Στὶς ἑπτὰ Ἰανουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, τὸν χαρακτήρισε ὡς τὸν μέγιστο ἄνθρωπο ὅλου τοῦ κόσμου: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοὶς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθαίου: 11,11). Ἐπιπροσθέτως νὰ ἐπισημάνουμε, ὅτι τὸ ὄνομα Ἰωάννης ἔχει ἑβραϊκὴ ρίζα καὶ στὰ ἑλληνικὰ ἑρμηνεύεται ὡς δῶρο Θεοῦ, δηλαδὴ Θεόδωρος.
Μετὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο στὴν Ἑλληνικὴ καὶ παγκόσμια ἱστορία (ἐκκλησιαστικὴ καὶ κοσμική), καταγράφηκαν πολλὰ καὶ σημαντικὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἔφεραν τὸ ὄνομα Ἰωάννης.
Στὴν πόλη τοῦ Διδυμοτείχου καὶ στὴν ἱστορική της διαχρονία, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ λείψουν σπουδαῖες προσωπικότητες ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Σύμφωνα μὲ μία προσωπικὴ ἔρευνα ἐντόπισα δέκα Γιάννηδες, οἱ ὁποῖοι, εἴτε... γεννήθηκαν καὶ κατάγονται ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο, εἴτε κατάγονται ἀπὸ ἄλλα μέρη καὶ ἔδρασαν στὴν ἱστορική μας Καστροπολιτεία.
1. Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Νέος – τοπικὸς ἅγιος (τέλος 10ου ἀρχὲς 11ου αἰῶνα)
Ὁ πρῶτος Ἰωάννης τοῦ Διδυμοτείχου ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἱστορικὴ πηγὴ εἶναι ἕνας τοπικὸς ἅγιος. Πρόκειται γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Νέο, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα. Τὸν βίο του συνέγραψε ὁ μεγάλος λόγιος, πολιτικὸς καὶ πανεπιστήμων τοῦ 14ου αἰῶνα Θεόδωρος Μετοχίτης. Στὸν βίο ἀναφέρει, ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ δίπλα στὴν πόλη τοῦ Διδυμοτείχου (εἰκάζουμε ὅτι ἦταν τὸ παλαιὸ Κουφόβουνο) καὶ ὅτι ἀπὸ μικρὸς εἶχε τὴν κλήση πρὸς τὸν μοναχισμό. Ἔτσι ἔγινε μοναχὸς καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκητεύει σὲ κάποια σπήλαια τῆς περιοχῆς. Κάποια στιγμὴ ἕνας ἄρχοντας τοῦ Διδυμοτείχου τὸν συνάντησε (προφανῶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Βλασίου), καὶ ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν φωτισμένο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πρότεινε νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα μοναστήρι, ὅπου θὰ ἀναλάβει την ἠγουμενία καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς ἀδελφότητας ποὺ θὰ δημιουργηθεῖ. Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιρρήσεις, τελικὰ ὁ Ἰωάννης δέχθηκε καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε ἕνα μοναστήρι πολὺ κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Διδυμοτείχου. Ἡ μονὴ αὐτὴ ἔγινε ξακουστή, καθὼς τὴν πλαισίωσαν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ συνεχῶς αὐξανόταν ἡ πνευματική τους πρόοδος. Εὐχαριστημένος ὁ ἄρχοντας τοῦ Διδυμοτείχου μὲ αὐτὴ τὴν ἐξέλιξη, δώρισε ἕνα μεγάλο ποσὸ στὴ μονή, προκειμένου νὰ ἀνεγερθεῖ ἕνας περίλαμπρος ναός. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Νέος κατόρθωσε νὰ χτίσει τὸν ναὸ καὶ μετὰ τὴν ὁσιακή του κοίμηση, τὸ λείψανό του ἀποτέλεσε ἕναν θησαυρὸ καὶ πηγὴ θαυματουργικῶν ἰάσεων γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Χαρακτηριστικὰ ὁ βιογράφος του ἀναφέρει, ὅτι γιὰ νὰ ἐξιστορήσουμε καθένα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτοῦ τοῦ ἀνδρός, θὰ ἦταν ἔργο καθαρῆς τρέλας καὶ θὰ ἔμοιαζε μὲ τὸ ἐγχείρημα νὰ μετρήσει κανεὶς τὴν ἄμμο στὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν τοποθεσία ὅπου βρισκόταν ἡ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Νέου, ὑπάρχουν ἰσχυρὲς ἐνδείξεις γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Βλασίου, μεταξὺ Διδυμοτείχου καὶ Κουφοβούνου, καθὼς ἐκεῖ βρέθηκαν θεμέλια ἀπὸ ἕναν βυζαντινὸ ναό, ὁ ὁποῖος προφανῶς ἦταν τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς.
2. Ἰωάννης Καματηρός - Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (12ος αἰῶνας – 1206)
Ἑπόμενος Ἰωάννης ποὺ σχετίστηκε μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Διδυμοτείχου, εἶναι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Ι΄ Καματηρός, ὁ ὁποῖος διετέλεσε πατριάρχης ἀπὸ τὸ 1198 ἕως τὸ 1206. Τὸ 1204 οἱ Φράγκοι σταυροφόροι κατέλαβαν καὶ λεηλάτησαν τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου προέβησαν καὶ σὲ πολλὲς καταστροφές, σφαγὲς καὶ βιασμοὺς τοῦ πληθυσμοῦ. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν βάρβαρων ἐνεργειῶν, ἦταν πολλοὶ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ φύγουν μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο καὶ μὲ πολλὲς δυσκολίες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ἄλλες περιοχές. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καματηρός, ὁ ὁποῖος εἶχε μείνει στὸ πλευρὸ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Λάσκαρη, μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμὲς ποὺ ἀντιστεκόταν οἱ Ἕλληνες τῆς Πόλης. Μετὰ τὴν ἅλωση ἐπέλεξε νὰ καταφύγει στὸ Διδυμότειχο, ἀφοῦ πρῶτα παρέμεινε γιὰ λίγο στὴ Σηλυβρία. Γεγονὸς εἶναι, ὅτι τὸ Διδυμότειχο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀναδείχθηκε σὲ ἕνα ἐπαναστατικὸ κέντρο κατὰ τῶν Φράγκων. Ἡ ἰσχυρὴ στρατιωτικὴ ἀριστοκρατία τῆς πόλης, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καματηρό, ζήτησαν τὴ βοήθεια τοῦ τσάρου τῶν Βουλγάρων Ἰωαννίτση (Σκυλογιάννης γιὰ τοὺς Ἕλληνες, Καλογιάννης γιὰ τοὺς Βουλγάρους, ἀκόμη ἕνας Ἰωάννης - μὴ Ἕλληνας - στὴν ἱστορία του Διδυμοτείχου), καὶ στὸ τέλος τοῦ 1204 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1205 συνήφθη μία συμμαχία. Τὸ 1205 πεθαίνει ὁ Φράγκος φρούραρχος τοῦ Διδυμοτείχου Οὖγκο του Σαὶν Πώλ, ἄμεσα οἱ Διδυμοτειχίτες ἐκμεταλλεύτηκαν τὸ γεγονὸς καὶ ξεσηκώθηκαν ἐξολοθρεύοντας τὴ φρουρὰ τῶν Φράγκων.
Μετὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο στὴν Ἑλληνικὴ καὶ παγκόσμια ἱστορία (ἐκκλησιαστικὴ καὶ κοσμική), καταγράφηκαν πολλὰ καὶ σημαντικὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἔφεραν τὸ ὄνομα Ἰωάννης.
Στὴν πόλη τοῦ Διδυμοτείχου καὶ στὴν ἱστορική της διαχρονία, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ λείψουν σπουδαῖες προσωπικότητες ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Σύμφωνα μὲ μία προσωπικὴ ἔρευνα ἐντόπισα δέκα Γιάννηδες, οἱ ὁποῖοι, εἴτε... γεννήθηκαν καὶ κατάγονται ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο, εἴτε κατάγονται ἀπὸ ἄλλα μέρη καὶ ἔδρασαν στὴν ἱστορική μας Καστροπολιτεία.
1. Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Νέος – τοπικὸς ἅγιος (τέλος 10ου ἀρχὲς 11ου αἰῶνα)
Ὁ πρῶτος Ἰωάννης τοῦ Διδυμοτείχου ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἱστορικὴ πηγὴ εἶναι ἕνας τοπικὸς ἅγιος. Πρόκειται γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Νέο, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα. Τὸν βίο του συνέγραψε ὁ μεγάλος λόγιος, πολιτικὸς καὶ πανεπιστήμων τοῦ 14ου αἰῶνα Θεόδωρος Μετοχίτης. Στὸν βίο ἀναφέρει, ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ δίπλα στὴν πόλη τοῦ Διδυμοτείχου (εἰκάζουμε ὅτι ἦταν τὸ παλαιὸ Κουφόβουνο) καὶ ὅτι ἀπὸ μικρὸς εἶχε τὴν κλήση πρὸς τὸν μοναχισμό. Ἔτσι ἔγινε μοναχὸς καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκητεύει σὲ κάποια σπήλαια τῆς περιοχῆς. Κάποια στιγμὴ ἕνας ἄρχοντας τοῦ Διδυμοτείχου τὸν συνάντησε (προφανῶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Βλασίου), καὶ ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν φωτισμένο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πρότεινε νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα μοναστήρι, ὅπου θὰ ἀναλάβει την ἠγουμενία καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς ἀδελφότητας ποὺ θὰ δημιουργηθεῖ. Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιρρήσεις, τελικὰ ὁ Ἰωάννης δέχθηκε καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε ἕνα μοναστήρι πολὺ κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Διδυμοτείχου. Ἡ μονὴ αὐτὴ ἔγινε ξακουστή, καθὼς τὴν πλαισίωσαν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ συνεχῶς αὐξανόταν ἡ πνευματική τους πρόοδος. Εὐχαριστημένος ὁ ἄρχοντας τοῦ Διδυμοτείχου μὲ αὐτὴ τὴν ἐξέλιξη, δώρισε ἕνα μεγάλο ποσὸ στὴ μονή, προκειμένου νὰ ἀνεγερθεῖ ἕνας περίλαμπρος ναός. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Νέος κατόρθωσε νὰ χτίσει τὸν ναὸ καὶ μετὰ τὴν ὁσιακή του κοίμηση, τὸ λείψανό του ἀποτέλεσε ἕναν θησαυρὸ καὶ πηγὴ θαυματουργικῶν ἰάσεων γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Χαρακτηριστικὰ ὁ βιογράφος του ἀναφέρει, ὅτι γιὰ νὰ ἐξιστορήσουμε καθένα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτοῦ τοῦ ἀνδρός, θὰ ἦταν ἔργο καθαρῆς τρέλας καὶ θὰ ἔμοιαζε μὲ τὸ ἐγχείρημα νὰ μετρήσει κανεὶς τὴν ἄμμο στὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν τοποθεσία ὅπου βρισκόταν ἡ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Νέου, ὑπάρχουν ἰσχυρὲς ἐνδείξεις γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Βλασίου, μεταξὺ Διδυμοτείχου καὶ Κουφοβούνου, καθὼς ἐκεῖ βρέθηκαν θεμέλια ἀπὸ ἕναν βυζαντινὸ ναό, ὁ ὁποῖος προφανῶς ἦταν τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς.
2. Ἰωάννης Καματηρός - Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (12ος αἰῶνας – 1206)
Ἑπόμενος Ἰωάννης ποὺ σχετίστηκε μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Διδυμοτείχου, εἶναι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Ι΄ Καματηρός, ὁ ὁποῖος διετέλεσε πατριάρχης ἀπὸ τὸ 1198 ἕως τὸ 1206. Τὸ 1204 οἱ Φράγκοι σταυροφόροι κατέλαβαν καὶ λεηλάτησαν τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου προέβησαν καὶ σὲ πολλὲς καταστροφές, σφαγὲς καὶ βιασμοὺς τοῦ πληθυσμοῦ. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν βάρβαρων ἐνεργειῶν, ἦταν πολλοὶ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ φύγουν μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο καὶ μὲ πολλὲς δυσκολίες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ἄλλες περιοχές. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καματηρός, ὁ ὁποῖος εἶχε μείνει στὸ πλευρὸ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Λάσκαρη, μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμὲς ποὺ ἀντιστεκόταν οἱ Ἕλληνες τῆς Πόλης. Μετὰ τὴν ἅλωση ἐπέλεξε νὰ καταφύγει στὸ Διδυμότειχο, ἀφοῦ πρῶτα παρέμεινε γιὰ λίγο στὴ Σηλυβρία. Γεγονὸς εἶναι, ὅτι τὸ Διδυμότειχο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀναδείχθηκε σὲ ἕνα ἐπαναστατικὸ κέντρο κατὰ τῶν Φράγκων. Ἡ ἰσχυρὴ στρατιωτικὴ ἀριστοκρατία τῆς πόλης, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καματηρό, ζήτησαν τὴ βοήθεια τοῦ τσάρου τῶν Βουλγάρων Ἰωαννίτση (Σκυλογιάννης γιὰ τοὺς Ἕλληνες, Καλογιάννης γιὰ τοὺς Βουλγάρους, ἀκόμη ἕνας Ἰωάννης - μὴ Ἕλληνας - στὴν ἱστορία του Διδυμοτείχου), καὶ στὸ τέλος τοῦ 1204 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1205 συνήφθη μία συμμαχία. Τὸ 1205 πεθαίνει ὁ Φράγκος φρούραρχος τοῦ Διδυμοτείχου Οὖγκο του Σαὶν Πώλ, ἄμεσα οἱ Διδυμοτειχίτες ἐκμεταλλεύτηκαν τὸ γεγονὸς καὶ ξεσηκώθηκαν ἐξολοθρεύοντας τὴ φρουρὰ τῶν Φράγκων.
Οἱ Φράγκοι ἀναγκασμένοι νὰ ἀντιδράσουν πέρασαν στὴν ἀντεπίθεση. Μετὰ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθεια ἀνακατάληψης τῆς Ἀδριανούπολης, στράφηκαν πρὸς τὸ Διδυμότειχο. Ἡ γενικὴ ἔφοδος ὁρίστηκε νὰ γίνει ἀνήμερα τῆς πεντηκοστῆς, ὅλος ὁ λαός του Διδυμοτείχου τότε προσευχήθηκε στὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μαζί τους καὶ ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Καματηρός. Οἱ δεήσεις των Διδυμοτειχιτῶν εἰσακούστηκαν καθὼς ἐνῷ τίποτα δὲν προμήνυε κακοκαιρία, ξαφνικὰ ἄρχισε μιὰ δυνατὴ νεροποντή, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φουσκώσουν τὰ νερά του Ἐρυθροποτάμου, καὶ νὰ παρασύρουν τὶς πολιορκητικὲς μηχανὲς καὶ μεγάλο μέρος τοῦ στρατοῦ τῶν πολιορκητῶν. Παρεπόμενο τῆς νεροποντῆς ἦταν νὰ λυθεῖ ἡ πολιορκία καὶ οἱ ἐναπομείνασες δυνάμεις τῶν Φράγκων ποὺ διασώθηκαν νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὴν περιοχή. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ γιορτάζουμε μέχρι καὶ σήμερα στὸ Διδυμότειχο κάθε Πεντηκοστή, πραγματοποιῶντας τὸ λεγόμενο Καλὲ Πανηγύρι, τὸ ὁποῖο ἐδῶ καὶ αἰῶνες εἶναι διανθισμένο μὲ μιὰ πλούσια λαογραφικὴ καὶ πολιτιστικὴ παράδοση.
Ἡ συμμαχία μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Βουλγάρων δὲν κράτησε γιὰ πολύ, καθὼς ὁ Βούλγαρος τσάρος Ἰωαννίτσης στράφηκε κατὰ τῶν δύο ἰσχυρῶν κάστρων τῆς Θράκης, τοῦ Διδυμοτείχου καὶ τῆς Ἀδριανούπολης. Πολιόρκησε τὸ Διδυμότειχο τὴν ἄνοιξη τοῦ 1206, ἡ πολιορκία κράτησε μέχρι τὶς 26 Ἰουνίου τοῦ ἴδιου ἔτους, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἐκοιμήθη ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καματηρὸς στὸ Διδυμότειχο. Ὁ Φίλιππος Γιαννόπουλος στὸ βιβλίο ποὺ συνέγραψε γιὰ τὴν πόλη μας, «Διδυμότειχο ἡ ἱστορία ἑνὸς Βυζαντινοῦ ὀχυροῦ» ἀναφέρει ὅτι : «ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Ι΄ Καματηρὸς εἶχε ἀσφαλῶς ἀναγνωρίσει τὴ σημασία του Διδυμοτείχου γιὰ τὸ παιχνίδι ἰσχύος καὶ πολιτικῆς ἐξουσίας στὸ πεδίο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες, τοὺς Λατίνους καὶ τοὺς Βουλγάρους, ἡ παραμονή του χαρακτηρίζει τὸ Διδυμότειχο ὡς κέντρο τῆς ἀντίστασης τοῦ ἑλληνισμοῦ κατὰ τῆς Λατινικῆς Αὐτοκρατορίας».
3. Ἅγιος Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης – Αὐτοκράτορας τῆς Ρωμανίας/Βυζαντίου (1193–1254)
Κατὰ τὴν ταπεινή μου ἄποψη, ἡ μεγαλύτερη σὲ ἱστορικὴ ἀξία προσωπικότητα τῆς πόλης τοῦ Διδυμοτείχου, εἶναι ὁ Ἅγιος καὶ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης, ὁ ὁποῖος ἦταν ὄντως ἕνα δῶρο Θεοῦ γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ τοῦ 13ου αἰῶνα. Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε στὸ Διδυμότειχο τὸ 1193 καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Ἔζησε καὶ αὐτὸς στὰ δύσκολα χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας, βιώνοντας σὲ ἡλικία ἕνδεκα ἕως δεκατριῶν ἐτῶν τὰ γεγονότα τῆς ἅλωσης καὶ τῆς ἐπανάστασης τοῦ Διδυμοτείχου κατὰ τῶν Φράγκων ποὺ περιγράψαμε παραπάνω.
Μετὰ τὸ 1206 ἔφυγε ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο καὶ κατευθύνθηκε στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ὁ μετέπειτα πεθερὸς του Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης κατάφερε νὰ δημιουργήσει μία ἑστία ἀντίστασης κατὰ τῶν Φράγκων. Τὸ 1222 πέθανε ὁ Θεόδωρος καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Ἰωάννης Βατάτζης, ὑπῆρξε ἕνας ἱκανότατος ἡγέτης σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, διαθέτοντας μία συνολικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ διακυβέρνηση τοῦ κράτους του. Κατάφερε νὰ δημιουργήσει ἕνα κράτος ἰσχυρὸ σὲ στρατιωτικό, οἰκονομικὸ καὶ διπλωματικὸ ἐπίπεδο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπελευθερώσει πολλὲς περιοχὲς τὶς πάλαι ποτὲ κραταιᾶς αὐτοκρατορίας, τὶς ὁποῖες κρατοῦσαν Φράγκοι, Βούλγαροι καὶ Τοῦρκοι. Ἡ κοινωνική του πολιτικὴ ἦταν ἄκρως φιλολαϊκὴ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν «Πατέρα τῶν Ἑλλήνων», καὶ τοῦ εἶχαν προσδώσει τὸ ἐπίθετο «Ἐλεήμονας». Ἐπίσης βοήθησε στὴν ἀνάπτυξη τῆς παιδείας ἱδρύοντας σχολὲς καὶ βιβλιοθῆκες. Πρὸς τὸ τέλος τῆς βασιλείας του, τὸ κράτος της Νίκαιας εἶχε ἐπεκτείνει τὰ σύνορά του καὶ εἶχε βάλει τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἐκοιμήθη στὶς 4 Νοεμβρίου τοῦ 1254, χτυπημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἐπιληψίας. Κατόπιν ἐπιθυμίας του ἡ ταφή του ἔγινε στὴ Μονὴ Σωσάνδρων κοντὰ στὴν πόλη της Μαγνησίας στὴ Μικρασία. Ἑπτὰ χρόνια μετὰ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου του, ὅπου βρέθηκε ἄφθορο καὶ νὰ εὐωδιάζει, σημάδι τῆς ἁγιότητάς του. Ἡ λάρνακα μὲ τὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴ Μαγνησία, ὅπου πλῆθος κόσμου τὸ προσκυνοῦσε καὶ λάμβανε θαυματουργικὲς ἰάσεις. Πλέον ὁ Ἰωάννης Βατάτζης στὴ συνείδηση τοῦ κόσμου δὲν ἦταν μόνο ἕνας Ἐλεήμονας βασιλιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἕνας Ἰαματικὸς ἅγιος, γεγονὸς ποὺ ἀναφέρεται καὶ στὴν βυζαντινὴ ἀκολουθία του, ἡ ὁποία γράφτηκε γύρω στὸ 1420. Τὰ ἑπόμενα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του, λόγο τῆς κακῆς πολιτικῆς τῶν Παλαιολόγων, ἡ Μικρὰ Ἀσία, κομμάτι κομμάτι ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Ὁ Βατάτζης μὲ θαύματα καλοῦσε τοὺς Μικρασιᾶτες νὰ ἀγωνιστοῦν καὶ ἔδινε κουράγιο στὰ δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς. Οἱ Ρωμῆοι στὶς περιοχές της Μαγνησίας καὶ τοῦ Νυμφαίου, τὸν τιμοῦσαν ὡς τοπικὸ ἅγιο κάθε χρόνο στὶς 4 Νοεμβρίου. Στὴ Μαγνησία στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ὑπῆρχε τὸ ἄφθαρτο λείψανό του, μετὰ ὅμως τὴν καταστροφὴ τοῦ 1922 δὲν γνωρίζουμε τί ἀπέγινε τὸ λείψανο, καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Βατάτζη ἔχει ταυτιστεῖ μὲ θρύλους ποὺ τὸν θέλουν ὡς τὸν Μαρμαρωμένο Βασιλιᾶ, ποὺ θὰ ἐγερθεῖ τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ σώσει την Ρωμηοσύνη. Στὴ γενέτειρά του τὸ Διδυμότειχο, ἀπὸ τὸ 2010 ὑπάρχει ναὸς ἀφιερωμένος στὴ μνήμη του, καὶ κάθε χρόνο στὶς 4 Νοεμβρίου ἡ τοπική μας Μητρόπολη διοργανώνει τὶς Θρησκευτικὲς καὶ πολιτιστικὲς ἐκδηλώσεις μὲ τὴν ἐπωνυμία «Βατάτζεια».
4. Ἰωάννης Στ΄ Καντακουζηνός - Αὐτοκράτορας τῆς Ρωμανίας/Βυζαντίου (1292-1383)
Ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς γεννήθηκε τὸ 1292, ἦταν γιὸς τοῦ Μιχαὴλ καὶ τῆς Θεοδώρας Καντακουζηνοῦ. Κατὰ τὸν πρῶτο ἐμφύλιο πόλεμο τῶν Παλαιολόγων (1321-1328), μεταξὺ τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ (παπποῦ) καὶ τοῦ Ἀνδρονίκου Γ΄ (ἐγγονοῦ), πῆρε τὸ μέρος τοῦ δευτέρου, καὶ ἔχοντας ὡς ἕδρα τους τὸ κάστρο του Διδυμοτείχου, κατάφεραν νὰ ὑπερισχύσουν καὶ νὰ βγοῦν νικητές. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀνδρονίκου Γ΄ τὸ 1341, ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ὠθούμενος ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτές του, καὶ προκειμένου νὰ καλύψει τὸ κενὸ ἐξουσίας, στέφθηκε αὐτοκράτορας στὸ παλάτι ἐπάνω στὸ κάστρο του Διδυμοτείχου (στὴν οὐσία στέφθηκε συναυτοκράτορας καθὼς σεβάστηκε τὰ κληρονομικὰ δικαιώματα τοῦ νεαροῦ γιοῦ τοῦ Ἀνδρονίκου Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγου). Ἡ στέψη αὐτὴ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ τοῦ δευτέρου ἐμφυλίου τῶν Παλαιολόγων (1341-1347), ὅπου καὶ πάλι τὸ Διδυμότειχο ἐπιλέχθηκε ὡς ἕδρα καὶ ὁρμητήριο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, ἀντέχοντας στὶς πολιορκίες τῶν ἀντιπάλων του καὶ δίνοντας τοῦ ἕνα συγκριτικὸ πλεονέκτημα γιὰ τὴν τελική του ἐπικράτηση τὸ 1347, ὅταν καὶ μπῆκε θριαμβευτὴς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀντίπαλοι τοῦ Καντακουζηνοῦ ἦταν ἡ χεῖρα σύζυγος τοῦ Ἀνδρονίκου Γ΄ Ἄννα της Σαβοΐας, ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας καὶ ὁ μέγας Δούκας Ἀλέξιος Ἀπόκαυκος, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὴν ἀντιβασιλεία τοῦ νεαροῦ διαδόχου. Μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτές του Καντακουζηνοῦ τὸ Διδυμότειχο ἀναβαθμίστηκε καὶ λειτούργησε ὡς πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας, καθὼς στὴν ἱστορικὴ Καστροπολιτεία τῆς Θράκης ὁ Καντακουζηνὸς συνομιλοῦσε μὲ πρέσβεις ἀπὸ ἄλλες περιοχὲς καὶ διοικοῦσε τὰ ὑπόλοιπα τμήματα του. Ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς στέψης του Καντακουζηνοῦ στὸ Διδυμότειχο κατατάσσει τὴν πόλη, στὴν κατηγορία τῶν ἐλάχιστων πόλεων ὅπου στέφθηκαν Αὐτοκράτορες τῆς Ρωμανίας/Βυζαντίου. Ὡς γνωστὸν ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία στέφονταν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἄλλες πόλεις ὅπου ἔλαβε χώρα στέψη αὐτοκράτορα ἦταν : ἡ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (ὅπου ἐκεῖ στέφθηκε ὁ Διδυμοτειχίτης Ἰωάννης Βατάτζης καὶ γενικὰ ἡ Δυναστεία των Λασκαρέων), ἡ Ἀδριανούπολη (ὅπου στέφθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ Καντακουζηνὸς) καὶ ὁ Μυστρᾶς ὅπου στέφθηκε ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος. Ὁ Καντακουζηνὸς δὲν ἄφησε τὰ ἴχνη του μόνο στὸ Διδυμότειχο ἀλλὰ καὶ στὸ σημερινὸ χωριὸ Πύθιο (Ἐμπύθιο), ὅπου κατασκεύασε κάστρο μὲ σκοπὸ νὰ ἀποτελέσει τὸ προσωπικό του καταφύγιο στὶς ἐπιχειρήσεις ποὺ διεξήγαγε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ μάχη του Ἐμπυθίου τὸ 1352.
Στὸ τέλος τοῦ 1354 ἐγκατέλειψε τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ, λειτουργῶντας γιὰ πολλὰ χρόνια ὡς σύμβουλος τοῦ Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Πέθανε τὸ 1383 στὸν Μυστρᾶ, ὅπου ὁ γιός του Ματθαῖος ἀσκοῦσε τὰ καθήκοντα τοῦ Δεσπότη (κυβερνήτη) τοῦ Μοριᾶ.
5. Ἰωάννης ΙΔ΄ Καλέκας - Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1282-1347)
Σύμφωνα μὲ τὸν Μανουὴλ Γεδεῶν (Πατριαρχικοὶ Πίνακες), ὁ Ἰωάννης Καλέκας γεννήθηκε περὶ τὸ 1283-84 στὸν Ἄπρο τῆς Θράκης «ὅθεν ἐλέγετο Ἀπρηνός, ἐπωνυμεῖτο δὲ Καλέκας». Διετέλεσε πατριάρχης ἀπὸ τὸ 1334 ἕως τὸ 1347. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πατριαρχίας του ἐξέδωσε διάφορες συνοδικὲς πράξεις, μία ἐξ αὐτῶν ἀφοροῦσε καὶ τὸ Διδυμότειχο, καθὼς τὸ 1340 μετέτρεψε τὴν Μονὴ Παναγίας Ὁδηγήτριας ἀπὸ γυναικεία σὲ ἀνδρική. Ὅπως προαναφέραμε παραπάνω ὁ Καλέκας ὑπῆρξε ἐχθρὸς τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ καὶ ἀποτέλεσε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία μέλη τῆς ἀντιβασιλείας τοῦ νεαροῦ Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Διαδραμάτισε καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του ἀρνητικὸ ρόλο μὲ τὴν ἐμπλοκή του στὸν δεύτερο καὶ καταστρεπτικότερο ἐμφύλιο πόλεμο τῶν Παλαιολόγων. Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Καντακουζηνοῦ τὸ 1347 καὶ τὴν εἴσοδο τοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἰωάννης Καλέκας ὡς ἐπικίνδυνος πολιτικός του ἀντίπαλος, καθαιρέθηκε καὶ ἐκτοπίστηκε στὸ Διδυμότειχο σὲ αὐστηρὴ ἀπομόνωση. Σύμφωνα μὲ πηγὲς ὁ Καλέκας πέθανε στὸ Διδυμότειχο τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1347.
6. Ἰωάννης Ε΄ Παλαιολόγος - Αὐτοκράτορας τῆς Ρωμανίας/Βυζαντίου (1332-1391)
Ὁ Ἰωάννης Ε΄ Παλαιολόγος ἦταν γιὸς τοῦ Ἀνδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου καὶ τῆς Ἄννας της Σαβοΐας, γεννήθηκε στὸ Διδυμότειχο στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ 1332. Ὁ ἱστορικὸς Νικηφόρος Γρηγορὰς ἀναφέρει, ὅτι γιὰ νὰ γιορτάσει ὁ πατέρας του τὸ γεγονὸς τῆς γέννησής του διοργάνωσε στὸ Διδυμότειχο ἀθλητικοὺς ἀγῶνες κατὰ μίμηση τῶν Ὀλυμπιακῶν, ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει. Καθὼς προαναφέραμε ὁ Ἀνδρόνικος Γ΄ πέθανε τὸ 1341, ὅταν ὁ Ἰωάννης ἦταν μόλις ἐννέα ἐτῶν καὶ φυσικὰ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δημιουργήθηκε ἡ ἀντιβασιλεία, ἀποτελούμενη ἀπὸ τὴ μητέρα του, τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὸν μεγάλο Δούκα Ἀλέξιο Ἀπόκαυκο, οἱ ὁποῖοι συγκρούστηκαν μέχρι τὸ 1347 μὲ τὸν Ἰωάννη Καντακουζηνό. Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς ἐνδοδυναστικὲς ἔριδες μεγάλωσε καὶ ἐνηλικιώθηκε ὁ νεαρὸς Ἰωάννης. Μετὰ τὸ 1347 ὁ Καντακουζηνὸς εἶναι πλέον ὁ κυρίαρχος τῶν καταστάσεων, παρόλα αὐτὰ ὅμως πείθει τοὺς ὑποστηρικτές του νὰ δώσουν ὅρκο πίστης καὶ στὸν Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, καὶ ἀκολούθως τὸν κάνει γαμπρό του, δίδοντας τοῦ γιὰ γυναῖκα του τὴν κόρη του Ἑλένη, γεγονὸς ποὺ δυσαρεστεῖ τὸν μεγάλο τοῦ γιὸ Ματθαῖο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρξουν προστριβὲς μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἰωάννη Ε΄. Προσπαθῶντας νὰ βρεθεῖ μία συμβιβαστικὴ λύση ἀνάμεσα στοὺς δύο νεαρούς, γίνεται μία κατανομὴ περιοχῶν, ὅπου στὸν Ἰωάννη Ε΄ κατέληξε ὁ γενέθλιος τόπος του, τὸ κάστρο του Διδυμοτείχου, δίχως ὅμως νὰ σταματήσουν οἱ μεταξύ τους προστριβές. Ἡ ἀναπόφευκτη σύγκρουση Καντακουζηνῶν καὶ Παλαιολόγων ἔλαβε χώρα στὰ τέλη τοῦ 1352 στὴν περιοχή του Ἐμπυθίου (Πυθίου) καὶ νικητὲς ἀναδείχθηκαν ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς καὶ οἱ Τοῦρκοι σύμμαχοί του. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια τὸ 1354 ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς παραιτεῖται ἑκουσίως ἀπὸ τὸν θρόνο τῶν Ρωμαίων/Βυζαντινῶν, καὶ πλέον ὁ Ἰωάννης Ε΄ Παλαιολόγος εἶναι ὁ ἀδιαμφισβήτητος αὐτοκράτορας. Δυστυχῶς οἱ ἐμφύλιες διενέξεις τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 14ου αἰῶνα, καθὼς καὶ ὁ οἰκονομικὸς μαρασμὸς τῆς αὐτοκρατορίας, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἐπωφεληθοῦν οἱ Ὀθωμανοὶ Τοῦρκοι καὶ νὰ ἀρχίσουν νὰ καταλαμβάνουν σημαντικὲς περιοχὲς καὶ κάστρα τῆς Θράκης. Τὸ Διδυμότειχο κυριεύθηκε ὁριστικὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1361. Ὁ Ἰωάννης Ε΄ γενικότερα ὑπῆρξε μία τραγικὴ προσωπικότητα γιὰ τὴν Ρωμανία/Βυζάντιο, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας του ἦταν μπλεγμένος σὲ ἐνδοδυναστικὲς ἔριδες, γεγονὸς ποὺ ἀποδυνάμωνε τὸ κράτος. Προκειμένου νὰ βοηθηθεῖ ἀπὸ τὴ Δύση, ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ ἀσπαστεῖ τὸν παπισμό, καὶ μέχρι τὸ 1391 ποὺ πέθανε, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν καταλάβει πολλὲς περιοχές, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας.
7. Ἰωάννης Μανδαλίδης – Ἰατρὸς & Εὐεργέτης (1887-1942)
Μετὰ τοὺς Γιάννηδες τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, θὰ ἀναφερθοῦμε στοὺς Γιάννηδες τῆς νεότερης ἱστορίας τοῦ Διδυμοτείχου. Ὁ πρῶτος ποὺ ἐντοπίσαμε εἶναι ὁ εὐεργέτης Ἰωάννης Μανδαλίδης, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ Διδυμότειχο τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1886, γονεῖς του ἦταν ὁ Πέτρος Ι. Μανδαλίδης, ἔμπορος γουναρικῶν καὶ ἡ Σταματία Μανδαλίδου τὸ γένος Σίπκα. Ἐπίσης εἶχε καὶ δύο ἀδερφές, τὴν Βάγια καὶ τὴν Κυριακή. Σὲ μιὰ περίοδο ἀπουσίας τῶν γονιῶν του, ὅταν ὁ Ἰωάννης ἦταν 5 ἢ 6 ἐτῶν, διέμενε μαζὶ μὲ τὴ γιαγιὰ καὶ τὸν παπποῦ του, ὁ ὁποῖος ἦταν κτηνοτρόφος προβάτων, τὸ σπίτι βρισκόταν στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ λόφου τοῦ κάστρου. Κάποια μέρα λόγῳ σφοδρῆς καταιγίδας, ξεκόλλησαν βράχοι ἀπὸ τὸν λόφο τοῦ κάστρου καὶ ἔπεσαν ἐπάνω στὸ σπίτι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστραφεῖ ὁλοσχερῶς. Ὁ Ἰωάννης καὶ ἡ γιαγιά του (ἡ ὁποία τραυματίστηκε σοβαρὰ) σώθηκαν ἀπὸ θαῦμα.
Ἑνάμισι ἔτος μετὰ τὸ τραγικὸ συμβάν, καὶ ἀφοῦ εἶχε θεραπευτεῖ ἡ γιαγιά του, πῆρε τὸν μικρὸ Ἰωάννη καὶ κατευθύνθηκαν στὴ Φιλιππούπολη, ὅπου ἐκεῖ διαβιοῦσε ὁ ἄλλος γιός της ὁ Δημήτριος Μανδαλίδης. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα στὸ δημοτικὸ σχολεῖο, καὶ ἀκολούθως γιὰ τὶς γυμνασιακές του σπουδὲς φοίτησε στὰ περίφημα ¨Ζαρίφεια Διδασκαλεῖα¨. Τελειώνοντας ἡ φοίτησή του στὴ Φιλιππούπολη, καὶ ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε πεθάνει ἡ γιαγιά του, ἀποφάσισε νὰ φύγει καὶ νὰ κατευθυνθεῖ στὴν Ἀδριανούπολη γιὰ τὴν συνέχιση τῶν σπουδῶν του, καὶ ἀκολούθως εἰσήχθη στὴν ὀδοντιατρικὴ σχολὴ τοῦ πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κατάφερε νὰ πάρει τὸ πτυχίο τοῦ ὀδοντιάτρου στὶς 23 Ἰανουαρίου 1909. Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονίσουμε, ὅτι καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του, εἶχε ὡς βασικό του στήριγμα καὶ συνοδοιπόρο τὴν ἀδερφή του Βάγια, ἡ ὁποία προσπαθοῦσε πάντα νὰ τὸν ἐνθαρρύνει καὶ νὰ τοῦ δίνει κουράγιο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων του. Ἐπίσης νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι διδάχθηκε καὶ ὁμιλοῦσε τὶς παρακάτω ξένες γλῶσσες : Τουρκική, Βουλγαρική, Γαλλικὴ καὶ Ἀγγλική, γεγονὸς ποὺ καταδεικνύει τὴ φιλομάθεια καὶ τὴν ὀξυδέρκειά του.
Ἀνήσυχο πνεῦμα ὁ Ἰωάννης Μανδαλίδης, ἀποφάσισε νὰ διευρύνει τὶς σπουδές του καὶ ἔτσι πρὸς τὸ τέλος τοῦ 1910 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1911, μετέβη μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή του Βάγια στὴν Ἀμερικὴ καὶ εἰσήχθη στὴν Ὀδοντιατρικὴ Σχολὴ τῆς Νέας Ὑόρκης (Dental school of America), ἐνῷ παράλληλα ἐργαζόταν σ’ ἕνα ὀδοντιατρεῖο. Ἡ ἀκαταπόνητη ἐργασία καὶ τῶν δύο, καθὼς καὶ οἱ κερδοφόρες ἐπενδύσεις τους στὸ χρηματιστήριο, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσουν μιὰ ἀξιόλογη περιουσία. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ περίπου ἑπτὰ χρόνια καὶ ἐνῷ εἶχε λάβει τὸ πτυχίο τοῦ Ἀμερικανικοῦ πανεπιστημίου στὶς 15 Φεβρουαρίου 1915, ὁ Ἰωάννης Μανδαλίδης καὶ ἡ ἀδερφή του ἀποφάσισαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρίδα.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ τὰ δύο ἀδέρφια ἐγκαταστάθηκαν ὁριστικὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸ 1920 ὁ Μανδαλίδης ἐπισκέφθηκε καὶ τὴ γενέτειρά του, τὸ Διδυμότειχο, ὅπου βλέποντας τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν συμπολιτῶν του, ἀποφάσισε νὰ βοηθήσει τὸν τόπο του. Ἔτσι διέθεσε χρήματα ἀπὸ τὴν περιουσία ποὺ εἶχε δημιουργήσει στὴν Ἀμερική, γιὰ τὴν κατασκευὴ σύγχρονου ἀλευρόμυλου, ὁ ὁποῖος παράλληλα παρήγαγε καὶ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα. Ἡ λειτουργία του ξεκίνησε τὸ 1924, καὶ τὸ Διδυμότειχο χάριν στὶς ἐνέργειες αὐτὲς τοῦ Ἰωάννη Μανδαλίδη ὑπῆρξε ἡ πρώτη πόλη τοῦ Ἕβρου καὶ ἀπὸ τὶς πρῶτες τῆς Θράκης ποὺ ἠλεκτροδοτήθηκε. Ἐπιπροσθέτως, ὁ Διδυμοτειχίτης εὐεργέτης διέθεσε χρήματα γιὰ τὴν ἀνασυγκρότηση τῶν σχολείων, τὴν ἀνοικοδόμηση ναῶν, τὴ βοήθεια ἀναξιοπαθούντων συμπολιτῶν του καὶ χορήγησε πολλὲς ὑποτροφίες σὲ μαθητὲς ποὺ εἶχαν δυνατότητες γιὰ νὰ σπουδάσουν. Σχετικὰ μὲ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Ἰωάννη Μανδαλίδη πρὸς τὸ Διδυμότειχο καὶ τοὺς συμπολῖτες του, στὸ βιογραφικὸ ποὺ συνέταξε ἡ ἀδερφή του, ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς: «Μόνον ὁ Κύριος ¨ὅστις τα πὰνθ’ ὁρᾶ¨ εἶδεν καὶ γνωρίζει καλῶς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἔργων της εὐποιίας του».
Ὅπως προαναφέραμε τὰ δύο ἀδέλφια, ἐγκαταστάθηκαν ὁριστικὰ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁ Ἰωάννης ἐργάστηκε ὡς ὀδοντίατρος. Τὸ 1930 ἀγόρασε οἰκόπεδο καὶ ἔκτισε πολυκατοικία ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Λεωφόρος Νίκης 39. Στὴν πολυκατοικία αὐτὴ διέμεναν τὰ δύο ἀδέρφια, καθὼς ἐκεῖ πλέον μεταφέρθηκε καὶ στεγαζόταν καὶ τὸ ὀδοντιατρεῖο τοῦ Ἰωάννη. Οἱ δυσκολίες τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς, καθὼς καὶ τὰ προβλήματα ὑγείας ποὺ τὸν ταλάνιζαν, ἦταν ἡ αἰτία ὥστε ὁ Διδυμοτειχίτης εὐεργέτης Ἰωάννης Μανδαλίδης νὰ ἀφήσει τὰ ἐγκόσμια στὶς 26 Ἰουλίου τοῦ 1942, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν. Τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τὸν βρῆκε νὰ ἔχει κοντά του μόνο τὴν ἀδερφή του Βάγια, καθὼς δὲν δημιούργησε οἰκογένεια, οὔτε αὐτός, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ ἀδερφή του.
Ὁ Ἰωάννης Μανδαλίδης μὲ τὴ διαθήκη του ἄφησε τὴ μισὴ πολυκατοικία, καθὼς καὶ ἄλλους οἰκονομικοὺς πόρους στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης προκειμένου νὰ ἱδρυθεῖ Ὀδοντιατρικὴ Σχολὴ (ἀργότερα ἄφησε καὶ τὸ ἄλλο μισὸ ἡ ἀδελφή του). Τὴν περιουσία του στὸ Διδυμότειχο τὴν ἄφησε στὸν τοπικὸ Δῆμο, μὲ τὸν ὅρο, τὰ ἔσοδα νὰ διατίθενται γιὰ νὰ σπουδάσουν παιδιὰ ποὺ δὲν ἔχουν τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα.
Τὸ 1986 ὁ Δῆμος Διδυμοτείχου γιὰ νὰ τιμήσει τὰ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη Μανδαλίδη, τοποθέτησε τὴν προτομή του σ’ ἕνα πάρκο, τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ΕΠΑΛ. Ἐπίσης κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1960 ἢ τοῦ 1970, ὁ δρόμος ποὺ ἀρχίζει κάθετα ἀπὸ τὴν ὁδὸ Βενιζέλου καὶ καταλήγει στὸ πάρκο Μανδαλίδη μέχρι τὴν ὁδὸ Λεωνιδίου, μὲ ἀπόφαση τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου ὀνομάστηκε ὁδὸς Ἰωάννου Μανδαλίδη.
8. Γιάννης Γιαννόπουλος – Παρασημοφορεμένος Στρατιωτικὸς & Ἐπιστήμονας (1898-1984)
Ὁ Γιάννης Γιαννόπουλος γεννήθηκε στὸ Διδυμότειχο στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1898, πατέρας του ἦταν ὁ Γεώργιος Γιαννόπουλος, ἀρχοντικῆς καταγωγῆς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ μητέρα του ἐπίσης ἀρχοντοπούλα, καταγόταν ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο καὶ ἀνῆκε στὴν οἰκογένεια Ἀναγνωστοπούλου. Ὁ Γιάννης εἶχε καὶ μία ἀδελφή, τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία ὑπῆρξε μιὰ μεγάλη παιδαγωγὸς μὲ πλούσια ἐθνικὴ δράση, ἔχοντας σπουδάσει στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό.
Ὁ μικρὸς Γιάννης ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα στὸ Διδυμότειχο, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βέβαια ἀνῆκε στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, καὶ ἀκολούθως μετέβη μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου περάτωσε τὶς γυμνασιακές του σπουδὲς τὸ 1916. Τρία χρόνια ἀργότερα, τὸ 1919, εἰσῆλθε κατόπιν ἐξετάσεων στὴν Σχολὴ Εὐελπίδων, ἀπ΄ ὅπου ἀπεφοίτησε ἀριστοῦχος τὸ 1922 μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ Ἀνθυπολοχαγοῦ. Λόγῳ τῆς ἐμπόλεμης κατάστασης τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅλη ἡ τάξη τοῦ 22 κατετάγη στὸ Πεζικό. Ὡς Ἀνθλγὸς Πεζικοῦ, ἀπεστάλη στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπου γιὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερε στὸ μικρασιατικὸ μέτωπο τιμήθηκε μὲ τὸ Μετάλλιο τῶν Ἐξαιρέτων Πράξεων. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα, καὶ τοποθετήθηκε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του τὸ Διδυμότειχο. Ὁ Γιαννόπουλος, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ δημοσιεύματα ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς εἶχε μιὰ ἔντονη παρουσία στὴν πολιτιστικὴ καὶ κοσμικὴ κίνηση τῆς πόλης.
Τὸ 1925 προήχθη στὸ βαθμό του Ὑπολοχαγοῦ καὶ μετατάχθηκε στὸ ὅπλο τῆς ἀρχικῆς του ἐπιλογῆς ποὺ ἦταν τὸ Μηχανικό, μὲ βασικὴ εἰδικότητα τὶς τηλεπικοινωνίες. Ἡ ἐξειδίκευση καὶ ἡ ἄριστη κατάρτισή του στοὺς τομεῖς τῶν ἐπικοινωνιῶν τον κατέστησαν ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν, καθηγητῆ σὲ Στρατιωτικὲς Σχολές.
Τὸ 1935 τάχθηκε μὲ τὸ μέρος των Βενιζελικῶν ἀξκών, στὸ ἀποτυχημένο κίνημα ἐναντίον τῆς τότε κυβέρνησης τοῦ Παναγῆ Τσαλδάρη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποταχθεῖ ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ. Οἱ ἐπιστημονικές του γνώσεις ἐπάνω στὰ θέματα τῆς ραδιοηλεκτρολογίας τὸν βοήθησαν ὥστε τὸ 1936 νὰ προσληφθεῖ ὡς μηχανικὸς ἀσυρμάτων στὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Γερμανικῆς ἑταιρείας Telefunken. Μὲ τὴν κήρυξη τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου τοῦ 1940, ὁ Γιάννης Γιαννόπουλος ἐπανέρχεται στὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ ὡς «ἔφεδρος ἐκ μονίμων» Λοχαγὸς τοῦ Μηχανικοῦ, ἀναλαμβάνοντας τὴ διοίκηση Διαβιβάσεων τῆς XV Μεραρχίας. Γιὰ τὴν πολεμική του δράση τιμήθηκε καὶ πάλι, αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ τὸ «Χρυσοῦν Ἀριστεῖον Ἀνδρείας».
Μετὰ τὸ τέλος τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ ἀρχιμηχανικοῦ τῆς τότε ἱδρυθείσης Ἀνωνύμου Ἑλληνικῆς Ραδιοφωνικῆς Ἑταιρείας (ΑΕΡΕ) Ἀθηνῶν. Ὁ ἱστορικὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ραδιοφωνίας καὶ Τηλεόρασης Γιῶργος Κάρτερ, ἀναφέρει ὅτι: «ὁ Γιάννης Γιαννόπουλος, ἦταν ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τοῦ Ραδιοφώνου καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀξιότερους τεχνικοὺς διευθυντές του, καθὼς καὶ ὅτι ὑπῆρξε ἡ πιὸ ἀξιομνημόνευτη προσωπικότητα στὸν τεχνικὸ χῶρο τῆς ἑλληνικῆς ραδιοφωνίας, κι ὁ πρῶτος ποὺ ἔφερε τὴ δημοτικὴ γλῶσσα στὰ ἐπιστημονικὰ συγγράμματα».
Μετὰ τὸ 1945 ἵδρυσε σὲ συνεργασία μὲ τὴν ἑταιρεία «Ράδιο Καραγιάννη» τὸ Κέντρο Ἠλεκτρονικῶν Σπουδῶν, τὸ ὁποῖο κατήρτιζε ραδιοτεχνίτες. Ὁ Γιάννης Γιαννόπουλος ὑπῆρξε στυλοβάτης αὐτῆς τῆς προσπάθειας μὲ τὴ συγγραφὴ βιβλίων καὶ τὴν παρουσίαση διαλέξεων, ἰδιαιτέρως στὴν αἴθουσα τοῦ Συλλόγου «Παρνασσός», ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας. Ἐν μέσῳ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τὸ 1948 ἐπιστρατεύθηκε ἐκ νέου καὶ ὑπηρέτησε μέχρι τὸ 1950 στὴ Σχολὴ Ἀξιωματικῶν Διαβιβάσεων (ΣΑΔ) τοῦ Κέντρου Ἐκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων (ΚΕΔ), ὅπου παρέδωσε μαθήματα ραδιοηλεκτρολογίας. Μετὰ τὴν ἀποστρατεία του προσλήφθηκε ἀμέσως στὸ Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ραδιοφωνίας ὡς τεχνικὸς διευθυντής. Στὴ θέση αὐτὴ διέμεινε μέχρι τὸ 1958, καθὼς στὶς 3 Ἰουνίου τοῦ ἰδίου ἔτους ὑπέβαλε τὸ βιογραφικό του σημείωμα στὴν Ἀνωτάτη Βιομηχανικὴ Σχολὴ Πειραιῶς (νῦν Πανεπιστήμιο Πειραιῶς), ὅπου προσλήφθηκε ὡς Εἰδικὸς Καθηγητὴς Ραδιοηλεκτρολογίας. Ἡ σχολὴ αὐτὴ ὑπῆρξε καὶ ὁ τελευταῖος ἐπαγγελματικὸς σταθμὸς γιὰ τὸν ἀείμνηστο Διδυμοτειχίτη Γιάννη Γιαννόπουλο, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς μεγάλης του ἀγάπης γιὰ τὴν ἐπιστήμη του, ἐπέλεξε τὴ θέση αὐτὴ ὥστε νὰ μπορέσει νὰ διδάξει καὶ νὰ καταρτίσει νέους ἐπιστήμονες στὸν κλάδο της ραδιοηλεκτρολογίας καὶ τῶν τηλεπικοινωνιῶν.
Θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ τονίσουμε, ὅτι ὁ Γιάννης Γιαννόπουλος ὑπῆρξε ἕνας πολυγραφότατος ἐπιστήμονας καὶ θεωρητικός, καθὼς ἄφησε ἕνα πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο. Γεγονὸς πάντως εἶναι, ὅτι ὑπῆρξε ἕνας πρωτοποριακὸς δημοτικιστὴς ἐπιστήμονας γιὰ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς του, καθὼς μὲ τὶς γνώσεις του ἀλλὰ καὶ τὴν διδασκαλία του, συνέβαλε τὰ μέγιστα στὸ νὰ ἀναπτυχθεῖ στὴν πατρίδα μας ἡ ἐπιστήμη της ραδιοηλεκτρολογίας (τὸ ραδιόφωνο καὶ ἡ τηλεόραση). Ἐπίσης σέ ¨ἀνύποπτους¨ θὰ λέγαμε καιροὺς (ἀρχὲς δεκαετίας τοῦ 70) ἔγραψε γιὰ τοὺς ἠλεκτρονικοὺς ὑπολογιστὲς τονίζοντας τὴν μελλοντικὴ εὐρεῖα τους χρήση (ἐπαγγελματικὴ καὶ οἰκιακή), γεγονὸς ποὺ ζοῦμε σήμερα. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του λόγῳ καὶ κάποιων προβλημάτων ὑγείας στὰ πόδια του, παρέμεινε στὸ σπίτι του (στὴν Ἀθήνα στὸ Νέο Ψυχικό), ὅπου καὶ πέθανε στὶς 20 Ἀπριλίου 1984.
9. Ἰωάννης Τιρρὴς ἢ Τυρής – Ἰατρὸς & Χειρουργὸς (1899-1988)
Ἕνας ἄλλος ἐπιστήμονας μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης εἶναι ὁ ἰατρὸς (γυναικολόγος καὶ χειρουργὸς) Ἰωάννης Τιρρὴς ἢ Τυρὴς (τὸ ἐπίθετο τὸ συναντᾶμε μὲ ἕνα ἀλλὰ καὶ μὲ δύο ρ, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ ἰ ἀντὶ υ). Ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Παντελῆ Ἀθανασιάδη: «Διδυμότειχο: Ἡ ἱστορία τῆς ἰατρικῆς τοῦ 19ου αἰῶνα ἕως τὸ 1940», ἀντλοῦμε τὰ παρακάτω στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν τὸν ἰατρὸ Ἰωάννη Τιρρή: «Ξεχωριστὴ περίπτωση μὲ πολυετῆ ἄσκηση τοῦ ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματος στὸ Διδυμότειχο ἀποτελεῖ ὁ Τιρρὴς Ἰωάννης, χειρουργός – γυναικολόγος, ποὺ πολιτεύθηκε καὶ ἐξελέγη κατ’ ἐπανάληψη βουλευτής. Γεννήθηκε τὸ 1899 στὴν Ἀράχοβα καὶ ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ Ἐθνικὸ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τὸ 1923. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς του θητείας γνώρισε καὶ νυμφεύθηκε τὴν κόρη τοῦ Ἀδριανουπολίτη τραπεζίτη καὶ πρώτου Προέδρου τῆς Διασυμμαχικῆς Θράκης, Ἐμμανουὴλ Δουλᾶ (τὴν Μαρίκα μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τρία παιδιά). Ἵδρυσε χειρουργική – γυναικολογικὴ κλινικὴ στὸ Διδυμότειχο τὸ 1924. Τὸ 1929 μετεκπαιδεύτηκε γιὰ ἑνάμισι χρόνο στὸ Παρίσι. Ἐξελέγη βουλευτὴς κατ’ ἐπανάληψη, τοῦ κόμματος τῶν Φιλελευθέρων, ἀρχικὰ ἀπὸ 26-1-1936, καὶ ἀργότερα τὸ 1946, 1950 & 1951. Ἐπανεκλέχθηκε βουλευτὴς τὸ 1961 καὶ 1963 (στοιχεῖα ἀπὸ τὸν γιὸ τοῦ Ἐμμανουὴλ Τιερρή, συνταξιοῦχο χειρουργό)». Ἐπίσης στοιχεῖα καὶ φωτογραφίες γιὰ τὸν Ἰωάννη Τιρρὴ μᾶς ἀπέστειλε καὶ ὁ καλὸς φίλος Δρ. Θεόδωρος Κυρκούδης, ὁ ὁποῖος τὸν ἀναφέρει στὸ νέο του βιβλίο «Ἡ ἰατρικὴ στὴ Θράκη ἀπὸ τὸ 1740 μέχρι τὸ 1940».
Ἡ πρώτη κλινική του Τιρρὴ στεγαζόταν σὲ κτίριο ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Βατάτζη δίπλα στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τοῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου καὶ ἡ δεύτερη στὴν περιοχή του Σκορδομαχαλᾶ σὲ οἰκόπεδο τοῦ πεθεροῦ τοῦ Ἐμμανουὴλ Δουλᾶ, ὅπου ἐκεῖ κοντὰ ὑπῆρχε τὸ ἐργοστάσιό του καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχει ἡ οἰκογενειακή του κατοικία.
Ἡ πρώτη κλινική του Τιρρὴ στεγαζόταν σὲ κτίριο ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Βατάτζη δίπλα στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τοῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου καὶ ἡ δεύτερη στὴν περιοχή του Σκορδομαχαλᾶ σὲ οἰκόπεδο τοῦ πεθεροῦ τοῦ Ἐμμανουὴλ Δουλᾶ, ὅπου ἐκεῖ κοντὰ ὑπῆρχε τὸ ἐργοστάσιό του καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχει ἡ οἰκογενειακή του κατοικία.
Στὴν τοπικὴ ἐφημερίδα τοῦ Διδυμοτείχου «Θράκη», κατὰ τὰ ἔτη 1930 – 32, ὑπάρχουν δημοσιεύσεις ποὺ ἀφοροῦν τὴ λειτουργία τῆς κλινικῆς τοῦ Τιρρὴ στὸ Διδυμότειχο, καθὼς καὶ εὐχαριστήρια μονόστηλα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ περιέθαλψε καὶ τοὺς χάρισε τὴν ὑγεία τους: «Νέα Κλινικὴ Ἰωάννου Δ. Τυρὴ ἐν Διδυμοτείχῳ. Οἴκημα νεόδμητον, ἐξοχικόν, εὐάερον ἐν μέσῳ κήπου, πληροῦν πάντας τοὺς ὅρους τῆς ὑγιεινῆς. Θάλαμοι ἀσθενῶν Α΄ καὶ Β΄ θέσεως. Χειρουργεῖον τέλειον ἔνθα ἐκτελοῦνται παντὸς εἴδους ἐπεμβάσεις, χειρουργικαί, γυναικολογικαί, μαιευτικαί. Γίνονται δεκταὶ ἐπίτοκοι κυρίαι διὰ τοκετόν. Θεραπεία ριζικὴ τῶν αἱμορροΐδων ἄνευ ἐγχειρήσεως κατὰ τὴν νεωτάτην μέθοδον τοῦ ἐν Παρισίοις Δρ Bensaude δι’ ἐνέσεων. Ἐγκατάστασις ὑπεριωδῶν ἀκτίνων (Ultra Violets) καὶ ἠλεκτρικῶν μηχανημάτων διὰ πᾶσαν ἠλεκτροθεραπίαν (Ρεύματα Γαλβανικά, Φαραδικά, Ἰοντισμός, Ἠλεκτροδιαθερμία, Ἠλεκτρόλυσις ὡς καὶ Ὀζονοθεραπεία). Ἐπισκέψεις ἐν τῇ κλινικῇ καθ’ ἑκάστην 8-11 π.μ. καὶ 2-4 μ.μ. Ἐν τῷ Φαρμακείω Ν. Βαφειάδου 11-12 π.μ. καὶ 4-6 μ.μ. Τοὺς ἀπόρους δωρεὰν ἕκαστον Σάββατον μ. μεσημβρίαν». Ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονός, τοῦ σύγχρονου γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐξοπλισμοῦ τῆς κλινικῆς, καθὼς καὶ ἡ μέριμνά του γιὰ τοὺς ἀπόρους συμπολῖτες του. Σ’ ἕνα εὐχαριστήριο ἄρθρο τῆς ἐφημερίδας, ἀναγράφονται τὰ ἑξῆς : «Καθῆκον μου ἐπιβεβλημένο θεωρῶ νὰ ἐκφράσω καὶ δημόσια τὰς ἀπείρους μου εὐχαριστίας πρὸς τὸν ἰατρὸν κ. Ι. Τυρὴν διὰ τὴν μεγάλην τοῦ ἰατρικὴν ἱκανότητα ἢν ἐπέδειξε σώσας μὲ ἐκ βεβαίου θανάτου. Ἀνθρώπους τοιαύτης ἀξίας εἴθε νὰ ἀπολαμβάνει πάντοτε ἡ κοινωνία μας. Π.Β. Λαμπουσιάδης».
10. Ἰωάννης Φραγκούλης – Ἐκπαιδευτικὸς & Νομάρχης Ἕβρου (1904-1942)
Ὁ Ἰωάννης Φραγκούλης γεννήθηκε τὸ 1904 στὴ Λευκάδα, ὅπου καὶ τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο, ἔχοντας ἄριστες ἐπιδόσεις ὡς μαθητὴς καὶ μία ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὸ ποὺ τελείωσε τὸ Γυμνάσιο, μετέβη στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἐκεῖ ζοῦσαν τὰ ἀδέλφια του καὶ σπούδασε Θεολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του, ἐργαζόταν προκειμένου νὰ καλύψει τὰ ἔξοδά του. Τὸ 1927 πῆρε τὸ πτυχίο του καὶ διορίστηκε καθηγητὴς στὸ σχολαρχεῖο τοῦ Ἁγίου Κηρύκου τῆς Ἰκαρίας καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὸ σχολαρχεῖο Σάμης Κεφαλληνίας. Ὄντας ἀριστοῦχος φοιτητὴς ἔλαβε ὑποτροφία γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴ Γερμανία. Στὸ πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας καὶ τῆς Ἰένας σπούδασε φιλοσοφία, παιδαγωγικὰ καὶ θεολογία, καὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα ὡς Διδάκτορας. Μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν Ἑλλάδα διορίσθηκε διευθυντὴς στὸ διδασκαλεῖο τῆς Μυτιλήνης.
Ὁ Ἰωάννης Φραγκούλης ἦταν ἕνας πολυγραφότατος ἐπιστήμων, ἀφήνοντας ἕνα σημαντικότατο ἔργο, καὶ ὡς παιδαγωγὸς ἐφάρμοζε ἕνα μεταρρυθμιστικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του πρόγραμμα. Ὅλα αὐτὰ τὰ προσόντα καὶ ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν παιδεία ἀποτέλεσαν τὸ ἐχέγγυο γιὰ νὰ προαχθεῖ τὸ 1937 σὲ γενικὸ ἐπιθεωρητὴ τῆς ἐκπαίδευσης στὴ Θράκη, θέση ποὺ κράτησε μέχρι τὴν κατάληψη τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τοῦ Γερμανοὺς τὸ 1941. Ἡ Ἀνατολικὴ Μακεδονία καὶ ἡ Δυτικὴ Θράκη δόθηκαν ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς στοὺς Βουλγάρους συμμάχους τους, πλὴν τῆς περιοχῆς τοῦ Νομοῦ Ἕβρου ἀπὸ τὴν Ἄνθεια μέχρι τὸ Ὀρμένιο. Ἡ περιοχὴ αὐτή, τὴν ὁποία κατεῖχαν Γερμανικὰ στρατεύματα, ὀνομάστηκε «Οὐδετέρα Ζώνη» καὶ ἀνῆκε στὴν κατοχικὴ κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν. Τὸ Διδυμότειχο ὁρίστηκε ἕδρα τῆς Νομαρχίας καὶ πρῶτος νομάρχης τοποθετήθηκε ὁ Ἰωάννης Φραγκούλης. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1941 ὁ Φραγκούλης ἦλθε στὸ Διδυμότειχο καὶ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα του. Ὁ Στρατὴς Τσιρταβὴς (νεαρὸς ἀπόφοιτος τοῦ γυμνασίου Διδυμοτείχου καὶ ὑπάλληλος τῆς κατοχικῆς Νομαρχίας), ἀναφέρει τὰ ἑξῆς : «Ἦρθε στὰ μέσα Ἰουλίου 1941 φέροντας μαζί του μιὰ κουστωδία ὑπαλλήλων (νεαρῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον) καὶ καθηγητὲς στὸ ἐπάγγελμα. Ἐνδεικτικὰ θὰ ἀναφέρουμε τὸν Μανώλη Ἀνδρόνικο (τὸν μετέπειτα μεγάλο ἀρχαιολόγο), τὸν γυμναστὴ Ὀδυσσέα Τσοῦτσο (προπονητή του Παναθηναϊκοῦ), τὸν Φίρμπα, τὸν Σουλίδη, τὸν Στεφανόπουλο κ.α.».
Συνοπτικὰ νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι ὁ Ἰωάννης Φραγκούλης ὡς Νομάρχης, προσπάθησε ἄμεσα νὰ ἀνυψώσει τὸ ἠθικὸ τῶν κατοίκων τοῦ Ἕβρου. Φρόντισε γιὰ τὴ σωστὴ διανομὴ τῶν τροφίμων καὶ τὴν γεωργο-κτηνοτροφικὴ παραγωγή, ἀνασυγκρότησε τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, τὴν ὑγεία καὶ τὴν ἐκπαίδευση, ἐναντιώθηκε σφόδρα κατὰ τοῦ λαθρεμπορίου καὶ τοῦ μαυραγοριστισμοῦ, καὶ ἴσως αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ αἰτία τῆς δολοφονίας του. Εἶναι γεγονός, πὼς ὑπηρεσίες ὑγείας καὶ δικαιοσύνης ποὺ ὑπάρχουν καὶ σήμερα στὸ Διδυμότειχο, σὲ μεγάλο βαθμὸ ὀφείλονται στὶς τότε ἐνέργειες τοῦ Ἰωάννη Φραγκούλη.
Οἱ σχέσεις του μὲ τὶς Γερμανικὲς ἀρχὲς ἦταν τυπικές, ἀλλὰ κάποιοι ἤθελαν τὸν θάνατό του. Ἔτσι τὴ Μεγάλη Πέμπτη στὶς 2 Ἀπριλίου τοῦ 1942, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τῶν 12 Εὐαγγελίων, ὅπως ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πῆγε νὰ ἀνεβεῖ τὰ σκαλοπάτια τοῦ σπιτιοῦ του (στὴν σημερινὴ ὁδὸ Ἰωάννου Φραγκούλη), τὸν δολοφόνησαν, ὁ φερόμενος ὡς δράστης Πασχάλης Παλαμάρκας, ὁ ὁποῖος διέφυγε καὶ δὲν δικάστηκε καὶ ὁ καθ’ ὁμολογίαν δράστης Γεώργιος Δρατζίδης, μέλη τοῦ ΕΑΜ. Τὸ Διδυμότειχο γιὰ νὰ τιμήσει τὸν μεγάλο αὐτὸ ἄνδρα, ἀνήγειρε τὴν προτομή του, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Στάδιο. Ἐπίσης ἔδωσε τὸ ὄνομά του, στὸ δρόμο ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὸ σπίτι ὅπου διέμενε καὶ σὲ παλαιότερες δεκαετίες διοργανώνονταν οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες πρὸς τιμήν του μὲ τὴν ὀνομασία «Φραγκούλεια».
Αὐτοὶ εἶναι οἱ Γιάννηδες στὴν ἱστορικὴ διαχρονία τοῦ Διδυμοτείχου ποὺ μπορέσαμε καὶ ἐντοπίσαμε: ἅγιοι, αὐτοκράτορες, πατριάρχες, ἐπιστήμονες, εὐεργέτες καὶ πολιτικοί. Θὰ μπορούσαμε νὰ ἐντάξουμε στοὺς ἁγίους μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Νέο, τοῦ ὁποίου τὸ κοσμικὸ ὄνομα ἦταν Ἰωάννης. Ὁ Ἰάκωβος ἀποτέλεσε μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες πνευματικὲς προσωπικότητες τῆς Ρωμηοσύνης κατὰ τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνα καὶ στὶς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ 16ου. Τὸ 1519 μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του μαρτύρησε τὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ στὸ Διδυμότειχο, ἀφήνοντας μιὰ τεράστια πνευματικὴ παρακαταθήκη γιὰ τοὺς ἑπόμενους δύσκολους αἰῶνες τῆς Ὀθωμανοκρατίας, τὴν ἴδια χρονιὰ πέθανε μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια στὴν Ἀδριανούπολη.
Θὰ κλείσουμε τὸ παρὸν κείμενο μὲ δύο ἀπὸ τὶς πολλὲς παροιμίες ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ ὄνομα Γιάννης: «Σπίτι χωρὶς Γιάννη, προκοπὴ δὲν κάνει» καὶ «Γιάννης κερνάει καὶ Γιάννης πίνει», ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ ἕναν ἄλλο μεγάλο Γιάννη τῆς πατρίδας μας, τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια!!!!
Χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους τοὺς Γιάννηδες καὶ σὲ ὅλες τις Γιάννες !!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου