16 Ιαν 2010

Νά, πὼς ἔγινα μοναχος!

http://vatopaidi.files.wordpress.com/2010/01/karyes.jpg?w=717&h=533


Μοναχός Παΐσιος Καρεώτης
«Δὶ’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων πατέρων ἠμῶν… ἐλέησον ἠμᾶς», εἶπε ὁ ἱερεὺς καὶ τελείωσε ἡ Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τὶς εἰκόνες, πήραμε ἀντίδωρο καὶ βγήκαμε στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, περιμένοντας νὰ κτυπήσει ἡ καμπάνα γιὰ τὴν Τράπεζα.

Ἤμασταν ἀρκετοὶ ἐπισκέπτες στὴ Μονὴ παρ’ ὅλο ποῦ ἦταν ἀρχὴ ἀνοίξεως. Ὁ καιρὸς εἶχε μία ἐλαφριὰ ψυχρὰ καὶ ἕναν πλούσιο ἥλιο. Μοῦ ἄρεσε νὰ βλέπω μέσα στὴν πρωινὴ δροσιὰ τὴ θάλασσα στὰ πόδια μου καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, τὸν γηραιὸ Ἀθωνα, ποῦ μὲ τὶς βαθειὲς καὶ ἀπάτητες χαράδρες τοῦ κατέβαινε μέχρι τὸ μοναστῆρι, γιὰ νὰ λειτουργηθῆ κι αὐτός.

Κοίταξα γύρω μου καὶ προτίμησα μία....
θέση δίπλα σ’ ἕνα γηραιὸ μοναχό, ποῦ καθόταν κάτω ἀπὸ τὸν ἀνοιξιάτικο ἥλιο περιμένοντας τὴν ὥρα τῆς Τραπέζης. Ὅλα ἐδῶ ἔχουν τὸν δικό τους χρόνο.

Κάθησα σιωπηλός, προσεκτικά, γιὰ νὰ μὴν ταράξω τὴν ἡσυχία τοῦ παπποῦ, ποῦ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια κάτι σιγανομουρμούριζε. Βυθίστηκα καὶ ἐγὼ στὶς σκέψεις μου, γιὰ τὰ ὡραία ποῦ μᾶς χαρίζει ἡ κυρία Θεοτόκος μέσα στὸ Περιβόλι της. Μοῦ ἦταν ὅμως πρόκληση τὸ παρατεινόμενο ψαλμομουρμουρητὸ τοῦ παπποῦ. Ἔστησα αὐτὶ λοιπὸν καὶ σιγὰ-σιγὰ μπῆκα καὶ ἐγὼ στὸν ἐπαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Ἁγίω Πνεύματι, πάσα ἡ κτίσις καινουργεῖται, παλινδρομοῦσα εἰς τὸ πρῶτον…». Ἦταν ὁ πρῶτος ἦχος καὶ ἡ «βελόνα» εἶχε «κολήσει» στοὺς Ἀναβαθμούς. Ὡραῖο «κόλημα», σκέφθηκα.

Τὸ σιγοψαλλα καὶ ἐγὼ μερικὲς φορές. Γύρισε τότε ὁ παπποὺς καὶ μὲ κύταξε. Χαμογέλασε καὶ μὲ ρώτησε: – Ἀπὸ ποῦ εἶσαι ἐσύ;

- Ἀπὸ τὶς Καρυές, Γέροντα.

- Πάτερ μου, εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς ποῦ μᾶς ἔφερε ἡ Κυρὰ ἡ Παναγιὰ στὸ Περιβόλι της, καὶ μᾶς τὰ χαρίζει ὅλα ἁπλόχερα. Νὰ προσέχουμε νὰ μὴ τὴν στενοχωροῦμε, καὶ ἐσεῖς οἱ μικρότεροι μὲ τὶς ἀταξίες σας, καὶ ἐμεῖς οἱ γεροντότεροι μὲ τὴν ξεροκεφαλιά μας. Ἔχεις χρόνια μοναχός;

- Τί νὰ σᾶς πῶ Γέροντα, δὲν τὰ μετράω, ἄκουσα, καλὴ ὥρα, ἕναν ἄλλον παλαιὸ μοναχό, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τὰ μετράει τὰ χρόνια του μοναχοῦ, παρὰ μόνον τὰ ζυγίζει, καὶ ἔτσι ἔκοψα τὸ μέτρημα καὶ φροντίζω νὰ παίρνω βάρος.

Χαμογέλασε ὁ Γέροντας.

- Σοφὸς ὁ λόγος ποῦ ἄκουσες. Θέλεις ν’ ἀκούσης καὶ ἀπὸ ἐμένα κάτι γιὰ τὴν σοφία τῆς Παναγίας μας; Πῶς μὲ ἔφερε ἐδῶ στὸ Περιβόλί της;

- Ἂν θέλω λέει. Διψάω γιὰ ν’ ἀκούσω, ἀπάντησα, αὐξάνοντας τὴν προσοχή μου.

- Ἡ καταγωγή μου εἶναι ἀπὸ τὸ Ἄργος Ὀρεστικὸν -ἄρχισε ὁ παπποὺς- καὶ ἔγινα μοναχὸς στὰ 22 μοῦ χρόνια. Ὑπηρετοῦσα τότε, παιδί μου, στὴν Μ.Ο.Μ.Α., ἂν τὴν ξέρης; Ἦταν μία τεχνικὴ ὑπηρεσία τοῦ στρατοῦ, στὴν ὁποία δούλευαν καὶ πολῖτες. Ἐγὼ ἤμουν ὁδηγός. Βέβαια, ἡ ζωή μου δὲν εἶχε καμμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καταλαβαίνεις, μία ζωὴ κοσμική, καφενεῖα, σφαιριστήρια, γλέντια καὶ ὅλα τὰ συνακόλουθα.

Μία μέρα, λοιπόν, ὁδηγώντας τὸ φορτηγὸ μὲ γεμάτο φορτίο, κατέβαινα ἀπὸ τὸ Ἄργος Ὀρεστικὸν καὶ εἶχα στὸ δεξί μου χέρι τὸν γκρεμό. Ἤμουν μόνος, χωρὶς συνοδηγό. Καθὼς ἦταν κατηφόρα μὲ στροφές, θέλησα νὰ μειώσω τὴν ταχύτητα γιὰ νὰ ἐλέγχω τὸ ὄχημα. Πατώντας τὰ φρένα, βλέπω ὅτι δὲν λειτουργοῦσαν. Μὲ ἐπίασε πανικός. Προσπαθοῦσα, ἀλλὰ τίποτε. Προχώρησα μερικὲς στροφὲς τοῦ βουνοῦ, προσπαθώντας νὰ μειώσω τὴν ταχύτητα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Ἡ ταχύτητα αὐξανόταν. Ὁ δρόμος ἦταν χωματένιος, εἶχε λακκοῦβες, πέτρες ἀπ’ τὸ βουνό. Σὲ μία μεγάλη λακκοῦβα, ποῦ δὲν μπόρεσα νὰ ἀποφύγω, ἔγινε αὐτὸ ποῦ φοβόμουν. Χάνω τὸν ἔλεγχο τοῦ τιμονιοῦ καὶ στρέφεται τὸ φορτηγὸ πρὸς τὸν γκρεμό. Μὲ τὸ ποῦ βλέπω τὶς μπροστινὲς ρόδες στὸν ἀέρα, κλείνω μὲ τὰ χέρια τὰ μάτια μου, γιὰ νὰ μὴ δῶ τὸν θάνατό μου καὶ μὲ κραυγὴ ἀπελπισίας, φωνάζω: «Παναγία μου». Ἐκεῖ ποῦ εἶχα τὰ μάτια μου σφαλισμένα μὲ τὰ χέρια, πάτερ μου, πῶς συνέβη δὲν ξέρω, αἰσθάνομαι ἕνα τράνταγμα. Κατεβάζω τὰ χέρια μου καὶ τί λὲς ὅτι βλέπω; Βλέπω τὸ φορτηγὸ σταματημένο στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δρόμου μὲ κατεύθυνση πρὸς τὰ πάνω.

Ἔτρεμα ὁλόκληρος. Δὲν μπόρεσα νὰ τὸ συνειδητοποιήσω. Ἔκατσα λίγη ὥρα νὰ συνέλθω. Μὲ τὰ πολλά, ἔλεγξα τὸ φορτηγὸ καὶ ὅλα λειτουργοῦσαν μία χαρά. Εἶπα τὸ γεγονὸς σὲ μερικοὺς συναδέλφους, ἄλλοι μου εἶπαν «φοβερὸ πρᾶγμα», ἄλλοι μισοκορόϊδευαν. Δὲν τὸ καλλιέργησα ὅμως μέσα μου περισσότερο, τὸ προσπέρασα.

Τὸ ἀπόγευμα συνάντησα ἕναν φίλο μου, ποῦ ἦταν πολύ της Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔκανα συχνὰ παρέα, γιατί τὸν περνοῦσα γιὰ ψιλοχαζό. Δὲν πήγαινε σὲ καφενεῖα, οὔτε σὲ ἄλλα μέρη, ὅπως ὅλοι οἱ φίλοι μας. Τοῦ εἶπα τὸ γεγονός. Μεγάλη καὶ συγκινητική, μοῦ λέει, ἡ ἱστορία σου. Ν’ ἀνάψης ἕνα κερί, νὰ προσευχηθῆς καὶ νὰ εὐχαριστήσης τὸν Θεό. Μοῦ πρότεινε, πρὶν πᾶμε μαζὶ στὴν ἐκκλησία νὰ ἐπισκεφθοῦμε μία οἰκογένεια ποῦ εἶχε ἕνα αὐτιστικό, ἕνα καθυστερημένο παιδάκι, γιὰ νὰ δώσουμε μία παρηγοριά. Δέχθηκα καὶ πήγαμε. Φθάσαμε καὶ κτυπήσαμε τὴν πόρτα. Τὴν εἶχα ἀκουστὰ αὐτὴ τὴν φουκαριάρα τὴ μάνα μὲ τὸ παιδί. Ἔλα, ὅμως, ποῦ τὸ παιδάκι δὲν ἦταν καθυστερημένο. Μὲ τὸ ποῦ μπήκαμε στὸ σπίτι, πρῶτος ὁ φίλος καὶ ἐγὼ πίσω του, μόλις μὲ βλέπει τὸ παιδί, σηκώνεται καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζη μὲ μία φωνὴ καθόλου παιδική, ἀλλὰ ἄγρια, βραχνή, μὲ βρυχηθμό.

- Φύγε ἐσύ. Ἐσὺ ἐκεῖ, φύγε ἀπὸ ἐδῶ. Ἐξαφανίσου. Φύγε ἐσὺ ποῦ κάνεις παρέα μὲ τὴν μαυροφόρα.

Ἐγὼ τάχασα. Δὲν καταλάβαινα τίποτε. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω, γιὰ ποιὸ λόγο ξαφνικὰ οἱ φωνές, καὶ γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν μὲ ἀπορία. Γιατί φωνάζει αὐτὸ τὸ μικρὸ ἔξαλλο;

Ἄρχισε τότε ὁ μικρὸς νὰ μοῦ πετάη ἀντικείμενα. Ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά του. Μπῆκε στὴ μέση ὁ φίλος μου καὶ φύγαμε βιαστικά. Ἐγὼ ἤμουν ἀμήχανος.

- Τί ἤρθαμε ἐδῶ, τοῦ λέω, καὶ μὲ βρίζει αὐτὸ τὸ μικρό; Ποῦ μὲ ξέρει καὶ γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει;

Φύγαμε, λοιπόν, καὶ πήγαμε στὴν ἐκκλησία.

Ἄναψα τὸ κερί μου, εἶπα ὅτι θυμόμουν ἀπὸ προσευχή, χαιρέτησα τὸν παπὰ καὶ κίνησα γιὰ τὸ σπίτι μου, γιατί εἶχε βραδυάσει. Μέσα μου, ὅμως ἀναλογιζόμουν: – Τί εἶναι ὅλα αὐτά; Γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει; Ἔτσι προβληματισμένος καθὼς πλησίαζα σπίτι μου, ἀπὸ τὴν πλάγια μεριὰ ποῦ ἦταν ὅλο τοῖχος, ἐνῷ ἦταν νύχτα προχωρημένη -ὑπ’ ὄψη ὅτι αὐτὰ ἔγιναν πρὶν τὴν κατοχή, ποῦ δὲν ὑπῆρχαν οὔτε τηλεοράσεις, οὔτε στὰ χωριὰ κινηματογράφοι- πάνω σ’ αὐτὸν τὸν τοῖχο, λοιπὸν ἀνοίγει ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ βλέπω. Τί λὲς νὰ βλέπω; Βλέπω σὰν σὲ κινηματογράφο ἕνα φορτηγὸ νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸ βουνό, τὸν ἑαυτό μου νὰ ὁδηγῆ, νὰ προσπαθῆ νὰ ἐλέγξη τὸ ὄχημα, αὐτὸ νὰ τρέχη, νὰ πέφτη στὴ λακκοῦβα, νὰ χάνω τὸν ἔλεγχο, νὰ στρέφεται τὸ φορτηγὸ πρὸς τὸν γκρεμό, νὰ κλείνω τὰ μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»… καὶ ξαφνικά, στὸν οὐρανὸ ψηλά, πάνω ἀπὸ τὸν γκρεμό, βλέπω μία πανύψηλη γυναῖκα, μὲ μαῦρα ροῦχα, νὰ πιάνη τὸ φορτηγὸ στὸν ἀέρα, ὅπως πιάνουμε ἐμεῖς ἕνα σπιρτόκουτο, νὰ τὸ γυρνάη καὶ νὰ τὸ βάζη στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση τοῦ δρόμου. Ἦταν, ἀδελφέ μου, ἡ Κυρά μας ἡ Παναγία. Τότε ἀναγνώρισα τὸ περιστατικὸ ποῦ μου συνέβη μὲ τὸ φορτηγό. Ἔπεσα κάτω ἀμέσως, συγκλονισμένος καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ λυγμούς. Τότε κατάλαβα τὸ φοβερὸ ποῦ μου συνέβη.

Σηκώνομαι μετὰ ἀπὸ ὥρα, μὲ δάκρυα καὶ τρέχω καὶ τὸ λέω τοῦ παπᾶ. Τοῦ εἶπα τὰ πάντα, καὶ εἰδικὰ τὸ τελευταῖο, ποῦ τὰ εἶδα ὅλα σὲ ταινία, καὶ εἰδικὰ γιὰ τὴν ψηλὴ καὶ ὄμορφη μαυροφόρα, ποῦ σταμάτησε τὸ φορτηγὸ στὸν ἀέρα καὶ ἤμουν ἐγὼ μέσα. Συγκλονίσθηκε ὁ παπὰς ὅταν τ’ ἄκουσε ὅλα. Μεγάλο θαῦμα, παιδί μου, νὰ εὐχαριστήσουμε καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία μας.

Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μοῦ ἦρθε κάτι σὰν φωτισμός, ὅτι δὲν εἶμαι γιὰ τὸν κόσμον αὐτόν. Τέτοιο θαῦμα μου ἔκανε ἡ Παναγία μας καὶ ἐγὼ κάθομαι στὸν κόσμο; Ποῦ νὰ πάω, ὅμως; Μοῦ λέει, καλὴ ὥρα ὁ παπάς, ἂν θὲς νὰ εὐχαρίστησης τὸν Θεὸ καὶ νὰ σώσης τὴν ψυχή σου, νὰ πᾶς στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, σ’ αὐτὴ ποῦ σὲ ἔσωσε. Ἔτσι, ἀδελφέ μου, ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ δοξάζω τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πανάγαθη Πρόνοιά Του. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἐγώ, μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τὴ οὐρανίω ὀπτασία» (Πράξ. 26, 19).

Μὲ συγκίνηση ἄκουσα τὴν ἱστορία τοῦ παπποῦ καὶ τὰ θαυμάσια της Κυρᾶς μας τῆς Παναγίας. Θέλησα νὰ τὸν ρωτήσω γιὰ κάποιες ἀπορίες μου, ἀλλὰ ἀκούσθηκε ἡ καμπάνα τῆς Τραπέζης. Σηκωθήκαμε καὶ μαζὶ μὲ ὅλους τους πατέρες μπήκαμε στὴν Τράπεζα. Τὸν ἀναγνώστη δὲν τὸν πολυπρόσεχα, γιατί ἔφερνα στὸ νοῦ μου ὅλο τὸ γεγονὸς ποῦ ἄκουσα καὶ μὲ εἶχε συγκλονίσει. Κρυφὰ λοξοκύταγα τὴν γαλήνια μορφὴ τοῦ παπποῦ. Περίμενα νὰ γίνη προσευχή, νὰ βγοῦμε καὶ νὰ ξανασυναντήσω τὸν Γέροντα. Τουλάχιστον νὰ μάθω τὸ ὄνομά του. Μιλάγαμε τόση ὥρα καὶ δὲν ἤξερα πῶς τὸν λένε. Κτύπησε τὸ κουδοῦνι ὁ ἡγούμενος, κάναμε προσευχὴ καὶ ἀρχίσαμε νὰ βγαίνουμε. Ὁ παπποὺς βγῆκε ἀπὸ τοὺς πρώτους. Μέχρι νὰ βγῶ εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Χρόνο δὲν εἶχα νὰ τὸν ψάξω, γιατί τὸ καραβάκι ἔφευγε. Ἔτσι, πῆρα τὸν ντορβά μου καὶ κίνησα γιὰ τὴν παραλία, εὐχαριστώντας μέσα μου τὸν κτίτορα, τὸ Βασιλόπουλο ἐκεῖνο ποῦ ἁγίασε, γιὰ τὴν παρηγοριὰ ποῦ μου ἔδωσε.

Αὐτό, ἦταν ἁγίου κέρασμα.
ΠΗΓΗ:ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.