Οἱ ἅγιοι Πεντεκαίδεκα ἱερομάρτυρες, πού τιμῶνται ἰδιαιτέρως καί εἶναι πολιοῦχοι τῆς πόλεως τοῦ Κιλκίς, ἀνήκουν στήν εὐρύτερη χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἰδικότερα τῶν μαρτύρων.
Μάρτυρες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τούς ἀγωνισαμένους μέχρι ψυχῆς καί αἵματος καί μαρτυρήσαντας τῇ δόξῃ τοῦ Χριστοῦ. (ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων). Μάρτυρας εἶναι αὐτός πού ὑπομένει θεληματικά τόν σωματικό θάνατο, προκειμένου νά παραμείνει πιστός στήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του στόν Χριστό. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἀποκαλεῖ τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Μαρτύρων, τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τους, γενέθλια ἡμέρα, διότι αὐτήν τήν ἡμέρα εἰσῆλθαν στεφανηφόροι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό οἱ πιστοί πανηγυρίζουν καί ἑορτάζουν μέ χαρά τήν ἡμέρα μνήμης τῆς ἀθλήσεως τῶν μαρτύρων.
«Ὁ θάνατος τῶν μαρτύρων εἶναι παρηγοριά τῶν πιστῶν, παρρησία τῶν...
Οἱ προστάτες καί πολιοῦχοι τῆς πόλεως τοῦ Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ἱερομάρτυρες ἔζησαν τόν 4ο μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης (361-363 μ.Χ.). Ἄγνωστη παραμένει ἡ καταγωγή τους, ἐνῶ τό Συναξάρι καί τό μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Ἀχρίδος- Οἱ Δεκαπέντε Μάρτυρες τῆς Τιβεριούπολης, ἐκδόσεις Ζῆτρος) συνέγραψε ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος καί πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αἵ.).
Στή σύντομη βασιλεία του ὁ Ἰουλιανός προσπάθησε νά ἀνασυγκροτήσει τήν αὐτοκρατορία μέ βάση τίς φιλοσοφικές καί εἰδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα τοῦ Ἰουλιανοῦ ἦταν ἡ ἀποκατάσταση καί ἐπαναφορά τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Ἄνοιξε ξανά τούς ναούς τῶν εἰδώλων, ἐπέστρεψε τίς περιουσίες τους καί ἄρχισε προσφορά δημοσίων θυσιῶν.
Ταυτόχρονα ἔλαβε μέτρα κατά τῶν Χριστιανῶν «τῶν Γαλιλαίων» ὅπως περιφρονητικά τούς ἀποκαλοῦσε. Τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τά δημόσια ἀξιώματα, τούς ἀπαγόρευσε νά φοιτοῦν στίς διάφορες σχολές, ἀντικατέστησε τά χριστιανικά σύμβολα μέ εἰδωλολατρικά. Ἡ ἀρχική του ἀποτυχία τόν ἐξαγρίωσε ἀφάνταστα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἰουλιανός πρόσταξε τούς διοικητές τῶν πόλεων, νά συλλαμβάνουν τούς Χριστιανούς καί ἄν δέν ἀρνοῦνταν τό Χριστό, νά τούς βασανίζουν μέχρι θανάτου.
Σύμφωνα μέ αὐτή τή διαταγή, ὁ τότε ἄρχοντας τῆς Νίκαιας διέταξε τούς χριστιανούς τῆς περιοχῆς του νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, διαφορετικά τούς περίμεναν ἀνεκδιήγητα βασανιστήρια καί ὁ θάνατος. Οἱ χριστιανοί, ὅταν τά ἄκουσαν αὐτά, φώναξαν ὅλοι ἀπό κοινοῦ: «Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Θεό καί νά θυσιάσουμε στά κουφά καί ἄφωνα εἴδωλα».
Αὐτό τόν γέμισε μέ πολύ θυμό καί ἀκατάσχετη μανία, καί ἄλλους ἀπό αὐτούς τούς ὑπέβαλε σέ φρικτά βασανιστήρια καί θανατώσεις, ἐνῶ πολλοί ξέφυγαν στά ὅρη καί τίς ἐρημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σέ ἄλλους τόπους.
Ἀνάμεσα στούς τελευταίους ἦταν οἱ Τιμόθεος, Κομάσιος, Εὐσέβιος καί Θεόδωρος οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν κατ’ ἀρχάς στήν Θεσσαλονίκη. Δέν ἔμειναν ὅμως πολύ καιρό καί στήν πόλη αὐτή, λόγω τῶν διωγμῶν, καί κατέφυγαν βόρεια, στήν πόλη Στρώμνιτσα, πού τότε ὀνομαζόταν Τιβεριούπολη.
Ἡ Στρώμνιτσα βρίσκεται στίς ὑπώρειες τῆς βορειοδυτικῆς προεκτάσεως τῆς Κερκίνης, στή Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εὔφορης πεδιάδας καί ἀπέχει ἀπό τή Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα. Στήν ἀρχαιότητα, στήν ἴδια θέση βρισκόταν ἡ ἀρχαία ἑλληνική πόλη τῶν Παιόνων, πού ὀνομαζόταν Ἀστραῖον ἤ Αἰστραῖον ἤ καί Ἀστέριον. Κατά τόν 3ο π.Χ. αἰώνα μετονομάσθηκε σέ Καλλίπολη. Κατά τήν βυζαντινή περίοδο ἡ πόλη ὀνομάζεται Τιβεριούπολη. Ἔτσι ὀνομάζεται ἀπό τόν ἅγιο Θεοφύλακτο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος καί πάσης Βουλγαρίας (τέλη τοῦ 11ου αἰώνα), σέ χρυσόβουλα τῶν Κομνηνῶν καί ἀπό βυζαντινούς συγγραφεῖς κυρίως ἀπό τόν Νικηφόρο Γρηγορᾶ.
Ὑπό ποίες συνθῆκες πῆρε τήν ὀνομασία αὐτή δέν ὑπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ὁ καθηγητής Ἀθανάσιος Ἀγγελόπουλος στό βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Στρωμνίτσης», γράφει ὅτι ἡ ὀνομασία ἔγινε μᾶλλον ἐπί αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου ὀνόματι Τιβερίου. Αὐτοκράτορες μέ αὐτό τό ὄνομα ὑπῆρξαν δύο. Ὁ πρῶτος βασίλευσε λίγο μετά τόν Ἰουστινιανό (578-582) καί ὁ δεύτερος ἀργότερα (689-705). Τό πιθανότερο εἶναι νά δόθηκε ἐπί τοῦ πρώτου Τιβερίου. Δέν ἀποκλείει ὁ καθηγητής τό ἐνδεχόμενο νά μετονομάστηκε σέ Τιβεριούπολη, λόγω τῆς παραμονῆς ἐκεῖ τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Τιβερίου (14-37 μ.Χ.). Στά χρόνια τῆς Σερβοβουλγαρικῆς κατοχῆς τῆς πόλης, ἡ Τιβεριούπολη ἔλαβε τήν ὀνομασία «Στρώμνιτσα». Ἀπό τόν 11ο αἰώνα ἕως τόν 13ο αἰώνα ἡ πόλη καθίσταται ἀντικείμενο ἔριδος μεταξύ Βυζαντινῶν καί Βουλγάρων, ὡς παραμεθόριο κάστρο, καί τότε ὀνομάστηκε προφανῶς Στρώμνιτσα.
Ἡ ὀνομασία αὐτή προῆλθε ἀπό τόν ποταμό Στρυμώνα ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ἀπό τούς Βουλγάρους «Στρούμα». Τήν περιοχή τῆς Στρώμνιτσας διαρρέει ὁμώνυμος παραπόταμος τοῦ Στρυμώνα, τόν ὁποῖο οἱ Βούλγαροι ὀνομάζουν «Στρούμιτζα» ἤ «Στρώμνιτσα». Ἔτσι διατηρήθηκε ἡ ὀνομασία Στρώμνιτσα καί ἡ πόλη κατοικεῖται ἀπό ἀνθηρό Ἑλληνισμό ὅλη τήν περίοδο τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Γένους στούς Ὀθωμανούς ὡς τό 1913.
Στήν Τιβεριούπολη, λοιπόν, τήν κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οἱ τέσσερις πρῶτοι Ἱερομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι, μέ τήν ἁγία ζωή τους καί τήν φλογερή διδασκαλία τους «ἔσπειραν τόν σπόρο τοῦ θείου λόγου στά χωράφια τῶν ψυχῶν καί δημιούργησαν μέ ἐπιμέλεια γιά τόν Χριστό ἕνα εὔφορο καί καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (ἅγιος Θεοφύλακτος).
Ὁ ἅγιος βίος καί ἡ χαριτόβρυτος πολιτεία τους εἵλκυσε καί ἄλλους ἕντεκα ἱερεῖς καί μοναχούς τῆς Τιβεριούπολης, ἀπαρτίζοντας «τήν Τρίτη πεντάδα» τῶν πιστῶν δούλων καί ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος Χριστοῦ. Τά ὀνόματα τῶν ἁγίων εἶναι: Τιμόθεος, καί Θεόδωρος ἐπίσκοποι. (Ὁ Θεόδωρος εἶναι ἕνας ἀπό τούς 318 θεοφόρους πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῶ ὁ Τιμόθεος κατέστη ἐπίσκοπος Τιβεριουπόλεως). Πέτρος, Ἰωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οἱ ἱερεῖς, Βασίλειος καί Θωμᾶς διάκονοι, Ἰερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος καί Εὐσέβιος οἱ μοναχοί.
Ὅλοι μαζί οἱ ἅγιοι ζοῦσαν ἀγγελική ζωή, φώτιζαν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἤλεγχαν τήν πλάνη τῶν εἰδώλων στήν Τιβεριούπολη καί τήν εὐρύτερη περιοχή ἐνῶ ἔλαβαν ἀπό τόν μισθαποδότη Κύριο καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, καί μάλιστα τῶν ἰάσεων.
Ἡ ἱεραποστολική καί χριστιανική δράση τῶν Δεκαπέντε ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου διαδόθηκε «ἐπί πτερύγων ἀνέμων» καί ἔφτασε ὡς τήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἦταν διοικητές ὁ Οὐάλλης καί ὁ Φίλιππος, φανατικοί εἰδωλολάτρες, τυφλά ὄργανα τοῦ δυσσεβούς Ἰουλιανοῦ. Ἀκούγοντας οἱ δύο τήν δράση τῶν ἁγίων, ἔσπευσαν στήν Τιβεριούπολη, τούς συνέλαβαν καί τούς προσήγαγαν σέ δημόσια δίκη. Ἐκεῖ τούς ἐπιτίμησαν καί τούς κατηγόρησαν ὅτι περιφρονοῦν τά διατάγματα τοῦ βασιλέως καί πιστεύουν ὡς Θεό αὐτόν πού σταυρώθηκε μέ ληστές. Οἱ ἅγιοι, χωρίς δισταγμό καί μέ θάρρος στόν ἀληθινό Θεό, ὁμολόγησαν τήν πίστη τους, διαλαλώντας τό ἀποστολικό «οὐδείς ἠμᾶς χωρίσει τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ», ἀποδεικνύοντας ταυτόχρονα τό ἄλογον τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα, ἡ πειστικότητα τῶν ἐπιχειρημάτων τους ἦταν τέτοια, ὥστε οἱ δύο τύραννοί τους διέκοψαν τόν εἱρμό τοῦ λόγου τους λέγοντάς τους «ὁμολογεῖτε τούς ἀθανάτους θεούς ἤ ὄχι;». «Ποτέ» εἶπαν οἱ μάρτυρες «δέν θά θυσιάσουμε στούς δαίμονες καί τά εἴδωλά τους, ἀφοῦ ὁ Χριστός ὁ Θεός μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τή δουλεία τῶν δαιμόνων». Ἡ γενναία ἀπάντησή τους ἐξόργισε τούς δύο διοικητές πού ἀποφάσισαν τήν μέ ξίφος θανάτωση τῶν ἁγίων.
Ξεκίνησαν λοιπόν μέ χαρά καί ἀγαλλίαση, γιά τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, ὅπου καί ἔλαβαν τά ἀμάραντα στέφανα τῆς ἀθλήσεώς τους.
Ἕνας ἀπό τούς Πεντεκαίδεκα ἁγίους, ὁ ἱερεύς Πέτρος, «θείῳ ζήλῳ πυρωθεῖς τήν καρδίαν» φώναξε λίγο πρό τοῦ μαρτυρίου: «Παραβάτες τῶν ἔργων καί ἐχθροί τῆς ἀλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αἰτία τό αἷμα τῶν δικαίων, γιά τούς ὁποίους δέν ἀποδείχτηκε τίποτε πού ν’ ἀξίζει τόν θάνατο, ἀλλά μᾶλλον ὅλες οἱ πράξεις τους ἀξίζουν τιμές καί στεφάνια;». Αὐτά τά λόγια μόλις τά ἄκουσαν οἱ μιαροί ἐκεῖνοι ἄρχοντες, πρόσταξαν νά ξαπλώσουν καταγῆς τόν μάρτυρα καί νά τόν χτυπήσουν μέ ραβδιά, ἔπειτα νά τοῦ κόψουν τά χέρια καί τελικά νά τόν θανατώσουν μέ ξίφος. Τά χέρια τοῦ ἁγίου τά πέταξαν στά σκυλιά. Ἕνα ἀπό αὐτά, τό δεξί χέρι ἔπεσε στά πόδια μιᾶς ἐκ γενετῆς τυφλῆς, ἡ ὁποία μόλις τό ἀντιλήφθηκε τό πῆρε στό σπίτι της καί τό φρόντισε. Καί ἀπό τή χαρά της γιά τόν ἀνεκτίμητο θησαυρό πού κατεῖχε, καταφιλοῦσε τό χέρι τοῦ μάρτυρα, τό ἀγκάλιαζε, τό τοποθετοῦσε στά μάτια της. Καί τότε ἔγινε τό μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου – ἀνοίξανε τά μάτια της καί βρῆκε τό φῶς της. Τό ἅγιο αὐτό λείψανο, ἡ εὐσεβής γυναίκα τό ἐναπέθεσε ἀργότερα στή Θεσσαλονίκη, στόν Ἱερό Ναό τῆς καλλινίκου μάρτυρος Ἀναστασίας, τό ὁποῖο ὅμως ἀργότερα ἐπέστρεψε στήν Στρώμνιτσα.
Μετά τήν ἐπιστροφή τῶν χριστιανομάχων διοικητῶν στή Θεσσαλονίκη, οἱ πιστοί τῆς Τιβεριούπολης πῆραν τά ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων, τά τοποθέτησαν σέ λάρνακες, στίς ὁποῖες ἔγραψαν τό ὄνομα, τή ζωή καί τό ἀξίωμά τους. Ἦταν 28 Νοεμβρίου τοῦ 362 μ. Χ. Ἀργότερα ἀνήγειραν καί μεγαλοπρεπή ναό, ὅπου τοποθετήθηκαν οἱ Δεκαπέντε λάρνακες πού ἀποτέλεσαν πηγή θαυμάτων καί ἰάσεων, πολλά ἀπό τά ὁποία διασώζει ὁ βιογράφος τους ἅγιος Θεοφύλακτος ὥστε ὅπως γράφει, «νά γίνει ἡ Τιβεριούπολη ἕνας λαμπρός πυρσός, πού ἅπλωνε τό φῶς τῆς πίστης σέ ἄλλες πόλεις καί ἀνακαλοῦσε ἀπό τήν σκοτεινή πλάνη ὅσους βρίσκονταν στό πέλαγος τῆς ἀπιστίας». Δυστυχῶς, ἐξαιτίας βαρβαρικῶν ἁλώσεων καί καταστροφῶν τά λείψανα τῶν ἁγίων χάθηκαν καί μόνο τό δεξί χέρι τοῦ Ἱερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, τό ὁποῖο ἐπεστράφη στήν Στρώμνιτσα καί τό κρατοῦσαν οἱ εὐσεβεῖς Ἕλληνες τῆς Στρώμνιτσας ὡς θησαυρό πολυτίμητο, στούς δίσεκτους χρόνους τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς.
Κατά τή διάρκεια τοῦ Δευτέρου Βαλκανικοῦ Πολέμου, ὁ ἔνδοξος ἑλληνικός στρατός, ἀπελευθερώνει καί τήν Στρώμνιτσα ἀπό τόν βουλγαρικό ζυγό. Στίς 26 Ἰουνίου τοῦ 1913 εἰσέρχεται στήν πόλη μία ἴλη τοῦ ἑλληνικοῦ ἱππικοῦ καί τήν ἀπελευθερώνει. Χαρᾶς εὐαγγέλια. Ἡ πόλη πλημμυρισμένη ἀπό τήν κυανόλευκη ὑποδέχεται τούς ἀπελευθερωτές μέ τό «Χριστός Ἀνέστη». Δυστυχῶς ὅμως μέ τή συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου στίς 26 Ἰουλίου τοῦ 1913 ἡ πόλη ἐπιδικαζόταν στούς Βουλγάρους. Τό τρομακτικό νέο γνωστοποιεῖται τηλεγραφικῶς στόν τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Ἀρσένιο καί ἐκεῖνος περίλυπος καί μέ δάκρυα στά μάτια, τό ἀνακοινώνει στό ποίμνιό του. Τά ἄδικα καί θλιβερά νέα διαδόθηκαν ἀστραπιαία. Ἡ κατάφωρα ἄδικη ἀπόφαση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ὑποχρέωνε τούς Στρωμνιτσιῶτες νά ζήσουν κάτω ἀπό τό μένος τῶν Βουλγάρων. Ἀποφάσισαν νά ἐγκαταλείψουν τήν ἀγαπημένη τους πατρίδα καί νά καταφύγουν στήν Ἑλλάδα, ἀφοῦ πρῶτα κάψουν τά σπίτια καί τά ἀκίνητα ὑπάρχοντά τους, γιά νά μήν βροῦν τίποτε οἱ Βούλγαροι.
Ἔτσι, ὁ Ἑλληνισμός τῆς πανάρχαιας ἑλληνικῆς πόλεως Αἰστραῖον ἤ Τιβεριουπόλεως ἤ Στρώμνιτσας ἐγκατέλειπε κατώδυνος τήν προγονική του γῆ. Πολλοί ἐξ αὐτῶν τῶν προσφύγων Στρωμνιτσιωτῶν ἐγκαταστάθηκαν στήν ἐρειπωμένη ἀπό τόν πόλεμο πόλη τοῦ Κιλκίς (περίπου 3.500) τήν ὁποία μέ πολύ ζῆλο καί ἀγάπη ἄρχισαν γρήγορα νά τήν ἀνοικοδομοῦν. Ἄλλοι ἐγκαταστάθηκαν στήν Θεσσαλονίκη.
Οἱ Στρωμνιτσιῶτες ἔφεραν μαζί τους στό Κιλκίς ὡς ἱερά κειμήλια μία παλαιά εἰκόνα τῶν Πεντεκαίδεκα ἱερομαρτύρων, τήν ὁποία ἐναπόθεσαν σ’ ἕναν παλαιό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος κοντά στό Κοιμητήριο, τόν ὁποῖο μετονόμασαν σέ ναό τῶν Πεντεκαίδεκα Ἱερομαρτύρων καί μία παλιά Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τήν ὁποία ἐναπόθεσαν ἐπίσης σέ ἕναν παλαιό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, πού μετονόμασαν καί αὐτόν σέ ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου λόγω τοῦ ὅτι καί στήν Στρώμνιτσα ὑπῆρχε ναός πρός τιμήν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ὁ ὁποῖος μάλιστα, ἦταν ὁ μητροπολιτικός ναός τῆς πόλεως.
Ὁ μεγαλύτερος θησαυρός ὅμως πού ἔφεραν ἀπό τήν πατρίδα εἶναι τό ἱερό λείψανο, τό δεξί χέρι τοῦ Ἱερομάρτυρα Πέτρου τοῦ Πρεσβυτέρου, ἑνός ἀπό τούς Πεντεκαίδεκα, τό ὁποῖο ἐναπόθεσαν καί αὐτό στόν μετονομασθέντα ναό. Οἱ Στρωμνιτσιῶτες ἐγκαταστάθηκαν στό Κιλκίς γύρω ἀπό τούς δύο προαναφερθέντες ναούς. Τό 1967 μέ ἐνέργειες τοῦ τότε Μητροπολίτη Πολυανῆς καί Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη τοῦ Ποντίου, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας καί πρός τό ἁρμόδιο Ὑπουργεῖο, καθιερώθηκε μέ Βασιλικό Διάταγμα τῆς 19ης Ἰουλίου 1967 νά ἑορτάζονται ἐπίσημα ὡς πολιοῦχοι τῆς πόλεως Κιλκίς καί ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς τους (28 Νοεμβρίου) ὡς ἀργία γιά τόν τόπο.
Στά ἑπόμενα χρόνια ὅμως ὁ παλαιός ναός ἔπαθε σημαντικές ζημιές ἀπό σεισμούς καί γκρεμίσθηκε. Στίς 12 Ἰουνίου 1977 θεμελιώθηκε ὁ σημερινός περικαλλής ναός τῶν ἁγίων, ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀμβρόσιο Στάμενα, τόν μετέπειτα Παροναξίας, ἱερατεύοντος τοῦ π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τά θυρανοίξια τοῦ νέου ναοῦ ἔγιναν στίς 27 Νοεμβρίου 1989, ἐνῶ τά Ἐγκαίνια στίς 21 Ὀκτωβρίου 1990 ἱερατεύοντος τοῦ π. Σταύρου Χριστοφορίδη.
Στόν νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο καί τό ἱερό λείψανο καί ἡ παλαιά εἰκόνα. Ὁ εὐσεβής λαός τοῦ Κιλκίς, κάθε χρόνο στίς 28 Νοεμβρίου, τιμᾶ καί γεραίρει τήν μνήμη τῶν πολιούχων καί προστατῶν του Πεντεκαίδεκα Ἱερομαρτύρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου