
Γράφει ὁ πατὴρ Ἰωηλ Κωνστανταρος
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (Ζ΄ 11-16)
Ἡ μητέρα, χτυπημένη ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, δέχεται τώρα ἕνα δεύτερο, μεγαλύτερο χτύπημα στὴν ὕπαρξή της, μὲ τὸν θάνατο τοῦ μοναδικοῦ της παιδιοῦ.
Περίπτωσις ὄντως τραγική, ποὺ ἴσως ἡ μεγαλύτερη βοήθεια σὲ παρόμοιες περιπτώσεις, δὲν εἶναι τόσο τὰ παρηγορητικὰ λόγια, ὅσο ἡ συμπαράσταση στὸ δάκρυ «κλαίειν μετὰ κλεόντων».
Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῶ, ὑπάρχει καὶ ἡ δεύτερη σκηνὴ τῆς περικοπῆς. Ἡ συνάντηση τοῦ πόνου μὲ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς.
Ὁ Ἰησοῦς γνωρίζει καὶ βιώνει περισσότερο ἀπ’ ὅλους τὸ δράμα τοῦ θανάτου.
Γνωρίζει ὅσο κανένας ἄλλος τὸ φοβερὸ «μυστήριον τοῦ θανάτου». Ἄλλωστε γὶ αὐτὸ ἦρθε. Γιὰ νὰ νικήσει καὶ κατασυντρίψει τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, δήλ. τὸν θάνατο, καὶ «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν διάβολο».
Ἡ συνάντησις εἶναι συγκλονιστική. Δὲν ἀπευθύνεται ἁπλὰ μ’ἕναν παρηγορητικὸ λόγο στὴ μητέρα τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ. Μὲ ἀπέραντη ἀγάπη, τὴν προστάζει κάτι τὸ ἀκατανόητο. «Μὴ κλαῖε». Μὰ πῶς νὰ μὴν κλάψει ἀφοῦ ἀποχωρίζεται τὸ μονάκριβο σπλάχνο της; Ναί. «Μὴ κλάιε», διότι Αὐτὸς ποὺ βρίσκεται μπροστά σου εἶναι ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ ὅπως μὲ τὸ παντοκρατορικὸ τοῦ πρόσταγμα «εἶπε καὶ ἐγεννήθησαν», Αὐτὸς ὁ ἴδιος τώρα, μὲ τὴν Θεϊκή του θέληση καὶ ἀγάπη, πραγματοποιεῖ αὐτὸ ποὺ θέλοντας καὶ μὴ θὰ γευθοῦν στὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ὅλοι οἱ «κεκοιμημένοι ἀπ’ ἀρχῆς ἕως ἐσχάτων».
Εἶναι τόσο χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους ἀποδίδει ἐπ’ ἀκριβῶς ὁ Ἕλληνας Ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «… ἤψατο τῆς σοροῦ… καὶ εἶπε. Νεανίσκε σοὶ λέγω, ἐγέρθητι».
Καμμία ἀπολύτως δύναμη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντισταθεῖ στὴν θέληση τοῦ Ἰησοῦ.
Καὶ ζωντανὸς τώρα ὁ νέος, προσφέρεται στὴν ἐκστατική του μητέρα.
Καμμία ἀνθρωπίνη περιγραφὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτυπώσει τὰ αἰσθήματα τὰ ὁποῖα βιώνει ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ σὲ τέτοιες καταστάσεις, ποὺ ξεπερνοῦν τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Γὶ αὐτὸ καὶ «ἔλαβε φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν».
Ὁπωσδήποτε, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κάποια στιγμὴ θὰ κληθοῦμε, ἂν δὲν ἔχουμε ἤδη, νὰ ἀντιμετωπίσουμε μία παρόμοια ὀδυνηρὴ ἐμπειρία, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ χήρα μητέρα τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Κάποιο προσφιλές μας πρόσωπο, θὰ ἀναχωρήσει ἀπ’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή, καὶ ἐμεῖς «οἱ περιλειπόμενοι», θὰ δώσουμε τὶς πνευματικὲς ἐξετάσεις στὸ θέμα τοῦ θανάτου.
Ἂς μὴ περάσει ποτὲ ἀπὸ τὸ νοῦ κανενὸς ὅτι ὁ θάνατος ἐπιφέρει τὴν ἐκμηδένιση.
Ἡ ψυχὴ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει μετὰ τὸν ἀποχωρισμό της ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀπολαμβάνοντας ἡ βασανιζόμενη, ἀναλόγως τοῦ πὼς ἔζησε ὁ ἄνθρωπος ὅταν βρισκόταν σ’ αὐτὴ τὴν ζωή.
Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο «Προσδοκοῦμε ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Ἑπομένως, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου καὶ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεώς Του, νίκησε τὸν χειρότερο ἐχθρὸ τῶν ἀνθρώπων, τὸν θάνατον, ὁ πιστὸς Χριστιανός, τώρα ἔχει ὄχι ἁπλῶς ἐλπίδα, ἀλλὰ τὴν βεβαιότητα τῆς ζωῆς. Ὄχι μόνο ὁ ἀποχωρισμὸς τῶν ἀγαπημένων προσώπων μᾶς εἶναι ἐντελῶς προσωρινός, ἀλλὰ ζοῦμε τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ ἀναστηθοῦμε στὴν ἔνδοξη καὶ νέα ζωὴ ποὺ μᾶς ἀναμένει.
Τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας της Ναίν, ἐπὶ τῆς οὐσίας, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια πιστοποιεῖ. Καὶ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε, παρὰ ὡς πιστοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, μὲ αὐτὴ τὴν βεβαιότητα νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε.
Τελειώνοντας νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ Χριστός, δὲν συνάντησε στάχτη μπαίνοντας στὴν Ναὶν καὶ δὲν εὐλόγησε κάποια τεφροδόχο. Συνάντησε, μίλησε καὶ ἄγγιξε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ νέου ἀνθρώπου. Τὸ σῶμα αὐτὸ ποὺ ἦταν ναὸς τῆς ψυχῆς καὶ τώρα μὲ τὴν Θεϊκὴ προσταγή, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ ἐπιστρέφει, ὄχι στὴν τέφρα ἀλλὰ στὸ σῶμα τὸ ὁποῖον ζωντανὸ πλέον «ἀνεκάθισεν καὶ ἤρξατο λαλεῖν» καὶ ὁ Ἰησοῦς «ἔδωκεν τὴ μητρι αὐτοῦ».
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς χαρίζει τὸν φωτισμό του καὶ νὰ ζοῦμε τὶς θεῖες αὐτὲς διδασκαλίες τῆς πίστεώς μας.
Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου