18 Αυγ 2010

Ὁ φαρδὺς δρόμος ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὴν κόλαση (Γέροντας Ἐφραίμ Φιλοθεϊτης)

Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι βαριές, εἶναι πολὺ ἐλαφριές, ἀνακουφίζουν, δροσίζουν καὶ δημιουργοῦν καὶ φτιάχνουν μακαριότητα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστός μας δὲν ζήτησε πολλὰ πράγματα. Καὶ στὴ Δευτέρα Παρουσία δὲν θὰ πεῖ «γιατί δὲν ἀσκητεύσατε…». Ὄχι. Θὰ πεῖ «γιατί δὲν ἐλεήσατε, γιατί δὲν θρέψατε, γιατί δὲν ντύσατε, γιατί δὲν ἀνακουφίσατε τὸ φυλακισμένο». Τί εἶναι αὐτά; Ἔργα ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστὸς «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ μὲ ἀγαπάει; Αὐτὸς ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολές μου.Ἐκεῖνος ποὺ δὲ μὲ ἀγαπάει δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές μου». Μὲ τὸν ἔλεγχο ποὺ ἔκανε στοὺς ἐξ ἀριστερῶν, ἤθελε νὰ τοὺς πεῖ, ὅτι «ἐσεῖς δὲν εἴχατε ἀγάπη καὶ ἐφόσον δὲν εἴχατε ἀγάπη, δὲν μπορεῖτε νὰ μπεῖτε στὸ νυμφώνα τῆς ἀγάπης». Ὁ νυμφώνας τῆς ἀγάπης κερδίζεται μόνο μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θυσία. Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει, μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν...ταπείνωση, νὰ περάσουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν. Ὁ φαρδὺς δρόμος ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὴν κόλαση. Ποιὸς εἶναι ὁ φαρδὺς δρόμος; Ἡ ξένοιαστη κοσμικὴ ζωή, καὶ ὅταν περνοῦν οἱ μέρες μᾶς ἄδειες…
Δὲν πρέπει νὰ μᾶς πλανᾶ ὁ διάβολος• καὶ νὰ προσπαθήσουμε, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας, νὰ καθαρίσουμε τὸ ἔσωθέν του ποτηρίου ποὺ εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, ὁ νοῦς μας. Ἂν τὸ μέσα τοῦ ποτηρίου, λέει, τὸ κάνεις, ἄνθρωπε, καθαρὸ καὶ τὸ ἔξωθεν θὰ εἶναι καθαρό. Ὑποκριτά, μὴν κάνεις τὸ ἔξω, καὶ τὸ μέσα τὸ ἀφήνεις ἀκάθαρτο. Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα φανερά. Τοὺς ἀνθρώπους θὰ τοὺς ξεγελάσουμε, θὰ δείξουμε ἄλλο πρόσωπο, ἀλλὰ τὰ μέσα μᾶς εἶναι γνωστὰ στὸ Θεό. Νὰ φροντίσουμε μέσα μας νὰ τακτοποιηθοῦμε, ν’ ἀλλάξουμε. Τὸ χρόνο ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ τὸν γεμίσουμε μὲ καλὰ ἔργα, μὲ καλὲς σκέψεις, μὲ ἁγνὰ αἰσθήματα.
Νὰ μὴν καθόμαστε καὶ ἀσχολούμαστε μὲ ἀργολογίες, νὰ μὴν ἀσχολούμαστε μὲ συζητήσεις ἄκαιρες καὶ βλαβερές. Ν’ ἀπαλλάξουμε τὴ γλώσσα μας ἀπὸ τὸ νὰ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἀδελφό μας, τὸν πλησίον μας. Ὄχι, ὄχι μὴν τὸ κάνουμε αὐτό. Νὰ κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ καταδικάσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂν τὸν καταδικάσουμε, θὰ τὸν ἀπαλλάξουμε τῆς καταδίκης του Θεοῦ. Ἂν καταδικάσουμε, θὰ καταδικαστοῦμε κι ἂν κρίνουμε, θὰ κριθοῦμε, καὶ μὲ ὅποια μεζούρα μετρήσουμε θὰ μᾶς μετρήσει ὁ Θεός.
Ἡ κάθε στιγμὴ ποὺ περνάει δὲν ξαναγυρνάει. Ὁ διάβολος μᾶς κερδίζει χρόνο, μᾶς ἀπασχολεῖ μὲ πράγματα γήινα καὶ πρόσκαιρα προκειμένου νὰ μᾶς κερδίσει τὸ χρόνο νὰ μὴν τὸν ἔχουμε, ὥστε νὰ μὴν προσφέρουμε περισσότερα στὸ Θεὸ καὶ στὴν ψυχή μας. Ἂς προσέξουμε ὅσο μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἐν ἐγρηγόρσει, νὰ γρηγοροῦμε στὸ μυαλό, στὴν καρδιά, νὰ μὴν ἀφήνουμε σκέψεις, νὰ μὴν ἀφήνουμε τὴν καρδιά μας νὰ μολύνεται. [...] Πόσες φορὲς ἂν θὰ ἐλέγξουμε τὴ συνείδησή μας, θὰ δοῦμε ὅτι δὲν προσέχουμε. Ἑπομένως δημιουργοῦμε σκάνδαλο. Αὐτὲς τὶς ἁμαρτίες δὲν τὶς γνωρίζουμε. Νὰ τὶς ἑξαγορευθοῦμε καὶ νὰ σβήσουν.
Γι’ αὐτὸ θὰ τὰ προσέχουμε ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, γιὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι. Ὁ θάνατος εἶναι φοβερός, δὲν εἶναι παιχνίδι. Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ μᾶς ἔχει γνωρίσει λίγο περὶ θανάτου, ἂν κινδύνεψε ἀπὸ ἀσθένεια, εἶδε πόσο φοβερὸ εἶναι. Βλέπετε πῶς δακρύζει ὁ ἄνθρωπος ἢ καὶ κλαίει καὶ τρέχουν τὰ μάτια τοῦ κατὰ τὴν ὥρα τὴν ἐπιθανάτια; Γιατί κλαίει; Γιατί βλέπει ὅτι ἔρχονται οἱ ἐνάντιες δυνάμεις, ἔρχονται τὰ δαιμόνια ν’ ἁρπάξουν τὴν ψυχή. Κι ἡ ψυχὴ τρέμει σὰν τὸ φθινοπωρινὸ φύλλο στὸν ἐλάχιστο ἄνεμο.
Λέει τὸ τροπάριο τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας: «οἶον ἀγώνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη τοῦ σώματος, πόσα δάκρυα τότε; Πρὸς τοὺς ἀγγέλους τὰ ὄμματα τρέπουσα ἄπρακτα καθικετεύει, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χείρας ἐκτείνουσα οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα«. Λέει, στρέφει τὰ μάτια στοὺς ἀγγέλους δὲν παίρνει τίποτα. Γιατί οἱ ἄγγελοι λένε «κατὰ τὰ ἔργα σου ἀλληλούια». Θὰ σὲ βοηθήσουμε, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ βοηθήσεις κι ἐσὺ μὲ τὰ ἔργα σου. Σηκώνει τὰ χέρια πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, βοηθῆστε μέ. Κι ἐκεῖνοι λένε: τί νὰ σὲ βοηθήσουμε, τὸν ἑαυτό μας δὲν μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε, ἐσένα θὰ βοηθήσουμε; Καὶ τότε βάζει μυαλὸ ὁ κάθε ἄνθρωπος. Τί μπορεῖ ὅμως νὰ κάνει ἐκείνη τὴν ὥρα, ἀφοῦ ξεψυχάει;
Αὐτὴ τὴ μελέτη, αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, αὐτὴ τὴν πραγματικότητα τὴν ὁποία βλέπουμε νὰ τὴν ζεῖ κάθε δικός μας ἄνθρωπος ποῦ φεύγει ἀπὸ τὴ ζωή, γιατί δὲ μᾶς γίνεται μάθημα νὰ τακτοποιήσουμε τὸν ἑαυτό μας τώρα, ὥστε ὅταν ἔρθει αὐτὴ ἡ περίπτωση, ἡ ὥρα, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι; Ναὶ μὲν θὰ πικραθοῦμε, ὁ θάνατος εἶναι ἀπὸ φύσεως σκληρὸς καὶ πικρός, ἀλλὰ ὅταν ἡ συνείδηση δὲν μᾶς καταμαρτυρεῖ, βάλσαμο ἔρχεται στὴν ψυχή. Ἡ ψυχὴ ἐλπίζει, τῆς γίνεται μία αἴσθηση ὅτι κάτι θὰ γίνει. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, πρὶν ἔρθει αὐτὴ ἡ φοβερὴ ὥρα, πρὶν ἔρθει αὐτὴ ἡ πρώτη κρίση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴ μεγάλη κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἂς ἑτοιμαστοῦμε, ἂς προσέξουμε, ἂς βιαστοῦμε τώρα, ὄχι αὔριο καὶ μεθαύριο. Ἀπὸ σήμερα, ἀπ’ αὐτὴ τὴ στιγμή, μέσα στὴν ψυχὴ μᾶς μετάνοια κι ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Κι ὅταν ὁ Θεὸς δεῖ αὐτὴ τὴν καλὴ διάθεση ἀπὸ μέρους μας, θὰ μᾶς βοηθήσει. Καὶ αὐτὴ τὴ μικρὴ διάθεση θὰ τὴν κάνει μεγάλη, ὥστε νὰ ἐπιτελεστεῖ αὐτὴ ἡ μεγάλη σωτηρία τῶν ψυχῶν μας.
Πηγή: “Δοκιμασμένες Πνευματικὲς Νουθεσίες πρὸς Ἀπόκτηση τῆς Ψυχικῆς Ὑγείας καὶ τῆς Σωτηρίας μας”, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη
Ἀπό:Ἀπόψεις γιὰ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.