7 Οκτ 2010

Προετοιμασία πρωινοῦ ροφήματος μέ γάλα τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή



Πρωί στό κελί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ γέροντα Παΐσιου, κοντά στή Μονή Σταυρονικήτα. Τρίτη μέρα τῆς Σαρακοστῆς. Εἴμαστε ἔξω στό σκεπαστό κι ὁ γέροντας βράζει γάλα στό καμινέτο, πάνω σ’ ἕνα κούτσουρο.
Παραδίπλα εἶναι, πλαγιασμένα στά χόρτα, τά δύο παιδιά τοῦ Γιάννη, πού ἀνεβήκαμε μαζί στό Ἁγιονόρος ὁ Γιάννης κάθεται μόνος του, ἀπέναντι στό βράχο. Πιό ἐδῶ εἶναι δύο ἐπισκέπτες, κι αὐτοί ἀπό τή Θεσσαλονίκη.
Στέκονται ὄρθιοι, ἀκουμπώντας στήν καστανιά. Πενηντάρηδες κι οἱ δύο, χλωμοί, στρυφνοί. Φαίνονται νά εἶναι ἀπό κάποια παρεκκλησιαστική ὀργάνωση,....
γιατί κοιτάζουνε αὐστηρά, κάπως ἐπιτιμητικά τόν γέροντα καί σχολιάζουνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα.Τά παιδιά παίζουνε, κάνουνε φασαρία ὅποτε γυρίζει ὁ Παΐσιος καί τά λέει ἤρεμα:«Μήν κάνετε θόρυβο, γιατί ἐδῶ δίπλα, κάτω ἀπ’ τό χῶμα, εἶναι κρυμμένοι Ἀμερικανοί καί θά ξυπνήσουν καί θά ‘ρθοῦν νά μᾶς χαλάσουν τήν ἡσυχία μας».
Τά παιδιά σταματοῦνε, σωπαίνουνε παραξενεμένα.
Ὁ Γιάννης, ἀπέναντι, γέρνει πλάγια στό βράχο, πάνω στό σάκο του. Ἀνάβει τσιγάρο.Οἱ δύο ἐπισκέπτες, πού φαίνονται σκληροί εὐσεβιστές, συνεχίζουν νά βλέπουν μέ ἀποδοκιμασία τόν γέροντα πού προσέχει νά μή φουσκώσει καί χυθεῖ τό γάλα.
Ὥσπου ὁ ἕνας δέν ἀντέχει καί λέει στόν καλόγερο:
«Γέροντα Παΐσιε, εἴμαστε στίς πρῶτες μέρες τῆς Σαρακοστῆς, ἔχουμε αὐστηρή νηστεία, κι ἐσύ βράζεις νά πιεῖς γάλα;»
Ὁ γέροντας σωπαίνει. Δέν ἀπαντάει. Πιάνει καί κατεβάζει τό κατσαρόλι, γιατί τό γάλα ἔβρασε. Μετά πάει στό κελί, φέρνει ἔξι μικρά, παλιά, πορσελάνινα φλιτζανάκια, τά βάζει μερακλίδικα στή σειρά κι ἀδειάζει μέ προσοχή τό γάλα μέσα σ’ αὐτά. Περιμένει λίγο νά κρυώσει, ἐνῷ ὅλοι τόν κοιτάζουνε μέ ἀπορία, σιωπηλοί.
Οἱ δύο εὐσεβιστές τά βλέπουνε ὅλα αὐτά μέ ἀποστροφή, γιατί σκέφτονται ὅτι ἀφοῦ εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ οἱ ἐπισκέπτες, ἔξι καί τά φλιτζανάκια, ἄρα καί σ’ αὐτούς θά τολμήσει ὁ καλόγερος νά προσφέρει γάλα, τέτοιες μέρες σκληρῆς νηστείας.
Ὁ γέροντας Παΐσιος παίρνει τά γεμάτα φλιτζανάκια ἕνα-ἕνα, τά βάζει σ’ ἕνα ξύλινο δίσκο, τά κουβαλάει καί τ’ ἀφήνει σέ ἀπόσταση ἑφτά μέτρων, στό χῶμα, στήν ἄκρη ἑνός θάμνου.
Τ’ ἀκουμπάει ὅλα ἐκεῖ, στή σειρά, ἔπειτα ἔρχεται, κάθεται δίπλα μας καί ἀρχίζει νά κάνει μέ τό στόμα τοῦ κάτι σιγανά, παράξενα σφυρίγματα, κοιτάζοντας πρός τούς θάμνους.
Δέν περνοῦνε λίγα λεπτά, καί πιό ἐκεῖ, μέσα ἀπό τά τσαλιά, βγαίνει πολύ προσεκτικά μία ὀχιά καί ὕστερα πέντε μικρά φιδάκια τά παιδιά της.
Κρατάω τήν ἀναπνοή μου.
Τά φίδια ἔρχονται, πλησιάζουν ὅλα, ἕνα-ἕνα, σέρνοντας, περνοῦνε δίπλα μας, πᾶνε σιγά-σιγά στά φλιτζανάκια, κι ἀρχίζουν ἤρεμα νά πίνουν, νά ρουφοῦνε τό πρωινό γάλα τους…πηγή: Πνευματικά Θησαυρίσματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.