*νά ἀγαπᾶς τήν πατρίδα σου ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἄδικη
«Τό οὐσιαστικότερο
καί ὑψηλότερο περιεχόμενο
τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης φύσης
εἶναι ἡ πατρίδα καί ἡ πίστη»
Δ. Σολωμός, στοχασμοί στούς «Ελευθέρους Πολιορκημένους»
Δημήτρης Νατσιός
Ὅσοι ἀγαποῦν τήν πατρίδα μας, αὐτό τό «πέτρινο ἀκρωτήρι στή Μεσόγειο, πού δέν ἔχει ἄλλο ἀγαθό παρά τόν ἀγώνα τοῦ λαοῦ του, τή θάλασσα καί τό φῶς τοῦ ἥλιου» (Σεφέρης), θλίβονται καί πικραίνονται γιά τό τωρινό κατάντημά της. Τά συμπτώματα τῆς σήψης καί τῆς διάλυσης εἶναι ἐμφανέστατα. Κράτος – ζήτουλας τῆς οἰκουμένης, τετρομαγμένο καί δανειοσυντήρητο, πολίτες, ἕνας ὁλόκληρος λαός, πανικοβλημένοι, ἀπογοητευμένοι καί, τό χειρότερο, πού δέν σέβονται, δέν συμπονοῦν, δέν ἀγαποῦν τήν πατρίδα τους.
Καί τό πάθαμε αὐτό, γιατί ταυτίσαμε τήν πατρίδα μέ τό κράτος τῆς μίζας, τῆς ἁρπαχτῆς, τῆς ἀναξιοκρατίας, τῆς τεμπελιᾶς, τῆς ἀργομισθίας. Εἶναι τέτοιο σίγουρα, φρόντισαν γι’ αὐτό οἱ ἀνθυπομετριότητες πού τό κυβερνοῦν, πού ἀντί νά ἀναδείξουν καί νά καλλιεργήσουν τά προτερήματα τοῦ λαοῦ, ξέβρασαν τά ἐλαττώματά του, ὅμως δέν παύει νά εἶναι καί πατρίδα μας, ὁ τόπος τῶν πατέρων μας, εἴμαστε γραμμένοι στά μητρῶα της, τῆς ἀνήκουμε, δέν μᾶς ἀνήκει. Εἴμαστε παιδιά της καί κανένα παιδί δέν ἀπαρνιέται τήν μάνα του, γιατί ἔτυχε νά ξεπέσει, νά χάσει τά πλούτη της, τά φτερά τῆς τά πρωτινά, τά μεγάλα. Δέν ἔχω τίς ἱκανότητες, μόνο ὁ ποιητικός λόγος μπορεῖ νά ἀποδώσει, ἐν ἀνθηρῶ Ἕλληνι λόγω, αὐτές τούς καρδιακούς λόγους.
Ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὁ ποιητής τῆς εἰρήνης, στρατιώτης τοῦ ’40, «μουρμουρίζει στό ἀλβανικό μέτωπο»: «Δέ θά μοῦ πήγαινε αὐτό τό ντουφέκι ἄν δέν ἤσουν ἐσύ, / γλυκό χῶμα πού νιώθεις σάν ἄνθρωπος, / ἄν δέν ἦταν πίσω μας λίκνα καί τάφοι πού μουρμουρίζουν / ἄν δέν ἦταν ἄνθρωποι κι ἄν δέν ἦταν βουνά μέ περήφανα / μέτωπα, κομμένα θαρρεῖς ἀπ’ τό χέρι τοῦ Θεοῦ / νά ταιριάζουν στόν τόπο, στό φῶς καί τό πνεῦμα του»... Εἶναι «γλυκό χῶμα πού νιώθει σάν ἄνθρωπος» ἡ πατρίδα καί ὄχι κράτος μέ ἐξαπλωμένην τήν χείρα, εἶναι αὐτό τό χῶμα πού τό πατᾶμε κι ὅλο ἀνθίζει, τό ἀτέλειωτο μπλέ πού μᾶς ἀγκαλιάζει, πού ξόδεψε ὁ Θεός ἁπλόχερα, γιά νά μήν τόν βλέπουμε, ὅπως λέει ὁ τροπαιοῦχος μας ποιητής, Ἐλύτης.
Τώρα «ἐπαχύνθησαν οἱ καρδιές» μας, μειώνεται τό εἰσόδημα, τό κατά κεφαλήν ὄνειδος, πού λέγεται καταναλωτισμός καί τρίζουν τά δόντια μας κατά τῆς πατρίδας, πέφτει, καί ἐμεῖς τῆς κλωτσοῦμε, μερικοί ἀδιάντροποι ντρέπονται κιόλας γιά τήν ἰθαγένεια, θεωροῦν δυστυχία τό νά εἶσαι Ἕλληνας. Θά γυρίσω πάλι στούς προγόνους, στίς παρήγορες καί παραμυθητικές παραινέσεις τους. Ἐξάλλου τί νά διαβάσουμε; Τό «τί εἴν’ ἡ πατρίδα μας» τῆς κ. Θάλειας Δραγώνα, τίς καταθλιπτικές, ἐπιστημονικοφανεῖς λίγδες της; Ἡ πατρίδα, ὅμως, τήν ὁποία τό ἐν λόγω, ληρῶδες ἡμιγραΐδιον, ἐλεεινολογεῖ, τήν σιτίζει πλουσιοπάροχα, τήν ἀναβίβασε σέ ὑψηλότατο ἀξίωμα. Ἄς εἶναι «ἔξεστι… ἀσχημονεῖν». Τέλος πάντων, ὅπως λίαν εὐστόχως εἰπώθηκε, σέβομαι τούς νεκρούς κι ὅταν ἀκόμη εἶναι ζωντανοί.
Γύρω στά 1600 ζεῖ στήν Κύπρο ὁ πιό ἐπιφανής λογογράφος τοῦ 17ου αἵ., ὁ Νεόφυτος Ροδινός. Γράφει στή γλώσσα τοῦ λαοῦ. Στό βιβλίο τοῦ «περί ἡρώων, στρατηγῶν, φιλοσόφων καί ἄλλων ὀνομαστῶν, ὅπου ἐβγήκασι ἀπό τό νησί τῆς Κύπρου», μιλᾶ γιά τό χρέος πού ἔχει ὁ καθένας ὄχι μόνο νά ἀγαπᾶ καί νά τιμᾶ τήν πατρίδα του, ἀλλά καί νά πεθαίνει γι’ αὐτή.
Παραθέτω τό ὡραῖο καί καλό κείμενο, σέ ἀντίθεση μέ τούς γνωμηγήτορες καί λοιπούς ἐθνομηδενιστές τῆς σήμερον, πού ἀπεχθάνονται «ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον», (Παπαδιαμάντης), ὅ,τι δέν ἔχει πρόσφατη ἡμερομηνία λήξεως. Ἔλεγε ὁ σοφός Ρωμηός τῆς Κύπρου:
«…Δύο πράγματα ἀπό ὅλα περισσότερόν μου φαίνεται καί εἶναι ὁ ἄνθρωπος χρεώστης εἰς τήν ζωήν του, νά ἀγαπᾶ καί νά διαφενδεύει ἤγουν τήν πίστιν του καί τήν πατρίδα του. Τήν πίστιν, διότι διά μέσου αὐτῆς τῆς πίστεως ὅπου κρατεῖ ἐβγαίνοντας ἀπό τούτην τήν ζωήν, ἐλπίζει νά ἔχει ἀνταμοιβήν καί πλερωμήν, καθότι ἔζησεν εἰς ἐκείνην.
Τήν πατρίδα χρεωστεῖ κάθε εἰς νά τήν ἀγαπᾶ καί νά τήν τιμᾶ καί νά πολεμᾶ διά ἐκείνην, διότι ἐβγάζοντας τήν παλαιάν παραγγελιάν, ὁπού νουθετά καί λέγει μάχου ὑπέρ πατρίδος, πολέμα διά τήν πατρίδα σου, εἶναι ἀκόμη καί ἠθικός, μάλιστα φυσικός νόμος, κάθε ἕνας νά ἀντιστέκεται καί νά ὑπερμαχεῖ τῆς πατρίδος του, καν τέ καλή καί ὀνομαστή εἶναι, καν τέ ἀχαμνή, πτωχή καί εἰς τούς πολλούς ἀγνώριστη».
(Τό κείμενο τό ἐντόπισα στό «Κυπριακό Ἀνθολόγιο» Ε’ καί ΣΤ’ δημοτικοῦ, μία ἔξοχη ἔκδοση, ἡ ὁποία ἀποσύρθηκε. Ὡς γνωστόν ἡ μητέρα Ἑλλάς «μετακενώνει» τά ἐκπαιδευτικά της σκύβαλα καί στήν πολύπαθη Κόρη). Ἄς προσεχθεῖ ἡ τελευταία πρόταση τοῦ κειμένου: «Χρεωστεῖ κάθε εἰς νά ἀγαπᾶ καί νά τιμᾶ τήν πατρίδα…καν τέ ἀχαμνή (=ἀδύνατη), πτωχή καί εἰς τούς πολλούς ἀγνώριστη». Ἀγάπη, σέβας γιά τήν πτωχή πατρίδα, ὅμως «οἱ Ἕλληνες πᾶν νά πιστέψουν πώς ἡ ἀλήθεια εἶναι τό κράτος καί τό κράτος ἡ ἀλήθεια» θά πεῖ ὁ Ι. Δραγούμης, γιά νά σημειώσει πρωτύτερα, στό «Μαρτύρων καί ἡρώων αἷμα», τήν ἐπίκαιρη ἀποστροφή: «γιά τήν κυβέρνηση (τό κράτος) μου ἔρχεται σιχασμός καί καταφρόνια• ἅμα συλλογίζομαι τήν κυβέρνηση ξεπέφτω, μαργώνω καί μαραίνομαι. Σηκώνομαι, ξανοίγω καί ἀνθοβολῶ ἅμα νιώθω τόν Ἑλληνισμό (τήν πατρίδα).
«Στῶμεν καλῶς», μήν συγχέουμε τά πράγματα. «Μία φούχτα χῶμα νά κρατῶ καί νά σωθῶ μ’ ἐκεῖνο», εἴμαστε πολιορκημένοι, ἀπό Δύση καί Ἀνατολή, ἄς παραμείνουμε ἐλεύθεροι, γιά νά σώσουμε τό «χῶμα» τῆς πατρίδας, ὅπως μᾶς κανοναρχεῖ ὁ Σολωμός.
Δέν εἶναι πατρίδα αὐτό πού βλέπουμε στά βοθροκάναλα (ἡ λέξη πιστώνεται στόν ἔξοχο «Ἀντιφωνητή» τῆς Κομοτηνῆς), οὔτε ὅπως μᾶς τήν παρουσιάζει τό ἐθνομηδενιστικό χτικιό οὔτε οἱ κοντόφθαλμοι λογιστές καί λοιποί τζιτζιφιόγκοι (καί τζιτζιφιόγκες) πού μᾶς κυβερνοῦν. Πατρίδα εἶναι λευκασμένα κόκκαλα τοῦ παπποῦ μου στίς ἀετοράχες καί τά διάσελα τῆς Πίνδου, τά εἰκονίσματα στήν ἐκκλησιά τοῦ χωριοῦ μου. Αὐτή εἶναι ἡ πατρίδα μας, ἡ «ὧδε μένουσα πόλις» καί αὐτήν τήν ἀγαποῦμε.
Τό κράτος εἶναι ἀγνώριστο καί ἄδικο, ὅμως ἡ πατρίδα μας, τοῦτο τό ἔνδοξο ἁλωνάκι, τό ἔχουμε κλεισμένο μές στήν ψυχή μας καί δέν μπορεῖ κανείς νά μᾶς τό πάρει.
αντίβαρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου