Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἄφησε ὁριστικὰ τὸ Στόµιο στὶς 30 Σεπτεµβρίου 1962 καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ Θεοβάδιστο Ὅρος Σινά, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στο ἀσκητήριο τῶν ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης, ποῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ Ἐκκλησάκι καὶ ἕνα πολὺ μικρὸ συνεχόμενο Κελλάκι.
Βρίσκεται σὲ ὡραία θέση σὲ ὕψωμα, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἁγία Κορυφή, καὶ ἀπέχει λιγώτερο ἀπὸ μία ὥρα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Διακόσια μέτρα πιὸ πάνω βρίσκεται ἡ σπηλιὰ τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καὶ λίγο πιὸ πίσω εἶναι ἡ Σκήτη ποῦ ἔμενε ἡ ἁγία Ἐπιστήμη μὲ τὶς ἄλλες ἀσκήτριες.
Ἅγια μέρη, εὐλογημένα. Παρ' ὅλη τὴν αὐχμηρότητά τους, ἐμπνέουν αὐτὰ τὰ βράχια. Ἐκεῖ ψηλὰ λοιπόν, σὰν ἀετός, ἔστησε ὁ Γέροντας τὴν φωλιά του -Μετὰ ἀπ’ τὸ Στόμιο, Γέροντα, πῆγες στὸ ἐρημικὸ Σινὰ καὶ συγκεκριμένα στὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης. Ἐκεῖ πῶς ἦταν ἢ ζωή; ρώτησε ἕνας ἄλλος, πού γνώριζε ἀπὸ παλιὰ τὸν Γέροντα...
Ὁ Μοναχός, ὅπου καὶ νὰ βρεθεῖ, τὸ ἴδιο περνάει. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἐγκαταλείπει. Ἐκεῖ στὸ Σινὰ ὁ Θεὸς ἦταν πάντα μαζί μου. Ὅταν πῆγα ἐκεῖ, δὲν εἶχα τίποτα βρέθηκα στὴν ἔρημο, μὲ ἀγνώστους ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ σκεφτῶ τί θὰ φάω καὶ πῶς θὰ ζήσω. Τὸ ἀσκητήριο ἦταν ἐγκαταλειμμένο καὶ ἀκατοίκητο. Τὸ νερὸ λιγοστό. Ἐγὼ δὲν ἤξερα καὶ κάποιο ἐργόχειρο, γιὰ νὰ βγάζω τὸ ψωμί μου. Τὸ μόνο ἐργαλεῖο, ποῦ εἶχα ἦταν ἕνα ψαλίδι, τὸ ὅποιο χώρισα στὰ δύο κομμάτια καὶ ἀφοῦ τ’ ἀκόνισα σὲ μία πέτρα, ἄρχισα νὰ φτιάχνω ξυλόγλυπτα εἰκονάκια Δούλευα πολλὲς ὧρες κι ἔτσι μποροῦσα νὰ ζῶ, ἄλλα καὶ τοὺς Βεδουίνους νὰ βοηθάω.
(Πρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση)
Στό Σινά, ἐκεῖ στὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης ὅπου ἔμενα, τὸ νερὸ ἦταν ἐλάχιστο. Μιά–μιὰ σταγόνα ἔτρεχε ἀπὸ ἕναν βράχο μέσα σὲ μία σπηλιά, καμμιὰ εἰκοσαριὰ μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο. Εἶχα κάνει μία στερνίτσα καὶ μάζευα τρία κιλὰ νερὸ τὸ εἰκοσιτετράωρο. Ὅταν πήγαινα νὰ πάρω νερό, ἔβαζα τὸ τενεκάκι νὰ γεμίση καὶ ἔλεγα τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Ἔβρεχα μὲ τὸ χέρι μου λιγάκι μόνον τὸ μέτωπο, γιατί αὐτὸ μὲ βοηθοῦσε – μου τὸ εἶχε πεῖ ἕνας γιατρὸς νὰ τὸ κάνω – ἔπαιρνα λίγο νερό, γιὰ νὰ ἔχω νὰ πιῶ, μάζευα καὶ λίγο σὲ ἕνα τενεκάκι γιὰ τὰ πουλάκια καὶ τὰ ποντικάκια ποὺ εἶχε τὸ ἀσκητήριο. Αὐτὸ τὸ νερὸ ἦταν καὶ γιὰ νὰ πλύνω ἕνα ροῦχο κ.λπ. Τί χαρά, τί εὐγνωμοσύνη ἐνίωθα γὶ αὐτὸ τὸ λίγο νερὸ ποὺ εἶχα! Δοξολογία, γιατί εἶχα νερό! Ὄταν ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἔμεινα γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶναι προσήλιο τὸ μέρος, εἶχε πολὺ νερό. Εἶχε μία στέρνα ποὺ ξεχείλιζε καὶ τὸ νερὸ ἔτρεχε ἀπ’ ἔξω. Οὗ, ἐπλενα καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι…, ἀλλὰ εἶχα ξεχασθῆ. Στο Σινὰ βούρκωναν τὰ μάτια μου ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ λίγο νερό, ἐνῶ στὴν Σκήτη ξεχάσθηκα ἀπὸ τὴν ἀφθονία τοῦ νεροῦ. Γι αὐτὸ ἔπειτα πῆγα καὶ ἔμεινα καμμιὰ ὀγδονταριὰ μέτρα πιὸ μακριὰ καὶ εἶχα μία στέρνα μικρή. Πώς χάνεται, πῶς ξεχνιέται κανεὶς μὲ τὴν ἀφθονία!
Πρέπει νὰ ἀφήσουμε ἐν λευκῶ τὸν ἑαυτό μας στὴν θεία πρόνοια, στὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς φροντίση. Ένας μοναχὸς πῆγε ἕνα ἀπόγευμα νὰ διαβάση τὸν Ἑσπερινὸ σὲ μία κορυφή. Στὸν δρόμο βρῆκε ἕνα ἄσπρο μανιτάρι καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ σπάνιο εὔρημά του. Στὸν γυρισμὸ θὰ τὸ ἔκοβε καὶ θὰ περνοῦσε μὲ αὐτὸ τὸ βράδυ. «Ἐὰν μὲ ρωτήσουν οἱ κοσμικοὶ ἂν τρώω κρέας, εἶπε μὲ τὸν λογισμό του, μπορῶ νὰ τοὺς πῶ πῶς τρώω κάθε φθινόπωρο»! Στὴν ἐπιστροφὴ βρῆκε μισὸ τὸ μανιτάρι – κάποιο ζῶο θὰ τὸ εἶχε πατήσει – καὶ εἶπε: «Φαίνεται, τόσο ἔπρεπε νὰ φάω». Τὸ πῆρε και ευχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πρόνοιά Του, γιὰ τὸ μισὸ μανιτάρι. Πιό κάτω βρῆκε ἕνα ἄλλο μισὸ μανιτάρι καὶ ἔσκυψε νὰ τὸ πάρη, γιὰ νὰ συμπληρώση τὸ βραδινό του, ἀλλά, ἐπειδὴ ἦταν χαλασμένο – ἴσως νὰ ἦταν δηλητηριῶδες –, τὸ ἄφησε καὶ εὐχαρίστησε πάλι τὸν Θεὸ ποὺ τὸν φύλαξε ἀπὸ δηλητηρίαση. Πῆγε στὴν Καλύβη του καὶ πέρασε τὸ βράδυ μὲ τὸ μισὸ μανιτάρι. Την ἄλλη μέρα, ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν Καλύβη του, ἀντίκρισε ἕνα θέαμα! Ὅλος ὁ τόπος ἦταν γεμάτος ἀπὸ ὡραία μανιτάρια, καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό. Βλέπετε, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸ ὁλόκληρο καὶ γιὰ τὸ μισό, καὶ γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸ χαλασμένο, καὶ γιὰ τὸ ἕνα καὶ γιὰ τὰ πολλά. Εὐχαριστία γιὰ ὅλα.
Ὁ Καλὸς Θεὸς μᾶς δίνει ἄφθονες εὐλογίες καὶ ἐνεργεῖ πάντα γιὰ τὸ καλό μας. Ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα τὰ ἔκανε, γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ θυσιάζωνται γι' αὐτόν, ἀπὸ ζῶα καὶ πτηνά, μικρὰ καὶ μεγάλα, μέχρι φυτά, – ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θυσιάσθηκε, γιὰ νὰ λυτρώση τὸν ἄνθρωπο.
Ἂς μὴν ἀδιαφοροῦμε γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ Τὸν πληγώνουμε μὲ τὴν μεγάλη μας ἀχαριστία καὶ ἀναισθησία, ἀλλὰ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε.
Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου – Πνευματικὴ ἀφύπνιση, Λόγοι Β’, Ι. Ἡσυχαστήριον ”Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος” Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης.
👍
ΑπάντησηΔιαγραφή