Τὴν Τρίτη, 3 Ὀκτωβρίου στὶς 7.00 τὸ ἀπόγευμα, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου, Δήμου Ἁγίου Δημητρίου, στὰ πλαίσια τῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων μὲ τὴν ἐπωνυμία «ΔΗΜΗΤΡΙΑ 2025», συντελέστηκε «πνευματικὸς σεισμός», παρουσία πλῆθος προσκυνητῶν, μὲ τὴν ἀφήγηση καὶ ἀνάλυση τῶν θεοπτικῶν ἐμπειριῶν τῆς Ὁσίας Γερόντισσας Γαλακτίας, μὲ τὴν ὁμιλία τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀντωνίου Φραγκάκη, Ἱεροκήρυκα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας.
Ὁ ὁμιλητής, εἶχε προσωπικὴ καὶ πολὺ στενὴ σχέση μὲ τὴν Ὁσία Γερόντισσα Γαλακτία, διότι ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶπε: «Οἰκονόμησε αὐτὴ τὴν πολὺ στενὴ σχέση ὁ Θεὸς γιὰ 23 συναπτὰ ἔτη, ὅπως μιᾶς μάνας μὲ ἕνα παιδί»...
Μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἀναδρομὴ στὴν παιδικὴ ἡλικία τῆς Γερόντισσας, στὴν ὁποία ὁλοφάνερα φαινόταν «ὁ θεῖος ἔρωτας ποὺ τὴν καταδίωκε», μέχρι νὰ φτάσει στὴν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν καὶ νὰ ζήσει τὴν πρώτη της θεοπτικὴ ἐμπειρία, τὴν ὁποία καὶ ὁ ὁμιλητὴς ἀνέφερε λεπτομερῶς: «Εἶχε ἔρθει ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὑποψήφιους νυμφίους της, καὶ ὁ πατέρας της θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὴν πιέσει πολύ, τότε ἡ ἴδια ἔτρεξε στὸ δωμάτιο της, ἀγκαλιὰ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καὶ προσευχόταν λέγοντας «Ἐγὼ θέλω νὰ μείνω νύμφη Χριστοῦ, σὲ παρακαλῶ θέλω νὰ ἐπέμβεις». Τότε, ἄστραψε θεῖο φῶς στὰ μάτια της, ἔγινε σεισμὸς στὸ σπίτι καὶ ἐμφανίστηκε ἕνας νεαρὸς ἐνδεδυμένος τὴν ἀρχαία στρατιωτικὴ στολή, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ἀφῆστε τὴ Γαλακτία ἥσυχη ἀνήκει σὲ μένα» ὁ γαμπρὸς φοβήθηκε καὶ ἔφυγε.
Τότε οἱ γονεῖς της ἀνέβηκαν στὸ δωμάτιο τῆς καὶ εἶδε τὴν εἰκόνα τοῦ ἀρχαγγέλου, στὴν ὁποία ἀναγνώρισε τὸν νεαρὸ στρατιώτη ποὺ εἶχε δεῖ νωρίτερα, καὶ εἶπε: «Καταλαβαίνω ὅτι πλέον δὲν ἀνήκεις σὲ μένα, ἀνήκεις ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό». Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι χρήσιμο νὰ σημειωθεῖ ὅπως ἐπεσήμανε καὶ ὁ ὁμιλητής, ὅτι: «δὲν σώζει οὔτε ὁ γάμος οὔτε ἡ ἀγαμία, μόνο ὁ ἐν Χριστῷ γάμος καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγαμίᾳ σώζει, ἂν δὲν εἶναι ἐν Χριστῷ καὶ τὸ ἕνα κολάζει καὶ τὸ ἄλλο».
Μέσα ἀπὸ πάμπολλες ἐπιστολές, τὶς ὁποῖες ἡ ἴδια ἔγραφε σὲ ἐπισκόπους, ἱερεῖς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ὁ π. Ἀντώνιος περιέγραψε κάποιες ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες θεοπτικὲς ἐμπειρίες τῆς Ὁσίας Γερόντισσας Γαλακτίας: «Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τῆς ἐμφανιζόταν διαρκῶς, ἦταν προστάτης τοῦ χωριοῦ της, ἀλλὰ καὶ δικός της φίλος, βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σὲ ὅλη τὴ ζωή της. Πολλὲς φορές, δὲν ἐμφανιζόταν μόνο στὴν ἴδια, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς δύσπιστους ἢ μή, ποὺ τὴν ἐπισκεπτόταν. Ἦταν πάντα δίπλα της». Καὶ συνέχισε: «Ἤξερε τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων καὶ τὰ περιέγραφε μὲ ζωντάνια: «Ὁ πιὸ ψηλὸς Ἅγιος εἶναι ὁ Πρόδρομος, ὁ δεύτερος καὶ γιγαντόσωμος ὁ Ἅγιος Μηνάς, ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος, μεσαίου ἀναστήματος, ἀλλὰ σὰν παιδάκια γιατί εἶχαν πολὺ ἁγνότητα». Ὅλα αὐτὰ εἶναι μορφὲς θεοπτίας.
Ἰδιαίτερο σημεῖο στὰ λεγόμενα τοῦ ὁμιλητῆ, ἀποτέλεσε ἡ ἀνάλυση τῆς ἴδιας τῆς Γερόντισσας γιὰ τὸ πὼς νιώθει ὁ ἄνθρωπος τὴ θεοπτία: «Ὅλες οἱ αἰσθήσεις ἑνώνονται καὶ ἔρχεται το Φῶς, χωρὶς νὰ τὸ περιμένεις. Γλυκαίνεται ἡ καρδιά σου ἀπὸ τὴν προσευχή, ἔχεις πλήρη συναίσθηση τοῦ ποιός εἶσαι ἀλλὰ ἔχει ἀνέκφραστη γαλήνη καὶ τεράστιες γνωστικὲς ἱκανότητες. Νοῦς δὲν τὰ χωρεῖ, γλῶσσα δὲν τὰ περιγράφει», ἀλλὰ μετὰ πάντα ἔλεγε: «Εἶναι γλυκάδια ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς γέρους γιὰ νὰ μετανοήσουν».
Ὁ ὁμιλητὴς ἔκλεισε, διαβάζοντας ἕνα ποίημα τῆς ἴδιας τῆς γερόντισσας μὲ τίτλο: «Τί εἶναι ὁ Θεός;» Ὁλοκλήρωσε μὲ τὰ λόγια της:
«Καὶ γινόμαστε ὅλοι ἕνα, μέσα στὴ βασιλεία σου... Ἐκεῖ δέξου μὲ τὴν ἐλεεινὴ ποὺ δὲν ἔκανα τίποτα γιὰ νὰ σὲ εὐχαριστήσω, ἀλλὰ καὶ δὲν μπορῶ μακριά σου νὰ ζήσω. Γιατί σὲ ἀγάπησα καὶ σὲ ἀγαπῶ. Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν».
Ὁ ὁμιλητής, εἶχε προσωπικὴ καὶ πολὺ στενὴ σχέση μὲ τὴν Ὁσία Γερόντισσα Γαλακτία, διότι ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶπε: «Οἰκονόμησε αὐτὴ τὴν πολὺ στενὴ σχέση ὁ Θεὸς γιὰ 23 συναπτὰ ἔτη, ὅπως μιᾶς μάνας μὲ ἕνα παιδί»...
Μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἀναδρομὴ στὴν παιδικὴ ἡλικία τῆς Γερόντισσας, στὴν ὁποία ὁλοφάνερα φαινόταν «ὁ θεῖος ἔρωτας ποὺ τὴν καταδίωκε», μέχρι νὰ φτάσει στὴν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν καὶ νὰ ζήσει τὴν πρώτη της θεοπτικὴ ἐμπειρία, τὴν ὁποία καὶ ὁ ὁμιλητὴς ἀνέφερε λεπτομερῶς: «Εἶχε ἔρθει ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὑποψήφιους νυμφίους της, καὶ ὁ πατέρας της θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὴν πιέσει πολύ, τότε ἡ ἴδια ἔτρεξε στὸ δωμάτιο της, ἀγκαλιὰ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καὶ προσευχόταν λέγοντας «Ἐγὼ θέλω νὰ μείνω νύμφη Χριστοῦ, σὲ παρακαλῶ θέλω νὰ ἐπέμβεις». Τότε, ἄστραψε θεῖο φῶς στὰ μάτια της, ἔγινε σεισμὸς στὸ σπίτι καὶ ἐμφανίστηκε ἕνας νεαρὸς ἐνδεδυμένος τὴν ἀρχαία στρατιωτικὴ στολή, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ἀφῆστε τὴ Γαλακτία ἥσυχη ἀνήκει σὲ μένα» ὁ γαμπρὸς φοβήθηκε καὶ ἔφυγε.
Τότε οἱ γονεῖς της ἀνέβηκαν στὸ δωμάτιο τῆς καὶ εἶδε τὴν εἰκόνα τοῦ ἀρχαγγέλου, στὴν ὁποία ἀναγνώρισε τὸν νεαρὸ στρατιώτη ποὺ εἶχε δεῖ νωρίτερα, καὶ εἶπε: «Καταλαβαίνω ὅτι πλέον δὲν ἀνήκεις σὲ μένα, ἀνήκεις ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό». Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι χρήσιμο νὰ σημειωθεῖ ὅπως ἐπεσήμανε καὶ ὁ ὁμιλητής, ὅτι: «δὲν σώζει οὔτε ὁ γάμος οὔτε ἡ ἀγαμία, μόνο ὁ ἐν Χριστῷ γάμος καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγαμίᾳ σώζει, ἂν δὲν εἶναι ἐν Χριστῷ καὶ τὸ ἕνα κολάζει καὶ τὸ ἄλλο».
Μέσα ἀπὸ πάμπολλες ἐπιστολές, τὶς ὁποῖες ἡ ἴδια ἔγραφε σὲ ἐπισκόπους, ἱερεῖς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ὁ π. Ἀντώνιος περιέγραψε κάποιες ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες θεοπτικὲς ἐμπειρίες τῆς Ὁσίας Γερόντισσας Γαλακτίας: «Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τῆς ἐμφανιζόταν διαρκῶς, ἦταν προστάτης τοῦ χωριοῦ της, ἀλλὰ καὶ δικός της φίλος, βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σὲ ὅλη τὴ ζωή της. Πολλὲς φορές, δὲν ἐμφανιζόταν μόνο στὴν ἴδια, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς δύσπιστους ἢ μή, ποὺ τὴν ἐπισκεπτόταν. Ἦταν πάντα δίπλα της». Καὶ συνέχισε: «Ἤξερε τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων καὶ τὰ περιέγραφε μὲ ζωντάνια: «Ὁ πιὸ ψηλὸς Ἅγιος εἶναι ὁ Πρόδρομος, ὁ δεύτερος καὶ γιγαντόσωμος ὁ Ἅγιος Μηνάς, ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος, μεσαίου ἀναστήματος, ἀλλὰ σὰν παιδάκια γιατί εἶχαν πολὺ ἁγνότητα». Ὅλα αὐτὰ εἶναι μορφὲς θεοπτίας.
Ἰδιαίτερο σημεῖο στὰ λεγόμενα τοῦ ὁμιλητῆ, ἀποτέλεσε ἡ ἀνάλυση τῆς ἴδιας τῆς Γερόντισσας γιὰ τὸ πὼς νιώθει ὁ ἄνθρωπος τὴ θεοπτία: «Ὅλες οἱ αἰσθήσεις ἑνώνονται καὶ ἔρχεται το Φῶς, χωρὶς νὰ τὸ περιμένεις. Γλυκαίνεται ἡ καρδιά σου ἀπὸ τὴν προσευχή, ἔχεις πλήρη συναίσθηση τοῦ ποιός εἶσαι ἀλλὰ ἔχει ἀνέκφραστη γαλήνη καὶ τεράστιες γνωστικὲς ἱκανότητες. Νοῦς δὲν τὰ χωρεῖ, γλῶσσα δὲν τὰ περιγράφει», ἀλλὰ μετὰ πάντα ἔλεγε: «Εἶναι γλυκάδια ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς γέρους γιὰ νὰ μετανοήσουν».
Ὁ ὁμιλητὴς ἔκλεισε, διαβάζοντας ἕνα ποίημα τῆς ἴδιας τῆς γερόντισσας μὲ τίτλο: «Τί εἶναι ὁ Θεός;» Ὁλοκλήρωσε μὲ τὰ λόγια της:
«Καὶ γινόμαστε ὅλοι ἕνα, μέσα στὴ βασιλεία σου... Ἐκεῖ δέξου μὲ τὴν ἐλεεινὴ ποὺ δὲν ἔκανα τίποτα γιὰ νὰ σὲ εὐχαριστήσω, ἀλλὰ καὶ δὲν μπορῶ μακριά σου νὰ ζήσω. Γιατί σὲ ἀγάπησα καὶ σὲ ἀγαπῶ. Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου