Νὰ ‘μαστε λοιπόν, ἐσὺ κι ἐγώ, κι ὅλοι μας. Νὰ 'μαστε στὸ
σύγχρονο χωνευτήρι τῆς ἱστορίας μιᾶς πατρίδας ποὺ ἀργοπεθαίνει στὰ χέρια ἐκείνων
ποὺ τὴν κατέστρεψαν κι ἔτρεξαν πρόθυμοι γιὰ νὰ τὴν σώσουν… Ἀγοραστὲς καὶ
πραματευτάδες στὸ σύγχρονο ἐμπόριο ἐλπίδας ποὺ νάνοι μὲ μεγάλες σκιὲς διαθέτουν
τὰ κορμιά μας στὸ παζάρι καὶ στοὺς ἄθλιους πάγκους τους. Σὲ αὐτὴ τὴν δυσωδία καὶ
καταχνιά, προσφέρουν δῶρο τὰ παιδιά μας καὶ δολοφονοῦν τὰ ὄνειρά μας… Νὰ ‘μαστε λοιπόν, ἐσὺ κι ἐγώ, νὰ μετρᾶμε ψεύτικες ἐλπίδες καὶ
νὰ ἐλπίζουμε πὼς θὰ γίνει τὸ μεγάλο θαῦμα, πὼς θὰ φύγει τὸ σκοτάδι, πὼς θὰ
μπορέσουμε νὰ ζήσουμε λεύτεροι καὶ πάλι.
Μὰ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό; Πῶς μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν
εἰκονικὴ δημοκρατία τους, ποῦ ἁπλόχερά μας προσφέρει ἕναν ἀργὸ θάνατο, ποῦ ἁπλόχερά
μας παίρνει ὅλα τὰ δικαιώματά μας; Τρέχουν οἱ ξεπουλητάδες καὶ δίνουν ἀγώνα γιὰ νὰ μᾶς πείσουν
πὼς εἶναι καλύτερα νὰ εἶσαι δοῦλος κι ἄβουλος. Ἐξάλλου, αὐτοὶ ξέρανε πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς
γιὰ ἐμᾶς, αὐτοὶ ἀποφασίζανε πάντα γιὰ ἐμᾶς χωρὶς ἐμᾶς... Αὐτοὶ βάζανε ὑποθήκη τὶς
ζωές μας, αὐτοὶ πρόθυμα βάλανε στὸν τόκο τὰ ἱερὰ χώματά μας. Καὶ μέχρι σήμερα τὰ
καταφέρανε ὅλοι τους καὶ μᾶς γελάσανε, ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ μᾶς ἔριξαν ἀκόμη πιὸ
βαθιὰ στὸ σκοτάδι. Καὶ ξεδιάντροπά μας δώσανε ὑπόσχεση πὼς ὅταν πιάσουμε τὸν
πάτο, τότε καὶ θὰ ἀνεβοῦμε. Μά, εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ σκάβουν τὸν πάτο, εἶναι οἱ ἴδιοι
ποὺ....
μὲ σημαία τοὺς τὴν δική μας πατρίδα, ξεπουλᾶνε τὰ κομμάτια της καὶ τὰ
δίνουν προκαταβολὴ στὶς ὕαινες ποὺ περιμένουν ἀπὸ ἐτούτη τὴν πατρίδα νὰ
ξεψυχήσει.
Τὴν ἴδια στιγμὴ φωνάζουν οἱ ντελάληδες τοῦ μίσους καὶ
διαβάλουν ὅλους ἐμᾶς, μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς χωρίσουν, πὼς ἐτοῦτοι εἶναι μὲ τῆς
πατρίδας τὰ δίκια καὶ οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἐχθροί. Κι ἔτσι μᾶς κρατᾶνε χώρια, καὶ
μᾶς διαιροῦν, γιατί ξέρουν οἱ ἴδιοι πὼς ἅμα ἑνωθοῦμε τότε θὰ χάσουν τὰ παλάτια
καὶ τὶς δόξες τους καὶ θὰ βρεθοῦνε μέσα στὸ βαθὺ πηγάδι ποὺ εἴχανε φτιαγμένο γιὰ
ἐμᾶς...
Κι ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὑπάνθρωπους στὴν μαρκίζα τοῦ
μαγαζιοῦ τοὺς βάζουνε τὴν σημαία, κι ἄλλοι τρέχουνε σὰν λιμασμένοι νὰ προλάβουν
νὰ ξεπουλήσουν ὅ,τι καὶ ὅ,σὰ προλάβουν. Ληστοσυμμορία ποὺ βρῆκε τὴν εὐκαιρία κι
ὄρμηξε γιὰ νὰ κάνει τὸ πλιάτσικο, ἀφοῦ μόνο ἐτοῦτο ἔμαθε ἀπὸ πάντα νὰ κάνει. Ἐτοῦτοι
εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ σήμερα ἐμεῖς ἐπιτρέψαμε καὶ ὁρίσαμε νὰ ὁρίζουν τὶς ζωές
μας, νὰ μετρᾶνε καὶ νὰ ὑπολογίζουν πόσο κέρδος θὰ τοὺς δώσει ὁ θάνατός μας…
Ἑλλαδέμποροι, ποὺ δὲν φοβοῦνται τὶς κατάρες ἑνὸς
λαοῦ, ποὺ πιστεύουν ὅτι θὰ βρεθεῖ νεκροθάφτης νὰ τοὺς θάψει, ἀλλὰ ποὺ μέσα τοὺς
ξέρουν πὼς ἡ «δουλειὰ» ποὺ ἀνέλαβαν πρέπει νὰ τελειώσει γρήγορα... Γιατί ξέρουν
πὼς εἶναι ἔτσι φτιαγμένο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ σκοτάδι νὰ μὴν κρατάει πολὺ καὶ νὰ
‘ρχεται τὸ φῶς γιὰ νὰ σκορπίσει τοὺς πλιατσικολόγους, νὰ διαλύσει τοὺς δαίμονες
ποὺ σήμερα τρῶνε ἀπὸ τὶς σάρκες μας καὶ πίνουν ἀπὸ τὸ αἷμα μας.
Τί ὀρμήνεια νὰ δώσεις στὸν διπλανό σου, ἄραγε, ὅταν σου
λείπει ἡ γνώμη γὶ αὐτὸ ποῦ βλέπεις στὸν δικό σου τὸν καθρέφτη; Ξύπνα, ραγιὰ σὲ
θέλουν, δουλικό του κερατᾶ σκοπεύουν νὰ σὲ κάνουν οἱ μπιστικοὶ τοῦ μαύρου, οἱ ἐπιτήδειοι
πατριῶτες, ποὺ ἄλλο στὸ νοῦ τους δὲν βάζουν ἀπὸ τὸ πῶς νὰ σὲ ξαναγελάσουν γιὰ νὰ
σὲ ὁδηγήσουν ἐκεῖ ποὺ οἱ ἴδιοι θέλουν. Φυλακίζουν τὰ ὄνειρά σου, τρομοκρατοῦν
καὶ ξεφωνίζουν τὶς τιμωρίες ποὺ σὲ περιμένουν ἅμα τυχὸν καὶ δὲν τοὺς ἀκούσεις.
Γίνεται μωρὲ νὰ ἀφήνουμε γὶ ἀφέντες ἐτοῦτα τὰ σκιάχτρα, ποὺ ὁρίζουνε
τὸ ἄδικο ὡς νόμο καὶ νὰ μᾶς κάνουνε ρεκλάμα πῶς δῆθεν ἄλλη ἐπιλογὴ δὲν ἔχουμε
παρὰ μόνο ὅσα ἡ μαύρη τους σκιὰ προστάζει;
Τὸ χωράει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πὼς οἱ ἐπιτηδευμένα ἱκανοὶ καὶ
ἀνίκανοι, βγάζουν φιρμάνια καὶ δίνουν τιμὴ γιὰ τὴ γῆ ποὺ ἀπὸ ἄλλους πληρώθηκε μὲ
αἷμα καὶ σήμερα ξεπουλιέται ἀπὸ ἄτιμους φτιασιδωμένους "σωτῆρες", ποὺ
τάχατες νιώθουν ἄσχημα κι ὀδύρονται καὶ σπαράζουν γιὰ τὸ κακὸ ποῦ οἱ ἴδιοι ἔφεραν
στὴν χώρα;
Δυστυχῶς, σήμερα τὴν Ἑλλάδα τὴν ὁρίζουν οἱ καλοὶ
πατριδοκάπηλοι ποὺ μπόρεσαν καὶ ἔγιναν ἄριστοι Ἑλλαδέμποροι, ξεπουλᾶνε μιὰ ὄμορφη
κυρὰ κι ἀρχόντισσα καὶ τὴν προσφέρουν στοὺς ἄρρωστες πελάτες τοῦ πορνείου τῶν ἀφεντικῶν
τους, ποὺ γκρεμίζουν μία ὄμορφη χώρα, γιὰ νὰ πουλήσουν τὰ κομμάτια της γιὰ ὑλικὰ
κατασκευῆς στὸ νέο ποὺ θέλουν νὰ φέρουν οἱ ἐμπόροι τῶν ἐθνῶν… Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ
κλεμμένα ὑλικὰ καὶ πάνω σὲ πτώματα ἀθώων, ὀνειρεύονται νὰ φτιάξουν τὰ δικά τους
παλάτια καὶ τὶς δικές μας φυλακές.
Καὶ ὅλα τὰ ὑπολόγισαν τὰ ἀφεντικά, μὲ τ' ἄδεια κουφάρια καὶ
τὶς ψευδοχρυσὲς καρέκλες. Ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα: πὼς γιὰ ἐτούτη τὴν πατρίδα ἔχουνε μπεῖ
ἐγγυήσεις ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό… Ἀλήθεια, ἔχουμε σκεφτεῖ ὅλοι ἐμεῖς πόσο κοντὰ βρισκόμαστε σὲ
ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ ἄρχισαν νὰ ψιθυρίζουν ὅλο καὶ περισσότεροι; «Ὁ κόσμος θὰ
σιχαθεῖ τοὺς πολιτικοὺς καὶ θὰ τοὺς πάρει μὲ τὶς πέτρες»..
Μία γιὰ νὰ γίνει ἐτοῦτο, τόλμη χρειάζεται κι ἀγώνα πολύ.
Γιατί δικοί τους εἶναι οἱ δικαστές, δικοί τους καὶ οἱ νόμοι. Κι ἂν ἐμεῖς δὲν
παλέψουμε γιὰ ὅσα μᾶς ἀνήκουν, θὰ μᾶς τὰ πάρουν ὅλα. Καὶ ἤδη ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν
τιμὴ καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά μας. Τὸ βιός μας θὰ τὸ ἀφήσουν στὸ τέλος, ἐπειδὴ
ξέρουν καλύτερα ἀπὸ ὅλους πὼς ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὴν τιμή του, ὅταν τοῦ
πάρουν τὴν ἀξιοπρέπεια, ὅταν δεχτεῖ τὶς ἁλυσίδες στὸ μυαλό του, τότε δὲν θὰ
δώσει καμιὰ μάχη γιὰ τὸ βιός του, ἐπειδὴ θὰ ξέρει ὅτι τοῦ τὰ πῆραν ἤδη ὅλα…
Τέλος, μιὰ χάρη σου ζητάω πατριώτη. Σὰν θὰ ἀρχίσει τὸ μεγάλο
κακό, σὰν θὰ πέσει τὸ βαρὺ σκοτάδι τῆς ἀνομίας τους, σὰν ἔρθει ἡ ὥρα ἐκείνη ποὺ
οἱ δαίμονες θὰ πετάξουν τὶς μάσκες τους, νὰ θυμηθεῖς τὸν διπλανό σου καὶ νὰ
κάνεις μία προσευχὴ γὶ αὐτόν. Καὶ τὸ ξημέρωμα θὰ μᾶς βρεῖ ὅλους μαζὶ στὸν δρόμο
ποὺ ἡ ἱστορία ἤθελε πάντα νὰ βαδίζουμε, τιμώντας τὸ ὄνομά μας, τὰ χώματα καὶ τὸν
Θεό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου