
προβληματισμό, τὸν σκεπτικισμὸ καί, τελικά, ἐπιτείνει τὴν ἀγωνία.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μιὰ «ζωντανὴ μηχανή», δὲν εἶναι ἕνα «βιολογικὸ ὄν», δὲν εἶναι ἕνα «ἔμψυχο ἐργαλεῖο» στὰ χέρια τῶν ἐργοδοτῶν καὶ τῶν μηχανισμῶν ἐξουσίας, ἀλλὰ εἶναι ἕνα «πνευματικὸ ὄν», ἕνα «θεολογικὸ ὂν» ποῦ ἀναζητᾶ νόημα καὶ πληρότητα ζωῆς.
Διακατεχόμενος τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀπὸ τέτοιες σκέψεις, θυμήθηκα τὸ ἔργο τοῦ Χέρμερτ Μαρκοῦζε μὲ τίτλο Ὁ μονοδιάστατος ἄνθρωπος καὶ τὶς σημαντικότερες παρατηρήσεις του στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μὲ τίτλο «μονοδιάστατη κοινωνία». Μιὰ τέτοια κοινωνία στὴν ὁποία ζοῦμε, καθημερινῶς μᾶς καθιστὰ ὅλο καὶ περισσότερο ὑπαρξιακὰ καὶ πνευματικὰ ἀνάπηρους, ἀφοῦ ἀτροφοῦν οἱ βασικὲς προδιαγραφὲς τῆς ὕπαρξής μας, ὅταν βέβαια δὲν ἔχουμε ἐσωτερικὲς ἀντιστάσεις.
Ὁ Χέρμερτ Μαρκοῦζε (1898-1979) ἦταν ἕνας ἀμερικανὸς φιλόσοφος, γερμανικῆς καταγωγῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε σοσιαλιστικὲς ἀρχὲς στὴν νεότητά του καὶ τελικὰ πέρασε τρεῖς φάσεις στὴν ζωή του. Ἡ πρώτη φάση ἦταν ἡ φαινομενολογικὴ ὀντολογικὴ φιλοσοφία του, ἀφοῦ ἦταν μαθητὴς τῶν γερμανῶν φιλοσόφων Χοῦσερ καὶ Χάϊντεγκερ, καὶ μέσα ἀπὸ τὶς θεωρίες τοὺς ἑρμήνευσε τὸν Μάρξ. Ἡ δεύτερη φάση τῆς ζωῆς τοῦ συνδέεται μὲ τὴν «κριτικὴ θεωρία», κατὰ τὴν ὁποία ἀνέλυε τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ποῦ ὑποτάσσεται στὴν μηχανὴ καὶ τὶς σχέσεις παραγωγῆς, στὴν «ὕστερη καπιταλιστικὴ κοινωνία». Καὶ ἡ τρίτη φάση τῆς ζωῆς τοῦ χαρακτηρίζεται ὡς «φροϋδικῆ», γιατί μέσα ἀπὸ τὶς θεωρίες τοῦ Φρόϋντ ἑρμήνευσε «τὶς ἐξουσιαστικὲς δομὲς τοῦ ὕστερου καπιταλισμοῦ», δηλαδὴ ἑρμήνευσε τὸν Φρόϋντ μέσα ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ ὀντολογία. Κατὰ δὲ τὴν δεκαετία τοῦ ’60 ὁ Μαρκοῦζε, ἐπειδὴ ἦταν ἀντίθετος πρὸς τὴν κατεστημένη τάξη, ἀναδείχθηκε σὲ ἡγέτη τῶν φοιτητικῶν κινημάτων τόσο στὴν Ἀμερικὴ ὅσο καὶ στὴν δυτικὴ Εὐρώπη.
Στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ Ὁ μονοδιάστατος ἄνθρωπος, τὸ ὁποῖο, ὅπως προαναφέρθηκε, ἔχει τὸν τίτλο «ἡ μονοδιάστατη κοινωνία», ἐξετάζει κυρίως δύο θέματα, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὶς «πλαστὲς» ἀνάγκες ποῦ προβάλλει ἡ σύγχρονη κοινωνία στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν πιέζει νὰ τὶς ἀποδεχθῆ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας. Μπορεῖ καὶ τὰ δύο αὐτὰ νὰ συνοψισθοῦν σὲ ἕνα ποῦ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν «ψευδῶν» ἀναγκῶν.
Μιλώντας γιὰ «ψευδεῖς» ἀνάγκες, ἐννοεῖ αὐτὲς ποῦ καθορίζονται «ἀπὸ δυνάμεις ἐξωτερικὲς» ποῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξη, γιατί «ἔχουν ἐτερόνομη ἀνάπτυξη καὶ ἱκανοποίηση». Τέτοιες «ψευδεῖς» ἀνάγκες δημιουργοῦν μιὰ «εὐφορία μέσα στὴν δυστυχία». Γράφει ὁ Μαρκοῦζε: «Νὰ ἀναπαύεσαι, νὰ διασκεδάζεις, νὰ δρᾶς καὶ νὰ καταναλώνεις ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ μισεῖς ὅ,τι ἀγαποῦν καὶ μισοῦν οἱ ἄλλοι, αὐτὸ στὸ μεγαλύτερό τους μέρος εἶναι ἀνάγκες πλαστές».
Σὲ μιὰ τέτοια «μονοδιάστατη κοινωνία» ποῦ ζῆ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἴδιος πρέπει νὰ δώση λύσεις, νὰ καθορίση «κριτήρια προτεραιότητας» καὶ νὰ διακρίνη τὴν «ἀλήθεια» ἀπὸ τὴν «πλαστικότητα», τὶς «ἀληθινὲς» ἀπὸ τὶς «πλαστικὲς» ἀνάγκες. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα δὲν πρέπει νὰ εἶναι «ἑτερόφωτο κι ἐτεροκαθοριζόμενο» ὄν, γι’ αὐτὸ «θὰ πρέπει νὰ ἀμφισβητήσει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἱκανοποιήσεις τοῦ κατεστημένου, μὲ τοὺς ὅρους τοῦ ἀληθινοῦ καὶ πλαστοῦ». Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ γίνεται μὲ προσωπικὴ ἐλευθερία καὶ ὄχι μὲ τὴν δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν, γιατί «ἡ δυνατότητα νὰ ἐκλέγεις ἐλεύθερα ἀφέντες δὲν ἐξαλείφει οὔτε τοὺς ἀφέντες οὔτε τοὺς δούλους».
Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὁριοθετεῖ καὶ τὴν ἐλευθερία. Τελικά, ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ νὰ τεθῆ στὸ πλαίσιο μιᾶς ἁπλῆς ἐπιλογῆς, τὴν ὁποία μᾶς θέτει ἡ κατεστημένη ἐξουσία στὴν κοινωνία, γιατί αὐτὸ εἶναι περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας. Γι’ αὐτὸ «δὲν μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε μιὰ ἀληθινὰ ἐλεύθερη κοινωνία χρησιμοποιώντας τοὺς παραδοσιακοὺς ὅρους τῆς οἰκονομικῆς, πολιτικῆς καὶ πνευματικῆς ἐλευθερίας».
Προσδιορίζοντας ὁ Μαρκοῦζε τὸ νόημα τῆς ἐλευθερίας, γράφει ὅτι ἡ ἀπόκτηση τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας πρέπει σήμερα νὰ ἐκφρασθῆ μὲ «ἀρνητικοὺς ὅρους», ἀκριβῶς ἐπειδὴ ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία μονοδιάστατη, καταναγκαστική, ποῦ περιορίζει τὴν ἐλευθερία σὲ μιὰ δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξὺ δύο πραγμάτων, τὰ ὁποία οἱ κοινωνικοὶ μηχανισμοὶ μᾶς ἔχουν προσδιορίσει. Εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ σκέψεις τοῦ πάνω στὸ θέμα αὐτό. Γράφει:
«Οἰκονομικὴ ἐλευθερία θὰ πρέπει νὰ σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν οἰκονομία, ἀπ’ τὸν καταναγκασμὸ ποῦ ἀσκεῖται μὲ τὶς οἰκονομικὲς σχέσεις καὶ δυνάμεις, ἀπελευθέρωση ἀπ’ τὴν καθημερινὴ πάλη γιὰ τὴν ὕπαρξη, ἀπαλλαγῆ ἀπ’ τὴν ἀνάγκη νὰ κερδίζουμε τὴ ζωή μας. Πολιτικὴ ἐλευθερία θὰ πρέπει νὰ σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπ’ τὴν πολιτικὴ αὐτὴ ποῦ πάνω της τὰ ἄτομα δὲν μποροῦν νὰ ἀσκήσουν οὐσιαστικὸ ἔλεγχο. Πνευματικὴ ἐλευθερία θὰ πρέπει νὰ σημαίνει ἀποκατάσταση τῆς ἀτομικῆς σκέψης, πνιγμένης σήμερα ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας καὶ θύμα τῆς διαπαιδαγώγησης, κι ἀκόμη θὰ πρέπει νὰ σημαίνει ὅτι θὰ πάψουν νὰ ὑπάρχουν κατασκευαστὲς τῆς “κοινῆς γνώμης” κι ἀκόμη καὶ κοινὴ γνώμη».
Ὅλα αὐτὰ φαίνονται «ἐπαναστατικά», ἀλλὰ εἶναι τὸ λιγότερο ποῦ πρέπει καὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν δουλεία ποῦ ἐπιβάλλει σὲ ὅλους μας «ἡ μονοδιάστατη κοινωνία». Τὰ πάντα σήμερα, ἡ πολιτική, τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, οἱ δημόσιες καὶ προσωπικὲς συζητήσεις μᾶς ἑρμηνεύουν μὲ οἰκονομικοὺς ὅρους, ὡσὰν νὰ εἴμαστε «οἰκονομικὰ ὄντα» καὶ ὄχι πολιτισμικές, πνευματικές, θρησκευτικὲς ὑπάρξεις. Ὁ περιορισμὸς καὶ ὁ ἐγκλωβισμὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο ζωῆς, εἶναι βίωση τῆς ἀτμόσφαιρας καὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς φυλακῆς. Γι’ αὐτὸ ἀπαιτοῦνται ἐσωτερικὲς ἀντιστάσεις ὑπαρξιακῆς ἐπανάστασης γιὰ τὴν ἀπόκτηση πραγματικῆς ἐλευθερίας, πράγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ὑπόθεση μιᾶς ὁλοκληρωμένης παιδείας. Χρειαζόμαστε μιὰ παιδεία ποῦ θὰ ἀνταποκρίνεται σὲ ὅλες τὶς προσδοκίες καὶ ἀπαιτήσεις τοῦ ἐσωτερικοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου καὶ θὰ μᾶς ἐλευθερώνη ἀπὸ τὶς ἔξωθεν ἐπιβολὲς τῶν «ψευδῶν» ἀναγκῶν.
Ἑπομένως, πρέπει νὰ παύσουμε νὰ εἴμαστε «μονοδιάστατοι ἄνθρωποι» καὶ θὰ πρέπει νὰ ἱκανοποιοῦμε τὶς ἐσωτερικές, ὑπαρξιακὲς καὶ πνευματικές μας ἀνάγκες, οἱ ὁποῖες, ὅταν δὲν ἱκανοποιοῦνται, ἀφήνουν βαθὺ πόνο. Καὶ αὐτὸς ὁ πόνος δὲν θεραπεύεται μὲ τίποτε τὸ κτιστό, αἰσθητό, αἰσθησιακὸ καὶ ἐφήμερο.
(Δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ «Γράμματα Σπουδάματα» τοῦ 1ου Λυκείου Ναυπάκτου, τεῦχος 13 καὶ στὸ “Ἐνιαύσιον 2010?)
«Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση»Μάιος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου