20 Ιαν 2025

Τὸ 1707 ὁ Ἀναστάσιος Μιχαὴλ ὁ Μακεδῶν ἐκφωνεῖ ἕναν Λόγο περὶ Ἑλληνισμοῦ στὴν Ἀκαδημία τοῦ Βραδεμβούργου

Γράφει ὁ Χαράλαμπος Μηνάογλου

Ὁ Ἀναστάσιος Μιχαὴλ ὑπῆρξε σπουδαῖος φιλόλογος καὶ ὁ Ἕλληνας μὲ τὸν βαρύτερο ἀκαδημαϊκὸ τίτλο στὴν ἐποχή του, καθὼς κατέστη μέλος μίας ἀπὸ τὶς τρεῖς ἀρχαιότερες ἀκαδημίες παγκοσμίως, αὐτῆς τοῦ Βραδεμβούργου (Βερολίνου) στὰ 1707. Ἡ Ἀκαδημία εἶχε ἱδρυθεῖ τὸ 1700 μὲ πρῶτο ἰσόβιο πρόεδρο τὸν Gottfried Wilhelm Leibniz (1646-1716). Στὴν πρωσικὴ Ἀκαδημία ἀφιέρωσε καὶ τὸ ἔργο του, ποὺ ἀναφέρεται ὡς Λόγος περὶ Ἑλληνισμοῦ, καθὼς ἀποτέλεσε τὸν εἰσιτήριο λόγο, ποὺ ἐκφώνησε κατὰ τὴν εἰσδοχή του στὴν Ἀκαδημία. Πρόκειται γιὰ τὸ γνωστὸ στὴν βιβλιογραφία παλαιότερα ὡς Περιηγηματικὸν Πυκτάτιον, τὸ ὁποῖο ἔχει σωθεῖ σὲ ἕνα μόνο ἀντίτυπο καὶ αὐτὸ χωρὶς σελίδα τίτλου καὶ κολοβό, καθὼς λείπουν οἱ σελίδες μετὰ τὴν 216.
Τὸ τμῆμα τοῦ ἔργου ποὺ εἶναι γνωστὸ δὲν ἀποτελεῖ περιηγητικὸ... κείμενο, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ μέχρι πρόσφατα τίτλος ποὺ δινόταν τὸ ἔργο, ἀλλὰ μία πραγματεία, ἕναν Λόγο περὶ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἔχει ὡς περιεχόμενο τὴν παρουσίαση τῆς ἑλληνικῆς λογιοσύνης, παιδείας καὶ γλώσσας μετὰ τὴν Ἅλωση, ὥστε νὰ ἀποδειχθεῖ ἀβάσιμη ἡ ἀνθελληνικὴ θέση διαφόρων Εὐρωπαίων «ἑλληνιστῶν» τῆς ἐποχῆς, ὅτι οἱ Ἕλληνες πλέον εἶχαν πάψει νὰ ὑπάρχουν.
Ὁ στόχος, ποὺ θέλησε νὰ ἐπιτύχει ὁ Μιχαὴλ μὲ τὴν προσφώνησή του πρὸς τὴν Ἀκαδημία τοῦ Βραδεμβούργου, ἦταν ἀναμφισβήτητα ἡ προβολὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας σχετικὰ μὲ αὐτὸν στὴν Εὐρώπη. Ταυτόχρονα, ὅμως, τὸ ἔργο λειτούργησε καὶ ὡς ἕνα σημαντικὸ ἐπιστημονικὸ πόνημα ἀνάμεσα στοὺς Εὐρωπαίους Ἑλληνιστές, οἱ ὁποῖοι πλέον εἶχαν καὶ μία αὐθεντικὴ μαρτυρία περὶ ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ περὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς ἐποχῆς τους, ἐφόσον αὐτὴ κατατέθηκε ἀπὸ κάποιον ποὺ ἦταν τὸ γένος Ἕλλην καὶ εἶχε τὴν ἑλληνικὴ ὡς μητρική του γλῶσσα.
Ὁ κεντρικὸς σκοπός, ἡ προβολὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τόσο πρὸς τὰ μέσα, τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ὅσο καὶ πρὸς τὰ ἔξω, τὴν Εὐρώπη, ὑπηρετεῖται κατάλληλα, ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τριῶν ἐπί μέρους στόχων ποὺ ἔχει θέσει ὁ Μιχαήλ: τὴν καταπολέμηση τῆς ἀνθελληνικῆς ἄποψης ποὺ ἐκφραζόταν τότε ἀπὸ μερίδα τῶν Εὐρωπαίων Ἑλληνιστῶν πὼς τὰ μετακλασικὰ ἑλληνικά, δὲν ἦταν ἑλληνικὰ καὶ κατὰ συνέπεια καὶ οἱ Ἕλληνες τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰῶνα δὲν ἦταν Ἕλληνες, τὴν παρουσίαση τῆς ἑλληνικῆς λογιοσύνης καὶ τῆς παιδευτικῆς δραστηριότητας κατὰ τὴν Τουρκοκρατία καὶ τὴν προβολὴ τῆς ἐπίδρασης τοῦ Ἑλληνισμοῦ τόσο στοὺς Ὀρθοδόξους λαούς, ὅσο καὶ στοὺς Δυτικούς.
Γιὰ αὐτὸ καὶ κατατροπώνει μὲ ἀναντίρρητα ἐπιχειρήματα τὶς γλωσσολογικὲς παραναγνώσεις τῶν ἀνθελλήνων «Ἑλληνιστῶν», μὲ χωρία ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ γραμματεία καὶ ὄχι μόνον, καθὼς συμπληρώνει παραπομπὲς καὶ μὲ χωρία λατινικὰ ἀλλὰ καὶ ἑβραϊκά, δείχνοντας πὼς ἀλλαγὲς στὸ φωνολογικό, τονικό, λεξιλογικὸ καὶ συντακτικὸ μέρος τους ἔχουν ὑποστεῖ καὶ ἄλλες γλῶσσες χωρὶς νὰ ἀμφισβητεῖται ἡ συνέχειά τους. Τονίζει ἔτσι ὅτι τὰ ἑλληνικὰ τοῦ καιροῦ του, εἶναι ἑλληνικὰ ἀκριβῶς ὅσο ἦταν καὶ τὰ κλασικὰ ἑλληνικὰ τοῦ ἀθηναϊκοῦ 5ου αἰῶνα. Ἐπισημαίνει ἐπίσης πὼς οἱ ἀνθέλληνες «σοφοὶ» δὲν γράφουν ὅσα γράφουν ἀπὸ ἀφέλεια, ἀλλὰ ἔχουν προκατάληψη κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ πλημμελῆ γνώση τῆς ἑλληνικῆς. 
Αὐτὴ ἡ ἀναίρεση συμπλέκεται μὲ τὴν παρουσίαση τῆς ἑλληνικῆς λογιοσύνης τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ ὁποία ἀποδεικνύει καὶ ἱστορικὰ τὴν συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καθὼς οἱ Ἕλληνες δάσκαλοι τῆς Τουρκοκρατίας μεταβαίνουν στὴν Δύση τοὐλάχιστον μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Μιχαὴλ κυρίως ὡς δάσκαλοι τῶν Ἑλληνικῶν. Πῶς γίνεται λοιπὸν ἡ Εὐρώπη νὰ δέχεται ὡς δασκάλους της στὰ ἑλληνικά, αὐτοὺς ποὺ δὲν τὰ γνωρίζουν; Ἡ ἑλληνικὴ παιδεία συνεχίζει νὰ καλλιεργεῖται. Ἄρα οἱ Ἕλληνες ὑπάρχουν μέχρι τοὐλάχιστον τὰ χρόνια του. Ὁ τρίτος ἐπί μέρους στόχος συμπλέκεται καὶ αὐτὸς μέσα στὸν Λόγο μὲ τοὺς δύο προηγούμενους καὶ ἡ ἐπίτευξή του συνίσταται στὴν ὁριοθέτηση τῆς ἐπίδρασης τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ὅπου στοὺς μὲν ὀρθοδόξους λαοὺς παρουσιάζεται ὡς ἀπόλυτα κυρίαρχη καὶ ἀνώτατη μορφὴ παιδείας μὲ αὐτὴν τὴν συνείδηση νὰ εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους τούς Βλάχους, Βούλγαρους, Ἀρβανῖτες καὶ Σλάβους λογίους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν γίνει Ἕλληνες καὶ θέλουν νὰ παρουσιάζονται ὡς Ἕλληνες, ἐνῷ στοὺς δυτικοὺς προβάλλεται ὡς τὸ κυρίαρχο ὑπόστρωμα τῆς δικῆς τους παιδείας καὶ ἀπαραίτητο προσὸν λογιοσύνης. 
Ἄρα, τὸ συμπέρασμα ποὺ προκαλεῖται, καὶ ἂς μὴν τὸ διατυπώνει ρητὰ ὁ Μιχαήλ, εἶναι ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναγνωρίζονται οἱ Ἕλληνες ὡς Ἕλληνες σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ νὰ μὴν εἶναι τέτοιοι. Πῶς ὅλοι τους δέχονται ὡς δασκάλους τους, ἂν αὐτοὶ δὲν εἶναι πράγματι Ἕλληνες;
Ἔτσι, στὸν Λόγο αὐτὸν τοῦ Μιχαὴλ θὰ πρέπει νὰ δοῦμε τὴν πρώτη ὀργανωμένη προσπάθεια ἀπὸ ἑλληνικῆς πλευρᾶς νὰ δοθεῖ μία -ἀποστομωτικὴ εἶναι ἀλήθεια- ἀπάντηση στὸν νεώτερο ἀνθελληνισμό. Μὲ τὸν ὅρο θέλουμε νὰ δηλώσουμε τὸ σύνολο τῶν κειμένων, τῶν ὁμιλιῶν καὶ τῶν ἐνεργειῶν, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν πρώιμη νεότερη ἐποχὴ καταφέρονταν κατὰ τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ. Πρόκειται πραγματικὰ γιὰ ἕνα φαινόμενο νέο, μία προσπάθεια νὰ προπαγανδιστεῖ, ὄχι πὼς ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι κάτι τὸ κακό, πὼς σφάλλει, πὼς βλάπτει, ἀλλὰ πὼς ἁπλῶς δὲν ὑπάρχει. Εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἀπαρχὴ τῆς σημερινῆς θεώρησης ὁρισμένων περὶ κατασκευῆς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπὸ τὸν Παπαρρηγόπουλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.