Γράφει ο Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος Ἱεροκήρυκας - Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης
Ὁ Ἄπ. Παῦλος, καταγράφει «ἐν βραχὺ ρήματι καὶ πολλὴ συνέσει», θεοπνεύστως, τὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολή του. Μία ἀπὸ τὶς ποιμαντικὲς λεγόμενες ἐπιστολές του, διότι ἀπευθύνεται στὸν μαθητὴ τοῦ Τίτο, Ἐπίσκοπο Κρήτης.
Οἱ πατρικές του νουθεσίες, ἀποτελοῦν τὴν εὐλογημένη πείρα καὶ τὸ πολύπλευρο ποιμαντικό του καταστάλαγμα. Μέσα σὲ ἁπλὲς προτάσεις ποιμαντορικῆς τελειότητας, ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ τοῦ μαθητοῦ του, καὶ ὅλων φυσικὰ τῶν ποιμένων, ἕως ἐσχάτου της γής, καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, στὸ θέμα τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν αἱρετικῶν : «αἱρετικὸν ἄνθρωπον, μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εἰδῶς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὧν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. Γ΄ 10-11). Δηλαδή, αἱρετικὸ ἄνθρωπο, ποὺ ἐπιμένει νὰ δημιουργεῖ σκάνδαλα καὶ διαιρέσεις στὴν Ἐκκλησία, μολονότι τὸν...
συμβούλευσες γιὰ πρώτη καὶ δεύτερη φορά, παράτησε τὸν καὶ ἀπόφευγε τὸν. Γνώριζε δὲ ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει διαστραφεῖ καὶ ἁμαρτάνει καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ αὐτή, ἐλέγχεται καὶ κατακρίνεται ἀπὸ τὴν συνείδησή του καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν του.Βεβαίως τὸ τί εἶναι αἵρεση, ὡς πιστοὶ Χριστιανοὶ ὅλοι μας τὸ γνωρίζουμε, θὰ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουμε. Εἶναι ἡ πλανεμένη διδασκαλία ποὺ ἀλλοιώνει τόσο τὴν Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, ὅσο καὶ τὸν ὀρθὸ καὶ εὐλογημένο τρόπο Χριστιανικῆς ζωῆς. Εἶναι οἱ κακοδοξίες ποὺ διδάσκονται καὶ παρουσιάζουν διαφορετικὰ δόγματα καὶ ἕνα ξεπεσμένο ἦθος ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ μᾶς διαφυλάττει ἡ Ἐκκλησία μας.
Φυσικὰ δὲν ὑπάρχουν αἱρέσεις ἄνευ τῶν αἱρετικῶν, διότι ἐπιτέλους οἱ πλάνες καὶ οἱ κακοδοξίες δὲν αἰωροῦνται μόνες τους στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα. Ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ ξέφυγαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ πορεία , λόγω ἐγωϊσμού, μὲ ἀποτελέσματα τραγικὰ γιὰ τὸ ὅλον σῶμα τῆς στρατευομένης μᾶς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἐδῶ ἀδελφοί μου ἔγκειται τὸ κρίσιμο καὶ ἐπίμαχο σημεῖο ποὺ θὰ πρέπει περισσότερο ἀπ’ ὅσο ποτὲ ἄλλοτε νὰ μᾶς κάνει ἄγρυπνους καὶ προσεχτικούς. Τοὺς τελευταίους καιρούς, καὶ ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτο, βλέπουμε νὰ παρουσιάζονται μεγάλες ἀλλοιώσεις καὶ παραποιήσεις τῆς Ἀποστολικῆς διδαχῆς.
Ἀλλ’ ἂς μιλήσουμε συγκεκριμένα. Δὲν ἀρκεῖ ἕνας ποιμένας, καὶ μάλιστα ὑψηλὰ ἱστάμενος νὰ φέρει μόνο τὴν Ἀποστολικὴ διαδοχή, ποὺ ὁπωσδήποτε, ὡς Ὀρθόδοξος τὴν φέρει, εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη, μαζὶ μὲ τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς Ἀρχιερωσύνης, νὰ ὑφίσταται καὶ ὁ Ἀποστολικὸς τρόπος ζωῆς ὅσον ἀφορᾶ τὰ δόγματα καὶ τὸ ἦθος. Καὶ ἄνευ ἀντιλογίας, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐφαρμόζει καὶ τὴν Ἀποστολικὴ τακτική, ὅταν πρόκειται ὁ ποιμένας νὰ προφυλάξει τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Ὁ ποιμένας ποὺ εἴτε κατ’ εὐδοκία, εἴτε κατ’ οἰκονομία, τὸ ἔχει ἐμπιστευθεῖ ἡ Ἐκκλησία τὸ συγκεκριμένο ποίμνιο, καθ’ ὅτι ὁ Θεὸς «οὐ πάντας χειροτονεῖ, ἀλλὰ διὰ πάντων ἐνεργεῖ» κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο.
Καὶ πλέον συγκεκριμένα, ὁ ποιμένας, γιὰ νὰ προφυλάξει τὸ ποίμνιό του, καὶ νὰ διασφαλίσει τὴν τοπικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν καθ’ ὅλου Ἐκκλησία, εἶναι ἀνάγκη, κυρίως στὰ ζωτικὰ αὐτὰ θέματα, νὰ λέει τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους.
Συμβαίνει αὐτὸ σήμερα;
Δυστυχῶς, πλὴν ἐλαχίστων, θὰ πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἀρκετοὶ ἔχουν ἀλλάξει τὴν Ἀποστολικὴ τακτικὴ καὶ «ντρέπονται» τοὺς αἱρετικοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζουν μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ ποὺ τοὺς χαρακτηρίζει ὁ ἴδιος ὁ Ἄπ. Παῦλος, καὶ ἀντὶ αὐτοῦ, τοὺς χαρακτηρίζουν ὡς «ἀδελφοὺς» σὲ κοινὴ πίστη καὶ τὶς αἱρέσεις τους ὡς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες».
Τὸ καρκίνωμα δήλ. τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει νεκρώσει τὰ εὐαίσθητα συνειδησιακὰ κύτταρα τῆς Ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς συνειδήσεως, μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ «σφενδόνη τοῦ πνεύματος» νὰ ἔχει τεθεῖ σὲ ἀχρηστία, καὶ τὸ μόνο πλέον ποὺ ἀκούγεται εἶναι ὁ φάλτσος αὐλὸς τῆς ψευδοποιμαντικῆς καὶ τῆς πλαδαρῆς ἀγαπολογίας.
Οἱ Πατέρες πάλι τῆς Δ΄Οἴκ. Συνόδου ποὺ τιμοῦμε, ἂν κάποιοι τοῦ οἰκουμενιστικοῦ φυράματος θελήσουν νὰ τοὺς δοῦν μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς ἀλλοπρόσαλλης τακτικῆς τους, δὲν μποροῦν παρὰ νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς φονταμενταλιστές, μισαλλόδοξοι καὶ ἀκραῖοι φανατικοί, ἀφοῦ δὲν διέθεταν τὴν εὐελιξία ὥστε νὰ δεχτοῦν μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τὴν «διαφορετικότητα».
Τὴν διαφορετικότητα δήλ. ποῦ ὁδηγεῖ, σύμφωνα μὲ τοὺς νέους φωστῆρες, ἀπὸ διαφορετικὸ δρόμο, στὸν ἴδιο σκοπό. Ἐξ’ οὐ καὶ οἱ πρωτάκουστες «δεήσεις», «Ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει τοὺς Ἁγίους Πατέρες , ποὺ μᾶς ἄφησαν τέτοια σχίσματα καὶ διαιρέσεις!...».
Μετὰ βεβαιότητος καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ἐκφραστεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν ἀπαίσιο καὶ βλάσφημο τρόπο...
Ἀλλ’ ἀδελφοί μου, ὅσοι πιστοί, ἂς ἀκούσουμε τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἂς ἀφήσουμε «τὰς μωρᾶς ζητήσεις» τῶν ξεπεσμένων οἰκουμενιστῶν ποὺ ντρέπονται νὰ κηρύξουν τὴν μοναδικότητα καὶ τὴν ἀπολυτότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἂς τοὺς ἀφήσουμε διότι ὁ ἐγωισμός, τοὺς ἔχει παγιώσει στὴν πλάνη... Ἄλλωστε, τὸ φωνάζει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ τοῦ Ἀποστόλου : «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον , μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτού». Καὶ ἂν ὁ λόγος αὐτὸς ἰσχύει γενικῶς περὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν αἱρετικῶν, πόσο μᾶλλον ἰσχύει γιὰ τὴν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, καὶ τοὺς ξεπεσμένους ὀπαδούς του...
Ἂς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς κακοδοξίες καὶ ἔτι ἅπαξ ἂς διατρανώσουμε μαζὶ μὲ τοὺς θεοφόρους Πατέρες μας τὴν Ἀποστολική μας πίστη, ὅπως αὐτὴ διαφυλάσσεται ἐντός του «καθαρότατου Ναοῦ» τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
«Ἡ χάρις μετὰ πάντων ἠμῶν, Ἀμὴν» (Τίτ. Γ΄ 15).
Γιὰ τὴν Ἱστορία ἀλλὰ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία μας ,ἂς δοῦμε συνοπτικὰ τὰ τῆς Δ΄Οἴκ.Συνόδου.
Η Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (451)
Ἡ Ἁγία Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συγκλήθηκε στὴν Χαλκηδόνα τὸ ἔτος 451,ἀπὸ τὶς 8 Ὀκτωβρίου μέχρι 1η Νοεμβρίου. Τὴ συγκρότησαν 630 θεοφόροι Πατέρες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ Καισαρείας Θαλάσσιος, Ἐφέσου Στέφανος, Ἀγκύρας Εὐσέβιος, Σελευκείας Βασίλειος κ.α..
Αὐτοκράτορες ἦταν οἱ Ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία.
Πάπας Ρώμης ἦταν ὁ Ἅγιος Λέων Ἃ΄ τὸν ὁποῖο ἀντιπροσώπευαν οἱ Ἐπίσκοποι Πασχάνιος, Λουκέντιος καὶ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ πρεσβύτεροι Βονιφάτιος καὶ Βασίλειος.
Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἐξέδωσε ὄρον Δογματικὸν περὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Καταδίκασε τὴν ἀντίθετη πρὸς τὴν Νεστοριανική, αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Εὐτυχοῦς, ὁ ὁποῖος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κῶν/πόλεως καὶ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο μία φύση, τὴν Θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις, ἔλεγε ὁ Εὐτυχής, ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν Θεία καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε μόνο Θεὸς καὶ φαινομενικῶς ἄνθρωπος.
Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Εὐτυχοῦς, ὀνομάστηκαν Μονοφυσίτες.
Μετὰ τὴν καταδίκη τους ἀπὸ τὴν Σύνοδο, ἐπέμειναν στὴ φοβερή τους αἵρεση καὶ ἔγιναν ἀφορμὴ πολλῶν ταραχῶν. Τελικῶς ἀποχωρίστηκαν, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ὑποστηριχθέντες ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, ἀποτέλεσαν δικές τους «Ἐκκλησίες».Τέτοιες «Ἐκκλησίες» εἶναι οἱ Μονοφυσιτικὲς τῶν Ἰακωβιτῶν τῆς Συρίας καὶ Παλαιστίνης, τῶν Ἀρμενίων, τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Ἀβησσυνίας.
Ἡ Ἁγία Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, καταδίκασε τοὺς ἀρχιμ. Εὐτυχῆ καὶ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας τῶν Μονοφυσιτῶν Διόσκορο. Τέλος ἐξέδωσε 30 ἱεροὺς κανόνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου