Ἔνδοξο καὶ ἡρωικὸ τὸ κεφάλαιο τῆς Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ ἐναντίον τῶν κατακτητικῶν δυνάμεων τοῦ ἄξονα Γερμανίας τοῦ Χίτλερ καὶ τῆς Ἰταλίας του Μουσολίνι. Δὲν ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὁ φιλελεύθερος Λαός μας. Ἀγνόησε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ γερμανοϊταλικὸς ἄξονας εἶχε συνάψει συμμαχία μὲ τὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση τοῦ Στάλιν.
Πολλὲς ἀντιστασιακὲς ὁμάδες δημιουργηθήκανε καὶ ἀντιστάθηκαν εἰς τοὺς κατακτητάς. Μικρὴ ὁμάδα Ἑλλήνων ἀνταρτῶν ὑπῆρξε καὶ ὁ Μίδας 614 μὲ ἀρχηγὸ τὸν Τσιγάντες Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ αἷμα του πότισε τὸ δένδρο τῆς Λευτεριᾶς, πρόσφερε τὴ ζωή του γιὰ τὴ Δημοκρατία καὶ τὴν Ἑλλάδα.
Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε εἰς τὴν πόλη Τοῦλτσα τῆς Ρουμανίας τὸ 1897 καὶ πατέρας του ἦταν ὁ Γεράσιμος Σβορῶνος - Τσιγάντες καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ ἥρωα... Στρατηγοῦ Χριστόδουλου Τσιγάντε.
Τὸ 1933 μὲ συνεργάτες τὸν Ὑποστράτηγο Κ. Βλάχο, τὸν Συνταγματάρχη Στ. Σαράφη καὶ τὸν Πλοίαρχο Α. Κολιολέγη πρωτοστατεῖ καὶ συμμετέχει εἰς τὸ κίνημα τῆς 1ης Μαρτίου 1935, τῆς μυστικῆς ὀργάνωσης «Ἑλληνικὴ Στρατιωτικὴ Ὀργάνωση» (ΕΣΟ). Εἶναι ἀξιωματικὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ Λοχαγοῦ καὶ μετὰ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ἀποτάσσεται ἀπὸ τὸ σῶμα. Πολεμᾶ εἰς τὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο ὡς ἁπλὸς στρατιώτης.
Κατὰ τὴν κατοχὴ διέφυγε εἰς τὴν Μέση Ἀνατολή, ἀποκαταστάθηκε μὲ πρόταση τοῦ διαδόχου Παύλου εἰς τὸν βαθμὸ τοῦ Ταγματάρχη καὶ ἀπὸ τὰ 1942 ὑπηρετεῖ εἰς τὶς μυστικὲς ὑπηρεσίες μὲ ἀποστολὴ τὴν ὀργάνωση ἀντίστασης καὶ τὶς δολιοφθορὲς τῶν δυνάμεων τοῦ κατακτητῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1942 τὸ στρατηγεῖο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς βρίσκεται σὲ δύσκολη θέση καὶ θέλει νὰ ἀποκόψει τὸν ἀνεφοδιασμὸ τοῦ Ρόμελ. Ἀποφασίζεται νὰ σταλεῖ μιὰ ὁμάδα ὑπὸ τὸν Τσιγάντες εἰς τὴν Ἑλλάδα μὲ στόχο τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς διώρυγας τῆς Κορίνθου, τὴ συλλογὴ πληροφοριῶν, τὴν ἵδρυση ἑνὸς συμβουλίου τὸ ὁποῖο θὰ συντόνιζε τὴν ἀντίσταση καὶ τὴν ὀργάνωση ἔνοπλου ἀγῶνα. Γράφει ὁ τότε Ἀντιπρόεδρος καὶ Ὑπουργὸς Ἐθνικῆς Ἀμύνης Παναγιώτης Κανελλόπουλος εἰς τὸ ἡμερολόγιόν του.: «Τὴν 5η Ἰουνίου 1942 πληροφοροῦμαι τὴν ἀπόφαση νὰ σταλεῖ ὁμάδα εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ τὸν Τσιγάντες γιὰ νὰ δράσει». Ὁ Κανελλόπουλος συζητᾶ, θέτει ὅρους καὶ προϋποθέσεις καὶ συμφωνεῖ γιὰ τὴν ἀποστολή. Διαβάζουμε εἰς τὸ ἡμερολόγιο «σκέφθηκα ὅτι ἦταν χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο νὰ μὴν ἐκτελέσει μόνο τὴν ἀποστολὴ ποὺ τοῦ ἀνέθεσαν οἱ Ἄγγλοι, ἀλλὰ νὰ χρησιμεύσει ὡς σύνδεσμος μὲ τὸν Τσέλλο καὶ μ' ἄλλα πρόσωπα στὴν Ἀθήνα γιὰ τὸν συντονισμὸ τοῦ ἀγῶνα ἐκεῖ, συγκεκριμένα γιὰ τὴν ἵδρυση ἑνὸς ὑπερκομματικοῦ "Κέντρου Συντονισμοῦ", ποὺ ὕστερα ἀπὸ μιὰ δική μου εἰσήγηση εἶχαν υἱοθετήσει οἱ Ἄγγλοι». Λίγο μετά, συνεχίζει ὁ Κανελλόπουλος «γι' αὐτὸ παράδωσα στὸν Τσιγάντε – μου τὸ ζήτησε ἄλλωστε ἐπίμονα ὁ ἴδιος – καὶ μιὰν ἔγγραφη βεβαίωσή μου ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος τοῦ ἑλληνικοῦ ὑπουργείου Ἐθνικῆς Ἀμύνης». «Ὁ Τσιγάντες, μὲ μιὰ βαθύτατη συγκίνηση, μοῦ εἶπε καὶ μοῦ ἔδωσε τὸ λόγο του ὅτι θὰ ἐκτελέσει ὅσα τοῦ ἀναθέσαμε οἱ Ἄγγλοι καὶ ἐγώ».
Εἰς τὰ τέλη Ἰουλίου 1942 φθάνει ἡ 9μελὴς ἀποστολὴ εἰς τὴν Ἑλλάδα, σὲ ἕνα ὅρμο τῆς Μάνης. Ὁ Τσιγάντες δίδει προτεραιότητα εἰς τὴν ἀνάπτυξη τῆς Ὀργάνωσης «Μίδας 614» καὶ ἀρχίζει τὶς ἐπαφές του μὲ ὅλους τους πολιτικοὺς χώρους καὶ μὲ ἀντιστασιακὲς ὀργανώσεις μὲ στόχο νὰ πετύχει συντονισμὸ καὶ συνεργασία. Ὁ ἴδιος ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ 37 ἀνθρώπους καὶ οἱ συνεργάτες του μὲ 300 περίπου. Συνάντησε ἐπιστήμονες, καθηγητὲς πανεπιστημίου καὶ τὸν ἐκδότη Λαμπράκη. Τὰ ἀποτελέσματα δὲν ἦταν τὰ ἀναμενόμενα. Ὁ πρώην συνεργάτης τοῦ Σαράφης Στ. ἀρνήθηκε χαρακτηρίζοντάς τον προδότη γιατί ὑπηρετεῖ τὴν πατρίδα ἡ ὁποία ἔχει βασιλέα. Ἐνημερώνει τους Βρεττανοὺς μὲ ἔκθεσή του γιὰ τὸ ΕΑΜ. Ἡ ἔκθεση αὐτὴ περιέχεται εἰς τὸ βιβλίο «Μίδας 614» τοῦ συναγωνιστῆ τοῦ Σπύρου Κώτση.
Τὸν παρέλαβε ὁ Ἄγγελος Ἔβερτ καὶ τὸν ἐφοδίασε μὲ πλαστὴ ταυτότητα ἀστυνομικοῦ. Ἕνας ἀκόμη ἀγωνιστὴς τῆς Ἀντίστασης, πραγματικὸς πατριώτης, δέχεται τὴν βοήθεια τοῦ Ἔβερτ. Μεγάλη ἡ προσφορὰ τοῦ εἰς τὴν Ἀντίσταση. Κινδύνευε ἡ ζωὴ τοῦ ἰδίου καὶ τῆς οἰκογενείας του. Ὁ Τσιγάντες γράφει ἔκθεση γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ Ἔβερτ, τὴν ὁποία ὁ Κανελλόπουλος περιλαμβάνει σὲ βιβλίο του.
Τὴν 14η Ἰανουαρίου 1943 ὁ Ἰωάννης Τσιγάντες σὲ συμπλοκὴ μὲ Ἰταλοὺς στρατιῶτες σκοτώνεται ἀφοῦ προηγουμένως ἔκαψε ἔγγραφα στοιχεῖα τῆς Ὀργάνωσης καὶ μὲ τὸ περίστροφό του σκότωσε Ἰταλούς. Πέρασε εἰς τὴν χορεία τῶν ἀγωνιστῶν πατριωτῶν οἱ ὁποῖοι πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους τὸ δένδρο τῆς Λευτεριᾶς. Οἱ περισσότεροι οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὸν θάνατο τοῦ Τσιγάντες ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπῆρξε τηλεφώνημα εἰς τοὺς Ἰταλοὺς κατὰ τὸ ὁποῖο γυναικεία φωνή τους πληροφόρησε τὸ σημεῖο εἰς τὸ ὁποῖο εὑρίσκετο ὁ Τσιγάντες. Ὁ Ἰταλὸς στρατιωτικὸς διοικητής, στρατηγὸς Τζελόζο, σὲ συνέντευξή του εἰς τὸν δημοσιογράφο Ἐλευθέριο Κοτσαρίδα, κατὰ τὴν διάρκεια μάλιστα τοῦ Ἐμφυλίου, διαφωνεῖ.
Ἡ συνέντευξη αὐτὴ κυκλοφόρησε ὡς βιβλίο, μὲ τίτλο «Ἀνταποκρίσεις, ἄρθρα καὶ συνεντεύξεις» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἑρμῆς» τὸ 1972. Σ' αὐτήν, ὁ Ἰταλὸς στρατηγὸς διαψεύδει κατηγορηματικὰ τὶς φῆμες περὶ κατάδοσης τοῦ Τσιγάντε καὶ διαβεβαιώνει πὼς ἡ σύλληψή του ὀφείλεται σὲ καθαρὴ τύχη. Αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ ἐνημέρωσή του, τόσο γραπτῶς, ὅσο καὶ προφορικῶς.
Ἔχει γραφτεῖ σὲ ἐμπιστευτικὸ δελτίο ἑλληνικῆς ὀργάνωσης τῆς ἐποχῆς ὅτι μέλη αὐτῆς σκότωσαν τὸν Τσιγάντες.
Θὰ κλείσομε τὸ παρὸν πόνημα μὲ τὰ γραφόμενα τῆς Ἰωάννας Τσάτσου εἰς τὸ βιβλίο τῆς «Φύλλα κατοχῆς» σχετικὰ μὲ τὸν Τσιγάντες.
15 Σέπ. 1942: «Τηλεφώνησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πὼς ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα ὁ Γιάννης Τσιγάντες, μὲ μεγάλα σχέδια, πολλὰ μέσα καὶ πολλὰ χρήματα. Πρῶτος σκοπός του Τσιγάντε εἶναι ὁ συντονισμὸς τῆς ἀντίστασης καὶ ἡ ἀποτελεσματικὴ συμπαράστασή της ἀπὸ μέρους τῆς ἐλεύθερης Κυβέρνησης. Τὸ γεγονὸς εἶναι ἀξιόλογο. Νοιώθομε πὼς ἡ ἐπίσημη ἐλεύθερη Ἑλλάδα μᾶς στεγάζει. Δὲν θὰ εἴμαστε πιὰ σκόρπιοι, ἀντιμαχόμενοι, ἀνοργάνωτοι».
15 Ὀκτ. 1942: «Ὁ λοχαγὸς Στέφανος Δούκας κοντὰ στ' ἄλλα εἶναι καὶ σύνδεσμος τοῦ Γιάννη Τσιγάντε. Ἔρχεται ταχτικὰ καὶ βλέπει τὸν Κωστάκη. Ὁ Τσιγάντες θέλει νὰ ὀργανώσει τὸ Ἀνώτατο Ἐθνικὸ Συμβούλιο μὲ Πρόεδρο τὸ Δεσπότη. Εἶναι δύσκολο. Χρειάζονται πρόσωπα ἐμπιστοσύνης καὶ γενικοῦ κύρους. Ὁ Κωστάκης δίνει ὀνόματα καὶ ἰδέες στὸν Στέφανο Δούκα καὶ ὁ Δούκας τὰ μεταφέρει στὸν Τσιγάντε».
23 Νοε. 1942: «Οἱ συνεννοήσεις του Τσιγάντε μὲ τὸν Κωστάκη συνεχίζονται. Σ' ὅλα τὰ κύρια σημεῖα ἔχουν συμφωνήσει. Τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ συναντηθοῦν μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο».
8 Ἰαν. 1943: «Ἀλλοιωμένος, κατάκοπος, ὁ Μακαριότατος ἦρθε χτὲς ἀργὰ στὸ σπίτι, ὅπου τὸν περίμενε ὁ Γιάννης Τσιγάντες. Οἱ εἰκόνες ποὺ εἶχε ζήσει ὅλη μέρα τὸν παρακολουθοῦσαν καὶ τὸν βασάνιζαν. Σιγὰ σιγὰ ἄρχισε νὰ μιλάει κι αὐτὸν ἦταν μιὰ ἀνακούφιση, μιὰ διέξοδος. Ἔπειτα μὲ τὸν Γιάννη Τσιγάντε καὶ τὸν Κωστάκη ἔβαλαν τὶς βάσεις τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου».
12 Ἰαν. 1943: «Ὁ Κωστάκης πῆγε νὰ συναντήσει τὸν Τσιγάντε σ' ἕνα σπίτι πίσω ἀπὸ τὸ Θέατρο Περοκέ. Εἶχαν ἀκόμη πολλὰ νὰ συζητήσουν. Στὴ συζήτηση παρευρίσκονταν κι οἱ συνεργάτες του Τσιγάντε Κ.17 καὶ Κ.18 (Ἰωαννίδης καὶ Λιναράς)».
14 Ἰαν. 1943: «Ἀπίστευτο σὰν παραμύθι. Ὁ Στέφανος Δούκας ἀλλοιωμένος μᾶς ἔφερε τὴν εἴδηση. Ὁ Γιάννης Τσιγάντες εἶναι νεκρός. Μιὰ γυναῖκα, λένε ἀπὸ ζήλεια, τηλεφώνησε στοὺς Ἰταλούς: "Πηγαίνετε Πατησίων 86, θὰ συλλάβετε Ἄγγλο". Οἱ Ἰταλοὶ πολιόρκησαν τὴν πολυκατοικία. Ἔγινε σωστὴ μάχη».
15 Ἰαν. 1943: «Σήμερα ἔγινε ἡ κηδεία του. Θάψαμε τὸ παλληκάρι, θάψαμε καὶ τὴν ἰδέα μιᾶς πανεθνικῆς ἀντίστασης. Τὸ βραδάκι ἦρθε ὁ Στέφανος καὶ μᾶς εἶπε περισσότερα νέα. Οἱ Ἰταλοὶ μετὰ τὸ τηλεφώνημα ἄρχισαν συστηματικὴ ἔρευνα σ' ὅλα τὰ πατώματα τῆς πολυκατοικίας. Στὴν γκαρσονιέρα τοῦ Τσιγάντε ἦταν δυὸ δικοί μας ἀξιωματικοί. Ὅταν δοκίμασαν νὰ βγοῦν ἐμποδίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἰταλὸ φρουρό. Τότε γύρισαν πίσω καὶ πληροφόρησαν τὸν Τσιγάντε πὼς εἶναι πολιορκημένοι. Ἐκεῖνος ψύχραιμος ἄρχισε νὰ καίει τὸ ἀρχεῖο του. Ἦταν μεγάλο, δὲν πρόφταινε νὰ τὰ κάψει ὅλα. Ἔσχιζε καὶ ἔριχνε τὰ χαρτιὰ στὴ φωτιά. Ἔριχνε καὶ μέσα στὴ λεκάνη τῆς τουαλέτας. Οἱ Ἰταλοὶ εἶδαν καπνὸ καὶ μπῆκαν στὴν γκαρσονιέρα. Ὁ Τσιγάντες ἔβγαλε τὸ πιστόλι του, πυροβόλησε τὸν ἰταλὸ καὶ δοκίμασε νὰ φύγει. Στὴν ἐξώπορτα ὅμως τὸν ἐμπόδισε ὁ σκοπός. Πυροβόλησε κι αὐτὸν καὶ τὸν πλήγωσε. Μὰ ὁ λαβωμένος τοῦ τράβηξε ἀπὸ πίσω καὶ τὸ παλληκάρι ἔπεσε νεκρό»
24 Ἰαν. 1943: «Πάρα πολλοὶ ἀξιωματικοὶ καὶ πολῖτες εἶναι ἀνακατεμένοι στὴν ὑπόθεση Τσιγάντε. Ὅλους αὐτοὺς τοὺς μῆνες ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἑλλάδα εἶχε ἀτελείωτες ἐπαφές. Ὅπως συνήθιζε νὰ κρατᾶ σημειώσεις, κανεὶς δὲν γνωρίζει αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἂν τὸ ὄνομά του δὲν εἶναι στὰ χέρια τῶν Ἰταλῶν. Ὅλοι κρύβονται. Ὁ Στέφανος Δούκας εἶναι σ' ἐπαφὴ μ' ἕνα δίχτυο ἀντικατασκοπείας. Περνᾶ ταχτικὰ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ μοῦ λέει τὰ τελευταῖα νέα. Ἐγὼ πάλι τὰ μεταδίδω στὸν Κωστάκη κι αὐτὸς στὸν Ἀρχιεπίσκοπο. Οἱ Ἰταλοὶ ἔχουν σπάσει τὴ λεκάνη καὶ ἔχουν πολλὰ χαρτιὰ στὰ χέρια τους».
Ὁ Δημήτρης Γυφτόπουλος, στενὸς συνεργάτης του Τσιγάντε, δίνει μιὰ ἄλλη ἐκδοχή, ποὺ οὐσιαστικὰ μηδενίζει τὴν πιθανότητα προδοσίας:
«Ὅμως, ἂν τὸ θάρρος καὶ κυρίως ἡ πλαστὴ ταυτότητα τοῦ ἔδωσαν ἄδεια ἐξόδου ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῶν καραμπινιέρων, ἡ δύναμη τῆς συνήθειας καὶ τὸ κάψιμο τῶν χαρτιῶν πρόδωσαν τὴν ταυτότητά του καὶ ἀποκάλυψαν τὴν ἀντρειοσύνη του. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Γιάννης Τσιγάντες φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι του ἄφηνε πάντοτε τὴν πόρτα ἀνοιχτή. Ἡ κακὴ αὐτὴ συνήθεια ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἀποβάλει, στάθηκε ρυθμιστὴς τοῦ ριζικοῦ του. Μετὰ τὸ Ο.Κ. ἀπὸ τὸν ἐπί κεφαλῆς ἀξιωματικὸ τῶν καραμπινιέρων, ἐνῶ κατευθύνεται πρὸς τὴν ἔξοδο τῆς πολυκατοικίας, ἀκούει τὴν φωνὴ τοῦ Ἰταλοῦ ποὺ κρατάει τὸ Μήκη ὡς ὕποπτο: "Σινιόρε, σινιόρε, λὰ πόρτα". Γυρίζει νὰ κλείσει τὴν πόρτα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔβγαινε καπνός, ποὺ ἀντιλαμβάνονται οἱ Ἰταλοὶ καὶ σπεύδουν πρὸς τὸ διαμέρισμα μαζὶ μὲ τὸν Τσιγάντε. Ὁ Τσιγάντες αἰφνιδιάζει τοὺς Ἰταλούς. Τράβηξε τὸ περίστροφό του καὶ πυροβόλησε στὸ ψαχνό. Κάποιος τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι. Τὸν βγάζουν στὸ διάδρομο καὶ τὸν καρφώνουν στὸν τοῖχο μὲ τὸ ὁπλισμένο χέρι ψηλά.
Δὲν ἔμαθε κανείς, ποιός ἦταν ὁ καταδότης, ἂν ὑπῆρξε, ποὺ ὁδήγησε τοὺς Ἰταλοὺς εἰς τὸ κρησφύγετο τοῦ Τσιγάντες καὶ εἰς τὸν θάνατο. Ἔληξε, ἔτσι, μοιραῖα, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ εἰς τὸν ἀντιστασιακὸ πατριωτικὸ ἀγῶνα. Πρόσφερε εἰς τὴν ἀντίσταση. Τὸ δένδρο τῆς ἐλευθερίας ποτίστηκε ἀπὸ τὸ αἷμα του. Τοῦ χρωστᾶμε εὐγνωμοσύνη καὶ νὰ ἀνάβομε ἕνα κεράκι εἰς τὴν μνήμη του, ὅπως σὲ ὅλους τους ἁγνοὺς πατριῶτες μαχητὲς οἱ ὁποῖοι πρόσφεραν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴ ζωή τους γιὰ τὴν Λευτεριὰ καὶ τὴ Δημοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου