8 Οκτ 2010

«Θέλουμε νὰ ζήσουμε ἑλληνικά!» Ἑλλάδα χωρὶς ζωὴ ἑλληνική, εἶναι Ἑλλάδα πεθαμένη.



Χωρς λληνικότητα - ξευρωπαϊσμς» τς λλάδας
το Φώτη Κόντογλου
Λένε πολλο πς παράδοση πέθανε, πς μάταια κοπιάζουμε σοι πιστεύουμε σ' ατ κι γωνιζόμαστε γι ν μν πεθάνει, κα πς πρέπει ν τ πάρουμε πόφαση, πς θ ζε στν λλάδα μοναχ τ κορμί μας, ν τ πνεμα, ψυχή μας, καρδιά μας, θ ζονε μ ξένα διανοήματα κα μ ξένα ασθήματα. Μ' να λόγο, πς πνευματικά, θ 'μαστε πεθαμένοι, γιατί τί τ φελος ν ζε κανένας στν λλάδα κα ν μν χει στ ζω το τίποτα λληνικό; Τί τ φελος ν μ σ βάλουνε στ κοιμητήριο λλ ν σ βαστνε μ τ νεκροκάσσα στ σπίτι σου, ν εσαι πεθαμένος κα συγχωρεμένος;...
Κατ καλ τύχη, τ πράγματα δν εναι τσι, πο τ λογαριάζουνε ατο πο δν πιστεύουνε στν παράδοση, πως δείχνουνε πολλ σημάδια, κα να νάμεσα σ' ατ εναι τ μ πόσον νθουσιασμ διαβάζονται κάποια ρθρα, πως ατ πο γραψα τς προάλλες στν «λευθερία», « Παντοκράτωρ».
Ατο πο λένε, πς δ μπορομε παρ ν χάσουμε τν πνευματικ χαρακτήρα μας κα ν γίνουμε πνευματικ ποικία τς Δύσεως, ατο δν πιστεύουνε τόσο σ' ατ τν νάγκη, σο θέλουνε κ’ πιθυμονε ν φομοιωθομε μ τος ξένους. Ατ εναι τ δεδες τους. Εναι σν κείνους πο λέγει Πασκάλ, πς λένε πς δν πιστεύουνε στν Χριστ πειδ τος μποδίζει τ λογικό τους, ν κατ βάθος δν θέλουνε ν βγονε ληθιν σα επε Χριστός, δηλαδ καρδιά τους δν χει τ θέρμη πο χρειάζεται γι ν χαρε κανένας γι τν ξαίσια παγγελία πο μς φερε Χριστός. Ψυχς μικρολόγες, μικρόχαρες, ποθερμικές, θέλουνε ν ζονε πως-πως, μ συμβιβασμούς, βολεύοντας τ πράγματα, χωρς εθύνες πνευματικές, χωρς βάθος, χωρς μεράκι —λλη λέξη δν βρίσκω.
Ατο πο θέλουνε ν ερωπαϊσθομε, μολογονε, χωρς ν τ θέλουνε, πς λογαριάζονται νάμεσα στ λλα τόσα κα τόσα νεύθυνα ντα, πο δν χουνε καμμι ατοβουλία στ ζωή, λλ φήνονται ν τος κυλ τ ρεμα, χωρς ν κολυμπνε παλληκαρίσια καταπάνω σ' ατό, γι ν πιάσουνε πάνω στν γαπημένη στεριά, στ γ τς παγγελίας. Δν εναι δ καμμι νάγκη ν 'σαι γραμματισμένος κα πολυδιαβασμένος, γι ν κάνεις ατ τ δουλειά. Ατ τ διο πο κάνεις, τ κάνει κα τ μοδιστράκι, κα κάθε πλάσμα πο χει δουλει τ μόδα. Ατ τ νύποπτα ντα, εναι κι ατ «φορες το πολιτισμο», το διου πολιτισμο πο θέλουνε ν μς φορέσουνε τ νεκρικό του φράκο τοτοι ο «προοδευτικοί». Μάλιστα ο μοδίστρες, ο κινηματογραφιτζδες κ' ο λλοι μοντερνοποιο τς λλάδος, κάνουνε περισσότερη δουλει γι τν ξευρωπαϊσμό μας, παρ τ βαθυστόχαστα ρθρα κ' ο θεωρίες τν σπουδασμένων, πο, χουνε τ διο δεδες μ' ατούς.
Λοιπόν, δν εναι καμμι σπουδαία φεύρεση κι νακάλυψη το Δυτικο Πόλου, ατ πο διατυμπανίζουνε σν «γώνα» ο τέτοιοι πνευματικο συγχρονιστές. κενο πο θέλουνε ν φέρουνε π τ ξωτερικό, «πολιτισμός», μόδα, μοντερνισμς ρχεται δ μοναχός του. Εναι σν τ γρίπη, σν τν πανούκλα, πο ρχεται θελά μας κα μς πιάνει. Κοιτάξετε γύρω σας, κα θ δετε.
Τ χρέος, μως, το νθρώπου πο ληθιν γαπ τν τόπο του, —χι τς πέτρες κα τ δέντρα το τόπου του, λλ τν χαρακτήρα τν πνευματικό της πατρίδας το— εναι ν γωνιστε καταπάνω σ' ατ τ ρεμα, πο πάει ν σαρώσει τ θεμέλιά μας κα ν μς πνίξει, ν μς φήσει γυμνούς. μοντερνισμς εναι επρόσδεκτος σ σους δν χουνε οτε θεμέλιο γι ν τ χάσουνε, οτε ροχο, γουν πο δν χουνε παράδοση ν τος δένει μ τν τόπο τους, οτε χαρακτήρα κα χρμα δικό τους. Ατο μπορονε ν ζήσουνε κα μέσα σ μία σκάφη πο τν πηγαίνει π δ κι π κε τ ρεμα, κα μάλιστα καυχιονται, πς τσι ζε νθρωπος πι καλ κα χαρισάμενα, παρ μέσα στ σπίτι του, μ τος δικούς του, μ τς συνήθειές του, μ τς πίκρες κα μ τς χαρές του. Ο κήρυκες το ξευρωπαϊσμο, ,τι εναι λληνικ τ βλέπουνε σν φτωχό, τιποτένιο, κι ,τι ρχεται π ξω τ θεωρονε θαυμαστό, ξαίσιο. κόμα κα τν γαλάζιον ορανό μας, βάλανε μαρα γυαλι κα τν βλέπουνε σταχτύν, συννεφιασμένον, κατ τ μόδα, μ' λο πο παινεύουνε τν «αθριο ορανόν μας», στος διους, πο χουνε γι πνευματικ φεντικά τους. λλά, ο δυστυχες, πο ν πάρουνε εδηση τί εναι λλάδα! λλάδα κονε, κ' λλάδα δν βλέπουνε! σον λληνικν ορανν βλέπουνε μ τ μαρα τ γυαλιά, λλη τόση λλάδα νοιώθουνε μ τν ντάρα πο χει τ πνεμα τος κ' καρδιά τους. λλάδα εναι πλοτος τς γής, κ' σες εσαστε ο φτωχοί, ο σαρακοστιανοί, ο νθρωποι μ τ στεν κολλάρα κα μ τς μπανέλλες, κ' δανεικ ρχοντι σς εναι κάποια ραχνιασμένα σκοτειν σπίτια, μ σκονισμένα σερβίτσια, πολυκατοικίες «ρτιφισιλ» στενς σν ποντικόφακες, μούχλα, νόητες κουβέντες, θεατρινίστικο φος, νεκδοτάκια γι τν Πομπαντούρ, γι τν Μεττερνιχ κα γι τος σκηνοθετημένους Βολταίρους γι τος κρονόληρους Μπερνρ Σ, πο τος χετε γι μοντέλα τς μικρολογίας σας. λλάδα δν βγάζει μανιτάρια κα ζαμπόνια κα τυρι βρώμικα. λλάδα γενν μηρους, σιόδους, Ασχύλους, Πίνδαρους, Πολυκλειτους, κτίνους, Χρυσόστομους, Βασιλείους, νθέμιους, Πανσελήνους, Φερραίους, ποιητς τν δροσερν βουνν, Παπαδιαμάντηδες, νθρώπους πο μοσκοβολνε σν τ τίμιο ξύλο. Μικρολογίες, νεκδοτάκια σν ατ πο λένε στς παρέες τος ο μοντέρνοι κ' ο ερωπαϊσμένοι, «σπιρτόζες» βλακοσυζητήσεις κα τέτοια, ατ εναι τ πλούτη πο φέρνετε στν λλάδα; Τς ξιομνημόνευτες νοησίες το τάδε κα τάδε κφυλου μπομ τς Μονμάρτρης κα τς Σάντα Λουτσίας; Κα τς περες μ τς γριοφωνάρες πο ξεταβανώνουνε τ σπίτι, σκούζοντας σν τρελο «Πεθαίνω πελπισμένος!»; Μ ' ατά, κα μάλιστα μ τ ποφάγια τους, θέλετε ν θραφε χώρα πο θράφηκε κα θρέφεται μ τν μβροσία κα μ τ πρόσφορο, κα πο πιε κα πίνει τ νέκταρ κα τ αμα το Χριστο π τ δισκοπότηρο τς ρθοδοξίας; Ατν τν τιμημένον ρχοντα, τν λληνα, θέλετε ν τν ξεγυμνώσετε π τν βασιλικι στολή του, κα ν τν ντύσετε μ τ μουχλιασμένα ποφόρια τν ξένων, πως ντύνονται κάποιοι νέγροι τς φρικς, μ ξεθωριασμένες ρεντιγκότες, μ μαδημένα μιραμπ, κα μ πωλέττες το Νέλσον κα μ τρικαντ το Ναπολέοντα! φστε τν ν πεθάνει ρχοντας, σν τν Παλαιολόγο, κι χι μασκαρεμένος. Ν 'χει τουλάχιστον πάνω του δυ-τρες παλις πατρογονικς διαμαντόπετρες, κι χι ν 'ναι στολισμένος μ χάντρες πο βάζουνε στ' λογα, φτάνει ν εναι βγαλμένες π κάποια φάμπρικα τς Ερώπης. Ατ εναι τ ψηλ δεώδη γι τ ποια γωνίζονται σοι δν τος ρέσει Θανάσης Διάκος, λλ Πάολο Μαλατέστα, πο δν τος ρέσει γι Σοφιά, τ μέγα μοναστήρι, λλ τ τέρας το γίου Πέτρου, πο δν τος ρέσει γιασμένος κα μοσχοβολημένος Παπαδιαμάντης, λλ φανφαρόνος Ντ' ννούτσιο.
στόσο, λογαριάζουνε χωρς τν νοικοκύρη. π στερι κι π θάλασσα βγαίνει φων κα βόγγος «θέλουμε ν ζήσουμε λληνικά!» λλάδα χωρς ζω λληνική, εναι λλάδα πεθαμένη. Γι πρώτη φορ νεότητα κατάλαβε, πς χει χρέος ν σώσει τν πνευματικ χαρακτήρα τς φυλς της, κα ν μν τν φήσει στ νύχια τν νόητων κα κούφιων, πο θέλουνε μία λλάδα χωρς τίποτα λληνικό, οτε κα τ γλώσσα τς τν δια. λα ν γίνουνε «ερωπαϊκά», τς μόδας, κ' μες κάτι νθρωπάκια, σν ατ πο βλέπουμε πς φτάσαμε σ' ατ τ δεδες, μ τ ατοκινητάκι, μς, τν περά μας, τν περετίτσα μας, τν ξυπνη παρεούλα μας, τ σόκιν μας, τς φιλεναδίτσες μας, τ μπαν-μίξτ μας, τν γκαρσονιέρα μας, τ ξυπνα νεκδοτάκιά μας, τ κουτσομπολιό μας, τ χαρτάκια μας, τ τσιγαράκι μας, τ 'να πόδι πάνω στ' λλο κα τ χέρι μας στ μέση, πως π.χ. κάνει Μωρς Σεβαλι κ' Χαίϋγουορθ, κι λλα τέτοια.
μες ο λλοι ο μαγκούφηδες, ο καθυστηρημένοι παρχιτες, ο παληοημερολογίτες το πνεύματος, δν θέλουμε, λλοίμονο, ν καταλάβουμε τν πρόοδο, τν ξέλιξη! Μ λα πο θρεφόμαστε μ τ ντόπια κα θρέφουμε κι λλους, κα τος συγκινμε μ τ πατροπαράδοτα, πο δν εναι μικρολογίες φράγκικες, μ κάποια πράγματα «μέγεθος χοντα»!
Σοβαρόν, ψηλόν, λάβε τόνον, Λύρα!
Να ψηλν σοβαρν τόνο ς πάρει λύρα τς ζως μας, κι ς φήσουμε τος «νεκρος θάπτειν τος αυτν νεκρούς».
Ρωμιοσύνη εν' φυλ συνόκαιρη το κόσμου, κανένας δν ερέθηκε γι ν τν ξαλείψει. Κανένας, γιατί σκέπει τν π' τάψη, Θεός μου.
Ρωμιοσύνη θ χαθε ντας κόσμος λείψει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.