24 Απρ 2010

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ.ΨΑΛΛΕΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΕΦΡΑΙΜ.



«Γιατί συνιστοῦν οἵ Ἅγιοι Πατέρες νά λέμε “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ” καί ὄχι “ἐλέησον ἠμάς”, ὅπου τό “ἠμάς” συμπεριλαμβάνει καί τούς ἄλλους; Δέν εἶναι ἐγωιστικό νά νοιαζόμαστε μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, ἀδιαφορώντας γιά τούς συνανθρώπους μας;»

Οἵ ἅγιοι Πατέρες προτιμοῦν νά λέμε στόν ἑνικό τήν εὐχή, ἐπειδή μέ τόν λόγο “ἐλέησον μέ” (συχνά προσθέτουμε καί “τόν ἁμαρτωλόν”) δηλώνουμε συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, ὅπως καί ὅ Δαβίδ στούς ψαλμούς πολλές φορές βοᾶ “ἐλέησον μέ”, ἐνῷ προσθέτει «ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω» (Ψάλμ. ν’ 5) καί «τήν ἀνομίαν μου ἐγνώρισα καί τήν ἁμαρτίαν μου οὐκ ἐκάλυψα» (Ψάλμ. λά’ 5). Τό “ἐλέησον μέ” σημαίνει ἐξομολόγηση, αὐτοέλεγχο, αὐτομεμψία, αὐτοσυναίσθηση τῆς ἅμαρτωλοτητάς του προσευχομένου.... Ἀπό τή συναίσθηση αὐτή γεννιέται ἤ μετάνοια, ἤ συντριβή, οἵ στεναγμοί καί τά δάκρυα, καθώς καί πάλι μαρτυρεῖ ὅ προφητάναξ λέγοντας: «λούσω καθ’ ἕκαστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψάλμ. στ’7).
Λέγοντας, ἀδελφέ, τή μικρή αὐτή εὐχή (”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ”), ἐάν ἐπιθυμεῖς νά γνωρίσεις καρποφορία, ὀφείλεις νά στέκεσαι καί σύ ὡς ἄλλος Δαβίδ καί ὡς ἄλλος Τελώνης. Ὅ τελευταῖος ἀπό τήν πολλή συναίσθηση καί τό στῆθος ἀκόμη χτυποῦσε, φωνάζοντας: «ὅ Θεός, ἴλασθητι μοί τῷ Ἁμαρτωλῷ!» Κατέβηκε δέ αὐτός δικαιωμένος παρά ὅ “δίκαιος” Φαρισαῖος, κατά τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου (Λούκ. ἰη’14).
Καί δέν ἀδιαφοροῦμε γιά τούς ἄλλους. Ἴσα-ἴσα, ἐπειδή νοιαζόμαστε γιά τούς ἄλλους, φροντίζουμε τόσο πολύ γιά τόν ἑαυτό μας. Ἄκουσε πάλι παράδειγμα: Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι ἄσημος καί μόνος. Ξαφνικά, ἔρχεται κάποιος φίλος σου τό ἴδιο ἄσημος καί μόνος, ὅπως ἐσύ. Πέφτει στά πόδια καί σέ παρακαλεῖ: «Φίλε μου, σέ παρακαλῶ, τρέξε στούς ἰσχυρούς νά παρακαλέσεις γιά μένα. Ἔχω μεγάλη ἀνάγκη». Τί θά κάνεις; Ὅσο συνδέεται ὅ φίλος σου μέ τούς ἰσχυρούς, ἄλλο τόσο τούς ξέρεις καί σύ. Τί βοήθεια νά προσφέρεις; Ἀσφαλῶς τίποτε.
Ἄν ὅμως ἀγαπᾶς πραγματικά τόν φίλο σου, ἀλλά καί κάθε ἄλλο συνάνθρωπο, θά προβληματιστεῖς σοβαρά. Θά σκεφθεῖς: «Εἶναι ἀνάγκη νά συνδεθῶ ὁπωσδήποτε μέ τούς ἁρμοδίους. Πρέπει νά βοηθήσω. Θά τρέξω λοιπόν στήν πόλη• θά σπουδάσω• θά μορφωθώ• θά ἀποκτήσω θέσεις, φήμη καί καλό ὄνομα. Σιγά-σιγά θά συνδεθῶ μέ τούς ἰσχυρούς καί τότε θά μπορῶ ἄνετα νά πετύχω αὐτά ποῦ θέλω».
Τώρα, νομίζω, κατάλαβες Τί ἐννοῶ. Ἄν θέλεις λοιπόν καί σύ νά βοηθήσεις πνευματικά τους συνανθρώπους σου, φρόντισε πρῶτα νά συμφιλιωθεῖς ὅ ἴδιος μέ τόν παντοδύναμο Σωτῆρα Χριστό μέ μετάνοια, μέ ἐξομολόγηση καί νά λές μαζί μέ τόν Δαβίδ “ἐλέησον μέ!”
«Ὡραία», θά μοῦ πεῖς. «Νά κάνω ἔτσι. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι συμφιλιώθηκα καί ἐγώ μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. “Ε, τότε, ἀπό δῶ καί πέρα δέν εἶναι ἐγωισμός νά συνεχίσω νά προσεύχομαι γιά τόν ἑαυτό μου λέγοντας “ἐλέησον μέ” καί ὄχι “ἐλέησον ἠμάς”;
Σωστή ἤ παρατήρησή σου, ἄκουσε ὅμως καί τήν ἐξήγηση. Ὅ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Καθάπερ γάρ τό σῶμα ἐν ἐστίν καί μέλη ἔχει πολλά… ὕμεϊς δέ ἔστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Ἅ’ Κόρ. Ἰβ’ 12,27). “Ώστε, κατά τόν “Ἀπόστολο, «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν» ἀποτελοῦμε μέλη ἑνός σώματος, τοῦ ὁποίου κεφαλή εἶναι ὅ Χριστός. Λέει πάλι ὅ μέγας Παῦλος: «εἴτε πάσχει ἐν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη, εἴτε δοξάζεται ἐν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Ἅ’ Κόρ. Ἰβ’26).
Γιά παράδειγμα, ἄν ὅ Κώστας νίκησε στά 100 ἤ στά 400 μέτρα καί βραβεύτηκε, δέν θά δώσουμε συγχαρητήρια στά πόδια τοῦ Κώστα, ἀλλά στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Ἄν πάλι τυχόν χτύπησε στόν ἀγῶνα τό πόδι του, τότε δέν πονάει μόνο τό πόδι, ἀλλά πονάει ὁλόκληρος.
Τό ἴδιο καί στά πνευματικά. Ἄν ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἁγιάζεται μέ τούς πνευματικούς του ἀγῶνες, ἤ ὠφέλεια εἶναι ἄμεση γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφόσον ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα. Ὅ ἁγιασμός ἀντανακλᾶ σέ ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅποιος γεμίσει μέσα του μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ μοιάζει μέ τά οὐράνια σώματα. Ὅ ἥλιος, γιά παράδειγμα, εἶναι αὐτόφωτος, ἀλλά ἤ σελήνη εἶναι ἑτερόφωτη. Καθώς λοιπόν ἤ σελήνη παίρνει τό φῶς τοῦ ἥλιου, τό διοχετεύει καί φωτίζει τή ζοφερή νύχτα, ἔτσι γεμίζει καί ὅ προσευχόμενος μέ τό ἄδυτο φῶς τοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης Χριστοῦ καί τό μεταδίδει καί στούς «ἐν σκότει καί σκιά θανάτου καθεύδοντας ἀδελφούς του». Ἄλλα, ὅπως ἤ σελήνη ἁπλώνεται σέ ὅλη τή γῆ, ὅμως τά πυκνά νέφη ἀναχαιτίζουν τό φῶς της, ἔτσι καί ὅ ἄνθρωπος ποῦ ζεῖ ἤ ἐπιμένει στήν ἁμαρτία καλύπτεται ἀπό ἕνα σύννεφο, τό ὅποιο σκοτίζει τόν νοῦ του καί δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ μέσα τοῦ τό φῶς τῆς νοητῆς σελήνης.
Ἄν καί σύ, ἀδελφέ, δέν βλέπεις μέσα σου τό φῶς τοῦ νοητοῦ ἥλιου καί τῆς σελήνης, δέν φταίει ὅ ἥλιος οὔτε ἤ σελήνη. Φρόντισε μέ τή μετάνοια νά διαλύσεις τά ζοφερά νέφη καί τότε θά δεχθεῖς ἄπλετο τό φῶς τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων μέσα σου. Καί αὐτές εἶναι ἐμπειρίες, ποῦ μόνος σου θά διαπιστώσεις. Πρόκειται γιά τά θαύματα ποῦ βλέπει μέσα τοῦ ὅ κάθε ἀγωνιζόμενος πιστός./
Ὅ Ἅγιος Σιλουανός τοῦ Ἄθω γράφει ὅτι, ὅσο στή γῆ ὑπάρχουν Ἅγιοι, ὅ κόσμος θά στέκει. Ἐάν ἤ γῆ σταματήσει νά παράγει Ἁγίους, τότε ἔφθασε στό τέλος της.
Ὅταν ἕνας Ἅγιος λέει μέ ταπείνωση καί μέ αἴσθημα ἅμαρτωλοτητας τό “ἐλέησον μέ”, αὐξάνει μέν σέ ἁγιασμό, αὐξάνει ὅμως καί ἤ παρρησία τοῦ ἐνώπιόν του Θεοῦ. Ἄλλα ἔχοντας συνείδηση ὅτι ἀποτελεῖ μέλος ἑνός σώματος καί βλέποντας ὅτι τά περισσότερα μέλη τοῦ σώματος, δηλαδή οἵ περισσότεροι ἀδελφοί του Χριστιανοί, λόγω τῆς ἁμαρτίας ἀσθενοῦν βαριά, τότε ἀναλαμβάνει στόν ἑαυτό τοῦ τά βάρη τῶν ἀδελφῶν καί στενάζει σάν νά εἶναι δικά του τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. “Αν μάλιστα πάσχουν καί ἄλλα μέλη ἀπό σωματική ἤ ψυχική ἀσθένεια, τότε συμπάσχει.
Ἤ εὐχή “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ,ἐλέησον μέ” εἶναι τό ρεῦμα ποῦ φορτίζει τήν μπαταρία. Πηγή εἶναι ὅ Χριστός, μπαταρία εἶναι ἤ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τή μικρή αὔτη εὐχή ἤ καρδιά φορτίζεται μέ Χριστό, φορτίζεται συνεπῶς μέ χριστιανικές ἀρετές, φορτίζεται μέ ζῆλο, μέ πόθο, μέ ἐρωτᾶ Χριστοῦ. Πολύ φορτίζεται; Πολύ γεμίζει, πολύ χριστοποιεῖται. Μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ποῦ νά ἀποκτᾶ, κατά τόν ὄρο τῶν ἁγίων Πατέρων, τόν “μανικόν ἔνθεον ἔρωτα”.
Ὅμως ὅ θεῖος αὐτός ἔρωτας, κατά τούς Πατέρες, ἔχει διπλή ἰδιότητα: ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶμε τόν Θεό, τόσο περισσότερο ἀγαπᾶμε καί τήν εἰκόνα Του, δηλαδή τόν ἀνθρωπο• καί ὅσο περισσότερο συμφιλιωθοῦμε μέ τόν Δημιουργό μας, τόσο περισσότερο βοηθοῦμε καί τό δημιούργημά Του, τόν συνάνθρωπο.
Λέγοντας ἕνας Ἅγιος τήν εὐχή, στό “ἐλέησον μέ” περιλαμβάνει πολλά. “ελέησον μέ”, ἐννοεῖ: «Στήριξε μέ στήν ὁδό τοῦ ἁγιασμοῦ, ὅπου Ἐσύ μέ ὁδήγησες, μήν τυχόν καί πέσω», κατά τόν Ἀπόστολο. “ελέησον μέ”, ἐννοεῖ: «Φώτισε μέ, ὁδήγησε μέ». “ελέησον μέ”, ἐννοεῖ: «Βλέπεις τήν ἀγάπη μου, τή συμπόνια μου ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου. Ὤ Κύριε, παρακαλῶ, μνήσθητι πεινώντων καί διψώντων, μνήσθητι ὅσων πάσχουν ψυχικά καί σωματικά, ἀπό καρκίνο, ἀπό ἐγκεφαλικά, ἀπό καρδιοπάθειες, ἀπό ψυχασθένειες, ἀπό διάφορες δαιμονικές ἐπιδράσεις. Μνήσθητι ὅσων κινδυνεύουν ἀπό ὅλα αὐτά καί ἀπό κάθε ἐνέδρα τοῦ ἐχθροῦ. Φύλαξε τούς οἰκείους, τούς συγγενεῖς, τούς ὁμοπίστους, τούς ὁμογενεῖς καί ὅλο τόν κόσμο Σου ἀπό κάθε ἐπιβουλή τοῦ ἀντικειμένου». “ελέησον μέ”, ἐννοεῖ: «Μνήσθητι πάσης ἐπισκοπῆς Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων καί παντός του ἱεροῦ κλήρου καί φώτισε νά ὀρθοτομοῦν τόν λόγον τῆς ἀληθείας». Ἀκόμη, «μνήσθητι πάντων τῶν ἔντειλαμενων εὔχεσθε ὑπέρ αὐτῶν καί ἰδιαιτέρως ὅσων ἔχουν εἰδική ἀνάγκην».
Ἄν θέλεις, θά σού πῶ καί κάτι ἄλλο, καθώς τό ἔμαθα ἀπό τόν ἀείμνηστο Γέροντά μου. «Πολλές φορές», ἔλεγε, «ἤ μπαταρία γεμίζει καί ξεχειλάει». Τότε παύει αὐτή ἤ εὐχοῦλα καί ὡς ἄλλος ὁδηγός φωτίζει τόν νοῦ Ἤ ψυχή αἰσθάνεται ἔντονα τή Θεία Παρουσία, τά μέλη παραλύουν καί, πέφτοντας στά πόδια τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ, ἀναλύεται σέ ἕναν ποταμό δακρύων. Ἄλλοτε πάλι, σιωπᾶ ἀπό δέος καί θαυμασμό ἤ ψελλίζει ἐρωτικά ὅ,τι τή στιγμή ἐκείνη τή διδάσκει ὅ ἔνθεος ἔρωτας, δηλαδή τό Πανάγιο Πνεῦμα.
Καί ἀφοῦ κορεσθεῖ ἤ ψυχή ἀπό θεία ἀγάπη, τότε αὐτή ἤ ἴδια ἀγάπη, μέ τή διπλή της ἰδιότητα, στρέφει τό βλέμμα πρός τούς ἀδελφούς της. Τί εὐκαιρία! Εἶναι μοναδική ἤ εὐκαιρία τώρα ποῦ κρατᾶ στά χέρια τόν Ποθούμενο καί Παντοδύναμο. Καί λέει: «Ὤ γλυκύτατε Ἰησοῦ, φῶς τῆς ψυχῆς μου, ὅ μόνος πραγματικός ἔρως! Ἐγώ μέν αἰσθάνομαι αὐτή τή στιγμή ἐλεημένος καί πανευτυχής, ὅμως ἕνα κέντρο μέ κεντᾶ. Μαζί μέ τήν ἀγάπη, ἔχω μέσα μου ἕναν ἄλλο τόσο πόνο. Βλέπω τούς ἀδελφούς μου, βλέπω τήν Ἐκκλησία μας, βλέπω τούς ἀνθρώπους ποῦ πάσχουν, καί δέν ἀντέχω. Συμπονῶ καί συμπάσχω. Γι’ αὐτό σέ ἱκετεύω, ὡς Πανάγαθος καί Παντοδύναμος, βοήθησέ τους. Φταῖνε; Τό παραδέχομαι. Καί ζητῶ συγγνώμη. Ὁμολογῶ τό “ἤμαρτον”. Μέλη τοῦ σώματός μου εἶναι. Συνυπεύθυνος εἶμαι. ‘Αλλά κρούω τό ἔλεος καί τήν ἄπειρη φιλανθρωπία σου. Βοήθησε! Βοήθησε!»
Νά, ἀγαπητέ μου, πῶς ἤ ἀγάπη μᾶς ἑνώνει ἐν Χριστῷ μέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας καί πῶς, μέ τίς προσευχές τῶν Ἁγίων καί ὅσων ἀγωνίζονται τόν καλό ἀγῶνα, βοήθα ὅ Κύριος καί τά ὑπόλοιπα ἀσθενῆ μέλη, γιά τά ὅποια ἀνέχεται, μακροθυμεῖ καί ἀναμένει ὅλων τή μετάνοια γιά τή σωτηρία.
Εἶδες, αὐτές μόνο οἱ πέντε λέξεις τῆς εὐχούλας, ποῦ μποροῦν νά ἀνεβάσουν τόν ἄνθρωπο; Εὐχήσου καί γιά μένα τόν ρᾴθυμο, ἀλλά καί γιά ὅλους τους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, νά χτυπᾶμε ἀσταμάτητα τήν πόρτα τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου μας, σίγουροι ὅτι θά τηρήσει τήν ὑπόσχεσή Του, ὅταν εἶπε: «κρούετε, καί ἀνοιγήσεται ὕμιν» (Λούκ. ἴα’ 9) καί «ὅ πιστεύων ἔπ’ αὔτω οὐ μή καταισχυνθῆ» (Ἅ’ Πέτρ. β’ 6). Ἀμήν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.