19 Οκτ 2024

Κυριακὴ ΣΤ’ Λουκᾶ: Γιά τήν θεραπείᾳ τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρηνῶν (Λουκᾶ 8, 26-39)

Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας
«Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας».
Κατέβηκε ὁ Σωτῆρας στή χώρα τῶν Γαδαρινῶν μαζί μέ τοὺς ἁγίους μαθητές. Ἔπειτα τοὺς συνάντησε κάποιος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ἤταν κατοικία πολλῶν καὶ ἀκαθάρτων πνευμάτων, χωρὶς νοῦ καὶ μυαλό, καὶ δέν ξεχώριζε καθόλου ἀπὸ ἐκείνους πού εἴχαν πεθάνει καὶ βρίσκονταν στή γῆ καὶ μᾶλλον ἤταν ἴσως ἀκόμα χειρότερος, γιατὶ τριγυρνώντας γυμνὸς στά μνήματα τῶν πεθαμένων, ἤταν ἀπόδειξη τῆς ἀπανθρωπιᾶς τῶν δαιμόνων. Ἐπιτρέπει, βέβαια, ὁ Θεὸς τῶν ὅλων κατ’ οἰκονομίαν κάποιοι νά ὑποταχτοῦν σὲ αὐτούς, ὄχι γιά νά ὑποφέρουν, ἀλλὰ μᾶλλον γιά νά μάθουμε ἐμεῖς μέσῳ αὐτῶν πόσο μισάνθρωποι καὶ μισόκαλοι εἶναι οἱ δαίμονες ἀπέναντί μας, καὶ ἔτσι νά πάψουμε νά θέλουμε νά ὑποτασσόμαστε σὲ αὐτούς, γιατὶ ὅταν πάσχει ἕνας, οἰκοδομοῦνται πολλοί…

Ὁ Γαδαρηνὸς αὐτός, δηλαδὴ ἡ ἀγέλη τῶν δαιμονίων πού κρυβόταν μέσα του, ἔτρεχε πίσω ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ φώναζε τὰ ἑξῆς: «Τί ἑμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή μέ βασανίσης». Πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, ἐδῶ, δειλία περιπλεγμένη μέ πολὺ θράσος καὶ ἀπόγνωση. Δεῖγμα βέβαια τῆς διαβολικῆς ἀπόγνωσης εἶναι τὸ ὅτι τολμᾶ νά λέγει: «Τὶ κοινὸ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ;», ἐνῶ δεῖγμα δειλίας τὸ ὅτι παρακαλεῖ νά μὴ βασανιστεῖ. Ἀλλὰ ὅμως, ἐὰν γνωρίζεις ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁπωσδήποτε Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ὁμολογεῖς ὅτι εἶναι Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ ὅλων ὅσα ὑπάρχουν σὲ αὐτά, τότε γιατὶ ἁρπάζεις αὐτὰ πού δέν εἶναι δικὰ σου ἢ μᾶλλον αὐτὰ πού εἶναι δικὰ Του; Ἔπειτα λέγεις: «Τὶ κοινὸ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ ἔμενα καὶ σὲ ἐσένα;». Καὶ ποιός ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς θὰ ἀνεχθεῖ μέχρι τέλους νά εἶναι ὑποταγμένοι στούς βαρβάρους αὐτοὶ πού εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ σκῆπτρα του; Βγάζε ἀπὸ τὸ στόμα σου τίς κραυγές πού σοῦ πρέπουν. Καὶ αὐτὲς εἶναι αὐτό πού λές: «σὲ παρακαλῶ, μή μέ βασανίσεις».

Καὶ πρόσεχε σὲ παρακαλῶ πάλι τὴν ἀσύγκριτη δόξα Ἐκείνου πού εἶναι πέρα ἀπὸ ὅλα, ἐννοῶ τήν ἀκατανίκητη δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Συντρίβει τὸν Σατανᾶ, θέλοντας νά πάθει μόνο αὐτὸς κάτι τέτοιο. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι γι΄αὐτὸν φωτιὰ καὶ φλόγες. Εἶναι, λοιπὸν, ἀλήθεια ὅσα λέγει ὁ μακάριος Ψαλμῳδός: «Τὰ ὄρη ὡσεὶ κηρὸς ἐτάκησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου, ἀπὸ προσώπου Κυρίου πάσης τῆς γῆς» [Ψαλμ. 96, 5]· μὲ «ὄρη», βέβαια, παρομοιάζει ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός τίς ὑψηλὲς καὶ ὑπερήφανες δυνάμεις, δηλαδή τίς πονηρές. Ὅμως, προσβάλλοντας τή δύναμη καὶ ἐξουσία τοῦ Σωτῆρα μας ποὺ εἶναι φωτιά, αὐτὲς λιώνουν σὰν κερί.

Τὸν ῥώτησε ὁ Χριστὸς καὶ τὸν πρόσταξε νά πεῖ ποιό εἶναι τὸ ὄνομά του. Τὸν ῥωτοῦσε ἄραγε ἐπειδὴ δέν ἤξερε καὶ ζητοῦσε σὰν ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς νά μάθει; Καὶ πῶς δέν εἶναι τελείως ἀνόητο τὸ νά ποῦμε ἢ νά σκεφτοῦμε κάτι τέτοιο; Γιατὶ ὡς Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα, καὶ ἐξετάζει τὴν καρδία καὶ τοὺς νεφρούς. Ρώτησε κατ’ οἰκονομία γιά νά μάθουμε ὅτι μεγάλο πλῆθος δαιμονίων κατακυρίευσε μία ψυχὴ ἀνθρώπου. Ἐπειδὴ, δηλαδὴ, ὁ Κύριος γνώριζε τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων πού κατοικοῦσαν μέσα σὲ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἐκεῖνοι πού ἔβλεπαν, ἔβλεπαν ἕναν ἄνδρα καὶ ἄκουαν μία φωνή, λέγει: «τὶ σοί ἐστιν ὄνομα;», γιά νά μὴν πεῖ ὁ Ἴδιος ὅτι εἶναι πολλοὶ καὶ δέν γίνει πιστευτός, ἀλλὰ νά ὁμολογήσουν οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι πολλοί.

«Καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν· ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν·καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς··ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη».

Παρακαλέσαν, λοιπὸν, τὸν Κύριο οἱ δαίμονες πού βρίσκονταν μέσα σὲ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο νά μὴν τοὺς στείλει ἀπὸ τώρα στά τρίσβαθα τοῦ Ἅδη, ἐπειδὴ προφανῶς προηγουμένως εἴχαν ἤδη ἀποσταλεῖ ἄλλοι δαίμονες στήν ἄβυσσο καὶ γι’ αὐτὸ ἐκεῖνοι πού εἴχαν ἀπομείνει εἴχαν καταληφθεῖ τώρα ἀπὸ φρίκη ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ, μήπως πάθαιναν κάτι ἀνάλογο. Κατόπιν ζήτησε ἡ ἀγέλη τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων τὴν ἴση καὶ ὅμοια μέ τὸν ἑαυτὸ της ἀγέλη τῶν χοίρων γιά νά εἰσχωρήσει. Καὶ ὁ Χριστὸς συγκατάνευσε κατ’ οἰκονομία, ἂν καὶ δέν ἁγνοοῦσε αὐτό πού θὰ ἔκαναν. Τοὺς ἔδωσε, λοιπὸν, αὐτὴν τὴν ἐξουσία, γιά νά γίνει σὲ ἐμᾶς μαζί μέ τὰ ἄλλα καὶ αὐτὸ ἀφορμὴ ὠφελείας καὶ ἐλπίδα ἀσφαλείας. Γιατὶ ζητοῦν τὴν ἐξουσία τῶν χοίρων, ἐπειδὴ, δηλαδὴ, δέν τὴν εἴχαν, καὶ αὐτοί πού δέν εἴχαν τὴν ἐξουσία τῶν τόσο μικρῶν καὶ εὐτελῶν, πῶς θὰ μποροῦσαν νά βλάψουν κάποιον ἀπὸ τοὺς σφραγισμένους ἀπὸ τὸν Χριστό μέ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, καὶ πού εἴχαν στηριγμένη τὴν ἐλπίδα τοὺς σὲ Αὐτόν;

Ἀλλὰ ὅμως μαζί μέ αὐτὸ μποροῦμε νά μάθουμε ἀπὸ αὐτό πού συνέβη στήν ἀγέλη τῶν χοίρων καὶ τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ, οἱ ἀσεβεῖς δαίμονες εἶναι κακοὶ καὶ ἐπιβουλεύονται ἐκείνους πού τίθενται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους· γιατὶ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νά τὸ δείξει, καὶ πολὺ καθαρά, τὸ ὅτι καταγκρέμισαν τοὺς χοίρους καὶ τοὺς κατέπνιξαν στά νερά. Καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς συγκατένευσε ὅταν Τοῦ τὸ ζήτησαν, μὲ σκοπὸ νά μάθουμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸ συμβὰν ποιοί ἀκριβῶς εἶναι, ὅτι δηλαδὴ, οἱ δαίμονες εἶναι σκληροὶ καὶ θηριώδεις. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.