16 Ιαν 2010

Βυζαντινές «διεθνείς» λέξεις

Ὡς γνωστόν, ἡ πλουσιότατη ἑλληνική μας γλῶσσα χρησίμευσε καὶ χρησιμεύει ἀκόμη ὡς ἀστείρευτο θησαυροφυλάκιο λέξεων γιὰ ὅλες τὶς δυτικὲς – καὶ ὄχι μόνο- γλῶσσες. Μεγάλος ἀριθμὸς ἐπιστημονικῶν, φιλολογικῶν, τεχνολογικῶν καὶ πολιτειακῶν ὅρων ἀποδίδεται σὲ πολλὲς γλῶσσες μὲ ἑλληνικὲς λέξεις. Ἀκόμη καὶ λέξεις χρησιμοποιούμενες συχνὰ στὴν καθομιλουμένη τῶν Δυτικῶν μας φίλων ἀπηχοῦν τὴν ἑλληνόγλωσση καταγωγὴ (καταστροφὴ – catastrophe, τηλέφωνο – telephone) ἢ ἀκόμη καὶ ὀνόματα ζῴων (ἐλέφαντας – elephant).

Κατὰ τὸ Μεσαίωνα ὑπῆρχαν πολλὲς πολιτιστικὲς ἀλληλεπιδράσεις μεταξὺ Βυζαντίου καὶ Δύσης. Ἰδιαίτερα κατὰ τὸν πρώιμο Μεσαίωνα (μέχρι καὶ τὸν 12ο αἰῶνα) ἡ πολιτιστικὴ ἀκτινοβολία τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη ἦταν ἰσχυρότατη. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς ἐπιρροῆς, οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ τῆς Δύσης (ἀλλὰ καὶ οἱ Σλάβοι) δανείστηκαν αὐτούσιες ἑλληνικὲς λέξεις ἢ μετέφρασαν ἀπ’ τὰ ἑλληνικὰ στὰ....
λατινικὰ ἄλλες λέξεις γιὰ νὰ δηλώσουν ὅτι καὶ οἱ Βυζαντινοί. Παρακάτω θ’ ἀναφερθοῦν λίγα μόνο παραδείγματα τέτοιων δανείων.

Τὰ πρῶτα ἔχουν σχέση μὲ πολιτικοὺς καὶ κοινωνικοὺς θεσμοὺς εὐρέως διαδεδομένους καὶ ἀπόλυτα ἀναγκαίους τόσο τότε ὅσο καὶ στὴ σύγχρονη ἐποχή.

Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία εἶχε οἰκουμενικὴ πολιτικὴ ἰδεολογία. Ὡς συνέχεια τοῦ ρωμαϊκοὺ imperium – ποὺ στὰ πλαίσια τοῦ χριστιανισμοῦ μεταμορφώθηκε σὲ imperium christianum – εἶχε ἀξιώσεις γιὰ παγκόσμια πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ κυριαρχία. Ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ παρουσιαζόταν ὡς ὁ ἀνώτερος ἡγεμόνας ὅλων τῶν κοσμικῶν βασιλέων, χριστιανῶν καὶ μή, καὶ ὡς ὁ προστάτης ὅλης της χριστιανοσύνης. Τὰ παραπάνω, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν εὐημερία τοῦ κράτους ἐποφθαλμιοῦσαν πολλοὶ ἐχθροί, ἔκαναν ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη δημιουργίας μίας διεθνοῦς ἔννομης τάξης κατευθυνόμενης φυσικὰ ἀπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Βυζαντίου. Ἔτσι, ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἀναπτύχθηκε ἡ περίφημη καὶ πολύπλοκη βυζαντινὴ διπλωματία. Ἡ λέξη «διπλωματία» ὡς τεχνικὸς ὅρος ἔχει βυζαντινὴ προέλευση, τὸ ἴδιο καὶ οἱ λέξεις «δίπλωμα, διπλωμάτης». «Διπλώματα» ὀνόμαζαν οἱ Βυζαντινοὶ τὰ εἰδικὰ διαπιστευτήρια ἔγγραφα τῶν διπλωματικῶν ἀντιπροσώπων. Ὁ ὅρος «διπλωμάτης» χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια ἀπὸ τὶς βορειοϊταλικὲς πόλεις κατὰ τὴν Ἀναγέννηση, ὅποτε ἔχουμε καὶ τὶς πρῶτες μόνιμες σὲ ξένες χῶρες διπλωματικὲς ἀποστολές. Ὁ πρῶτος μόνιμος πρέσβης ἦταν ἀπὸ τὴ Βενετία καὶ ἦταν μόνιμα ἐγκατεστημένος στὴν Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, οἱ ἀρχαιότερες μέχρι σήμερα γνωστὲς διμερεῖς διεθνεῖς συνθῆκες ἐμπορικοῦ – οἰκονομικοῦ περιεχομένου ὑπογράφτηκαν ἤδη ἀπὸ τὸν 10ο αἰῶνα μεταξὺ Βυζαντίου καὶ Βενετίας.

Ἐξάλλου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακρινόταν – καὶ διακρίνεται - για τὴν φιλανθρωπική της δράση. Μὲ χορηγίες ἐπισκόπων, αὐτοκρατόρων καὶ διαφόρων πιστῶν ἰδιωτῶν, ἱδρύονταν καὶ λειτουργοῦσαν ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰῶνα διάφορα εὐαγῆ ἱδρύματα. Κατὰ τὴ χιλιόχρονη πορεία τοῦ Βυζαντίου καὶ ὑπὸ τὴ συνεχῆ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας, ἀναπτύχθηκε ὁ θεσμὸς τοῦ νοσοκομείου, ὅπως τὸν ξέρουμε σήμερα. Τὰ ὀργανωμένα νοσοκομειακὰ ἱδρύματα ὀνομάζονταν «ξενῶνες» ἢ «ξενοδοχεῖα» γιατί ξεκίνησαν ὡς χῶροι ὑποδοχῆς ταλαιπωρημένων προσκυνητῶν. Ἡ λατινικὴ λέξη γιὰ τὸ φιλόξενος εἶναι «hospitalis». Ἀπὸ αὐτὴν καὶ κατ’ ἐπιρροὴν τῆς βυζαντινῆς ὀνομασίας τῶν νοσοκομείων, προῆλθε ἡ λέξη «hospital» (ospedale στὰ μοντέρνα ἰταλικά).

Παραμένοντας στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁρολογίας, οἱ Βυζαντινοὶ γιὰ τὸν χῶρο ταφῆς τῶν νεκρῶν χρησιμοποιοῦσαν ἀνέκαθεν τὸν ὄρο «κοιμητήριον», ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία οἱ ἀποβιώσαντες χριστιανοὶ ἀδελφοί, εἶναι προσωρινὰ μόνο νεκροί, γιατί θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἤτοι τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὸν ὄρο αὐτὸ προῆλθε καὶ ὁ εὐρέως διαδεδομένος σήμερα ὅρος σὲ ὅλες τὶς δυτικὲς χῶρες «cemetery» δηλωτικός τῶν νεκροταφείων. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἐνῷ στὴν σύγχρονη Ἑλλάδα, ὁ ὅρος «νεκροταφεῖο» εἶναι πολὺ πιὸ διαδεδομένος στὴν καθομιλουμένη ἀπὸ τὸν ὄρο «κοιμητήριο», στὶς ἀγγλόφωνες χῶρες ἔχει κυριαρχήσει ὁ ὅρος «cemetery», ποὺ ἐκτόπισε σχεδὸν τελείως τὴ λέξη «graveyard»!

Ἄλλωστε, τὸ Βυζάντιο, ἄξιος συνεχιστὴς τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ φημιζόταν γιὰ τὴν μεγάλη πνευματικὴ παράδοση καὶ τὴν ὀργανωμένη, δημόσια ἢ ἰδιωτικὴ ἀνώτατη ἐκπαίδευση. Τὸ ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα ἱδρυμένο «Πανδιδακτήριον», ἀναδιοργανώθηκε τὸν 8ο αἰῶνα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα Γ΄ Ἴσαυρο (717-741 μ.Χ.) καὶ ὀνομάστηκε «οἰκουμενικὸν διδασκαλεῖον». Στὰ λατινικὰ ὁ ὅρος οἰκουμενικὸς ἀποδίδεται ὡς «universalis». Ὅταν ἱδρύθηκαν τὰ πρῶτα πανεπιστήμια στὴν Ἰταλία (τέλη 11ου – ἀρχὲς 12ου αἵ.) ὀνομάστηκαν καὶ αὐτὰ οἰκουμενικὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι προσέφεραν παντοειδεῖς ἐπιστημονικές, φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικὲς γνώσεις. Ἔτσι, δημιουργήθηκε ὁ ὅρος «university».

Οἱ ὑπόλοιπες λέξεις – δάνεια ἔχουν σχέση μὲ τὸν ὑλικὸ πολιτισμὸ καὶ εἰδικότερα τὴ γαστριμαργία. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς Ἃ (527-565 μ.Χ.) μὲ τοὺς πολέμους τοῦ ἐναντίον τῶν γερμανικῶν βασιλείων τῆς Δύσης, ἀνέκτησε πολλὰ ἐδάφη τῆς παλαιᾶς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Στὴν Ἰταλία εἰδικά, ἱδρύθηκε τὸ Ἐξαρχάτο τῆς Ραβέννας. Στὴν τελευταία, ἐγκαταστάθηκε σημαντικὸς ἀριθμὸς Ἑλλήνων ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες, ἔμποροι, καλλιτέχνες, ψηφοθέτες, γλύπτες κ.λ.π. Ἡ ἑλληνικὴ παρουσία τόνωσε τὴν πολιτιστικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ καὶ ὕψωσε, ὡς ἕνα βαθμὸ τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο τῶν κατοίκων τῆς πρώιμης μεσαιωνικῆς Ἰταλίας. Ἂν καὶ τὸ Ἐξαρχάτο διαλύθηκε ἀπὸ τοὺς Λομβαρδοὺς στὰ μέσα τοῦ 8ου αἵ., ἡ βυζαντινὴ πολιτισμικὴ ἐπιρροὴ ἦταν ἐμφανὴς μέχρι καὶ τὸ τέλος τοῦ Μεσαίωνα. Σημαντικές, ἄλλωστε, ἐκτάσεις στὴ Ν. Ἰταλία καὶ ἡ Σικελία παρέμειναν στὴ βυζαντινὴ κυριαρχία μέχρι τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνα.

Ἡ βυζαντινὴ πολιτισμικὴ ἐπιρροὴ ἐκδηλώθηκε σὲ διάφορους τομεῖς, ἔτσι ἦταν αἰσθητὴ καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ κουζίνα τῶν μεσαιωνικῶν Ἰταλῶν. Ἔτσι, οἱ Βυζαντινοὶ παρασκεύαζαν ἕνα γλυκὸ ἀπὸ σιρόπι μελιοῦ ποὺ τὸ ἔλεγαν «κηρόμελον». Οἱ Ἰταλοὶ τὸ ὀνόμαζαν «caramella». Εἶναι ὁ πρόδρομος τῆς σημερινῆς καραμέλας (caramel στὰ ἀγγλικά). Ἐπίσης, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, οἱ Ἕλληνες παρασκεύαζαν ἕνα εἶδος μακρόστενων ζυμαρικῶν ποὺ ἔτρωγαν στὰ νεκρικὰ δεῖπνα, τὰ λεγόμενα «νεκρόδειπνα» πρὸς τιμὴν τοῦ νεκροῦ συγγενῆ τους. Οἱ Βυζαντινοὶ – ποὺ συνέχισαν αὐτὴν τὴν παράδοση – ὀνόμαζαν αὐτὸ τὸ φαγητὸ «μακαρώνια» (μακάριος + αἰώνια) καὶ τρώγοντας ἔλεγαν αἰώνια μακάριος ὁ… τάδε. Ἔτσι, δημιουργήθηκε ἡ λέξη καὶ τὸ ἀντίστοιχο ζυμαρικὸ «μακαρόνια» (macaroni)! Βέβαια οἱ Ἰταλοὶ κατόπιν δημιούργησαν πολλὰ καὶ διαφορετικὰ εἴδη spaghetti. Τέλος, οἱ Βυζαντινοὶ ὀνόμαζαν τὶς διάφορες πίτες «πλακοῦντες» - ὅπως οἱ ἀρχαῖοι ἢ καὶ «πίττες», ἐξ’ οὐ καὶ ἡ λέξη «pie». Ἀκόμη στὴν βυζαντινὴ Καλαβρία, Ἕλληνες καὶ Ἰταλοὶ παρασκεύαζαν μία πίτα ἁλμυρὴ καὶ «ἀνοικτή». Βασικὰ ὑλικὰ ἦταν τὸ τυρί, τὸ κρεμμύδι, οἱ ἐλιὲς καὶ πιὸ σπάνια διάφορα ἀλλαντικά. Τὸ φαγητὸ αὐτὸ ἦταν ὁ πρόδρομος τῆς δημοφιλέστατης σημερινῆς πίτσας (!) (pizza, κατὰ παραφθορὰ τῆς λέξεως πίττα)!

Δημήτριος Ντούρτας, δικηγόρος
ΠΗΓΗ:ΑΝΤΙΒΑΡΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.