9 Μαρ 2010
Ἰθαγένεια καὶ Παράδοση
Τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Ἄγ. Βλασίου Ἰεροθέου
Ἡ συζήτηση γιὰ τὴν χορήγηση ἑλληνικῆς ἰθαγένειας σὲ μετανάστες δημιουργεῖ πολλὲς συζητήσεις μεταξὺ κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ διατυπώνονται διάφορες ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες, τὶς περισσότερες φορές, εἶναι ἀποσπασματικές, συνθηματολογικὲς καὶ γὶ΄ αὐτὸ προβληματικές. Μὲ ὅσα θὰ καταγράψω στὴν συνέχεια θὰ ἐντοπίσω μία πλευρὰ τοῦ θέματος ποὺ εἶναι ὅμως γενική, παρὰ τὸ εὐσύνοπτο, καὶ ὄχι ἀποσπασματική...
Ἡ ἰθαγένεια ὡς λέξη συνδέεται μὲ τὴν νομικὴ ἐπιστήμη καὶ δηλώνει τὸν «νομικὸ δεσμὸ ποὺ συνδέει ἕνα πρόσωπο μὲ ὁρισμένο κράτος καὶ τὸ καθιστὰ πολίτη τοῦ κράτους» καὶ νομικὰ εἶναι συνώνυμη μὲ τὴν ὑπηκοότητα.
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ ἰθαγένεια ἀποτελεῖ τὴν βάση ἑνότητος ἑνὸς Κράτους καὶ δημιουργεῖ ὑποχρεώσεις καὶ δικαιώματα, σύμφωνα μὲ τὶς συνταγματικὲς ἐπιταγὲς τοῦ Κράτους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Πολιτεία, κατόπιν ἐμπεριστατωμένης ἔρευνας καὶ μελέτης, χορηγεῖ σὲ κάποιον μετανάστη τὴν ἰθαγένεια, ἢ αἴρει τὴν ἰθαγένεια κάποιου ἄλλου γιὰ διαφόρους λόγους ποὺ προβλέπονται ἀπὸ τὴν νομοθεσία. Ἔτσι, ὑπάρχει ἡ κτήση, ἡ διατήρηση καὶ ἡ ἀποβολὴ τῆς ἑλληνικῆς ἰθαγένειας. Ὅποτε, εἶναι οἱ ἰθαγενεῖς καὶ οἱ ἀνιθαγενεῖς.
Ὅταν μελετήση κανεὶς τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον συνδέονται οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους, μπορεῖ νὰ ἐντοπίση τρεῖς πραγματικότητες ποὺ προσδιορίζονται μὲ ἀνάλογες λέξεις-κλειδιά, ἤτοι τὸ αἷμα, τὴν παιδεία καὶ τὸ πνεῦμα.
Τὸ αἷμα εἶναι ἡ βάση συνδέσεων τῶν οἰκογενειῶν καὶ γενικότερα τῶν ἰδιαιτέρων λαῶν. Πρόκειται γιὰ τὴν συγγένεια τοῦ αἵματος ποὺ συνδέει στενὰ τὶς οἰκογένειες καὶ τὶς φυλές. Στοὺς δεσμοὺς αἵματος μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργεῖ ὁ ρατσισμός.
Πράγματι, ὁ ρατσισμὸς-ἐθνοφυλετισμὸς διακηρύσσει τὴν βιολογικὴ ἑνότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν βιολογικὴ ἀνισότητα τῶν ἀνθρώπων καὶ συγχρόνως κάνει λόγο γιὰ ἀνώτερες καὶ κατώτερες φυλὲς καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δικαιολογοῦνται φυλετικὲς διαφορές, καταπιέσεις καὶ δουλεῖες, ἐθνικές, κοινωνικὲς καὶ φυλετικές.
Ἡ παιδεία ἐξετάζει τὴν ἑνότητα τῆς κοινωνίας μέσα ἀπὸ ἄλλη εὐρύτερη βάση, ἀφοῦ τὴν προσδιορίζει μὲ τὴν γλώσσα καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἀρχὲς ποὺ καθορίζει ὁ πολιτισμός, ποὺ ἐπικρατεῖ σὲ ἕναν χῶρο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ δίνεται μεγάλη σημασία καὶ προτεραιότητα στὰ ἰδιαίτερα πολιτισμικὰ στοιχεῖα ἑνὸς τόπου.
Πολιτισμὸς εἶναι ὅλος ὁ τρόπος ζωῆς, ἡ κληρονομιὰ καὶ οἱ σχέσεις μίας ὁμάδας ἀνθρώπων πρὸς τὸ περιβάλλον, τὶς ἀξίες τῆς ζωῆς, τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν τὸ αἷμα προσδιορίζει τὸν βιολογικὸ ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, πράγμα ποὺ παρατηρεῖται καὶ στὰ ἄλογα ζῶα, ὁ πολιτισμὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ χαρακτηρίζει κυρίως τὸν ἄνθρωπο καὶ προσδιορίζει τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς του. Εἶναι ἡ «συλλογικὴ μνήμη τῶν ὁμάδων» ποὺ μεταφέρεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ ἑνώνει τὶς ἰδιαίτερες πολιτισμικὲς ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ πνεῦμα εἶναι μία τρίτη ἑνότητα ποὺ συγκροτεῖ εὐρύτερες ὁμάδες ἀνθρώπων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὴν παιδεία. Μὲ τὴν λέξη πνεῦμα δὲν ἐννοῶ μόνον τὶς ἀνώτερες πνευματικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς ἀξίες, ἀλλὰ κυρίως τὴν θρησκεία καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση τὴν διδασκαλία καὶ τὶς ἐπιταγὲς τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα, γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἰδιαίτερο βίωμα, ποὺ ὀνομάζεται ἐκκλησιαστικὸ πολίτευμα.
Ἑπομένως, οἱ τρεῖς αὐτὲς λέξεις, ἤτοι αἷμα, παιδεία, πνεῦμα, συνιστοῦν τρεῖς ἐπάλληλους καὶ ὁμόκεντρους κύκλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸ αἷμα, δηλαδὴ ἡ βιολογικὴ συγκρότηση, εἶναι ὁ στενὸς καὶ ἐσωτερικὸς κύκλος, ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ρατσισμό, ἡ παιδεία εἶναι ὁ ἀμέσως εὐρύτερος κύκλος ποὺ χαρακτηρίζεται κυρίως ἀπὸ τὸν πολιτισμό, καὶ τὸ πνεῦμα ποὺ εἶναι ὁ εὐρύτατος καὶ ἐξωτερικὸς κύκλος, βλέπει τὰ πράγματα μὲ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία. Ὁ ἄνθρωπος ὅσο ὡριμάζει πολιτισμικὰ καὶ πνευματικὰ τόσο καὶ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ αἷμα, προχωρεῖ στὴν παιδεία-πολιτισμὸ καὶ ἀνέρχεται στὸ πνεῦμα, ποὺ συνιστᾶ τὴν μεγαλύτερη καὶ πληρέστερη ἐλευθερία.
Ἀπὸ τὴν φύση της ἡ ἑνότητα ποὺ στηρίζεται μόνο στὸ αἷμα, παραβλέποντας καὶ τὰ ἄλλα δύο στοιχεῖα, προωθεῖ τὴν θεωρία τῆς ἀνώτερης φυλῆς καὶ αὐτὸ συνδέεται μὲ ἐπιθετικότητες, ὅπως τὸ εἴδαμε τὸν 20ό αἰώνα μὲ τὸν ναζισμό. Ἡ παιδεία βελτιώνει κάπως τὰ πράγματα, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν καὶ αὐτὴ νὰ λειτουργήση ἐπιθετικά, ὅταν προσδένεται στὸ ἅρμα τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ- ρατσισμοῦ, δηλαδὴ τῆς νοοτροπίας τοῦ αἵματος, ὅποτε δημιουργοῦνται οἱ συγκρούσεις μεταξὺ πολιτισμῶν. Τὸ πνεῦμα, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὑπέρκειται τοῦ αἵματος καὶ τῆς ἰδιαίτερης πολιτισμικῆς ἔκφρασης, γιατί ἀναφέρεται περισσότερο στὴν οἰκουμενικότητα.
Εἰδικὰ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ καταργῆ τὶς ἰδιαίτερες Πατρίδες, κινεῖται πάνω καὶ πέρα ἀπὸ αὐτές, γιατί προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν «μέλλουσαν» καὶ ὄχι τὴν «μένουσαν πόλιν» (Ἑβρ. ἴγ΄, 14). Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι ὅλος ὁ παρὼν βίος εἶναι «ἀποδημία» καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλῶς «πολίτης», ἀλλὰ «ὀδίτης». Γὶ΄ αὐτὸ συνιστᾶ: «Μὴ εἴπης ἔχω τῆνδε τὴν πόλιν, καὶ ἔχω τῆνδε. Οὐκ ἔχει οὐδεὶς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω ἐστι. Τὰ παρόντα ὁδὸς ἐστιν».
Πάντως, ἡ Ἱστορία τοῦ γένους μᾶς ἔχει ἀποδείξει ὅτι ὁ ἑλληνισμός, ὡς τρόπος σκέψεως καὶ ζωῆς, ὑπῆρξε οἰκουμενικός, καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζῆ καὶ ἐργάζεται «εἰς πάντα τὰ ἔθνη» (Μάτθ. κή΄, 19), προσλαμβάνει καὶ τὰ πολιτισμικὰ καὶ φυλετικὰ στοιχεῖα ἄλλων λαῶν καὶ τὰ νοηματοδοτεῖ, ὅπως ἔδειξαν οἱ ἱεραποστολικὲς προσπάθειες στὰ Βαλκάνια καὶ τὴν Ρωσία.
Οἱ ρατσιστὲς βλέπουν τὴν ταυτότητά τους στὸ αἷμα καὶ σὲ μία πλευρὰ τοῦ πολιτισμοῦ (τὴν γλώσσα), ἀλλὰ ὅσοι διακατέχονται ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα, καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸν ἑλληνισμό, ποὺ καὶ τὰ δύο κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὴν ὑγιῆ οἰκουμενικότητα, ἐξέρχονται ἀπὸ τὴ στενότητα τῶν βιολογικῶν δεσμῶν, χωρὶς νὰ τοὺς καταργοῦν καὶ εἰσέρχονται μέσα στὴν ὅλη οἰκογένεια τοῦ Ἀδάμ.
Ἡ πολιτιστική μας παράδοση διδάσκει ὅτι αὐτὴ προσλαμβάνει ἄλλες παραδόσεις καὶ τὶς νοηματοδοτεῖ, δὲν φοβᾶται τίποτε, ἀλλὰ ἀντέχει στὸν χρόνο καὶ τὶς πολιτισμικὲς ἐπιθέσεις. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση διδάσκει ὅτι εἶναι πολὺ δυνατὴ καὶ «ὅλο τὸ φύραμα ζημοί». Ὅταν διακατεχόμαστε ἀπὸ φοβίες καὶ αἰσθανόμαστε τὸν ἄλλο ὡς ἀπειλῆ τῆς ὕπαρξής μας, φανερώνουμε ὑπαρξιακὴ ἀνασφάλεια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου