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπὸ κακία τὸν συκοφάντησαν καὶ ὅτι αὐτὸς Χριστιανὸς γεννήθηκε καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνει. Ἔταζαν νὰ τοῦ δώσουν δῶρα ὑπερβολικὰ καὶ δόξες καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ κατορθώσουν τίποτα. Μεταχειρίστηκαν διάφορες τυραννίες, ἀλλὰ οὔτε μὲ αὐτὲς μπόρεσαν νὰ πείσουν τὸν νέο, καθὼς ἔστεκε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὁ δικαστὴς ἀποφάσισε νὰ τὸν καταδικάσει σὲ θάνατο. Καὶ ἦταν μέρα Παρασκευὴ καὶ ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ τζαμί τους, τὸ ὁποῖο εἶναι κοντὰ στὴν θάλασσα, στάθηκαν ὅλοι ἔξω στὴν μεγάλη πεδιάδα ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ, καὶ ἀφοῦ ἔκαναν συμβούλιο, ὁδηγοῦν ἐκεῖ τὸν Μάρτυρα σιδηροδέσμιο καὶ ἀφοῦ τὸν ἔστησαν στὴ μέση τῆς πεδιάδας ἐκείνης, διαβάζουν τὴν ἀπόφαση τοῦ θανάτου ἐναντίον του γιὰ νὰ τὴν ἀκούσουν ὅλοι, καὶ ἔτσι ἀρχίζουν ὅλοι νὰ κολακεύουν τὸν νέο καὶ νὰ τὸν παρακινοῦν νὰ τουρκέψει. Ὁ νέος στάθηκε καὶ τοὺς ἐπέπληξε μὲ ἀνδρεία καὶ ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ἡ γνώμη του δὲν ἀλλάζει, κάνουν ὅλοι ἕναν κύκλο γύρω ἀπὸ τὸν Μάρτυρα καὶ κρατοῦν τὰ πιστόλια τους ἕτοιμα στὰ χέρια καὶ τοῦ λένε, ἢ θὰ ὑπακούσει σὲ ὅσα τοῦ λένε, ἢ ἀμέσως θὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ γενναιότατος ὅμως Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὕψωσε τὰ χέρια του, ἔτσι ὅπως ἦταν δεμένα μὲ τὶς ἁλυσίδες, στὸν οὐρανό, εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξου τὸ πνεῦμα μου καὶ ἀξίωσε μὲ τῆς Βασιλείας σου». Και ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, ἔριξαν ὅλοι μαζὶ μὲ τὰ πιστόλια τους καταπάνω στὸν Μάρτυρα. Καὶ καθὼς ἐκεῖνος ἔπεσε στὴ γῆ, ἔτρεξαν ὅλοι μὲ τὰ μαχαίρια καὶ ἔκαναν σὰν κόσκινο τὸ μαρτυρικότατο ἐκεῖνο σῶμα ἀπὸ τὶς μαχαιριές.
Ἀκόμα δὲν εἶχαν χορτάσει τὴν κακία τους, καὶ νὰ ὁ Θεὸς τῶν θαυμάτων καὶ τῶν μαρτύρων ἐνεργεῖ ἕνα τέτοιο θαῦμα. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν γαλήνη μεγάλη, τὴν ἴδια στιγμὴ γίνεται ἕνας ἀναβρασμὸς τῆς θάλασσας μεγάλος, καὶ παρόλο ποὺ ἀπὸ τὴ θάλασσα ὡς τὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου κείτονταν τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα ἦταν μεγάλη ἀπόσταση, περίπου ἴση μὲ τὴ βολὴ ἑνὸς τουφεκιοῦ καὶ ἀκόμα πιὸ μακριά, ἡ θάλασσα ἔγινε τόσο ἄγρια, σὰν ἕνα θηρίο  ἀνήμερο, ὥστε βγῆκε ἀπὸ τὸν φυσικό της τόπο καὶ ἀφοῦ ἦρθε ὡς ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν τὸ λείψανο (αὐτὸ φαίνονταν πὼς τὸ τιμᾶ καὶ τὸ σέβεται), ἔπλυνε τὸ Μαρτυρικὸ αἷμα ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ αὐτό, μὲ τρόπο ποὺ ἔγινε ὁλόκληρη σὰν ἕνας κόκκινος ἀφρὸς ἀπὸ κιννάβαρι. Καὶ καθὼς ἀνέβαινε ἀπὸ τοὺς τοίχους τοῦ τζαμιοῦ τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ τοῦ κουμερκίου τους, ζητοῦσε νὰ τὰ γκρεμίσει καὶ τὰ δύο μὲ τὰ κύματά της. Βλέποντας αὐτὸ τὸ φοβερὸ θαῦμα οἱ Ὀθωμανοὶ καὶ φοβούμενοι μήπως καταποντισθεῖ ὁλόκληρη ἡ πόλη τους, ἔτρεξαν ἀμέσως καὶ ἐξανάγκασαν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἔρθουν καὶ πῆραν μὲ τιμὴ καὶ θάρρος τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο σῶμα καὶ φέρνοντας τὸ στὴν Ἐκκλησία τὸ ἔθαψαν ἐκεῖ, ὅπου καὶ σήμερα βρίσκεται, καὶ ἀμέσως ἡσύχασε ἡ θάλασσα καὶ εἰρήνευσε πάλι, ἀφοῦ καθάρισε σὰν δούλη τὸ ἁγιότατο αἷμα τοῦ Μάρτυρα.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος, δοξάζοντας ὁ Θεὸς τὸν Μάρτυρα καὶ τὴν θεία πίστη του, ἐνήργησε ἕνα τέτοιο θαῦμα: τρεῖς ὁλόκληρες νύχτες φαίνονταν ἕνας στύλος φωτιᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὡς τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ὅλη ἡ πόλη ἔφεγγε ἀπὸ ἕνα γλυκύτατο φῶς ποὺ χύνονταν τριγύρω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν πύρινο στύλο. Ἀπὸ τότε, εἰς παντοτινὴ μνήμη ἐκείνου τοῦ ἀρρήτου φωτὸς καὶ τοῦ θαύματος, μέχρι σήμερα, κάθε Παρασκευὴ ἀπόγευμα, οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς συνηθίζουν νὰ πηγαίνουν στὸν τάφο τοῦ Μάρτυρα, πλῆθος ἀνδρῶν, γυναικών, παιδιῶν καὶ μάλιστα ἀρρώστων καὶ ἀσθενῶν καὶ προσφέροντας κεριὰ καὶ λαμπάδες καὶ θυμιάματα, κάνουν μία μεγάλη φωτοχυσία καὶ γίνονται ἄπειρα θαύματα εἰς δόξαν Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς μίας Θεότητος καὶ βασιλείας. Ἡ πρέπει πάσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική: Τέζας Γεώργιος Φιλόλογος

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.