31 Αυγ 2012

Περὶ τοῦ Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, ταπεινὴ προσωπικὴ κατάθεσις.

Τοῦ Πρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ
Στὸν παπὰ-Διονύσιο Τάτση καὶ στὸν Γέροντα Μωϋσῆ τὸν Ἁγιορείτη, εὐχαριστία.
Τὸν Γέροντα Παίσιο εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ δύο ἀδελφοὺς καὶ Πατέρες. Τὸν ὅσιο-λογιώτατο Μοναχὸ καὶ λόγιο Ἁγιορείτη, τὸν π. Μωϋσῆ, στοῦ ὁποίου τὴ φιλόξενη καλύβη, τὴν κειμένη ἀπέναντι ἀπὸ τὴν καλύβη τοῦ Ὅσιου Γέροντος, πάλιν καὶ πολλάκις εἶχα ἀβραμιαίως φιλοξενηθεῖ, καὶ ἀπὸ τὸν ἀκρίτα ἱεροδιδάσκαλο καὶ λόγιο, τὸν π. Διονύσιο Τάτση, ὕστερα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ θαυμάσιου βιβλίου του, «Ἀθωνικὸ Ἡμερολόγιο». Καὶ λέω ὅτι τὸν γνώρισα, γιατί αὐτοὶ οἱ δύο ἀδελφοὶ μὲ προέτρεψαν νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ, τόσο μὲ τὸν γαλήνιο καὶ πειστικὸ λόγο τοῦ ὃ πρῶτος, ὅσο καὶ μὲ τὰ γραφόμενά του ὃ δεύτερος.
Οἳ ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπισκέφθηκα τὸν Γέροντα ἦταν καὶ τὶς δύο φορὲς θερινές, κάπου σιμὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ Σεπτεμβρίου, τὴν πρώτη φορά, καὶ στὶς ἀρχὲς Ἰουλίου ἢ ἑπομένη, σὲ ὧρες ἀπομεσήμερες, δροσερές. Τὸ σημειώνω δὲ αὐτό, γιατί θέλω νὰ θυμίσω στὸν ἀναγνώστη μου καί, στὸν πιὸ τακτικὸ ἀπὸ τὸν ὑποφαινόμενο, ἐπισκέπτη τοῦ Γέροντα, ἐκεῖνο τὸ ἀπέριττο, ἀλλὰ τόσο ἑλκυστικὸ «ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι».
Ὃ καλὸς Γέρων Μωυσῆς μου ἔδειξε τὸ μονοπάτι, ποῦ κατέβαινε ἀπὸ τὴν καλύβη του πρὸς τὸ χείμαρρο, τὸν ὅποιο περνοῦσες μὲ μία λιτὴ ξύλινη γέφυρα. Μετὰ ἀνηφόριζες κι ἔφτανες στὸ συρματοπλεγμένο χῶρο τῆς....
Παναγούδας.
Ἢ ἀπόσταση ἦταν σχετικὰ μικρή, ἢ ἀγωνία μονάχα μεγάλωνε, καθὼς . τὰ προβλήματα ποῦ πίεζαν ἐκεῖνες τὶς μέρες τὴν ψυχὴ εἶχαν σχηματίσει μέσα μου ἕνα περίεργο κουβάρι, ποῦ ἐξάπαντος ἤθελε ξεμπέρδεμα.
Στὸ δρόμο θυμόμουν τὰ ὅσα εἶχε γράψει ὃ πάπα – Διονύσιος στὸ «Ἡμερολόγιο», τὸ ὅποιο μάλιστα εἶχα διαβάσει στὴν Χαλκίδα, ὅπου μὲ συντρόφευε ἕνα χειμωνιάτικο βράδυ καί, γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, μοῦ ξαπόστασε πολὺ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μοῦ κίνησε τὴν περιέργεια, ὥστε, ὅταν βρεθῶ στὸ Ὅρος, νὰ πάω νὰ συναντήσω τὸν Γέροντα. Ὅπως ἔγινε μὲ τὴ Βοήθεια τῆς Παναγίας καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ Γέροντος Μωϋσῆ. Πόσο τὸν εὐγνωμονῶ, αὐτὸν τὸν φιλότιμο Μοναχό!
Ἢ πρώτη αὐτὴ ἐπίσκεψη, ἐπίσκεψη γνωριμίας, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση πῶς τὸν Γέροντα τὸν γνώριζα πολλὰ χρόνια. Ἁπλός, καταδεκτικός, χωρὶς σιδερωμένο ζωστικὸ καὶ ἐπιτηδευμένο ὕφος ἀκούει ὅτι τοῦ λὲς καὶ χαμογελᾶ. Ὄχι, δὲν εἶναι τὸ χαμόγελο τοῦ φτιασιδωμένο ἢ «προετοιμασμένο», οὔτε φορᾶ τὴ μάσκα τῆς εἰρωνείας ἢ τοῦ καθωσπρεπισμοῦ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ σὲ φέρει σὲ ἀδιέξοδο καὶ νὰ ἐκτραπεῖ ἢ κουβέντα. Ὃ Γέροντας ὁμιλεῖ ὡς τὸ μικρὸ παιδὶ ἥσυχα, παραμυθητικά, στέρεα καὶ πιὸ πολὺ οἰκεία. Γίνεται ὃ δικός σου ἄνθρωπος ἀμέσως, καταργώντας σὲ ἐλάχιστο χρόνο τὶς χαώδεις ἀποστάσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κουβέντας τοῦ ἀνοίγεσαι. Καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ παρατηρεῖς ὅτι γίνεσαι ξαφνικὰ ὃ προσεκτικὸς ἐρευνητὴς τῆς ψυχῆς σου, στὴν ὁποία, στὴ συνέχεια, ὁδηγεῖς μέσα τῆς τὸν Γέροντα, δείχνοντας τοῦ τὶς σκοτεινὲς πλευρές της, ἀλλὰ καὶ τὰ γρανιτώδη ἐμπόδια, ὥστε νὰ εἰσέλθει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ καταυγάσει ὅλα. Ἐκεῖνος ἀκούει προσεκτικά, παίζει στὰ χέρια τοῦ κάποιο ἀντικείμενο καὶ σὲ ἀνύποπτο χρόνο, ὅταν ἀνεβαίνει τὸ θερμόμετρο τῆς ψυχοσωματικῆς κόπωσης, σὲ διακόπτει. Ξέρει γιατί. Γιὰ ν’ ἀποφορτίσει τὴ συζήτηση. Γιὰ νὰ πάρεις νέο ὀξυγόνο στὰ πνευμόνια σου, νὰ λαμπικαριστεῖ ὃ ἐγκέφαλος καὶ νὰ βρεῖ ἢ καρδιά σου τὸ χαμένο τῆς μονοπάτι τῆς παραμυθίας καὶ τῆς εἰρήνης.
Ὅμως, πολὺ μάκρυνε ὃ θεωρητικός μου λόγος κι ἴσως νὰ μὴ προφτάσω νὰ καταθέσω τὶς προσωπικές μου ἐμπειρίες, τὶς ὁποῖες ἔχω καταγράψει στὸ σημειωματάριό μου καὶ τώρα τὶς προσφέρω, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐπεξεργασμένες. Χωρὶς φυσικὰ νὰ διεκδικῶ τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὶς εὐχὲς καὶ πρεσβεῖες τοῦ Γέροντα.
Παρασκευὴ 3 Σεπτεμβρίου 1992. Ὥρα 5 ἀπογευματινή. Τὰ μεγάλα δέντρα σκιάζουν τὸν τόπο στὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι. Ἤμαστε ἀρκετοὶ καὶ περιμένουμε. Μεταξὺ αὐτῶν κι ἕνας ἀνώτερος δικαστικὸς μὲ τὸ γιό του. Εἶχαν χάσει τὸ δρόμο τους, ἔπεσαν σὲ κάποιο μονοπάτι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ ὃ πατέρας, ὃ ὅποιος καὶ περίμενε τὴ σειρά του, γιατί ὃ γιός του, ποῦ ἔπασχε ἀπὸ κάποιο ψυχικὸ νόσημα μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ παππούλη, ἔτσι ἔλεγε τὸν Γέροντα, ἔβλεπε τὸν δικό του ἄνθρωπο. Γιὰ αὐτὸ καὶ μόνον ἐκεῖνον ἄκουγε, ἐκεῖνον ἐμπιστευόταν, ἂπ’ αὐτὸν περίμενε τὸ λόγο – πυξίδα, γιὰ νὰ πλεύσει στοῦ βίου τὴν θάλασσα. Καὶ ἐκεῖνος ὃ καλὸς πατέρας ὑπέμενε καὶ περίμενε, ἂν καὶ τραυματισμένος, ἀγόγγυστα τὴ σειρά του, γιατί ἤξερε ποὺ βρισκόταν καὶ τί ἤθελε.
Ἢ σειρά μου ἦλθε ὑστέρα ἀπὸ ὥρα. Νύχτωσε κιόλας. Ἴσκιοι μαζεύονταν ἐκεῖ γύρω. Ὅμως, ἢ καλὴ συντροφιὰ τῶν ἀγνώστων φίλων, ἢ καλύβη τοῦ π. Μωϋσῆ, ποῦ ἀντίκριζα πιὸ πάνω, ἢ χαριτωμένη μορφὴ τοῦ Γέροντα καὶ γενικὰ ἢ εὔκατανυκτη ἀτμόσφαιρα, ἐξουδετέρωναν κάθε ἀνησυχία.
Ὅταν τοῦ μίλησα γιὰ τὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα μὲ ἀπασχολοῦσαν στὰ χέρια τοῦ ἔπαιζε ἕνα φακὸ μπαταρίας, καινούργιο καὶ πρωτότυπο. Σὲ κάποια στιγμὴ στάθηκε, μὲ κοίταξε καὶ μὲ ὕφος φυσικό μου εἶπε πολὺ ἁπλά:
—Τον θέλεις;
—Έχω, Γέροντα, τοῦ εἶπα καὶ τοῦ ἔδειξα τὸν δικό μου.
Αὐτὴ δὲ τὴ διακοπὴ ἀργότερα τὴν κατάλαβα, γιατί τὴν εἶπε. Μὲ ἀποφόρτισε ἀπὸ τὴν ἀνχωτικὴ κατάσταση, στὴν ὁποία βρισκόμουν. Μὲ ἄφησε νὰ ἠρεμήσω κι ἀμέσως μου μίλησε λέγοντας περίπου τὰ ἕξης: «Οἱ ἄνθρωποι, ποῦ ἔχουν δίκιο θέλουν καὶ καλὰ καὶ σώνει νὰ ἔχουν ὅλο τὸ δίκιο μὲ τὸ μέρος τους. Κι ἂν δὲν τοὺς φτάνει, τότε δὲν γυρεύουν τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πηγαίνουν στὰ κοσμικὰ δικαστήρια νὰ τὴ βροῦν. Ὅποιος δέ, μᾶς πειράξει, νὰ μὴ λέμε ποτέ, “ὃ Θεὸς νὰ τὸν πληρώσει”, γιατί ὃ Θεὸς πληρώνει πολὺ ἀκριβά. Ἁπλῶς νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ μὴ μιλᾶμε πολύ. Ὃ Θεός, σ” ἐκεῖνον ποῦ σιωπᾶ, μιλάει περισσότερο καὶ τὸν εὐεργετεῖ».
Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὸ πρόβλημά μου, γιὰ τὸ ὅποιο τὸν παρακάλεσα νὰ προσευχηθεῖ, γιατί βρισκόμουν σὲ μεγάλη ἔνταση ἐκεῖνον τὸν καιρό, σύντομα πέρασε καὶ λύθηκε. Τὸ λέω αὐτὸ μὲ βαθύτατη συγκίνηση καὶ τὸ ἐμφανίζω γιὰ πρώτη φορά, μία καὶ τὸ ‘φέρε ἢ περίσταση νὰ γράψω γιὰ τὴν ὄσιακη αὔτη μορφὴ τῶν καιρῶν μας. Πάντως, κι ἔτσι λέω νὰ κλείσω μ’ αὐτό, στὸ νοῦ μέχρι σήμερα ἔμεινε ὃ σημαδιακός του λόγος «Έ, καὶ νὰ μὴ σκέφτεσαι πάντα τὴν καταστροφή…». Δὲν ἦταν τυχαῖος ὃ λόγος ἐκεῖνος, οὔτε καὶ χωρὶς τὴ σημασία του. Γιατί ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια ὅλο καὶ πιὸ πολὺ διαπιστώνω αὐτή μου τὴν ἀτέλεια, τὴν ὁποία δὲν κρύβω, ὡστόσο πασχίζω νὰ ὑπερβῶ βάζοντας στὴ ζυγαριὰ τῆς συνείδησής μου τὸν στερνὸ τὸ λόγο, ποῦ μου εἶπε ὃ Γέροντας, ὅταν τὸν συνάντησα τὴ δεύτερη καὶ τελευταία φορὰ (Παρασκευὴ 16 Ἰουλίου 1993), γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσω καὶ νὰ τοῦ ζητήσω γὰ εὐχηθεῖ, ὥστε νὰ μὴ σκέφτομαι ἢ νὰ ἐνεργῶ ἀρνητικά.
«Ὑπομονή. Ὃ Χριστὸς κάνει τόση ὑπομονὴ ἀκούγοντας τόσα δισεκατομμύρια ἀνθρώπων, ὅπου ὃ κάθε ἕνας ἔχει τὸ παράπονό του. Ὑπομονὴ καὶ προσευχή».
Αὐτά μου εἶπε. Ἀργότερα, ὅταν ἔμαθα πῶς, τὴν ὥρα ποῦ μᾶς παραμυθοῦσε καὶ ἐνίσχυε, ἦταν βαριὰ ἄρρωστος, πραγματικὰ ντράπηκα. Γιατί κατάλαβα πῶς τὴν πραγματικὴ ὑγεία ἐκεῖνος τὴν εἶχε, καθὼς καὶ τὴν ἀντοχή. Ἐμεῖς, μόνο τὶς δικαιολογίες καὶ τὶς ὑπεκφυγὲς μᾶς κουβαλούσαμε, οἱ ὑγιεῖς ἄρρωστοι καὶ μπερδεμένοι σὲ πλῆθος μερίμνων.
Μὲ βαθύτατο σεβασμὸ γονατίζω στὸν τάφο του καὶ προσεύχομαι, ὅπως ἕνα πλῆθος φιλόθεων ψυχῶν, ποῦ περισσῶς ἔλαβαν τὶς εὐεργεσίες του.
Εὔχου, Γέροντα, ὅπως τότε, ὅπως πάντα… Τὸ ξέρεις πόση ἀνάγκη τὸ’ χοῦμε…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.