30 Ιαν 2013

Εἶναι οἱ Ἑτερόδοξοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας;

Ἄρθρο τοῦ Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δ. Τσελεγγίδη
Πρωτίστως πρέπει νὰ διευκρινήσουμε ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, σύμφωνα μὲ τὸ Σύμβολο Πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381), «εἰς μίαν, ἁγίαν, ἀποστολικὴν καὶ καθολικὴν Ἐκκλησίαν». Κατὰ τὴν ἀδιάκοπη δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δηλαδὴ κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία της, ἡ μία αὐτὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.
Ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «μία» σημαίνει πὼς αὐτὴ εἶναι βασικὴ ἰδιότητα τῆς ταυτότητάς της. Πρακτικῶς αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ διαιρεθεῖ, νὰ κομματιαστεῖ, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι τὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς ὡς κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας οὔτε πολλὰ σώματα μπορεῖ νὰ ἔχει οὔτε καὶ διηρημένο σῶμα νὰ κατέχει. Στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ νικήθηκε καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος. Ἔτσι, ὅποιος ἐντάσσεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ παραμένει ζωντανὸς σ’ αὐτὸ μὲ τὰ θεουργὰ μυστήρια καὶ τὴν ἀγαπητικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν, μεταβαίνει ἀπὸ τὸν βιολογικὸ θάνατο στὴν αἰώνια...
καὶ ἀΐδια ζωὴ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως τὰ κλαδιὰ τῆς ἀμπέλου δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν καὶ νὰ καρποφορήσουν, ἂν ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν ἄμπελο, ἔτσι καὶ ὁ ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία πιστὸς ἡ καὶ ὁλόκληρες κοινότητες πιστῶν -ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἀριθμητικό τους πλῆθος- δὲν μποροῦν οὔτε νὰ ὑπάρξουν ἐν Χριστ οὔτε νὰ συστήσουν ἄλλη Ἐκκλησία.
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη. Σύμφωνα μὲ τὴν συγκεκριμένη πίστη της, πολλὲς  διηρημένες Ἐκκλησίες δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ ἀντίφαση ἐν τοῖς ὄροις τὸ μία καὶ τὸ πολλὲς  τὸ μία καὶ τὸ διηρημένη. Τὸ διηρημένη ἀναιρεῖ στὴν πράξη τὴν πίστη στὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μόνο ὡς μία καὶ ἀδιαίρετη μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ μὲ βάση τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἄρνηση τῆς ταυτότητας καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας της, ὅταν κάποιος κάνει λόγο ἐνσυνείδητα γιὰ διηρημένη Ἐκκλησία. Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουν κανένα ψυχολογικὸ πρόβλημα (κόμπλεξ) ταυτότητας ἐξαιτίας τῆς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν. Βεβαίως πονοῦν, προσεύχονται καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφή τους.
1. Ἀποστολικὴ Πίστη
Ἡ ἔνταξη καὶ ἡ παραμονὴ στὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴν χωρὶς ὅρους ἀποδοχὴ καὶ ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ ἑρμηνεύτηκε καὶ ὁριοθετήθηκε ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὅταν κάποιος πιστὸς -ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θεσμικὴ θέση ποὺ ἔχει στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας-  σύνολα πιστῶν -ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τους- παραβιάσουν ἐκ πεποιθήσεως τὴν ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκόπτονται ἀπὸ τὸ σῶμα της. Καὶ ἂν εἶναι σ’ ὁποιοδήποτε ἱερατικὸ ἀξίωμα καθαιροῦνται, ἐνῶ οἱ λαϊκοὶ ἀφορίζονται, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦν στὸ ἑξῆς νὰ μετέχουν καὶ νὰ κοινωνοῦν στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐπισήμως τὸν 11ο αἰώνα. Τὸ 1014 εἰσήγαγαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὴν ἐσφαλμένη δογματικὴ διδασκαλία τους γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ γνωστό Filioque. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία αὐτὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς θεῖο Πρόσωπο ἔχει τὴν ὕπαρξή του ἐκπορευτῶς καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὅμως ἀνατρέπει τὴν ἀποστολικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀφοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας «παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται» (15,26). Ἄλλωστε, ἡ Γ Οικουμενική Σύνοδος διὰ τοῦ Προέδρου της, ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀναφερόμενη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καθόρισε ἀπαγορευτικά, ὅτι «οὐδενὶ ἐπιτρέπεται λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἡ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβὴν» (σὲ κανέναν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσθέσει ἡ νὰ ἀφαιρέσει οὔτε μία συλλαβὴ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διατυπώθηκαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως). Ὅλες οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι κατακύρωσαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Γ Οικουμενικής.
Εἶναι λοιπὸν προφανὲς ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ –κατ’ ἐπέκταση καὶ οἱ Προτεστάντες ποὺ υἱοθέτησαν τό Filioque- ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γι’ αὐτὸ περιττὸ νὰ ἀναφέρουμε ὅλους τούς μετέπειτα νεωτερισμοὺς στὴν πίστη ἐκ μέρους τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν (ὅπως τὸ ἀλάθητό τοῦ πάπα, τὰ μαριολογικᾶ δόγματα, τὸ πρωτεῖο, ἡ κτιστὴ Χάρη κ.α.).
2. Ἀποστολικὴ διαδοχὴ
Μὲ τὴν ἀποστολικὴ πίστη συνδέεται ἀδιαίρετα καὶ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή. Ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἔχει οὐσιαστικὸ περιεχόμενο μόνο μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴν ἀποστολικὴ πίστη.
Λέγοντας ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἐννοοῦμε τὴν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ἡ συνέχεια αὐτὴ ἔχει χαρισματικὸ χαρακτήρα καὶ διασφαλίζεται μὲ τὴ μετάδοση τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τῶν Ἀποστόλων στοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ δι’ αὐτῶν στοὺς ἱερεῖς.
Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς πνευματικῆς-ἀποστολικῆς ἐξουσίας στοὺς Ἐπισκόπους γίνεται μὲ τὴ χειροτονία. Ἄν, ἑπομένως, κάποιος ἐπίσκοπος ἔχει λάβει μὲ κανονικὸ - ἐκκλησιαστικὸ τρόπο τὴ χειροτονία του καὶ στὴ συνέχεια βρεθεῖ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἐξαιτίας τῆς ἐσφαλμένης πίστεώς του, παύει οὐσιαστικὰ νὰ ἔχει καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀφοῦ αὐτὴ ἔχει νόημα μόνο μέσα στὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Κατὰ συνέπεια, ἂν κάποιος ἐπίσκοπος ἡ καὶ ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία -ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ μελῶν- ἐκπέσουν ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε ἀλαθήτως στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, παύουν νὰ ἔχουν οἱ ἴδιοι τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, ἐπειδὴ βρίσκονται ἤδη ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ἀφοῦ διακόπτεται ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ οὐσιαστικά, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ κατοχὴ ἡ γιὰ συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στοὺς ἐκπεσόντες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Μὲ βάση τὰ παραπάνω, ὁ ἴδιος ὁ πάπας, ἀλλὰ καὶ τὸ σύνολο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπισκόπων στεροῦνται τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, ἐπειδὴ στερηθέντες τὴν ἀποστολικὴ πίστη ξέπεσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Κατὰ συνέπεια, λόγος γιὰ ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος ἀτεκμηρίωτος ἐπιστημονικά, εἶναι δηλαδὴ λόγος ἀθεολόγητος.
3. Ἱερωσύνη καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια
Ἡ ἱερωσύνη στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τελεῖ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του διὰ τῶν Ἐπισκόπων καὶ Ἱερέων Του.
Ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τὴν ἀδιάκοπη συνέχειά της ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, προϋποθέτει δηλαδὴ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή. Πρωτίστως ὅμως ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ ὡς ἱερουργὸ στὸ μυστηριακὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται στὴν Ἐκκλησία καὶ παρέχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτονομημένη ἱερωσύνη καὶ αὐτονομημένα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μυστήρια δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν.
Ἡ ἱερωσύνη, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλα τὰ μυστήρια, ἀποτελεῖ λειτουργικὴ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας (ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τοῦτο σημαίνει, ὅτι γιὰ νὰ ὑπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως νὰ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Τὰ μυστήρια εἶναι σὰν τὰ κλαδιὰ ἑνὸς δένδρου. Ζωντανὰ κλαδιά, ποὺ ἀνθοῦν καὶ καρποφοροῦν, μποροῦν νὰ ὑπάρχουν μόνον ὅταν αὐτὰ εἶναι ὀργανικὴ προέκταση τοῦ δένδρου, ὅταν δηλαδὴ εἶναι ὀντολογικὰ συνδεμένα μὲ τὸν κορμὸ τοῦ δένδρου.
Εἶναι θεολογικὰ ἀκατανόητο νὰ ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοὶ  Προτεστάντες, ἔχουν ἔστω καὶ ἕνα μυστήριο, π.χ. τὸ βάπτισμα. Τὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα ποῦ πρέπει νὰ τίθεται ἐδῶ εἶναι: Ποιὸς ἱερούργησε τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος; Ποῦ βρῆκε τὴν ἱερωσύνη ὁ ἱερουργός; Ποιὸς τοῦ ἔδωσε τὴν ἱερωσύνη, ἀφοῦ αὐτὴν τὴν παρέχει μόνον ἡ Ἐκκλησία; Καὶ ποῦ βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία στοὺς ἑτεροδόξους, ἀφοῦ αὐτοὶ λόγω τῆς ἐσφαλμένης δογματικῆς πίστεώς τους ξέπεσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία;
4.Ἡ θεωρία τῶν «δύο πνευμόνων» τοῦ Χριστοῦ
Ἡ θεωρία αὐτὴ ἔχει τὴν πατρότητά της στὸν Ρωμαιοκαθολικισμό. Σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἔχει ὡς «πνεύμονές» Του τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σήμερα, δυστυχῶς, ἡ θεωρία αὐτὴ υἱοθετήθηκε καὶ ἀπὸ πολλοὺς ὀρθόδοξους ἱεράρχες καὶ λαϊκοὺς ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους, μᾶλλον ἀβασάνιστα. Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ θεωρία αὐτὴ κρινόμενη ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψη ὄχι μόνον ἀθεολόγητη εἶναι, ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικὰ βλάσφημη.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφοροποιεῖται ὀντολογικὰ ἀπὸ τὸ Ρωμαιοκαθολικισμὸ γιὰ καθαρὰ δογματικοὺς λόγους. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι μόνον αὐτὴ διασώζει τὸν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς ἔχει ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι «μία» καὶ ἑνιαία, εἶναι θεολογικὰ τελείως ἀκατανόητο νὰ ὑπονοοῦνται, σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω θεωρία, ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς ὡς οἱ «δύο πνεύμονες» τοῦ Χριστοῦ, ὡς κάποια ἰσότιμα δηλαδὴ μέλη τοῦ σώματός Του. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ  παραμένουν ἀκάλυπτα ἐκκλησιολογικῶς  καλύπτονται ἐκκλησιολογικὰ ἀπὸ ἄλλες, ἐκτὸς τῶν δύο, Ἐκκλησίες. Κάτι τέτοιο ὅμως θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε εὐθέως στὴν υἱοθέτηση τῆς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς θεωρίας τῶν κλάδων» (Branch theory). Λέγοντας θεωρία τῶν κλάδων ἐννοοῦμε τὴ θεωρία τῶν προτεσταντῶν γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησία κατὰ τοὺς προτεστάντες εἶναι ἡ ἀόρατη κονωνία τῶν ἁγίων. Οἱ διάφορες ἱστορικὲς-ἐμπειρικὲς ἐκκλησίες ὅλων τῶν δογμάτων ἔχουν νομιμότητα καὶ ἰσότητα ὑπάρξεως, ὡς κλαδιὰ τοῦ ἑνὸς δένδρου τῆς ἀόρατης ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη ἐκκλησία εἶναι ἡ καθαυτὸ ἐκκλησία ἡ ὁποία καὶ ὁμολογεῖται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Κατὰ συνέπεια, καμμία ἐπιμέρους τοπικὴ ἐκκλησία ὁποιουδήποτε δόγματος, δὲν ἐνσαρκώνει τὴν «μία ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Καμμία τοπικὴ ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι κατέχει τὴν πληρότητα τῆς ἀποκαλυφθείσας ἀλήθειας. Ἡ μία ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ συνολικὸ ἄθροισμα τῶν ἐπιμέρους τμημάτων της, δηλαδὴ τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν ὅλων τῶν δογμάτων, ὅσο καὶ ἂν διαφέρουν δογματικὰ μεταξύ τους. Πράγμα τελειως ἀπαράδεκτο ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψη.
Εἶναι ὅμως καὶ βλάσφημη ἡ παραπάνω Ρωμαιοκαθολικῆς προέλευσης θεωρία περὶ τῶν «δύο πνευμόνων» τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὴ συμβαίνει νὰ υἱοθετεῖται ἀπὸ Ὀρθοδόξους. Καὶ εἶναι κυριολεκτικὰ βλάσφημη, ἐπειδὴ ἐντάσσει στὸ ἄμωμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ ὡς ὀργανικὸ μέλος Του (ὡς ἕνα «πνεύμονά» Του), τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς θεσμικὰ πάσχει ὀντολογικῶς, ὡς πραγματικότητα ἐκτός τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
5. «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες»
Ἀρχικὰ ὁ ὅρος «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» εἶναι ἀπὸ ἀδόκιμος ἕως ἀπαράδεκτος. Ἀδόκιμος θεολογικὰ εἶναι, ὅταν χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ σχέση μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τελείως ἀπαράδεκτος θεολογικὰ εἶναι ὁ ὅρος, ὅταν χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ προσδιορίσει τὸν ὀντολογικὸ χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Καταρχήν, ὁ ὅρος «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» δὲν εἶναι βιβλικὰ θεμελιωμένος, οὔτε κάν νομιμοποιημένος. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στὶς διάφορες τοπικὲς Ἐκκλησίες, δὲν τὶς ἀποκαλεῖ «ἀδελφές», οὔτε ὑπονοεῖ ὅτι ὑπάρχει κάποια Ἐκκλησία ὡς «μητέρα» αὐτῶν τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἔχει τὴ συνείδηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ ὅτι αὐτὴ ἔχει καθολικὸ χαρακτήρα, μὲ τὴν ἔννοια τῆς πληρότητας τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ζωῆς της, κεφαλὴ τῆς ὁποίας εἶναι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔτσι, ὅταν ἀπευθύνεται σὲ κάποια τοπικὴ Ἐκκλησία, ἔχει τὴ στερεότυπη ἔκφραση: «τῆ Ἐκκλησία τῆ οὔση ἐν... (π.χ. Κορίνθω)». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ φανέρωση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ γίνεται σὲ κάθε τόπο, ὅπου ὑπάρχει ἡ εὐχαριστιακὴ κοινότητα τῶν πιστῶν ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπό της. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητο ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν αὐτῶν διασφαλίζεται μὲ τὴν κοινωνία μεταξύ τους στὴν αὐτὴ πίστη, ζωὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ τάξη. Τὴν ἑνότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἐγγυᾶται στὴν πράξη ἡ σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τους.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω γίνεται κατανοητὸ ὅτι, ἀφοῦ καὶ οἱ ὁμόφρονες τοπικὲς Ἐκκλησίες στὸ πλαίσιο τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν νομιμοποιοῦνται θεολογικά, ὅταν ὀνομάζονται «ἀδελφές», πολὺ περισσότερο δὲν ὑπάρχει θεολογικὸ-ἐκκλησιολογικὸ ὑπόβαθρο γιὰ νὰ ὀνομάζονται «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός. Ἄλλωστε ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται κατὰ κυριολεξία Ἐκκλησία μετὰ τὸ 1014, ἐπειδὴ ἀπὸ τότε ὑφίστανται πνευματικῶς γι’ αὐτὸν τὰ ἐπιτίμια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μὲ συνέπεια τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὸ Θεανθρώπινο σῶμα.
Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἄρση τῶν παραπάνω ἐπιτιμίων δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀπὸ κανένα θεσμικὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο ψηλὰ καὶ ἂν βρίσκεται στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία, παρὰ μόνον ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο μπορεῖ νὰ γίνει μόνο στὴν περίπτωση ποὺ ἀρθοῦν προηγουμένως οἱ δογματικοὶ λόγοι, στοὺς ὁποίους οὐσιαστικὰ ὀφείλεται ἡ ἔκπτωση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι, ἐπισήμως, ἀπὸ τὸ 1014 ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς δὲν εἶναι Ἐκκλησία. Τοῦτο πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει τὴν ὀρθὴ ἀποστολικὴ πίστη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή. Δὲν ἔχει τὴν ἄκτιστη Χάρη καὶ κατεπέκταση δὲν ἔχει τὰ θεουργὰ μυστήρια, ποὺ καθιστοῦν τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ νὰ παραμένει ἕως τῆς συντελείας μία καὶ ἀδιαίρετη, κάθε χριστιανικὴ κοινότητα, ἐκτός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ἁπλὰ αἱρετική.

1 σχόλιο:

  1. Ορθόδοξον εκκλησία χαρακτηρίζεται την πρό η μετά '''μνημονίου'' του 1924, κατά το οποίο με εμφανή παρέμβαση η πολιτεία τροποποίησε, σε συνεργασία με την εκκλησία (αδιαφανώς) , εκτός του ημερολογίου και το εορτολόγιο; Κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν έχει αποδειχθεί ακόμη αυτό το περιβόητο λάθος του καθ'όλα Ελληνικού ημερολογίου, αφού επρόκειτο για δημιούργημα του έλληνα αστρονόμου μαθηματικού και φιλοσόφου Σωσιγένους κατ'εντολήν του αυτοκράτορος Ιουλίου Καίσαρος, και την αντικατάστασή του από αυτό του πάπα Γρηγορίου, της δυτικής εκκλησίας την οποία ορθώτατα αποκαλέσατε αιρετική!! Υπάρχουν αναγκαστικές τροποποιήσεις σε εορτές, πχ του Αγίου Γεωργίου ο οποίος εορτάζεται στις 23 Απριλίου ΠΑΝΤΟΤΕ με το προϋπάρχον ημερολόγιο, αλλά ''μεταφέρθηκε'' την Δευτέρα του Πάσχα, λόγω αδυναμίας συμπτώσεως της ημερομηνίας με την εορτή από το νεωτερίζον ημερολόγιο.Και αυτό διότι η ακολουθία της εορτής του Αγ.Γεωργίου περιλαμβάνει πασχαλινά τροπάρια και ψάλεται επίσης το ...Χριστός Ανέστη. Γνωρίζεται ότι υπάρχει (υπήρξε) καθορισμός του Πασχαλίου από την εκκλησία ώστε η 23η Απριλίου να είναι η έσχατη ημερομηνία για να εορταστεί το Πάσχα! Πως το εορτάζουμε μήνα Μάϊο; Υπάρχουν κι άλλες ενστάσεις εκ μέρους μου τις οποίες πρόφατα σε δήλωσή του συμμεριζετε και ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός (ο γνωστός ιερέας και ομότιμος καθηγητής της θεολογίας, συγγραφέας πάνω από 40 θεολογικών βιβλίων), αλλά ας μη σας κουράσω άλλο. Ευχαριστώ για την φιλοξενία σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.