25 Σεπ 2012

Πῶς πρέπει νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ κλαῖμε κάθε φορᾶ ποῦ ἁμαρτάνουμε;

Γέροντος Ραφαὴλ Νόϊκα
Ἡ προσευχὴ λόγος ἀγαθός 
Ἡ ἐπιστροφή μου στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἡ εἴσοδός μου στὸν μοναχισμὸ
Πάτερ, πεῖτε μας, σᾶς παρακαλῶ, πῶς πρέπει νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ κλαῖμε κάθε φορᾶ ποῦ ἁμαρτάνουμε;
Τὸ ἀληθινὸ πένθος δὲν εἶναι μία στιγμὴ τῆς ψυχῆς, μία ψυχολογικὴ κατάστασις, ἀλλὰ εἶναι, ὅπως λέγει ὁ π. Σωφρόνιος, στιγμὴ στὴν ὁποία ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία ζοῦν τὴν ἴδια κατάστασι. Πιὸ σαφέστερα, ἡ βίωσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιά. 
Μ  αὐτὴ τὴν ἔννοια, στὸν ἡσυχασμό, μὲ τὴν πρακτικὴ ἐξάσκησι τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὴν ἕνωσι νοῦ καὶ καρδίας. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου γίνονται ἕνα καὶ ζοῦν τὴν ἴδια στιγμὴ τὴν ἴδια ἐμπειρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ τῶν δακρύων. 
Αὐτὴ ἡ στιγμὴ-ὁμιλῶ κάπως ἀποκλειστικὰ-εἶναι ἡ ἀγάπη. Δὲν προέρχεται ποτὲ ἀπὸ τὴν ἰδικὴ μᾶς ἀγάπη, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη μας δὲν εἶναι ἀκόμη καρπὸς τῆς φύσεώς μας· ἐμεῖς ἐξεπέσαμε ἂπ  αὐτὴν καὶ γὶ  αὐτὸ τὰ δάκρυα ἐξέρχονται πολλὲς φορὲς μὲ πόνο καὶ γὶ  αὐτὸ δὲν καλλιεργεῖται μέσα μας ὁ ἴδιος ὁ πόνος, ἀλλὰ...
διὰ τοῦ πόνου, λόγω τῆς συντριβῆς ποῦ νοιώθουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μᾶς ἐπανερχόμεθα στὴν φυσικὴ  κατάστασι τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἦτο καὶ θὰ παραμείνη τὸ μεγάλο θέμα στὴν ζωή μας. Ἐδῶ στὴν Ρουμανία ποῦ ἦλθα, δὲν ἔφερα μία πολὺ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν Δύσι. 
Προερχόμουν ἀπὸ μιὰ οἰκογένεια περισσότερο πολιτιστικὴ καὶ ὀλιγώτερο πνευματικὴ καὶ συνεπῶς, βαπτίσθηκα καὶ ἔλαβα τὸ Χρίσμα καὶ ἄλλες ἀόρατες δωρεές, ὅπως λαμβάνουμε ὅλοι ἐμεῖς δῶρα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διὰ τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία ἐκχέεται σ  ὅλη τὴν ὕπαρξί μας, στὴν φύσι μας, 
στὸν λαό μας, στὴν χώρα μας καὶ στὴν γῆ μας. (ἴσως νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεσθε αὐτά, μὲ τὴν κατάλληλη πνευματικὴ ἔννοια, ἒφ  ὅσον δὲν ἐγνωρίσατε τὶς περιπλανήσεις μου· ὅμως ἔζησα αὐτὰ τὰ πράγματα σχεδὸν ἀσυνείδητα).
Αὐτὸ ἐγὼ τὸ ὠνόμασα περιπλάνησι, τὸ ὁποῖο μου φαίνεται ὅτι ἦτο ἕνα εἶδος περιπλανήσεως τοὺ  λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Διότι ἔτσι μπορεῖ νὰ κατανοηθῆ ἀληθινὰ ἡ Ἐκκλησία· δὲν ἔχω χρόνο νὰ ἀναφερθῶ στὸ πνευματικό μου προσκύνημα, στὴν πνευματική μου ἐξορία, στὴν περιπλάνησί μου· θέλω νὰ φθάσω κὰτ  εὐθείαν στὴν στιγμὴ στὴν ὁποίαν ἐπέστρεψα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.   
 Μέχρι τότε εἶχα κάποια θεολογικὴ προτεσταντικὴ θεώρησι καὶ ἀναζητοῦσα κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα νὰ ἠμπορῶ νὰ κρίνω, ἐὰν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πιὸ ἀληθινή, ἡ πιὸ δικαία, ἡ πιὸ πλησιέστερη στὸν Θεό.
Δὲν τὰ εὕρηκα, παρὰ μόνο, ὅταν ἐπέστρεψα στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας, μοῦ ἀπεκαλύφθηκε στὴν ψυχή μου ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι, ὅπως καὶ παραπάνω σας εἶπα, χωρὶς καμμία ἀμφιβολία, ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι ὅπως τὴν συνέλαβε ὁ νοῦς τοῦ Θεοῦ. 
Ἀλλὰ γὶ  αὐτὴ τὴν φύσι, ποῦ τραυματίσθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἦτο ἀνάγκη ὅπως ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ κατέλθη ἐπὶ τῆς γής, νὰ ἐνσαρκωθῆ καὶ νὰ γίνη ἄνθρωπος ὅμοιος μ  ἐμᾶς, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, νὰ πεθάνη ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ ν  ἀναστηθῆ.
Νὰ πεθάνη ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ γιὰ νὰ ἀποκαλύψη στὸν ἄνθρωπο τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἀνθρωπολογία μᾶς ἀπεικονίζετασι ἀπὸ ἕνα μόνο Ἄνθρωπο, ποῦ καλεῖται Ἰησοῦς. Καὶ οἱ Πατέρες μᾶς διετήρησαν τὸν λόγο καὶ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ του Λόγου, τὸν ὁποῖον δέχθηκε ἡ ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὸν Θεό. 
Εἶναι ἐνδιαφέρον τὸ γεγονὸς ὅτι μπροστὰ ἀπὸ ὅλες τὶς ὀνομασίες, τὶς ὁποῖες ἔλαβαν οἱ διάφορες χριστιανικὲς αἱρέσεις, οἱ Πατέρες διετήρησαν τὸ ὄνομα «Ὀρθοδοξία», τὸ ὁποῖον σημαίνει, ὅπως γνωρίζετε, ἀληθινὴ δόξα, δοξασία, γνώμη, ἀλήθεια.
Δηλαδή, τὸ σπουδαιότερο (μὲ μιὰ παγκόσμια ἀπήχησι), πέρα ἀπὸ ὅλες τὶς ὀνομασίες ποῦ ἐκράτησαν οἱ ἄλλοι, οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς εὐρήκαν ὅτι τὸ πράγμα τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε μέχρις αἵματος, μέχρι θανάτου μας (ὅπως ἔκαναν οἱ ὁμολογητές, σὰν τὸν ὁμολογητὴ ἅγιο Μάξιμο,9 ὅπως ἔκαναν οἱ Μάρτυρές μας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι γεμάτο τὸ Συναξάριο), αὐτὴ τήν  σωστὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ποῦ εἶναι ἡ μοναδική μας κληρονομιά.
 Ο Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς εἶπε ἀκόμη, ὅτι δὲν θὰ εἴμεθα τὸ μεγαλύτερο τμῆμα πιστευόντων στὸν κόσμο, οὔτε τὸ πιὸ δυνατό· δὲν εἴμεθα οὔτε τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ (ἄλλοι μᾶς πολέμησαν μὲ μεγάλα κατορθώματά τους στὴν ἱστορία).
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα εἶδος σταχτοπούτας, καὶ λέγοντας αὐτά, μοῦ ἔρχονται στὸν νοῦ οἱ διηγήσεις καὶ τὰ παραμύθια τῆς πατρίδος μας. 
Ἐνθυμοῦμαι ἀμυδρὰ-δὲν κρατῶ ἀκριβῶς στὴν μνήμη μου-μία διήγησι γιὰ τρεῖς ἀδελφές, οἱ ὁποῖες, ὅταν ἐτελείωσαν, δὲν ξέρω τί ἔγινε μὲ μία γριά, ἡ ὁποία τὶς παρεκάλεσε πολὺ νὰ πᾶνε μέχρι τὴν γέφυρα. Ἐκεῖ θὰ ἔλθουν τρεῖς νεράϊδες καὶ νὰ ἐκλέξουν ὅποια θέλουν.
Τὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη κόρη τὶς ἐπῆραν οἱ μεγαλύτερες καὶ ὡραιότερες νεράϊδες, ἐνῶ τὴν τρίτη, τὴν μικρὴ καὶ ταπεινὴ τὴν ἐπῆρε ἡ πιὸ ἄσχημη καὶ κοντόσωμη, ἀλλὰ γεμάτη ἀπὸ θησαυρούς. Καὶ οἱ ἄλλες ξεμυαλίσθηκαν, διότι δὲν εἶχαν κάποιο μεγάλο ἔργο νὰ ἐπιτελέσουν μέσα τους.
Ἐπανερχόμενος ἠμπορῶ νὰ εἰπῶ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, ἐξ αἰτίας τῆς δυστυχίας ἐκ τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, παρέμεινε ἡ σταχτοπούτα τῆς ἱστορίας· ἡ μοναδικὴ ἀνάμεσα στὶς ἄλλες στὴν ἱστορία, φαινομενικὰ ὅμως· ἀλλὰ οὐσιαστικὰ εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀξιοτίμητο πράγμα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Καὶ ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἰπῶ ὅτι δὲν θὰ ἔλθη φόβος ἀπὸ καμμία ἄλλη «ἀλήθεια» ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχεται. 
Ὄντας πεταμένος ἐκεῖ, στὴν βαβυλωνία τῆς Δύσεως, ὅπου ἀναμείχθηκαν καὶ μπερδεύθηκαν ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ φιλοσοφίες τοῦ κόσμου-ὅπως εἶναι γιὰ παράδειγμα ἡ Νέα Ἐποχὴ-ἀνεκάλυψα ὅτι, ναί, ὑπάρχουν παντοῦ θαυμαστὲς ἀλήθειες, ἄξιες θαυμασμοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶναι παρὰ ἔσοπτρα καὶ αἰνίγματα μπροστὰ στὴν Ὀρθοδοξία, ποῦ παραμένει στήριγμα δίπλα στὸν κάθε ἄνθρωπο. 
Αὐτὴ ἦτο γιὰ μένα ἡ Ὀρθοδοξία καὶ δὲν ἔχω λόγους νὰ εὐχαριστήσω τὸν Θεὸ καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο, διότι καὶ μέσω τῶν περιπλανήσεώς μου, μοῦ ἀπεκάλυψαν τὴν ἀλήθεια! Καὶ σὲ διάστημα 31 ἐτῶν (τὸ 1961 ἐπέστρεψα στὴν Ὀρθοδοξία) ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα, μήνα μὲ τὸν μήνα, ἐμπειρία μὲ τὴν ἐμπειρία, ἐπιβεβαιώθηκα ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ πίστις ποῦ ζητοῦσε νὰ μὲ φέρη ὁ Θεός.
Ἤθελα νὰ σᾶς εἰπῶ κάτι ἀκόμη. Ἡ ἐπιστροφή μου στὴν Ρουμανία ἔγινε μετὰ ἀπὸ 38 χρόνια, ἀπαράλλαχτα ὅπως ὁ παράλυτός του Εὐαγγελίου, καὶ ζῶ μία μοναδικὴ ἐμπειρία. Ἀπὸ τὸ 1955, ἂφ  ὅτου ἀπεχώρησα ἀπὸ τὴν πατρίδα μας, τὴν Ρουμανία, δὲν ἐπεσκέφθηκα πάλι ἄλλη ὀρθόδοξη χώρα, στὴν ὁποία ἡ πίστις ἦτο ἀπηγορευμένη, διωκόμενη, κατηργημένη.
Στὴν Δύσι, γενικά, ἐξωτερικὰ εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολο νὰ ζήσης, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ αἰσθάνεσαι πολὺ ἄσχημα, ἀπὸ ὅ,τι στὴν Ἀνατολή. 
Ἐκεῖ δὲν εἶχες τὸν φόβο τοῦ πολυβόλου ἢ τῆς φυλακῆς, ἀλλὰ ἤσουν ὑποταγμένος σ  ἕνα ἐσωτερικὸ διωγμό, ἕνεκα τοῦ ὁποίου σὺ ὁ ἴδιος κατα¬λά¬βαινες ὅτι εὑρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Καὶ προσπαθοῦσες νὰ μάχεσαι μόνος σου ἐναντίον αὐτῶν τῶν καταστάσεων, πρὸς τὶς ὁποῖες σὲ ἐμποδίζουν οἱ νοοτροπίες, ἡ ἱστορία, οἱ συνθῆκες τῆς δυτικῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὸς ὁ ἐσωτερικὸς διωγμός, κατὰ ἕνα τρόπο, πιστεύω ὅτι δὲν εἶναι καθόλου εὔκολος.
Ἐπανελθῶν στὴν Ρουμανία, σᾶς ὁμολογῶ ὅτι ἐπανέζησα τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία τοῦ 1978, ὅταν ἤμουν στὴν Ἑλλάδα. Τότε γιὰ πρώτη φορά, εὑρέθηκα πολὺ καιρὸ σὲ μία ὀρθόδοξη χώρα. Τώρα ζῶ ἕνα αἴσθημα πολὺ πιὸ βαθύ, ποῦ ἀκόμη καὶ τὰ ὀστᾶ μου αἰσθάνονται ὅτι εὑρίσκονται στὸ χῶμα τῆς πατρίδος μου, μιᾶς ὀρθοδόξου χώρας.
 Αισθάνομαι ἐνσωματωμένος στὸ σῶμα τοῦ λαοῦ μας καὶ ἡ γλώσσα μᾶς ἐπανέρχεται γρήγορα στὸ μυαλό μου, παρότι δὲν τὴν γνωρίζω πολὺ καλά. Τώρα δὲν ἔχω πλέον τὸν φόβο γιὰ νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν περνῶ δίπλα ἀπὸ μία ἐκκλησία ἢ ὅταν ἀκούω τὶς καμπάνες.
Ἤθελα ν  ἀναφερθῶ στὴν συνέχεια, στὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ ὁποῖος προετοίμαζε τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, ὅταν ὡμιλοῦσε στὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, στὸν Ἰσραὴλ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καὶ ἐμεῖς, ἡ Ὀρθοδοξία, εἴμεθα ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς Καινῆς Διαθήκης, διότι καὶ τώρα, μετὰ ἀπὸ 2000 χρόνια, εἴμεθα πολὺ περισσότερο σὲ μιὰ πολὺ παρόμοια θέσι μὲ ἐκείνη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ. 
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἄρχισε τὸ προφητικό του ἔργο διὰ τῆς κλήσεως στὴν μετάνοια, λέγοντας: «Καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἐαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμὶν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραὰμ»(Μάτ.3,9). Σᾶς λέγω ὅλα αὐτά, ἐπειδὴ ἤμουν καὶ ἐγὼ μία «πέτρα». 
Καὶ ἐνίοτε ἐρωτῶ τὸν ἑαυτό μου, δὲν θὰ ἦτο καλλίτερα νὰ ἤμουν ἀκόμη μία πέτρα; Γὶ  αὐτὸ καὶ ὁμολογῶ τὴν πλάνη μου, ὅτι ἦτο πράγματι πλάνη, διότι δὲν ἤθελα νὰ πάρω τὴν εὐθεία ὁδό. Καὶ ὅμως, μερικὲς φορές, ἔχω τὴν ἐντύπωσι ὅτι ὅλα ἤσαν στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ διότι, ὄντας τότε σὰν τὴν πέτρα, νὰ καταλάβω ἀργότερα, καλλίτερα, μὲ τὸν ἀντίθετο τρόπο, ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή.
Εἶδα πολλὲς φορὲς ὅτι αὐτὸ τὸ ὁποῖο προσελκύει στὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ ἔξω (ὅπως περίπου ἔκανα κι ἐγὼ) εἶναι ὅτι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁλοκλη¬ρώνονται οἱ δυσκολίες, ἐκεῖ ὅπου ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ τὶς κάνουμε εὐκολώτερες, διότι ἔχουμε τὴν Ὀρθοδοξία στὸ αἷμα μας, ἀπὸ τοὺς προγόνους μας· ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ὁ προσήλυτος ἔχει, σὰν ἀντάμειψι, μία ζωντανὴ ἀντίληψι τὸ τί σημαίνει Ὀρθοδοξία, ἀκριβῶς μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπέρασε μέσα ἂπ  αὐτὴ τὴν κατάστασι τῆς «πέτρας» καὶ συνεπῶς, οὐσιαστικά, πολλὲς φορὲς καταλαβαίνει αὐτὸ τὸ βάθος, παρὰ ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι, μὴ γνωρίζοντας τί σημαίνει νὰ μὴ τὸ ἔχης, συμπεριφερόμεθα κάπως ἐπιπόλαια.
Ἐάν, συγχωρέστε μέ, σᾶς εἰπῶ ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ στενοχώρια μου, ὅταν συναντήθηκα πάλι τὰ τελευταία χρόνια μὲ τὸν Κρεάνγκα, μὲ τὸν Κοσμποὺκ καὶ ἄλλες προσωπικότητες τῆς λογοτεχνίας μας, τοὺς ὁποίους ἐγνώριζα ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία, ἀλλὰ ἐπὶ 20 καὶ πλέον χρόνια δὲν εἶχα ἀκούσει τίποτε γὶ  αὐτούς, μέχρις ὅτου ὁ πατέρας μου ἄρχισε νὰ μοῦ στέλλει βιβλία ἐκεῖ, τὰ ὁποῖα ἐδιάβαζα συχνὰ καὶ κατάλαβα μὲ πόση ἐπιπολαιότητα ἐπήραμε ἐμεῖς πολλὲς φορὲς τὴν ὀρθόδοξη ζωή.
Θέλω νὰ κλείσω τὸ θέμα αὐτὸ ὡς ἑξῆς: Ὅτι δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε «πέτρα» ὁ ἄνθρωπος, διότι ἔτσι ἡ Κυρία Θεοτόκος θὰ εἶναι ἡ μικρότερη μεταξὺ τῶν ἁγίων.
 Διότι αὐτή, ὅπως λέγη ὁ ποιητὴς Μιχαὴλ Ἐμινέσκου, ἦτο σὰν τὴν σελήνη ἀνάμεσα στ   ἀστέρια, ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἐγνώρισε τὴν ἁμαρτία. Καὶ τί εἶναι ἁμαρτία;  Θὰ σᾶς ἀπαντήσω ἀπὸ τὴν θλιβερά μου ἐμπειρία: Εἶναι ἕνα τίποτε, εἶναι ὁ θάνατος. 
Ἔχει μία φαινομενικὴ ἀπόλαυσι τῆς ζωῆς, τῆς ἡδονῆς, τῆς κοσμικῆς σοφίας, τὰ ὁποία τελικὰ εἶναι ἕνα ψέμμα! Μπορεῖ νὰ ἀποφεύγη κάποιος τὴν ὁδὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ μόνο διὰ τῆς πολλῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ εἶναι λόγος· ὁ λόγος εἶναι ἐνέργεια, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς ἔκαμε τὰ ἔργα του, τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ.
 Ο λόγος εἶναι μέγα μυστήριο καὶ ὁ Γέροντάς μου π. Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι «ἔχει μεταφυσικὲς ρίζες». Σὲ βαθύτερη ἔννοια, ὁ λόγος δὲν εἶναι μόνο πληροφορία, ἀλλὰ πρωτίστως κοινωνία. Πῶς ἠμποροῦμε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια λόγια της Θείας Λειτουργίας (μερικοὶ ἱερεῖς λειτουργοῦν καθημερινὰ) χωρὶς νὰ νοιώθουμε πλῆξι, ὅπως μᾶς κατηγοροῦν μερικοὶ ποῦ λέγουν ὅτι βλέπουν ἕνα εἶδος θεάτρου κάθε ἡμέρα; 
Ἐπειδὴ ἡ Λειτουργία εἶναι ζωντανὸς λόγος, καὶ ὄχι θέαμα. Καὶ ὁ λόγος ἀναγεννᾶ καὶ ὁ πιστὸς ποῦ συμμετέχει ἀναγεννᾶται. Εἶναι ζωντανὸς λόγος, ἐπειδὴ εἶναι θεία ἐνέργεια. Ἀκόμη καὶ στὸ ἐπίπεδό του κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τῆς κοινωνίας.
 Γιά παράδειγμα, σᾶς ὑπενθυμίζω αὐτὸ ποῦ εἶπα παραπάνω γιὰ τοὺς δύο ποῦ ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους καὶ λέγουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Σ  ἀγαπῶ». Θὰ ἠμποροῦσε ὁ ἕνας ν  ἀπαντήση: «Τὸ ξέρω, μοῦ τὸ εἶπες πάνω ἀπὸ 20 φορές»! Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι πληροφορία, εἶναι κοινωνία. Τοῦ ἀρέσει νὰ ἀκούη τὸν λόγο αὐτόν. Ἀνανεώνεται δὶ  αὐτοῦ του ἀγαπητικοῦ λόγου ἡ φιλία καὶ ἡ ἀμοιβαία προσέγγισίς τους.
Ὁ λόγος ὅμως αὐξάνει πολὺ περισσότερο στὴν προσευχή, ὅταν ἀπευθυνώμεθα στὸν Κύριο μὲ τὸ «Ἐσύ». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἀπαράμιλλη καλλιέργεια κοινωνίας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μέσα  στὴν ἱστορία, ὅπου μας δόθηκε ὁ λόγος τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Ἴδιο τὸν Ἄναρχο Χριστό, τὸν ταπεινό, ὁ Ὁποῖος κατέρχεται στὸν νοῦ μας γιὰ νὰ ὑψωθῆ ὁ νοῦς μας στὸν ἰδικὸ Τοῦ ἄναρχο νοῦ.
Ἡ προσευχὴ εἶναι κοινωνικὸς λόγος στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ στεκώμεθα μὲ πολλὴ προσοχή. «Προσχωμεν, Σοφία προσχωμεν», ὅπως λέγωμεν στὴν θεία Λειτουργία. Εἶναι λόγος τὸν ὁποῖον δὲν πρέπει νὰ τὸν χάνουμε. Ὅταν εἴμεθα στὴν Ἐκκλησία, στὴν Ἀκολουθία, ἢ ὅταν διαβάζουμε τὶς πρωϊνὲς προσευχές, πρέπει νὰ εἴμεθα προσεκτικοὶ γιὰ νὰ μὴ γίνεται ἡ προσευχὴ ἕνας τύπος. Διότι κάθε λόγος τῶν Ἀκολουθιῶν καὶ τῶν προσευχῶν εἶναι καὶ ἕνα ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, ποῦ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ δὲν τὸ ἔχουν.
Διὰ τοῦ λόγου τῆς προσευχῆς μας νὰ καλοῦμε τὸν Θεὸ καὶ στὶς πιὸ συνειθισμένες στιγμὲς τῆς ζωῆς μας, ἐπειδή, πρῶτον, θὰ ἔλεγα, ἔτσι, ἁγιάζουμε τὸν χρόνο, ἁγιάζουμε ἐκείνη τὴν στιγμὴ ποῦ προσευχόμεθα, ἁγιάζουμε τὰ καθημερινά μας ἔργα καί, δεύτερον, κάθε στιγμή, κάθε θέμα γίνεται μία ἀφορμὴ προσευχῆς. 
Ἔτσι ἀκριβῶς εὑρίσκουμε καὶ στὰ ἐκκλησιαστικά μας βιβλία (Εὐχολόγιο) προσευχὲς γιὰ εὐλογία ὅλων τῶν στιγμῶν καὶ τῶν ἀπασχολήσεων τοῦ ἀνθρώπου: Εὐλογοῦμε, ἐπὶ παραδείγματι, τὸ χωράφι, προσευχόμεθα γιὰ τὴν ξηρασία, γιὰ τὴν ἐγκατάστασι σὲ νέο σπίτι, γιὰ τὸ ταξίδι, γιὰ τὶς διάφορες ἀσθένειες κλπ. Ἀλλὰ ἐπὶ πλέον σᾶς λέγω ὅτι ἡ ξηρασία καὶ ἡ σπορὰ καὶ ἡ ἀσθένεια καὶ τὰ ταξίδια εἶναι μία καλὴ εὐκαιρία νὰ σκεφθοῦμε καὶ τὸν Θεό. Τελικὰ ὅλα αὐτὰ τοῦ ἀνθρώπου τὰ προβλήματα περνοῦν, παραμένει ὅμως ἡ χάρις τῆς προσευχῆς.
Κλείνω μὲ τὸν λόγο τοῦ Σωτῆρος ποῦ λέγει καὶ σὲ μένα: «Πορεύου καὶ σὺ καὶ ποίει ὁμοίως..» (Λούκ.10,37).
***
Γέροντος Ραφαὴλ Νόϊκα
Ἡ ἐπιστροφή μου στὴν Ὀρθοδοξία   
καὶ ἢ  εἴσοδός μου στὸν μοναχισμὸ
Μετάφρασις - ἐπιμέλεια ὑπὸ ἀδελφών 
Ἱερᾶς Μονῆς Ὅσιου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους 
2005
Τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα τοῦ πατρὸς Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τὸν ὁποῖον καὶ εὐχαριστοῦμε θερμὰ γιὰ τὴν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καὶ τὸν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιὰ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἄδεια δημοσίευσης.
Ἀναβάσεις

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.