Φιλοθέης μοναχῆς, Προσεγγίζοντας τὴ διδαχὴ τοῦ πατρὸς Συμεῶν, Συνάξεις κυριῶν. Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2016, σελ. 67 (ἀποσπάσματα).
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἕνα πρωινὸ ποὺ ξύπνησε, εἶδε γεμάτη τὴν ἔρημο μὲ παγίδες, καὶ εἶπε στὴν προσευχή του στὸν Θεό: «Ποιός μπορεῖ νὰ γλιτώσει ἀπὸ αὐτὲς τὶς παγίδες; Πῶς μπορεῖ νὰ γλιτώσει κανεὶς ἀπὸ αὐτὲς τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου;» Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Θεός: «Μόνο μὲ τὴν ταπείνωση». Λέει καὶ ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος στὴ δεύτερη "Εὐχαριστία" του: «Ἐσὺ ὁ ἴδιος ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ἦλθες μὲ τὴ μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη».
Ἀλλὰ ἂς προχωρήσουμε λίγο παρακάτω. Μιλᾶμε γιὰ ταπείνωση, ἀλλὰ πάνω στὴν πράξη, τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ δὲν θέλει κανεὶς νὰ ταπεινωθεῖ, θέλει νὰ διεκδικήσει τὸ δίκιο του, θέλει νὰ αὐτοδικαιωθεῖ, θέλει νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἀθῶος, ὅτι δὲν φέρει καμία εὐθύνη καὶ δὲν ἔχει καμία ἀνάμειξη σ’ αὐτὴν ἐδῶ, τέλος πάντων, τὴν μὴ καλὴ ἔκβαση τοῦ ὁποιουδήποτε γεγονότος. Καὶ παρ’ ὅλη αὐτὴ τὴν προσπάθειά του δὲν μπορεῖ τελικὰ καθόλου νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του. Καὶ θὰ πεῖ κανείς:... «Πῶς θὰ ταπεινωθοῦμε;» Ὁ πάτερ Συμεῶν ἔλεγε ὅτι, καθὼς πασχίζει κανεὶς νὰ πάει κόντρα στὰ πάθη του γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὰ καὶ βλέπει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ καταφέρει τίποτε, μπορεῖ νὰ κάνει αὐτὴ τὴν προσευχή: «Θεέ μου, βλέπεις σὲ ποιά κατάσταση βρίσκομαι, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ εἶμαι ἕρμαιο τοῦ διαβόλου. Ὅμως, νά ‘ναι εὐλογημένο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ταπεινωθῶ». Καὶ αὐτὸ εἶναι ταπείνωση. Σκεφτεῖτε μέχρι ποῦ μπορεῖ νὰ βοηθηθεῖ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος, ἂν τὸ πεῖ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θὰ τὸ πεῖ μὲ πόνο κανείς, θὰ τὸ πεῖ μὲ συναίσθηση. Ἂν τὸ πεῖ μὲ πόνο καὶ συναίσθηση, ὁπωσδήποτε μετὰ ἔρχεται καὶ ἡ ταπείνωση.
Ὅλα αὐτὰ τὰ βιώματα δὲν ἔρχονται μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ οὔτε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα· θέλει νὰ περάσουμε ἀπὸ πειρασμό, νὰ κάνουμε τὴν ὑπομονή μας, νὰ ἀντέξουμε τὸν πειρασμό. «Ἔπαρον τοὺς πειρασμοὺς καὶ οὐδεὶς ὁ σωζόμενος», λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Πῶς τὰ καταφέραμε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι χριστιανοὶ καὶ ἔχουμε ταυτίσει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς καλοπέρασης, τῆς ἄνεσης, τῆς εὔκολης λύσης! Μᾶς διαφεύγει ἡ πραγματικότητα, ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ θέλει πόνο, θέλει κόπο, θέλει θλίψη· «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14:22).
Δὲν θὰ περάσουμε ἔτσι· «ἀβρόχοις ποσὶ» κανένας δὲν θὰ σωθεῖ, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ πάθουμε πολὺ λιγότερα, ἂν προλαβαίνουμε καὶ ταπεινωνόμαστε· πολὺ λιγότερα. Ἂν ὁ Θεὸς ἔχει κανονίσει νὰ περάσει ἡ ψυχὴ ἑκατὸ πειρασμούς, ἂν ἡ ψυχὴ προλάβει καὶ ταπεινωθεῖ, ὁ Θεὸς θὰ ἀφήσει μόνο τοὺς εἴκοσι· οἱ ἄλλοι ὀγδόντα δὲν θὰ χρειάζονται πλέον.
Ὅταν πιστεύει κανεὶς εἰλικρινὰ καὶ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο στὸν Θεό, φτάνει στὴν ἀμεριμνησία μετά. Χίλια προβλήματα νὰ ἔχει, δὲν ὑποφέρει· λέει: «Ξέρει ὁ Θεός, δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ θὰ τὰ λύσω!» Ἂν ἐμεῖς λύναμε μόνοι μας τὰ προβλήματά μας, τί χρειάζεται ὁ Θεός; Ἂν προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε τὶς λύσεις σὲ ὅλα τὰ θέματά μας, καταργοῦμε τὸν Θεό, ξέρετε. Γιατί γινόμαστε ἐμεῖς θεοὶ καὶ κυβερνοῦμε ἐμεῖς καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν κόσμο· καὶ φυσικὰ βλέπετε ποῦ φτάσαμε. Καὶ δὲν ὑπάρχει πιὸ μακάρια κατάσταση ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἀμέριμνος· μέσα στὰ βάσανά του, μέσα στὰ προβλήματά του, νὰ ἔχει καὶ ἀμεριμνησία ταυτόχρονα.
Λογαριάζουμε μόνοι μας καὶ ὅσο λογαριάζουμε τόσο περισσότερα λάθη κάνουμε. Ἀλλὰ πρέπει νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο, καὶ ὁ τρόπος εἶναι ἀκριβῶς αὐτός: Κατ’ ἀρχὴν νὰ προβληματιστοῦμε. Θυμᾶστε, ὁ πάτερ Συμεῶν πολλὲς φορὲς ἔλεγε νὰ ἀνησυχήσουμε, γιατί αὐτὸ ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσε, αὐτὸ ποὺ τὸν πονοῦσε πολὺ ἦταν τὸ ὅτι δὲν ἀνησυχοῦμε τὴν καλὴ ἀνησυχία γιὰ τὸ ὅτι δὲν πᾶμε καλά, δὲν εἴμαστε χριστιανοὶ τῆς πίστεως· ζοῦμε σὰν ἀβάπτιστοι, καὶ καθὼς ἡ ἁμαρτία σήμερα ἰσοπέδωσε τὰ πάντα, μπήκαμε καὶ ἐμεῖς μέσα σ’ αὐτὸ τὸ λούκι καὶ ὅλοι λέμε: «Τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγὼ τώρα;» Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν θὰ μᾶς κρίνει μὲ βάση τὴ δική μας λογικὴ καὶ τὸ δικό μας φρόνημα καὶ τὰ δικά μας τὰ μυαλά, ὁ Θεὸς θὰ μᾶς κρίνει μὲ βάση τὶς δικές του ἐντολές.
Εἴμαστε καὶ βιαστικοί, εἴμαστε καὶ ἀνυπόμονοι καὶ θέλουμε νὰ ἐπιτύχουμε ἀποτέλεσμα μὲ τὴ δική μας τὴν τακτικὴ καὶ προοπτική. Μᾶς λείπει πολὺ τὸ στοιχεῖο τῆς ὑπομονῆς, πάρα πολύ. Διάβαζα συμπτωματικὰ ἕνα χαριτωμένο περιστατικὸ ποὺ τὸ διηγήθηκε ἕνας γιατρὸς ποὺ πήγαινε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ συνάντησε μέσα στὸ πλοιάριο ἕναν μοναχὸ· ὁ μοναχὸς αὐτὸς εἶχε τὸ χάρισμα τῆς σιωπῆς, δὲν μιλοῦσε καθόλου, ἀλλὰ καθὼς τὸν ἔβλεπε τὸν γιατρὸ πολὺ στενοχωρημένο, πολὺ προβληματισμένο, ἔσπασε τὴ σιωπή του καὶ τοῦ λέει: «Κάτι πρέπει νὰ ἔχεις, εἶσαι στενοχωρημένος!» Ἔδωσε λοιπὸν κουράγιο στὸν γιατρό, καὶ αὐτός του ἐξέθεσε τὸ πρόβλημά του. Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ὁ μοναχός: «Θὰ σοῦ πῶ τρία πράγματα νὰ ἔχεις ὑπ’ ὄψιν σου». «Τί, γέροντα;» «Τὸ ἕνα», λέει, «νὰ κάνεις ὑπομονή». Εἶπε ὁ γιατρός: «Ἄ, αὐτὸ ἐντάξει, ἀπὸ τὴν κατασκευή μου εἶμαι ἄνθρωπος ὑπομονετικὸς καὶ μπορῶ νὰ τὸ κάνω». «Τὸ δεύτερο, ἂν τσακίσει ἡ πρώτη σου ὑπομονή, νὰ κάνεις δεύτερη ὑπομονή». «Ἔ», λέει, «ἀφοῦ μπορῶ νὰ κάνω τὴν πρώτη, θὰ κάνω καὶ τὴ δεύτερη. Τὸ τρίτο», λέει, «γέροντα;» «Τὸ τρίτο», λέει, «βάλε ὑπομονή». Καὶ λέει ὁ γιατρός: «Ἐκείνη τὴν ὥρα λυπήθηκα λίγο, γιατί περίμενα νὰ πεῖ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ χάρηκα πάρα πολύ, γιατί λύθηκε τὸ πρόβλημά μου». Δὲν χρειαζόταν δηλαδὴ νὰ κάνει κανένα θαῦμα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημα τὸ σοβαρὸ ποὺ εἶχε, ἁπλᾶ λίγη ὑπομονὴ νὰ κάνει· καὶ πῆρε τὸ μάθημά του μὲ τὴν τριπλῆ ὑπομονή.
Θὰ σᾶς ἀναφέρω κάτι ποὺ ἄκουσα, ἂν θυμᾶμαι καλά, σὲ ἕνα μάθημα, τὴν Ἠθική, ποὺ τὸ διδασκόμασταν στὴν πέμπτη τάξη τοῦ τότε ἑξατάξιου γυμνασίου. Ἐκεῖ ἀνέφερε, θυμᾶμαι, σὲ ἕνα κεφάλαιο ὅτι ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν ἀρετῶν, γιατί ἡ ὑπομονὴ ἔχει μέσα της ταπείνωση, ἔχει ἐλπίδα, ἔχει ἀγάπη· δὲν μπορεῖ νὰ ὑπομένει κάποιος ἄνθρωπος χωρὶς ταπείνωση καὶ ἀγάπη, εἶναι ἀδύνατον· δηλαδὴ θὰ κάνει μιὰ καταναγκαστικὴ ὑπομονὴ ποὺ δὲν θὰ εἶναι ὑπομονή, καὶ γι’ αὐτὸ τελικὰ θὰ ὁδηγήσει σὲ ἔκρηξη. Μέσα του θὰ ἔχει πολὺ ἀρνητικὴ κατάσταση καὶ ἀντὶ νὰ ἠρεμεῖ ἡ ὕπαρξή του, θὰ ἀγριεύει ἀκόμη πιὸ πολύ. Μόνο ὁ ταπεινὸς εἶναι πρᾶος καὶ εἰρηνικός, καθὼς ἐλπίζει στὴ λύση τοῦ προβλήματος ἄνωθεν, καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὑπομένει καὶ περιμένει. Πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸ λύσει πολὺ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι ὁ ἴδιος τὸ προγραμματίζει. Καὶ ἔχουμε πολλὲς φορὲς τέτοιες ἐμπειρίες καὶ λέμε: «Δόξα τῷ Θεῷ, ποὺ πρόλαβε ὁ Θεὸς καὶ ἄλλαξε σχέδιο». Τί θὰ γινόταν, ἂν γινόταν ὅπως τὸ θέλαμε ἐμεῖς; Θὰ καταποντιζόμασταν! Ὅλα αὐτὰ φυσικὰ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας· δὲν μιλᾶμε δηλαδὴ ἐδῶ πέρα μόνο γιὰ θέματα ποὺ βολεύουν τὴν πρακτική, τὴν καθημερινὴ ζωή.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἕνα πρωινὸ ποὺ ξύπνησε, εἶδε γεμάτη τὴν ἔρημο μὲ παγίδες, καὶ εἶπε στὴν προσευχή του στὸν Θεό: «Ποιός μπορεῖ νὰ γλιτώσει ἀπὸ αὐτὲς τὶς παγίδες; Πῶς μπορεῖ νὰ γλιτώσει κανεὶς ἀπὸ αὐτὲς τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου;» Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Θεός: «Μόνο μὲ τὴν ταπείνωση». Λέει καὶ ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος στὴ δεύτερη "Εὐχαριστία" του: «Ἐσὺ ὁ ἴδιος ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ἦλθες μὲ τὴ μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη».
Ἀλλὰ ἂς προχωρήσουμε λίγο παρακάτω. Μιλᾶμε γιὰ ταπείνωση, ἀλλὰ πάνω στὴν πράξη, τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ δὲν θέλει κανεὶς νὰ ταπεινωθεῖ, θέλει νὰ διεκδικήσει τὸ δίκιο του, θέλει νὰ αὐτοδικαιωθεῖ, θέλει νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἀθῶος, ὅτι δὲν φέρει καμία εὐθύνη καὶ δὲν ἔχει καμία ἀνάμειξη σ’ αὐτὴν ἐδῶ, τέλος πάντων, τὴν μὴ καλὴ ἔκβαση τοῦ ὁποιουδήποτε γεγονότος. Καὶ παρ’ ὅλη αὐτὴ τὴν προσπάθειά του δὲν μπορεῖ τελικὰ καθόλου νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του. Καὶ θὰ πεῖ κανείς:... «Πῶς θὰ ταπεινωθοῦμε;» Ὁ πάτερ Συμεῶν ἔλεγε ὅτι, καθὼς πασχίζει κανεὶς νὰ πάει κόντρα στὰ πάθη του γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὰ καὶ βλέπει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ καταφέρει τίποτε, μπορεῖ νὰ κάνει αὐτὴ τὴν προσευχή: «Θεέ μου, βλέπεις σὲ ποιά κατάσταση βρίσκομαι, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ εἶμαι ἕρμαιο τοῦ διαβόλου. Ὅμως, νά ‘ναι εὐλογημένο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ταπεινωθῶ». Καὶ αὐτὸ εἶναι ταπείνωση. Σκεφτεῖτε μέχρι ποῦ μπορεῖ νὰ βοηθηθεῖ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος, ἂν τὸ πεῖ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θὰ τὸ πεῖ μὲ πόνο κανείς, θὰ τὸ πεῖ μὲ συναίσθηση. Ἂν τὸ πεῖ μὲ πόνο καὶ συναίσθηση, ὁπωσδήποτε μετὰ ἔρχεται καὶ ἡ ταπείνωση.
Ὅλα αὐτὰ τὰ βιώματα δὲν ἔρχονται μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ οὔτε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα· θέλει νὰ περάσουμε ἀπὸ πειρασμό, νὰ κάνουμε τὴν ὑπομονή μας, νὰ ἀντέξουμε τὸν πειρασμό. «Ἔπαρον τοὺς πειρασμοὺς καὶ οὐδεὶς ὁ σωζόμενος», λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Πῶς τὰ καταφέραμε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι χριστιανοὶ καὶ ἔχουμε ταυτίσει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς καλοπέρασης, τῆς ἄνεσης, τῆς εὔκολης λύσης! Μᾶς διαφεύγει ἡ πραγματικότητα, ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ θέλει πόνο, θέλει κόπο, θέλει θλίψη· «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14:22).
Δὲν θὰ περάσουμε ἔτσι· «ἀβρόχοις ποσὶ» κανένας δὲν θὰ σωθεῖ, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ πάθουμε πολὺ λιγότερα, ἂν προλαβαίνουμε καὶ ταπεινωνόμαστε· πολὺ λιγότερα. Ἂν ὁ Θεὸς ἔχει κανονίσει νὰ περάσει ἡ ψυχὴ ἑκατὸ πειρασμούς, ἂν ἡ ψυχὴ προλάβει καὶ ταπεινωθεῖ, ὁ Θεὸς θὰ ἀφήσει μόνο τοὺς εἴκοσι· οἱ ἄλλοι ὀγδόντα δὲν θὰ χρειάζονται πλέον.
Ὅταν πιστεύει κανεὶς εἰλικρινὰ καὶ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο στὸν Θεό, φτάνει στὴν ἀμεριμνησία μετά. Χίλια προβλήματα νὰ ἔχει, δὲν ὑποφέρει· λέει: «Ξέρει ὁ Θεός, δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ θὰ τὰ λύσω!» Ἂν ἐμεῖς λύναμε μόνοι μας τὰ προβλήματά μας, τί χρειάζεται ὁ Θεός; Ἂν προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε τὶς λύσεις σὲ ὅλα τὰ θέματά μας, καταργοῦμε τὸν Θεό, ξέρετε. Γιατί γινόμαστε ἐμεῖς θεοὶ καὶ κυβερνοῦμε ἐμεῖς καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν κόσμο· καὶ φυσικὰ βλέπετε ποῦ φτάσαμε. Καὶ δὲν ὑπάρχει πιὸ μακάρια κατάσταση ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἀμέριμνος· μέσα στὰ βάσανά του, μέσα στὰ προβλήματά του, νὰ ἔχει καὶ ἀμεριμνησία ταυτόχρονα.
Λογαριάζουμε μόνοι μας καὶ ὅσο λογαριάζουμε τόσο περισσότερα λάθη κάνουμε. Ἀλλὰ πρέπει νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο, καὶ ὁ τρόπος εἶναι ἀκριβῶς αὐτός: Κατ’ ἀρχὴν νὰ προβληματιστοῦμε. Θυμᾶστε, ὁ πάτερ Συμεῶν πολλὲς φορὲς ἔλεγε νὰ ἀνησυχήσουμε, γιατί αὐτὸ ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσε, αὐτὸ ποὺ τὸν πονοῦσε πολὺ ἦταν τὸ ὅτι δὲν ἀνησυχοῦμε τὴν καλὴ ἀνησυχία γιὰ τὸ ὅτι δὲν πᾶμε καλά, δὲν εἴμαστε χριστιανοὶ τῆς πίστεως· ζοῦμε σὰν ἀβάπτιστοι, καὶ καθὼς ἡ ἁμαρτία σήμερα ἰσοπέδωσε τὰ πάντα, μπήκαμε καὶ ἐμεῖς μέσα σ’ αὐτὸ τὸ λούκι καὶ ὅλοι λέμε: «Τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγὼ τώρα;» Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν θὰ μᾶς κρίνει μὲ βάση τὴ δική μας λογικὴ καὶ τὸ δικό μας φρόνημα καὶ τὰ δικά μας τὰ μυαλά, ὁ Θεὸς θὰ μᾶς κρίνει μὲ βάση τὶς δικές του ἐντολές.
Εἴμαστε καὶ βιαστικοί, εἴμαστε καὶ ἀνυπόμονοι καὶ θέλουμε νὰ ἐπιτύχουμε ἀποτέλεσμα μὲ τὴ δική μας τὴν τακτικὴ καὶ προοπτική. Μᾶς λείπει πολὺ τὸ στοιχεῖο τῆς ὑπομονῆς, πάρα πολύ. Διάβαζα συμπτωματικὰ ἕνα χαριτωμένο περιστατικὸ ποὺ τὸ διηγήθηκε ἕνας γιατρὸς ποὺ πήγαινε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ συνάντησε μέσα στὸ πλοιάριο ἕναν μοναχὸ· ὁ μοναχὸς αὐτὸς εἶχε τὸ χάρισμα τῆς σιωπῆς, δὲν μιλοῦσε καθόλου, ἀλλὰ καθὼς τὸν ἔβλεπε τὸν γιατρὸ πολὺ στενοχωρημένο, πολὺ προβληματισμένο, ἔσπασε τὴ σιωπή του καὶ τοῦ λέει: «Κάτι πρέπει νὰ ἔχεις, εἶσαι στενοχωρημένος!» Ἔδωσε λοιπὸν κουράγιο στὸν γιατρό, καὶ αὐτός του ἐξέθεσε τὸ πρόβλημά του. Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ὁ μοναχός: «Θὰ σοῦ πῶ τρία πράγματα νὰ ἔχεις ὑπ’ ὄψιν σου». «Τί, γέροντα;» «Τὸ ἕνα», λέει, «νὰ κάνεις ὑπομονή». Εἶπε ὁ γιατρός: «Ἄ, αὐτὸ ἐντάξει, ἀπὸ τὴν κατασκευή μου εἶμαι ἄνθρωπος ὑπομονετικὸς καὶ μπορῶ νὰ τὸ κάνω». «Τὸ δεύτερο, ἂν τσακίσει ἡ πρώτη σου ὑπομονή, νὰ κάνεις δεύτερη ὑπομονή». «Ἔ», λέει, «ἀφοῦ μπορῶ νὰ κάνω τὴν πρώτη, θὰ κάνω καὶ τὴ δεύτερη. Τὸ τρίτο», λέει, «γέροντα;» «Τὸ τρίτο», λέει, «βάλε ὑπομονή». Καὶ λέει ὁ γιατρός: «Ἐκείνη τὴν ὥρα λυπήθηκα λίγο, γιατί περίμενα νὰ πεῖ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ χάρηκα πάρα πολύ, γιατί λύθηκε τὸ πρόβλημά μου». Δὲν χρειαζόταν δηλαδὴ νὰ κάνει κανένα θαῦμα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημα τὸ σοβαρὸ ποὺ εἶχε, ἁπλᾶ λίγη ὑπομονὴ νὰ κάνει· καὶ πῆρε τὸ μάθημά του μὲ τὴν τριπλῆ ὑπομονή.
Θὰ σᾶς ἀναφέρω κάτι ποὺ ἄκουσα, ἂν θυμᾶμαι καλά, σὲ ἕνα μάθημα, τὴν Ἠθική, ποὺ τὸ διδασκόμασταν στὴν πέμπτη τάξη τοῦ τότε ἑξατάξιου γυμνασίου. Ἐκεῖ ἀνέφερε, θυμᾶμαι, σὲ ἕνα κεφάλαιο ὅτι ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν ἀρετῶν, γιατί ἡ ὑπομονὴ ἔχει μέσα της ταπείνωση, ἔχει ἐλπίδα, ἔχει ἀγάπη· δὲν μπορεῖ νὰ ὑπομένει κάποιος ἄνθρωπος χωρὶς ταπείνωση καὶ ἀγάπη, εἶναι ἀδύνατον· δηλαδὴ θὰ κάνει μιὰ καταναγκαστικὴ ὑπομονὴ ποὺ δὲν θὰ εἶναι ὑπομονή, καὶ γι’ αὐτὸ τελικὰ θὰ ὁδηγήσει σὲ ἔκρηξη. Μέσα του θὰ ἔχει πολὺ ἀρνητικὴ κατάσταση καὶ ἀντὶ νὰ ἠρεμεῖ ἡ ὕπαρξή του, θὰ ἀγριεύει ἀκόμη πιὸ πολύ. Μόνο ὁ ταπεινὸς εἶναι πρᾶος καὶ εἰρηνικός, καθὼς ἐλπίζει στὴ λύση τοῦ προβλήματος ἄνωθεν, καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὑπομένει καὶ περιμένει. Πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸ λύσει πολὺ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι ὁ ἴδιος τὸ προγραμματίζει. Καὶ ἔχουμε πολλὲς φορὲς τέτοιες ἐμπειρίες καὶ λέμε: «Δόξα τῷ Θεῷ, ποὺ πρόλαβε ὁ Θεὸς καὶ ἄλλαξε σχέδιο». Τί θὰ γινόταν, ἂν γινόταν ὅπως τὸ θέλαμε ἐμεῖς; Θὰ καταποντιζόμασταν! Ὅλα αὐτὰ φυσικὰ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας· δὲν μιλᾶμε δηλαδὴ ἐδῶ πέρα μόνο γιὰ θέματα ποὺ βολεύουν τὴν πρακτική, τὴν καθημερινὴ ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου