30 Σεπ 2025

Ἡ Παναγία ἡ Γοργοϋπήκοος

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Προσευχή στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο
Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, ἐσύ πού γέννησες κατά σάρκα τόν Θεό-Λόγο, γνωρίζω μέν πολύ καλά πώς δέν εἶναι οὔτε εὐπρεπές οὔτε ἄξιο γιά μένα τόν τόσο πανάθλιο, νά στρέφω τό βλέμμα μου πρός τήν εἰκόνα σου, πού εἶσαι ἁγνή καί ἀειπάρθενη, κ’ ἔχεις τό σῶμα καί τήν ψυχή καθαρά καί ἀμόλυντα, οὔτε καί νά σ’ ἀντικρίζω μέ τ’ ἁμαρτωλά μάτια μου, ἤ νά σέ κατασπάζομαι μέ τά βέβηλα καί ἀκάθαρτα χείλη μου, καί νά σέ παρακαλῶ. Διότι εἶναι δίκαιο, ἐμένα τόν ἄσωτο, ἡ καθαρότατη ψυχή σου νά μέ μισεῖ καί νά μέ βδελύσσεται. Ὡστόσο, ἐπειδή ὁ Θεός Λόγος πού γέννησες ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια, παίρνω κ’ ἐγώ τό θάρρος νά ἔρθω ἐμπρός σου καί, μέ δάκρυα στά μάτια, νά σέ παρακαλέσω.
Δέξου, Παναγία μου, αὐτήν ἐδῶ τήν ἐξαγόρευση τῶν πολλῶν καί φοβερῶν μου ἁμαρτημάτων, καί μετάφερε τήν στόν μονογενῆ Υἱό σου καί Θεό, κάνοντας καί τήν παράκληση, νά λυπηθεῖ τήν ἄθλια καί ταλαίπωρη ψυχή μου· κ’ ἐπειδή τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου μ’ ἐμποδίζει νά Τόν ἀντικρύσω καί νά Τοῦ ζητήσω συγχώρεση, γι’ αὐτό ἦρθα νά σέ παρακαλέσω νά μεσιτεύεις καί νά ἱκετεύεις ἐσύ Ἐκεῖνον γιά μένα.
Παρότι ἀπόλαυσα πολλές καί μεγάλες δωρεές ἀπ’ τόν Θεό πού μέ δημιούργησε, ἐγώ τίς ξέχασα ὅλες αὐτές τίς δωρεές καί φάνηκα, ὁ ἄθλιος, πολύ... ἀχάριστος· συναγελάστηκα μέ τ’ ἄλογα κτήνη κ’ ἔγινα ἕνα μέ αὐτά· φτώχυνα ἀπό ἀρετές καί πλούτισα στά πάθη· γέμισα ἀπό ντροπή, ἐνῶ στερήθηκα τήν τόλμη νά παρουσιαστῶ ἐμπρός στόν Θεό·ἀπό τόν Θεό κατάκριτος κι ἀπό τούς Ἀγγέλους θρηνούμενος, ὀνειδιζόμενος ἀπό τούς δαίμονες καί μισούμενος ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, ἀπό τή συνείδησή μου ἐλεγχόμενος κι ἀπό τά πονηρά ἔργα μου συνεχῶς καταντροπιασμένος, ἔφτασα νά εἶμαι νεκρός πρίν πεθάνω, καί, πρίν ἀπό τήν ἔσχατη κρίση, δίκαια αἰσθάνομαι αὐτοκατάκριτος· καί, ἀκόμη, πρίν ἀπό τήν αἰώνια κόλαση, ἐγώ αὐτοτιμωροῦμαι, χτυπημένος ἀπό τήν ἀπόγνωση. Γι’ αὐτό καί καταφεύγω, Δέσποινα Θεοτόκε, στή μοναδική βοήθειά σου, ἐγώ πού εἶμαι ὀφειλέτης τῶν μυρίων ταλάντων, ὁ ἄσωτος, πού ξόδεψα ὅλη μου τήν πατρική περιουσία μέ τίς πόρνες· ἐγώ πού ξεπέρασα τήν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου σέ ἁμαρτία, πού παρανόμησα πιό πολύ κι ἀπό τόν Μανασσή, πού ἔγινα πιό πολύ κι ἀπό τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς ἄσπλαχνος, ὁ δοῦλος ὁ ἄπληστος καί ἀδηφάγος, ὁ βρώμικος κάδος τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ θησαυροφύλακας τῶν αἰσχρῶν καί ἀκάθαρτων λόγων, ἐγώ τέλος πού ἔγινα ξένος κάθε ἀγαθῆς καί ἐνάρετης ἐργασίας.

Κᾶνε, Παναγία μου, ἔλεος στή ταπεινότητά μου· σπλαχνίσου τήν ἀσθένειά μου, ἐσύ πού ἔχεις μεγάλη παρρησία σ’ Ἐκεῖνον τόν ὁποῖο ἐσύ γέννησες. Κανείς ἄλλος δέν μπορεῖ νά κάμει αὐτό πού ἐσύ μπορεῖς, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά μπορεῖς, γιατί εἶσαι πάνω ἀπό ὅλα τα κτίσματα τοῦ Θεοῦ, καί τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο γιά σένα. Ἀρκεῖ μόνο νά τό θελήσεις. Μήν παραβλέψεις, λοιπόν, τά δάκρυά μου καί μήν καταφρονέσεις τό στεναγμό μου· μήν ἀποστρέψεις τό βλέμμα σου ἀπ’ τόν πόνο τῆς καρδίας μου, καί μήν ἀφήσεις ν’ ἀποτύχει ἡ προσδοκία πού ἔχω στηρίξει σέ σένα· ἀλλά, μέ τίς μητρικές σου ἱκεσίες, βιάζοντας τήν ἀβίαστη ἀγαθοσύνη τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ σου, ἀξίωσέ με, τόν ἀνάξιο καί πανάθλιο δοῦλο σου, νά ξαναποκτήσω τό πρῶτο καί πανάρχαιο κάλλος πού μοῦ χάρισε ὁ Θεός, καί νά βγάλω ἀπό πάνω μου τήν ἀσχήμια τῶν παθῶν, νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ὑποταχθῶ στή δικαιοσύνη, νά ξεντυθῶ τήν ἀκαθαρσία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καί νά ντυθῶ τόν ἁγιασμό τῆς ψυχικῆς καθαρότητας, νά νεκρωθῶ γιά τόν κόσμο καί νά ζήσω μέσα στήν ἀρετή.

Σέ παρακαλῶ, Παναγία μου, ὅταν ὁδοιπορῶ, νά εἶσαι συνοδοιπόρος μου· ὅταν ταξιδεύω στή θάλασσα, νά συνταξιδεύεις μαζί μου· ὅταν ἀγρυπνῶ, νά μ’ ἐνισχύεις· ὅταν θλίβομαι, νά μέ παρηγορεῖς· ὅταν φτάνω στήν ὀλιγοψυχία, νά μέ στηρίζεις· ὅταν ἀρρωσταίνω, νά μοῦ χαρίζεις τή θεραπεία· ὅταν ἀδικοῦμαι, λευτέρωσέ με· ὅταν συκοφαντοῦμαι ἀθώωσέ με· ὅταν κινδυνεύω γιά θάνατο, πρόφτασέ με γρήγορα καί λύτρωσέ με· ὅταν μέ περικυκλώνουν οἱ ἀόρατοι ἐχθροί μου καθημερινά, δεῖξε με γι’ αὐτούς φοβερό καί πανίσχυρο, γιά νά γνωρίσουν ὅλοι, ὅσοι ἄδικα μέ τυραννοῦν, τίνος εἶμαι πιστός δοῦλος.

Ναί, ὑπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε, ἄκουσε τήν ἐλεεινή ἱκεσία μου καί μήν ἀφήσεις νά ντροπιαστεῖ ἡ προσδοκία μου, ἐσύ πού εἶσαι μετά τόν Θεό ἡ ἐλπίδα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἕως τά πέρατα τῆς γῆς. Σβῆσε τή φωτιά τῶν σαρκικῶν παθῶν μου, κατεύνασε τόν ἀγριότατο κλύδωνα πού κλυδωνίζει τή ψυχή μου, καταπράυνε τήν πίκρα τοῦ θυμοῦ μου, ἀφάνισε ἀπό τό νοῦ μου τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἀλαζονεία τῆς ματαιοδοξίας μου, λιγόστεψε ἀπ’ τήν καρδιά μου τίς νυχτερινές φαντασίες τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί τίς καθημερινές προσβολές τῶν ἀκαθάρτων λογισμῶν, δίδαξε τή γλώσσα μου νά λαλεῖ ὅσα συνεργοῦν στήν πνευματική ζωή μου, καί μάθε στά μάτια μου νά βλέπουν ὀρθά τήν εὐθεία ὁδό τῆς ἀρετῆς κᾶνε νά τρέχουν χωρίς ἐμπόδια τά πόδια μου στόν μακάριο δρόμο τῶν θείων ἐντολῶν προετοίμασε τόν ἁγιασμό τῶν χεριῶν μου, γιά νά εἶμαι ἄξιος νά τά ὑψώνω γιά δέηση στόν Ὕψιστο· κατάστησε καθαρό το στόμα μου, γιά νά ἔχει τό θάρρος νά προσεύχεται στό Πατέρα, τό φοβερό καί Πανάγιο Θεό. Ἄνοιξέ μου τ’ αὐτιά, γιά ν’ ἀκούω καί μέ τήν αἴσθηση καί μέ τό νοῦ τά λόγια τῶν ἁγίων Γραφῶν, πού εἶναι γλυκύτερα καί ἀπ’ τό μέλι τῆς κερήθρας, καί νά ζῶ σύμφωνα μέ αὐτά, ἐνισχυόμενος ἀπό τή χάρη σου.

Δός μου, Παναγία μου, καιρό νά μετανοήσω, καί λογισμό νά ἐπιστρέψω στήν οἰκία τοῦ Πατέρα μου· φύλαξέ με κ’ ἐλευθέρωσέ με ἀπό τόν αἰφνίδιο θάνατο, καί ἀπάλλαξέ με ἀπό τήν καταδίκη τῆς συνειδήσεώς μου. Καί, τέλος, σέ παρακαλῶ νά μοῦ συμπαρασταθεῖς στό χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό πανάθλιο σῶμα μου, ἐλαφρύνοντας τήν ἀφόρητη ἐκείνη βία καί σφοδρότητα, ἀνακουφίζοντας τόν ἀνέκφραστο πόνο, παρηγορώντας μου τήν ἀπερίγραπτη στενοχώρια, λυτρώνοντάς με ἀπ’ τό φοβερό θέαμα τῆς σκοτεινῆς μορφῆς τῶν δαιμόνων καί, ἀκόμη, περνώντας με ἀπ’ τά πικρότατα δίχτυα πού στήνουν τά τελώνια τοῦ ἀέρος καί οἱ ἄρχοντες τοῦ σκότους, καί σκίζοντας τά χειρόγραφά τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μου, συμφιλίωσέ με πάλι μέ τόν Θεό, καί ἀξίωσέ με, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου, νά καθίσω στά δεξιά Του, καί κᾶνε με κληρονόμο τῶν καθαρῶν καί αἰωνίων ἀγαθῶν.

Ὄλ’ αὐτά τά ἐξομολογοῦμαι σέ σένα, Δέσποινά μου Θεοτόκε, πού εἶσαι τό φῶς τῶν σκοτισμένων ὀφθαλμῶν μου, ἡ παρηγοριά τῆς ψυχῆς μου, ἡ ἐλπίδα μου -ὑστέρα ἀπό τόν Θεό- καί ἡ προστασία μου· δέξου αὐτή τήν ἐξομολόγηση, Παναγία μου, καί καθάρισέ με ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, καί ἀξίωσέ με, τώρα μέν, στή παροῦσα ζωή, νά μεταλαβαίνω -χωρίς τόν κίνδυνο κατακρίσεως- τό πανάγιο καί πανάχραντο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ σου, ἐνῶ στή μέλλουσα ζωή δῶσε νά λάβω κ’ ἐγώ μέρος στό γλυκύτατο καί οὐράνιο δεῖπνο τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, ὅπου βρίσκεται ἡ μόνιμη κατοικία ὅλων των εὐφραινομένων στή χαρά τοῦ Κυρίου. Καί ὅταν ἀποχτήσω ὅλα αὐτά τά ἀγαθά ἐγώ ὁ ἀνάξιος, θά δοξάζω στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων τό πάντιμο καί μεγαλοπρεπές Ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ σου, ὁ ὁποῖος δέχεται ὅλους ὅσοι μετανοοῦν μέ εἰλικρίνεια ψυχῆς, χάρη σέ σένα, πού ἔγινες μεσίτρια καί ἐγγυήτρια ὅλων των ἁμαρτωλῶν. Διότι, μέ τή δική σου βοήθεια, Πανύμνητε καί Ὑπεράγαθε Δέσποινα, ὁδηγεῖται στή σωτηρία κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ ὁποία ὑμνεῖ καί εὐλογεῖ τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό ἅγιο Πνεῦμα, τήν Παναγία καί Ὁμοούσια Τριάδα, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.