τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοὶ πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἶμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοὶ ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τὲ καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγᾶς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ,
κάμφθητι μοὶ πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τὴ ἀφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις,
ὧν ἐν τῷ Παραδείσω Εὕα τὸ δειλινὸν κρότον τοῖς ὦσιν ἠχηθεῖσα,
τῷ φόβω ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη
καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τὶς ἐξιχνιάσει,
ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μὴ μὲ τὴν σὴν δούλην παρίδης,
Ὁ ἀμέτρητον ἔχων το ἔλεος.
Κύριε, ἡ γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,
σὰν ἐνοίωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ
πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου κι ἔλεγε ὀδυρόμενη:
Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατί μέσα μου εἶναι νύχτα κατασκότεινη καὶ δίχως φεγγάρι,
ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς...
ἁμαρτίας.Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,
ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.
Λύγισε στ’ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,
ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γής.
Θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,
καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μοὺ•
αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὕα κατὰ τὸ δειλινό, τ’ ἄκουσε νὰ περπατᾶνε,
ἀπὸ τὸ φόβο τῆς κρύφτηκε.
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη
καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάση,
ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μὴν καταφρονέσης τὴ δούλη σου,
ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ’ ἀμέτρητο ἔλεος
Ἀπόδοση Φώτη Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου