Ἡ μνήμη εἶναι τὸ θεμέλιο κάθε χώρας ποὺ ποθεῖ τὴ λευτεριά - Ἡ κόρη τοῦ ἐθνομάρτυρα Τάσου Ἰσαὰκ συγκλόνισε μὲ τὴν ἀφυπνιστικὴ ὁμιλία της
Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Ἀνδρώνης
Ἦταν ἐκεῖνο τὸ μοιραῖο μεσημέρι τῆς 11ης Αὐγούστου τοῦ 1996, ὅταν ἡ μαρτυρικὴ γῆ τῆς Κύπρου ποτίστηκε ξανὰ μὲ ἑλληνικὸ αἷμα, σὰν νὰ μὴν εἶχαν χορτάσει οἱ μνῆμες τῆς φρίκης ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἀττίλα. Μιὰ ὁμάδα ἀντικατοχικῶν μοτοσυκλετιστῶν ἀγνοεῖ τίς θρασύτατες ἀπειλὲς τῶν Τούρκων καὶ φτάνει στὴ νεκρὴ ζώνη τῆς Δερύνειας γιὰ νὰ διαδηλώσει. Ἄοπλοι, χωρὶς πρόθεση νὰ συγκρουστοῦν, θέλουν μόνο νὰ στείλουν ἕνα παγκόσμιο μήνυμα διαμαρτυρίας γιὰ τὴ σκλαβωμένη πατρίδα τους.
Μεταξύ τῶν Ἑλληνοκυπρίων μοτοσυκλετιστῶν, ἦταν καὶ ὁ 24χρονος... τότε, Τάσος Ἰσαάκ. Στὴ λεγόμενη «γραμμὴ Ἀττίλα», συγκεντρώνεται περίπου μιὰ χιλιάδα ἀπὸ φασιστοειδῆ τῆς Τουρκοκυπριακῆς πλευρᾶς μὲ πέτρες, ρόπαλα καὶ σιδερολοστούς. Μαινόμενοι ὅπως ἦταν, ξεχύνονται στὴν οὐδέτερη ζώνη καὶ ἀρχίζουν νὰ χτυποῦν ἀνελέητα τοὺς Ἑλληνοκυπρίους.
Πάνω στὴν ἀναμπουμπούλα τῆς συμπλοκῆς, ὁ Τάσος πλησιάζει πρὸς τὰ κατεχόμενα γιὰ νὰ σώσει ἕναν φίλο του ποὺ καταδιωκόταν ἀπὸ τὰ κατοχικὰ καθάρματα. Τελικὰ παγιδεύεται ἀνάμεσα στὰ συρματοπλέγματα καὶ τὸν λυσσασμένο ὄχλο. Τὸ μαρτυρικὸ σῶμα του Τάσου χτυπιέται ἀνελέητα ἀπὸ στυλιάρια καὶ γκλὸπ μπροστὰ στὰ μάτια τῶν – σκανδαλωδῶς – ἀμέτοχων δυνάμεων τοῦ ΟΗΕ. Καταρρέει ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Κείτεται στὸ χῶμα ἀκίνητος καὶ αἱμόφυρτος.
Ἕνας κυανόκρανος στέκεται πάνω ἀπὸ τὸν Τάσο γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν κατάστασή του. Κάνει νοήματα νὰ μὴ τὸν χτυπήσουν ἄλλο. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἕνας Τοῦρκος σηκώνει ἕνα μεγάλο ἀγκωνάρι καὶ τὸ προσγειώνει μὲ ὅλη του τὴ δύναμη στὸ πρόσωπο τοῦ Τάσου. Μιὰ ψυχὴ φτερούγισε στὴν αἰωνιότητα, δίπλα στὸν Αὐξεντίου, τὸν Παλλικαρίδη, τὸν Καραολή. Ἄλλαξαν οἱ κατακτητές, ἀλλὰ δὲν ἄλλαξε τὸ ἡρωικὸ πνεῦμα τῆς ἀντίστασης. Μιὰ δολοφονία ἐν ψυχρῷ, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Τουρκοκύπριος ἡγέτης Ραοὺφ Ντενκτὰς παρακολουθοῦσε τούς μακελάρηδές του ἐν δράσει.
Μεταξύ τῶν Ἑλληνοκυπρίων μοτοσυκλετιστῶν, ἦταν καὶ ὁ 24χρονος... τότε, Τάσος Ἰσαάκ. Στὴ λεγόμενη «γραμμὴ Ἀττίλα», συγκεντρώνεται περίπου μιὰ χιλιάδα ἀπὸ φασιστοειδῆ τῆς Τουρκοκυπριακῆς πλευρᾶς μὲ πέτρες, ρόπαλα καὶ σιδερολοστούς. Μαινόμενοι ὅπως ἦταν, ξεχύνονται στὴν οὐδέτερη ζώνη καὶ ἀρχίζουν νὰ χτυποῦν ἀνελέητα τοὺς Ἑλληνοκυπρίους.
Πάνω στὴν ἀναμπουμπούλα τῆς συμπλοκῆς, ὁ Τάσος πλησιάζει πρὸς τὰ κατεχόμενα γιὰ νὰ σώσει ἕναν φίλο του ποὺ καταδιωκόταν ἀπὸ τὰ κατοχικὰ καθάρματα. Τελικὰ παγιδεύεται ἀνάμεσα στὰ συρματοπλέγματα καὶ τὸν λυσσασμένο ὄχλο. Τὸ μαρτυρικὸ σῶμα του Τάσου χτυπιέται ἀνελέητα ἀπὸ στυλιάρια καὶ γκλὸπ μπροστὰ στὰ μάτια τῶν – σκανδαλωδῶς – ἀμέτοχων δυνάμεων τοῦ ΟΗΕ. Καταρρέει ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Κείτεται στὸ χῶμα ἀκίνητος καὶ αἱμόφυρτος.
Ἕνας κυανόκρανος στέκεται πάνω ἀπὸ τὸν Τάσο γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν κατάστασή του. Κάνει νοήματα νὰ μὴ τὸν χτυπήσουν ἄλλο. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἕνας Τοῦρκος σηκώνει ἕνα μεγάλο ἀγκωνάρι καὶ τὸ προσγειώνει μὲ ὅλη του τὴ δύναμη στὸ πρόσωπο τοῦ Τάσου. Μιὰ ψυχὴ φτερούγισε στὴν αἰωνιότητα, δίπλα στὸν Αὐξεντίου, τὸν Παλλικαρίδη, τὸν Καραολή. Ἄλλαξαν οἱ κατακτητές, ἀλλὰ δὲν ἄλλαξε τὸ ἡρωικὸ πνεῦμα τῆς ἀντίστασης. Μιὰ δολοφονία ἐν ψυχρῷ, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Τουρκοκύπριος ἡγέτης Ραοὺφ Ντενκτὰς παρακολουθοῦσε τούς μακελάρηδές του ἐν δράσει.
Σολωμὸς Σολωμοῦ – Παρῶν!
Τρεῖς ἡμέρες μετὰ στὶς 14 Αὐγούστου, τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ Τάσου Ἰσαάκ, Ἑλληνοκύπριοι διαδηλωτὲς μπαίνουν καὶ πάλι στὴ νεκρὴ ζώνη γιὰ νὰ καταθέσουν στεφάνια στὸ σημεῖο τῆς στυγνῆς δολοφονίας. Ὁ Σολωμὸς Σολωμοῦ ξεπετάγεται μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος, ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς κυανόκρανους καὶ μπαίνει σὲ ἕνα κατοχικὸ φυλάκιο γιὰ νὰ κατεβάσει τὴν τουρκικὴ σημαία. Οἱ φίλοι του φωνάζουν νὰ γυρίσει πίσω. Ἀγνοῶντας ἐπιδεικτικὰ τὸν βέβαιο θάνατο ποὺ τὸν περίμενε, σκαρφαλώνει στὸν ἱστὸ τῆς σημαίας μὲ ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ εἶναι τὸ τελευταῖο του. Ξέρει ὅτι τὰ τουρκικὰ ὅπλα τὸν σημαδεύουν. Ξέρει πόσο ἄνανδροι εἶναι. Ξέρει ὅτι ἡ μαύρη ψυχή τους εἶναι ποτισμένη ἀπὸ τὴν μπαμπεσιά. Ὅμως θέλει νὰ γίνει σύμβολο ἀτρόμητου ἀγῶνα. Ἢ τώρα ἢ ποτέ.
Τέτοια λεβεντιὰ μόνο πρόσκαιρα σταματᾶ, καὶ μόνο μὲ φωτιά. Καὶ αὐτὴ ξεχύθηκε ἀπὸ τὴν κάνη ἑνὸς ὅπλου. Ὁ Σολωμὸς Σολωμοῦ δέχεται σφαῖρα στὸν λαιμὸ ἀπὸ Τοῦρκο ἐλεύθερο σκοπευτή. Ἕνα ἀκόμα ὕπουλο ἔγκλημα. Ἡ καρδιὰ λιγοστεύει τούς χτύπους της ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἀρνεῖται νὰ ἐγκαταλείψει. Κρατᾶ ἀκόμα τὸν ἱστὸ ὅσο πέφτει, σὰν νὰ ὑπογράφει πάνω στὸ ξεψύχισμά του ὅτι αὐτὸ τὸ κόκκινο πανὶ ποὺ εἶναι βουτηγμένο στὸ ἀθῶο αἷμα, θὰ πέσει. Δὲν ἦταν στὴν ὥρα τοῦ Σολωμοῦ, οὔτε τοῦ Τάσου, ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ δύο μᾶς ὁρκίστηκαν μὲ τὸ αἷμα τους ὅτι θὰ πέσει. Θὰ καταποντιστεῖ στὰ βάραθρα τῆς ἱστορίας, ἐκεῖ ποὺ ἀνήκει.
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἐθνομάρτυρας Τάσος Ἰσαὰκ παρέδιδε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, ἕνα ἀγέννητο μωράκι ὀκτὼ μηνῶν ἔμενε ὀρφανὸ ἀπὸ πατέρα. Ἦταν ἡ κόρη τοῦ Τάσου, ἡ Ἀναστασία Ἰσαάκ. Συμπληρώθηκαν 29 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ μαρτύρησαν τὰ δύο παλικάρια τῆς Μεγαλονήσου. Καὶ ἀλίμονο, χύθηκε πολὺ νερὸ τῆς λησμονιᾶς στὸ αὐλάκι τῆς ἱστορίας. Συγκάλυψη, ἀτιμωρησία, ὑποκρισία τῆς διεθνοῦς κοινότητας, τουρκικὴ προπαγάνδα, διμερεῖς ἐπαφές, ὑποχωρήσεις, μετριοπάθεια. Νέες γενιὲς ποὺ «μαλάκωσαν» μὲ τὰ θέλγητρα τῆς καλῆς ζωῆς καὶ συμβιβάστηκαν μὲ τὰ ἱστορικὰ ἐγκλήματα. Ἀσυνεπεῖς πολιτικοὶ ποὺ ἔθαψαν τὴ συλλογικὴ μνήμη. Στανικὴ «εἰρήνη» τοῦ ἀρνιοῦ μὲ τὸν (τουρκικὸ) λύκο. Ἄνοιξαν τὰ σύνορα τοῦ αἴσχους, γιὰ νὰ μεθοδευτεῖ σιγά- σιγὰ ἕνα αἶσχος χωρὶς σύνορα. Νὰ διαμορφωθεῖ μιὰ συνθήκη ἀμνησίας. Μέχρι νὰ φτάσουμε καὶ σὲ Κύπριο εὐρωβουλευτὴ ποὺ μὲ περίσσιο καμάρι πῆρε συνέντευξη ἀπὸ τὸν ἐπίγονο τῶν δολοφόνων τοῦ Τάσου καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Τὸ μαγάρισμα τῶν νεκρῶν ἔγινε πολιτικὴ στάση. Τὴ θέση τῆς μνήμης ἀντικατέστησε ἡ ὕβρις. Τόσο στὴν Κύπρο ὅσο καὶ στὴν Ἑλλάδα.
Τέτοια λεβεντιὰ μόνο πρόσκαιρα σταματᾶ, καὶ μόνο μὲ φωτιά. Καὶ αὐτὴ ξεχύθηκε ἀπὸ τὴν κάνη ἑνὸς ὅπλου. Ὁ Σολωμὸς Σολωμοῦ δέχεται σφαῖρα στὸν λαιμὸ ἀπὸ Τοῦρκο ἐλεύθερο σκοπευτή. Ἕνα ἀκόμα ὕπουλο ἔγκλημα. Ἡ καρδιὰ λιγοστεύει τούς χτύπους της ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἀρνεῖται νὰ ἐγκαταλείψει. Κρατᾶ ἀκόμα τὸν ἱστὸ ὅσο πέφτει, σὰν νὰ ὑπογράφει πάνω στὸ ξεψύχισμά του ὅτι αὐτὸ τὸ κόκκινο πανὶ ποὺ εἶναι βουτηγμένο στὸ ἀθῶο αἷμα, θὰ πέσει. Δὲν ἦταν στὴν ὥρα τοῦ Σολωμοῦ, οὔτε τοῦ Τάσου, ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ δύο μᾶς ὁρκίστηκαν μὲ τὸ αἷμα τους ὅτι θὰ πέσει. Θὰ καταποντιστεῖ στὰ βάραθρα τῆς ἱστορίας, ἐκεῖ ποὺ ἀνήκει.
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἐθνομάρτυρας Τάσος Ἰσαὰκ παρέδιδε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, ἕνα ἀγέννητο μωράκι ὀκτὼ μηνῶν ἔμενε ὀρφανὸ ἀπὸ πατέρα. Ἦταν ἡ κόρη τοῦ Τάσου, ἡ Ἀναστασία Ἰσαάκ. Συμπληρώθηκαν 29 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ μαρτύρησαν τὰ δύο παλικάρια τῆς Μεγαλονήσου. Καὶ ἀλίμονο, χύθηκε πολὺ νερὸ τῆς λησμονιᾶς στὸ αὐλάκι τῆς ἱστορίας. Συγκάλυψη, ἀτιμωρησία, ὑποκρισία τῆς διεθνοῦς κοινότητας, τουρκικὴ προπαγάνδα, διμερεῖς ἐπαφές, ὑποχωρήσεις, μετριοπάθεια. Νέες γενιὲς ποὺ «μαλάκωσαν» μὲ τὰ θέλγητρα τῆς καλῆς ζωῆς καὶ συμβιβάστηκαν μὲ τὰ ἱστορικὰ ἐγκλήματα. Ἀσυνεπεῖς πολιτικοὶ ποὺ ἔθαψαν τὴ συλλογικὴ μνήμη. Στανικὴ «εἰρήνη» τοῦ ἀρνιοῦ μὲ τὸν (τουρκικὸ) λύκο. Ἄνοιξαν τὰ σύνορα τοῦ αἴσχους, γιὰ νὰ μεθοδευτεῖ σιγά- σιγὰ ἕνα αἶσχος χωρὶς σύνορα. Νὰ διαμορφωθεῖ μιὰ συνθήκη ἀμνησίας. Μέχρι νὰ φτάσουμε καὶ σὲ Κύπριο εὐρωβουλευτὴ ποὺ μὲ περίσσιο καμάρι πῆρε συνέντευξη ἀπὸ τὸν ἐπίγονο τῶν δολοφόνων τοῦ Τάσου καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Τὸ μαγάρισμα τῶν νεκρῶν ἔγινε πολιτικὴ στάση. Τὴ θέση τῆς μνήμης ἀντικατέστησε ἡ ὕβρις. Τόσο στὴν Κύπρο ὅσο καὶ στὴν Ἑλλάδα.
«Μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἤθελε νὰ φτάσει ὁ πατέρας μου»
Σὲ ὅλα αὐτὰ φώναξε ἕνα ἐκκωφαντικὸ «ΟΧΙ» ἡ Ἀναστασία Ἰσαὰκ στὰ ἀποκαλυπτήρια τῶν ἀδριάντων τοῦ πατέρα της καὶ τοῦ Σολωμοῦ Σολωμοῦ στὸ Παραλίμνι τῆς Ἀμμοχώστου. Τὰ ὅσα συγκλονιστικὰ εἶπε, νιώθεις ὅτι ἀποκαθιστοῦν τὴ διατάραξη ὅλων τῶν νοημάτων ποὺ κάποιοι ἔχασαν ἐδῶ καὶ τρεὶς δεκαετίες.
«Εἶναι ἀνάγκη νὰ καταλάβουμε τὴ βαρβαρότητα, γιατί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ πατέρας μου, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ ἐκεῖ ποὺ τώρα χιλιάδες συμπατριῶτες μας διέρχονται γιὰ τσιγάρα καὶ μιὰ ψευδαίσθηση πολυτελείας. Ζοῦμε, δυστυχῶς, σὲ μιὰ διαρκῆ παραίτηση, γιατί δὲν διεκδικήσαμε ποτέ, τίποτα περισσότερο. Οἱ δολοφόνοι κυκλοφοροῦν ἐλεύθεροι, χαρίζουν τὶς περιουσίες μας κι ἐμεῖς συνεχίζουμε νὰ ζοῦμε σὲ ἕνα σάπιο τίποτα μιᾶς ‘’κανονικότητας’’ ποὺ κτίστηκε πάνω στὴ λήθη καὶ στὴν ἀμνησία. Ζοῦμε σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δημιούργησαν οἱ δολοφόνοι γιατί ξεχάσαμε ποιοί πλήρωσαν μὲ αἷμα.
Δὲν δεχόμαστε ἡ θυσία τοῦ Τάσου καὶ τοῦ Σολωμοῦ νὰ πᾶνε χαμένες. Δὲν δεχόμαστε νὰ καπηλεύονται τὰ ὀνόματα τῶν ἡρώων, νὰ οἰκειοποιοῦνται τό φῶς τους γιὰ νὰ φωτίσουν τὸ δικό τους σκοτάδι. Δὲν δεχόμαστε, αὐτοὶ ποὺ δὲν κούνησαν τὸ δακτυλάκι τους γιὰ νὰ συλληφθοῦν οἱ δολοφόνοι, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴ θυσία τους. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ζήτησαν οὔτε ἀπολογία γιὰ ἐκεῖνες τὶς δολοφονίες καὶ συμβιβάζονται μὲ τοὺς κατακτητὲς τῆς πατρίδας μας. Δὲν ἀνεχόμαστε τὴ λήθη. Ἀπαιτοῦμε, ὅπως στήθηκε αὐτὸ τὸ μνημεῖο, νὰ ἀποδοθεῖ καὶ δικαιοσύνη, νὰ συλληφθοῦν οἱ δολοφόνοι, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος τῆς ἀπελευθέρωσης.
Γιὰ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἑνωθήκαμε καὶ συνεχίζουμε νὰ ἀγωνιζόμαστε, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν δρόμο ὡς τὴ Λάπηθο, τὴν Κερύνεια, τὴν Ἀμμόχωστο, τὴ Μόρφου. Μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἤθελε νὰ φτάσει ὁ πατέρας μου, μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἔβλεπε ὁ Σολωμὸς ἀνεβαίνοντας στὸν ἱστὸ τῆς κατοχῆς».
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τὸ ἀδάμαστο πνεῦμα τοῦ Τάσου Ἰσαὰκ ζεῖ στὴν καρδιὰ καὶ στὰ λόγια αὐτῆς τῆς λεβέντισσας κοπέλας. Ἐπί τέλους ἀκούσαμε καθάριο λόγο ἱστορικῆς εὐθύνης καὶ πήραμε ἀνάσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐνδοτικὴ ἀσφυξία τῶν καιρῶν μας. Εἴθε νὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ αὐτὰ τὰ ἀθάνατα σύμβολα θυσίας, ὁ Τάσος καὶ ὁ Σολωμός, νὰ κάνουν ξανὰ τὸ αἷμα τῶν Κυπρίων νὰ «βράζει» γιὰ τὴ λευτεριά. Μὲ νέους σὰν τὴν Ἀναστασία εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ μαρτυρικὴ Κύπρος θὰ δεῖ ξανὰ τὴν ἀνατολὴ τῆς λευτεριᾶς.
«Εἶναι ἀνάγκη νὰ καταλάβουμε τὴ βαρβαρότητα, γιατί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ πατέρας μου, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ ἐκεῖ ποὺ τώρα χιλιάδες συμπατριῶτες μας διέρχονται γιὰ τσιγάρα καὶ μιὰ ψευδαίσθηση πολυτελείας. Ζοῦμε, δυστυχῶς, σὲ μιὰ διαρκῆ παραίτηση, γιατί δὲν διεκδικήσαμε ποτέ, τίποτα περισσότερο. Οἱ δολοφόνοι κυκλοφοροῦν ἐλεύθεροι, χαρίζουν τὶς περιουσίες μας κι ἐμεῖς συνεχίζουμε νὰ ζοῦμε σὲ ἕνα σάπιο τίποτα μιᾶς ‘’κανονικότητας’’ ποὺ κτίστηκε πάνω στὴ λήθη καὶ στὴν ἀμνησία. Ζοῦμε σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δημιούργησαν οἱ δολοφόνοι γιατί ξεχάσαμε ποιοί πλήρωσαν μὲ αἷμα.
Δὲν δεχόμαστε ἡ θυσία τοῦ Τάσου καὶ τοῦ Σολωμοῦ νὰ πᾶνε χαμένες. Δὲν δεχόμαστε νὰ καπηλεύονται τὰ ὀνόματα τῶν ἡρώων, νὰ οἰκειοποιοῦνται τό φῶς τους γιὰ νὰ φωτίσουν τὸ δικό τους σκοτάδι. Δὲν δεχόμαστε, αὐτοὶ ποὺ δὲν κούνησαν τὸ δακτυλάκι τους γιὰ νὰ συλληφθοῦν οἱ δολοφόνοι, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴ θυσία τους. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ζήτησαν οὔτε ἀπολογία γιὰ ἐκεῖνες τὶς δολοφονίες καὶ συμβιβάζονται μὲ τοὺς κατακτητὲς τῆς πατρίδας μας. Δὲν ἀνεχόμαστε τὴ λήθη. Ἀπαιτοῦμε, ὅπως στήθηκε αὐτὸ τὸ μνημεῖο, νὰ ἀποδοθεῖ καὶ δικαιοσύνη, νὰ συλληφθοῦν οἱ δολοφόνοι, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος τῆς ἀπελευθέρωσης.
Γιὰ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἑνωθήκαμε καὶ συνεχίζουμε νὰ ἀγωνιζόμαστε, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν δρόμο ὡς τὴ Λάπηθο, τὴν Κερύνεια, τὴν Ἀμμόχωστο, τὴ Μόρφου. Μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἤθελε νὰ φτάσει ὁ πατέρας μου, μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἔβλεπε ὁ Σολωμὸς ἀνεβαίνοντας στὸν ἱστὸ τῆς κατοχῆς».
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τὸ ἀδάμαστο πνεῦμα τοῦ Τάσου Ἰσαὰκ ζεῖ στὴν καρδιὰ καὶ στὰ λόγια αὐτῆς τῆς λεβέντισσας κοπέλας. Ἐπί τέλους ἀκούσαμε καθάριο λόγο ἱστορικῆς εὐθύνης καὶ πήραμε ἀνάσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐνδοτικὴ ἀσφυξία τῶν καιρῶν μας. Εἴθε νὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ αὐτὰ τὰ ἀθάνατα σύμβολα θυσίας, ὁ Τάσος καὶ ὁ Σολωμός, νὰ κάνουν ξανὰ τὸ αἷμα τῶν Κυπρίων νὰ «βράζει» γιὰ τὴ λευτεριά. Μὲ νέους σὰν τὴν Ἀναστασία εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ μαρτυρικὴ Κύπρος θὰ δεῖ ξανὰ τὴν ἀνατολὴ τῆς λευτεριᾶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου