15 Νοε 2011

Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος Ἀνάδοχος (Ἃ' Μέρος)

 Γράφει ὁ Ἄρχ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε καὶ ζοῦμε, ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα δήλ. τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία τῶν Μυστηρίων.
Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ μυστήρια, τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριο, ποῦ μᾶς εἰσάγει καὶ μᾶς κάνει ὀργανικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Στὴν Π.Δ. ἔχουμε τύπους τοῦ πραγματικοῦ Βαπτίσματος, μὲ  τελευταῖο τὸ βάπτισμα μετανοίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κλείνει τὴν Π.Δ. καὶ ἀνοίγει τὴν Κ. Διαθήκη. «Ἰωάννης ἐβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῶ λέγων εἰς τὸν  ἐρχόμενον μετ’ αὐτὸν ἴνα πιστεύσωσιν, τούτ’ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν» (Πράξ. 19,4). Ὁ Ἰωάννης βάπτισε βάπτισμα μετανοίας καὶ ἔλεγε στὸ λαὸ νὰ πιστεύουν σ’ Ἐκεῖνον ποῦ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ αὐτόν, δήλ. στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ παράδειγμά Του ἁγίασε τὸ Βάπτισμα, ὅταν βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Τέλος, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετὰ τὴν ἀνάστασή Του, δίνει στοὺς Ἀποστόλους τὴν τελευταία Του ἐντολή: «Πορευθέντες οὒν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Μάτθ. 20, 18-19). Πηγαίνετε καὶ κάνετε ὅλο τὸν κόσμο μαθητές μου, βαπτίζοντες αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτὴ τὴ θεία ἐντολὴ τοῦ βαπτίσματος, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν τηρεῖ ἐξ ἀρχῆς καὶ φυσικὰ θὰ συνεχίσει νὰ...

 τὴν ζεῖ καὶ νὰ τὴν ἐφαρμόζει μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀμφισβητεῖται ἀπὸ κανέναν πιστὸ Χριστιανό, ποῦ γνωρίζει ἔστω καὶ στοιχειωδῶς κάποια πράγματα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.                                         
                                        ***
Ἐκεῖνο ὅμως γιὰ τὸ ὁποῖο χρειάζεται νὰ μιλήσουμε καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, εἶναι τὸ θέμα «ἀνάδοχος».
Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος; πότε ἐμφανίζεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας; καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις του;
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξετάσουμε τὶς πτυχὲς τοῦ θέματος αὐτοῦ, διότι, δυστυχῶς, ἀρκετοὶ εἶναι οἱ Χριστιανοὶ ποῦ ἀναλαμβάνουν τὴν εὐθύνη του νὰ γίνουν ἀνάδοχοι (νονοί), χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὶς σοβαρὲς ὑποχρεώσεις καὶ εὐθύνες ποῦ συνεπάγεται ἡ πράξη τοὺς αὐτή, νομίζοντας ὅτι τὸ νὰ βαπτίσει κανεὶς ἕνα παιδὶ ἢ ἕναν μεγάλο ἄνθρωπο, αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ  κοινωνικὴ ἐκδήλωση, ποῦ σκοπὸ ἔχει νὰ συνδέσει περισσότερο φιλικὰ τὶς οἰκογένειες καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Πιστεύουν δήλ. ὅτι τὸ μυστήριo τοῦ βαπτίσματος καὶ τὸ νὰ γίνει κανεὶς νονός, εἶναι ἁπλὰ μιὰ κοινωνικὴ ἐκδήλωση.
Ἂς δοῦμε λοιπόν: α) Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος (ὁ νονὸς ἢ ἡ νονὰ) καὶ πότε ἐμφανίστηκε.
Ἀνάδοχος εἶναι τὸ πρόσωπο, ἄνδρας ἢ γυναίκα, ποῦ στέκεται ἐγγυητὴς στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν πίστη τοῦ βαπτιζομένου καὶ ἀναλαμβάνει τὴ φροντίδα μετὰ τὸ βάπτισμα νὰ τὸν στερεώνει στὴν Χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ θεσμὸς αὐτὸς τοῦ ἀναδόχου ἐμφανίζεται στὴ μορφὴ ποῦ γνωρίζουμε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν β΄ αἵ. Βλέπουμε τὰ στοιχεῖα του νὰ ὑπάρχουν ἐξ ἀρχῆς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ὅταν ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος Κορνήλιος ἔδειξε τὴν ἐπιθυμία νὰ βαπτιστεῖ, ὁ ἄπ. Πέτρος, θεώρησε πολὺ βασικὸ νὰ ρωτήσει τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ ἑκατόνταρχου γιὰ τὸ ποιὸν τοῦ ἄνθρωπου. Φυσικὰ ὅλοι μαζὶ βεβαίωσαν ὅτι ἦταν δίκαιος, ἀξιόπιστος, «φοβούμενος τὸν Θεὸν καὶ μαρτυρούμενος ἀπὸ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων» (Πράξ. 10,22).
Ὁ θεσμὸς λοιπὸν τοῦ ἀναδόχου ξεκινᾶ ἀπὸ μία βασικὴ ἐκκλησιαστικὴ προϋπόθεση. Ὅτι ὁ ὑποψήφιος πρέπει νὰ εἶναι ἐχέγγυος, γνωστός, νὰ ἔχει δώσει καλὴ μαρτυρία πρὸς τὰ ἔξω, νὰ ἔχει δήλ. δώσει δείγματα ἀκεραιότητας καὶ εἰλικρινῶν διαθέσεων γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, ποῦ θὰ λάβει μὲ τὸ βάπτισμα. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα δείχνει μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ θετικὸ προβληματισμὸ γιὰ τοὺς Ἐθνικούς, μὲ καλὲς διαθέσεις, ποῦ ζητοῦσαν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν νέα πίστη. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρὰ στὶς συζητήσεις τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων τὸ 49 μ.Χ. ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἄπ. Παύλου.
Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ ποῦ ἐκθέτει ὁ Λουκᾶς στὸ  10 κέφ. τῶν Πράξεων, βλέπουμε τὴν ἀναγκαία συλλογὴ πειστικῶν ἀποδείξεων πρὶν ἀπὸ τὴν Κατήχηση καὶ τὴν Βάπτιση. Ἐμφανίζεται καὶ ἑδραιώνεται ὁ ἀνάδοχος, ποῦ θὰ καθιερωθεῖ κατὰ τὸν β΄αἵ. Ὅπως δήλ. τὸ καθ’ αὐτὸ τελετουργικό της Ἐκκλησίας μας, ξεκίνησε μὲ οὐσιώδη σπερματικὴ μορφὴ στὶς πρῶτες Χριστιανικὲς κοινότητες καὶ κατόπιν ἁπλώθηκε σὰν «δένδρον εὐσκιόφυλλον», τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀνάδοχο στὸ θέμα τοῦ βαπτίσματος.
Ὁ πρῶτος ποῦ κάνει εἰδικὴ ἀναφορὰ γιὰ ἀνάδοχο εἶναι ὁ Τερτυλλιανὸς στὸ ἔργο τοῦ (De baptismo). Ἀκόμα ὁ Ἰππόλυτος Ρώμης παρουσιάζει μὲ ἀνεπτυγμένη μορφὴ τὸν σημαντικώτατο ρόλο τοῦ ἀναδόχου, ὅπως αὐτὸς ὑπάρχει στὴν ἀποστολικὴ παράδοση ποῦ κατέχει.
Αὐτὸς ὅμως ποῦ μὲ ἀπαράμιλλο ὕφος περιγράφει τὴ φυσιογνωμία τοῦ ἀναδόχου καὶ ἄρα τὴν ἀναγκαιότητά του γιὰ τὸ βάπτισμα, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο.
Ὅπως γνωρίζουμε, στὴν ἀρχὴ βαπτίζονταν καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία, διότι ὥριμοι ἄνθρωποι γνώριζαν τὸ Χριστὸ καὶ πίστευαν, ἀλλὰ καὶ διότι εἶχε ἐπικρατήσει μιὰ τάση νὰ ἀναβάλλουν τὸ βάπτισμα, ὅσοι πίστευαν στὸ Χριστό, γιὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους.
Τὸ ἐλατήριο ἦταν ὅτι, ἐπειδὴ τὸ βάπτισμα, δὲν ἀπαλλάσσει μόνο ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἀνέβαλλαν τὸ βάπτισμα, ὥστε καθαροὶ νὰ μεταβοῦν στὴν ἄλλη ζωή. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Μ. Κῶν/νός, ποῦ τόση πίστη εἶχε δείξει στὴ ζωή του, τὸ βάπτισμά του τὸ ἀνέβαλε στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Μαρτυρεῖται δέ, ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς βαπτίσεώς του μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του δὲν ἀποχωρίστηκε τὸν λευκὸ χιτώνα τοῦ Βαπτίσματος. Τὴν τάση ὅμως αὐτή, τὸ νὰ βαπτίζονται δήλ. μεγάλοι, ἀκριβῶς διότι δὲν εἶναι σωστή, δὲν τὴν υἱοθέτησε ἡ ἁγία μας  Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ πάλι νωρὶς ἐξέλειπε. Φυσικὰ ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχε καὶ ὁ νηπιοβαπτισμός. Ἐφ’ ὅσον δὲ ἐπικρατοῦσε στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ τὸ βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων (μέχρι τὸν δ΄αἵ.), οἱ ἀνάδοχοι ποῦ ἐξελέγονταν, ἦταν τοῦ ἴδιου φύλου μὲ αὐτὸν ποῦ θὰ βαπτίζονταν.
Ἤδη εἴπαμε ὅτι ἔργο τῶν ἀναδόχων ἦταν κυρίως ἡ ἐγγύησις ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ἠθικὸ ποιὸν τοῦ ὑποψηφίου πρὸς βάπτιση, ἡ παρακολούθησις στὴν πνευματικὴ γνώση καὶ πρόοδο καὶ ἡ συμπαράστασις κατὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Γιὰ τοὺς σοβαρώτατους αὐτοὺς λόγους, ὁ ἀνάδοχος ὄφειλε νὰ εἶναι ὄχι μόνο βαπτισμένος Χριστιανὸς ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ ζωντανὸ καὶ συνειδητὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ζῆ δήλ. συνειδητὰ τὴ μυστηριακὴ καὶ ἀγωνιστικὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι νὰ εἶναι μόνο κατ’ ὄνομα Χριστιανός, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σὲ ἀρκετὲς τῶν περιπτώσεων.
Μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλ. Ἱστορία βλέπουμε ὅτι, κυρίως στὴ Δύση, μέχρι τὸν ἐ΄αἵ. ἀνάδοχοι μποροῦσαν νὰ γίνουν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς τοῦ τέκνου ποῦ λάμβανε τὸ βάπτισμα. Ὅμως αὐτὸ ἀπαγορεύθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ θ΄αἵ. (Σύνοδος τοῦ Mainz 813). Ἀκόμα, λόγω του ὅτι ὁ ἀνάδοχος θεωρήθηκε ὡς πνευματικὸς πατέρας (ἢ μητέρα) τοῦ βαπτιζόμενου, ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἐξ’ αἰτίας τῆς πνευματικῆς αὐτῆς συγγένειας, ἀπαγορεύτηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ τέλεσις γάμου μεταξὺ ἀναδόχου καὶ ἀναδεκτῆς καὶ μεταξὺ ἀναδεξαμένης καὶ ἀναδεκτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δήλ., ποῦ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θεώρησε τὴν κατὰ πνεῦμα συγγένεια διὰ τοῦ βαπτίσματος, μεγαλύτερη καὶ σοβαρώτερη καὶ  ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατὰ σάρκα συγγένεια τῶν συνδεδεμένων προσώπων. Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτὴ μάλιστα ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ ἀναδεκτοῦ ἢ τῆς ἀναδεκτῆς.
Στὸ Βυζάντιο, ἡ πνευματικὴ αὐτὴ συγγένεια ποῦ προέρχεται μέσω τοῦ βαπτίσματος, μεταξὺ ἀναδόχου καὶ ἀναδεκτοῦ ἢ ἀναδεκτῆς μὲ ὅλες τὶς ἀπαγορεύσεις καὶ τὶς εὐθύνες ποῦ συνεπάγεται, ἔχει ἐπικυρωθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ τὸ 530. Ἐπίσης πολὺ χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ νγ΄ κανόνας τῆς ἐν Τρούλω Συνόδου, ὁ ὁποῖος κάνει εἰδικὴ ἀναφορὰ ἀκριβῶς στὴν πνευματικὴ συγγένεια ποῦ προέρχεται διὰ τοῦ βαπτίσματος.
Καὶ μόνο λοιπὸν ἀπ’ αὐτό, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ δήλ. συγγένεια ποῦ δημιουργεῖται διὰ τοῦ βαπτίσματος, διαφαίνεται καθαρὰ πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ἀναλαμβάνει κανεὶς τὸν ρόλο τοῦ ἀναδόχου.
Γιὰ τὶς βαρύτατες εὐθύνες τοῦ ἀναδόχου ὁ Ἄγ. Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τονίζει: Ἐκ τῶν πρώτων πρέπει νὰ ἀποδειχθεῖ, ὅτι ἀπέχει ἀπὸ κάθε «ἀθεότητα καὶ ἀγνωσία τοῦ ὄντως καλοῦ», «ὥστε ν’ ἀξιωθῆ διὰ τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ μεσιτείας» καὶ «τῶν θείων τυχεῖν καὶ Θεοῦ». Νὰ ἀποδειχθεῖ δήλ. ὅτι εἶναι ἀδιάβλητος ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ὅτι ἡ βιοτὴ καὶ πολιτεία τοῦ εἶναι ἔνθεος.
Σήμερα ποῦ λόγω τῆς μετακίνησης τῶν πληθυσμῶν καὶ γενικῶς τῆς παγκοσμιοποίησης τὰ δεδομένα ἔχουν ἀλλάξει καὶ ὥριμοι πλέον ἄνθρωποι ἐντάσσονται καθημερινῶς στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ πρέπει καὶ πάλι ὅσοι ἀναλαμβάνουν τὸ ρόλο καὶ τὸ διακόνημα τοῦ ἀναδόχου, νὰ μελετήσουν σοβαρὰ τὶς προϋποθέσεις καί, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, τὶς εὐθύνες τοῦ ρόλου αὐτοῦ, καὶ κατόπιν, συνειδητὰ πλέον, νὰ ἀποδέχονται τὴν εὐθύνη τοῦ ἀναδόχου.
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.