Κατὰ τὸ ἔτος 1774, στὶς 8 Σεπτεμβρίου,
Μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος
(Ἀπὸ τὸ νέο μαρτυρολόγιο τοῦ Ἄγ. Νικοδήμου)
Ἀθανασίω ἀγχόνη ὤφθη κλίμαξ,
δὶ’ ἢς ἀνῆλθε οὐρανοῦ εἰς τὸ πλάτος.
Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ μία περιοχὴ τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ κοινὰ ὀνομάζεται Κουλακιὰ (σ.σ. σημερινὴ Χαλάστρα), γιὸς γονέων εὐσεβῶν καὶ κοσμικὰ ἐπιφανῶν της περιοχῆς ἐκείνης, καθὼς ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν Πολυχρους, ἦταν προεστὸς τῆς περιοχῆς γιὰ πολλὰ χρόνια, ἐνῶ ἡ μητέρα τοῦ ὀνομάζονταν Λουλοῦδα καὶ καταγόταν ἀπὸ βουλγαρικὸ γένος.
Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἀοίδιμο Ἀθανάσιο τὸν σπούδασε καλὰ ὁ πατέρας τοῦ ὁ γέρο-Πολυχρους, πρῶτα μὲ τὰ λεγόμενα κοινὰ γράμματα, κι ἔπειτα τὸν ἔφερε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸν ἔβαλε στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, ποὺ ἐκεῖ ἦταν τότε δάσκαλος ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Ἦταν καὶ ὁ νέος πολὺ ἔξυπνος καὶ ἐπιμελής. Ἀφοῦ ἔμαθε ἐκεῖ τὰ πρῶτα γράμματα, ὕστερα ἀναχώρησε γιὰ τὸν Ἄθωνα καὶ πῆγε στὸ σχολεῖο τοῦ Βατοπεδίου γιὰ μεγαλύτερη ὠφέλεια. Ἐκεῖ ἦταν τότε δάσκαλος ὁ Παναγιώτης ὁ Παλαμᾶς. Ἐκεῖ τελείωσε τὰ «γραμματικὰ» μὲ καλὴ ἐπίδοση καὶ μετὰ διδάχτηκε καὶ τὴ Λογική του Εὐγένιου ἀπὸ τὸν δάσκαλο Νικόλαο τὸν Τζαρτζούλιο ἀπὸ τὸ Μετσοβο, ὁ ὁποῖος στάλθηκε ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία στὸν τόπο τοῦ σοφότατου δασκάλου Εὐγενίου.
Ἀφοῦ ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὁ μακαρίτης Νικόλαος, ἔφυγε καὶ ὁ Ἀθανάσιος στὴν ...
Κωνσταντινούπολη καὶ προσκολλήθηκε στὸ τότε νεοχειροτονημένο Πατριάρχη Ἀντιοχείας, τὸν μακαρίτη Φιλήμονα. Ἔμεινε μὲ αὐτὸν δύο χρόνια καὶ κάτι. Ὕστερα γύρισε στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν πατρίδα τοῦ τὴν Κουλακιά. Σὲ αὐτὴν βρισκόταν βασιλικὸς Μελτζιχανᾶς (τόπος θρησκευτικῶν συγκεντρώσεων, σταθμὸς ταξιδιωτῶν), καὶ ἐκεῖ συνήθιζε νὰ πηγαίνει ὁ Ἀθανάσιος γιὰ συνομιλίες καὶ γιὰ διάφορες εἰδήσεις, ὅταν τύχαινε νὰ βρίσκονται ἐκεῖ συχνὰ ἄνθρωποι ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου. Βρισκόταν ἐκεῖ πάντα ἕνας Τοῦρκος, σὰν ἐπιστάτης τοῦ σταθμοῦ, κι ἔτυχε νὰ βρεθεῖ ἐκεῖ μία μέρα κι ἕνας ἐμίρης Τοῦρκος. Συνομιλώντας μὲ αὐτὸν μία μέρα ὁ Ἀθανάσιος γιὰ τὴν πίστη (ἤξερε καλὰ τὴν καθομιλουμένη τῆς τουρκικῆς καὶ ἀραβικῆς γλώσσας) εἶπε μὲ θάρρος καὶ ἁπλότητα στὸν ἐμίρη ὅτι «ἡ δική σας πίστη στέκεται σὲ αὐτὰ τὰ λόγια», καὶ πρόφερε δίχως νὰ πονηρευτεῖ τὰ λόγια τους. Ὁ ἐμίρης ἀκούγοντας, ἀμέσως θεώρησε τὴν ἁπλὴ ἐκείνη προφορὰ σὰν τέλεια ὁμολογία καὶ τοῦ λέει: «ὤ! σαλαβάτι (σ.σ. ὁμολογία) ἔκανες, τούρκεψες!»
Κωνσταντινούπολη καὶ προσκολλήθηκε στὸ τότε νεοχειροτονημένο Πατριάρχη Ἀντιοχείας, τὸν μακαρίτη Φιλήμονα. Ἔμεινε μὲ αὐτὸν δύο χρόνια καὶ κάτι. Ὕστερα γύρισε στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν πατρίδα τοῦ τὴν Κουλακιά. Σὲ αὐτὴν βρισκόταν βασιλικὸς Μελτζιχανᾶς (τόπος θρησκευτικῶν συγκεντρώσεων, σταθμὸς ταξιδιωτῶν), καὶ ἐκεῖ συνήθιζε νὰ πηγαίνει ὁ Ἀθανάσιος γιὰ συνομιλίες καὶ γιὰ διάφορες εἰδήσεις, ὅταν τύχαινε νὰ βρίσκονται ἐκεῖ συχνὰ ἄνθρωποι ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου. Βρισκόταν ἐκεῖ πάντα ἕνας Τοῦρκος, σὰν ἐπιστάτης τοῦ σταθμοῦ, κι ἔτυχε νὰ βρεθεῖ ἐκεῖ μία μέρα κι ἕνας ἐμίρης Τοῦρκος. Συνομιλώντας μὲ αὐτὸν μία μέρα ὁ Ἀθανάσιος γιὰ τὴν πίστη (ἤξερε καλὰ τὴν καθομιλουμένη τῆς τουρκικῆς καὶ ἀραβικῆς γλώσσας) εἶπε μὲ θάρρος καὶ ἁπλότητα στὸν ἐμίρη ὅτι «ἡ δική σας πίστη στέκεται σὲ αὐτὰ τὰ λόγια», καὶ πρόφερε δίχως νὰ πονηρευτεῖ τὰ λόγια τους. Ὁ ἐμίρης ἀκούγοντας, ἀμέσως θεώρησε τὴν ἁπλὴ ἐκείνη προφορὰ σὰν τέλεια ὁμολογία καὶ τοῦ λέει: «ὤ! σαλαβάτι (σ.σ. ὁμολογία) ἔκανες, τούρκεψες!»
«Μὴ γένοιτο!» ἀπάντησε ὁ Ἀθανάσιος, «οὔτε σαλαβάτι ἔκανα, οὔτε τούρκεψα, ἀλλὰ μόνο εἶπα ὅτι ἡ πίστη ἡ δικιά σας περικλείεται σὲ αὐτὰ τὰ λόγια». Ὁ ἐμίρης δὲν ἔχασε καιρό, ἀλλὰ στράφηκε στὸν Τοῦρκο ἐπιστάτη καὶ τοῦ λέει: «ἰδού, αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τὸν παραδίνω στὰ χέρια σου νὰ τὸν φυλάγεις νὰ μὴ φύγει». Ἔτσι εἶπε καὶ σηκώθηκε ἐκεῖνος ὁ καταραμένος κι ἔρχεται στὴ Θεσσαλονίκη, τόσων ὡρῶν ἀπόσταση, καὶ ἀφοῦ παρουσιάστηκε στὸν Μουλά, συκοφαντεῖ τὸν καλὸ Ἀθανάσιο, ὅτι δηλαδὴ ἔκανε ὁμολογία καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη τους, κι ἔπειτα ἄλλαξε γνώμη καὶ «ἀρνεῖται καὶ περιπαίζει τὴν πίστη μας».
Ἀφοῦ ἔστειλε ὁ Μουλᾶς ἀνθρώπους, φέρνει τὸν κατηγορούμενο στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸν βάζει ἀπέναντί του καὶ ἀκούει ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν κατηγορία – ἢ καλύτερα τὴ συκοφαντία - ἀπὸ τὸν ἐμίρη. Ἔπειτα ρωτᾶ τὸν κατηγορούμενο ὁ δικαστὴς καὶ ἀπαντάει ὁ Μάρτυρας τῆς ἀλήθειας τὰ ἴδια ἐκεῖνα ποὺ ἀπάντησε στὸν ἐμίρη πρωτύτερα. Καὶ ὁ δικαστὴς ἀκούγοντας, τότε ἔκρινε σωστὰ ὅτι ἔτσι δὲ γίνεσαι Τοῦρκος, μὲ τὸ νὰ πεῖ κάποιος ὅτι ξέρει τὰ λόγια της πίστης σου. «Καὶ σύ», λέει στὸν ἐμίρη, «ἂν ἤξερες τὰ λόγια της πίστης αὐτοῦ, θὰ μποροῦσες νὰ τοῦ πεῖς ὅτι ἡ δική σου πίστη στηρίζεται σὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ὅμως μὲ αὐτὸ δὲ θὰ γινόσουν Χριστιανός, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ προφέρεις μόνο τὰ λόγια της πίστης του. Ἔτσι εἶπε ὁ δικαστής. Ἀλλὰ οἱ παρόντες ἀγάδες θορυβοῦσαν λέγοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιπαίζεται ἡ πίστη. Ὁ δικαστὴς λοιπὸν ἄλλαξε γνώμη καὶ ἄρχισε νὰ τὸν παρακινεῖ, νὰ τὸν κολακεύει καὶ νὰ τὸν φοβερίζει ὅτι μὲ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔκανε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης καὶ πρέπει νὰ τὴν ἀκολουθήσει, γιατί ἀλλιῶς ἡ πίστη δὲν ὑποφέρει νὰ καταφρονεῖται.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἔλεγε ὁ δικαστής. Ὁ Μάρτυρας ὅμως, σταθερὸς στὴ δική του ἀληθινὴ ὁμολογία ἐναντιώθηκε στὰ λόγια του δικαστῆ λέγοντας πὼς εἶναι καλὰ στερεωμένος καὶ βεβαιωμένος στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄλλη πίστη ἔξω ἀπὸ αὐτὴ δὲν ξέρει ἀληθινὴ καὶ σωτήρια. Ἀφοῦ τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ δικαστὴς διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν, μήπως τάχα ἀλλάξει γνώμη καὶ ἀκολουθήσει τὶς προσταγές του. Ἔμεινε στὴ φυλακὴ ἀρκετὲς μέρες ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ δείξει κανένας ἐνδιαφέρον, γιατί βγῆκε καὶ μία φήμη ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἔκανε ὁμολογία καὶ ὕστερα μεταμέλησε. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ πατέρας τοῦ φοβήθηκε νὰ κινηθεῖ γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσει, παρόλο ποὺ μποροῦσε μὲ ἀρκετὰ χρήματα νὰ τὸν γλυτώσει, μὲ τὴ μεσιτεία ἑνὸς μεγάλου δυνάστη, τοῦ Ἰσοὺφ-μπέη, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀγὰς τῆς περιοχῆς. Ἀλλὰ ὁ φόβος ποὺ εἶχαν, ὅπως εἶπα, τὸν ἔκανε νὰ φανεῖ ἄσπλαχνος σὲ ἕναν γιό, ὁ ὁποῖος ἦταν τὸ στολίδι τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ καύχημα τοῦ γένους του (καὶ τώρα μάλιστα πολὺ περισσότερο, μὲ τὸ ἔνδοξο καὶ λαμπρὸ Μαρτύριο ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεχτεῖ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὁ καλλίνικος Ἀθανάσιος).
Περνώντας μερικὲς μέρες, τὸν βγάζει ὁ δικαστὴς ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ παρακινώντας τὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ δεχτεῖ νὰ ὁμολογήσει τὴ δική τους θρησκεία, ἀφοῦ τὸν ἔβρισκε σταθερὸ καὶ ἀμετάπειστο, τὸν καταδικάζει σὲ θάνατο. Καὶ ἀφοῦ τὸν πῆραν οἱ δήμιοι, τὸν κρέμασαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου καὶ τὸν ἔθαψαν οἱ Χριστιανοί, δηλαδὴ στὴν περιοχὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Καὶ ἔτσι μαρτύρησε, μὲ τὴ δύναμη τοῦ σταυρωμένου Ἰησοῦ ὁ γενναῖος ἀθλητὴς Ἀθανάσιος, τὴν 8η τοῦ μήνα Σεπτεμβρίου, κατὰ τὴν ὁποία γιορτάζουμε τὸ ἱερότατο καὶ πάνσεπτο Γενέσιο τῆς Κυρίας ἠμῶν Θεοτόκου, νέος στὴν ἡλικία, περίπου εἰκοσιπέντε χρονῶν. Τῷ δὲ Θεῶ ἠμῶν δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.
Πηγή: Συναξαριστὴς Νεομαρτύρων
Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη
Ἀπόδοση στα νέα Ἑλληνικὰ
Γεώργιος Τέζας - Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου